Εκκλησία και Εξουσία
Του π. Γεώργιου Μεταλληνού
1. Στην Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, αναγνωρίζεται ο θεόσδοτος χαρακτήρας της εξουσίας, «ίνα μη ο κόσμος εις ακοσμίαν εμπέση» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, 5ος αι. Ε.Π. 78, 657), ελέγχεται όμως συχνά η πτωτική κατανόηση και χρήση της. Γι’ αυτό υπογραμμίζεται η σχετικότητα και ο πνευματικός της χαραχτήρας για την Εκκλησία (πρβλ. Α’ Κορ. 9, 12. Β’ Κορ. 10, 8. Β’ Θεσσ. 3, 9 κ.α.).
Στην Κ.Δ. φανερώνεται,
εξ άλλου, η δαιμονικότητα της εξουσίας του κόσμου (πρβλ. το διάλογο του Χριστού με τον Πιλάτο – Ιωάν. 18, 28 ε.) και προβάλλεται ο διακονικός και απελευθερωτικός χαραχτήρας της «εξουσίας» του Χριστού (Ματθ. 10, 1 και παράλλ., 28, 18 κ.ά.).
Παράλληλα, γίνεται δεκτός ο πρωτογενής χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας (Ρωμ. 13), ενώ δια του Χριστού καθορίζεται και η στάση απέναντί της με το γνωστό λόγιο «απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι κα τα του θεού τω θεώ» (Ματθ. 22,21), που δείχνει την ιεράρχηση των δύο εξουσιών και τη διαφοροποίησή τους, αφού, αν το νόμιμο ανήκει στον καίσαρα, ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού ανήκει ολόκληρος στο Θεό, ως νόμισμα όχι αυτοκρατορικό, αλλά θείο.
Η αποστολική πράξη –τέλος- εγκαινιάζει και τη δυνατότητα αντιστάσεως (ή έστω αρνήσεως υποταγής) στη δαιμονοποιημένη εξουσία («πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», Πραξ. 5, 29).
2. Η πατερική ποιμαντική αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εξουσίας, αλλ’ ως «ιατρείου πνευματικού» -θεραπευτηρίου δηλαδή της ανθρώπινης υπάρξεως- για την υπέρβαση των θρησκευτικών σχέσεων και τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε «ναό Θεού».
Μόνο πατερικά η Εκκλησία διασώζει το σκοπό της, που είναι η πρόσληψη σύνολης της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου για τη μεταμόρφωσή της σε ευχαριστία και κοινωνία.
Η Εκκλησία ως «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) ή «αγρός» (13, 20) προσλαμβάνει όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής (θεσμούς, οργάνωση της κοινωνίας, πολιτική), για να τα εκκλησιοποιήσει, να τα νοηματοδοτήσει εν Χριστώ, εγκεντρίζοντάς τα στο κυριακό σώμα.
Αυτό εκφράζει πανηγυρικά ο μεγάλος εκκλησιαστικός ποιητής Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αι.), μεταπλάθοντας το «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» του Ματθαίου (18,19) σε : «μαθητεύσατε έθνη και βασιλείας», που σημαίνει: εκκλησιοποιήσατε τα έθνη με όλη την πολιτειακή δομή τους.
Στο εκκλησιαστικό σώμα ενεργοποιείται μια ιδιότυπη εξουσία,διαμορφούμενη στα όρια της ευχαριστιακής σύναξης και ασκούμενη μέσω του μυστηρίου της ιερωσύνης.
Η «ιεραρχημένη πολλαπλότητα», της εν Χριστώ κοινωνίας αποτρέπει την απολυτοποίησή της, αφού όλων των δομών του εκκλησιαστικού σώματος υπέρκειται η σύνοδος. Όπως επεσήμανε δε ήδη ο μεγάλος ιστορικός Henry Gregoire, η Ορθόδοξη Εκκλησία διετήρησε τον δημοκρατικότερο τρόπο υπάρξεως, επιτυγχάνοντας μέσω του επισκοπικού συστήματος τη μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση και μέσω της συνοδικότητας τη δυνατότητα συλλογικής εκφράσεως.
Όταν σώζεται η πατερικότητα, η εκκλησιαστική εξουσία παραμένει πνευματική και αυτό εκφράζει ένας λόγος του ιερού Χρυσοστόμου (Ε.Π. 61, 527), για να ελέγξει ασφαλώς υπερβάσεις και καταχρήσεις, όχι ασυνήθεις στην πτωτικότητά μας: «Ουκ έστιν (στην Εκκλησία) αρχόντων τύφος, ουδέ αρχομένων δουλοπρέπεια, αλλ’ αρχή πνευματική, τούτω μάλιστα πλεονεκτούσα, τω το πλέον των πόνων, ου τω τας τιμάς πλείους επιζητείν». Και αυτό, διότι «… πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρωπίνην εισί διαίρεσιν, προς δε τον Χριστόν πάντες πρόβατα» (Ε.Π. 52, 784). Όλο το σώμα δεν είμεθα παρά πρόβατα του μόνου αληθινού Ποιμένος, του Χριστού, και «σύνδουλοι» ενώπιόν Του (Ματθ. 18,33).
Ο ρόλος της εκκλησιαστικής εξουσίας είναι όχι τιμωρητικός,αλλά θεραπευτικός (από τη νόσο της αμαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος και διακονητικός. Σε τελευταία ανάλυση και αυτή η πολιτική εξουσία, στην αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση, έχει διακονικό-υπηρετικό χαραχτήρα (υπουργός=διάκονος).
Η ενεργός, εξ άλλου, παρουσία της Εκκλησίας στον κοινωνικό χώρο, κατά την ορθόδοξη παράδοση, δεν συνιστά υπέρβαση ορίων, αφού η Εκκλησία δεν νοείται ως «ιερατείο», αλλά ως σώμα και πλήρωμα ζωής, ενώ η κοινωνία σύνολη είναι ο χώρος της μαρτυρίας του ευαγγελισμού της. Και σ’ αυτό ανταποκρίνεται, ήδη από τους πρώτους αιώνες, ο λαός που αποδέχεται θετικά την εκκλησιαστική διακονία. Είναι σαφής εδώ η διαπίστωση του Στ. Ράνσιμαν, ότι στο Βυζάντιο και το Μεταβυζάντιο, ουδέποτε υπήρξε χάσμα ανάμεσα στο λαό και τον παπά του.
Δίκαια, βέβαια, ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης έχει επισημάνει («Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και κοινωνία σήμερα») ότι πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος «από τάσεις προς απόκτηση υπερ-εξουσιών και από ψευδο-πνευματικές φαντασιώσεις». Γι’ αυτό μαζί με την αυθεντικότητα συμπορεύεται και μια παθολογία της εκκλησιαστικής εξουσίας, που καταντά κακέκτυπη αντιγραφή της κοσμικής εξουσίας.
Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα της εκκοσμικεύσεως και θεσμοποιήσεως της Εκκλησίας, που συμπορεύονται ιστορικά. Σε κάποιες εκφράσεις και πραγματώσεις του ο Χριστιανισμός, στα πρόσωπα των φορέων του φυσικά, ιδεολογικοποιείται και θρησκειοποιείται. Με την επικράτηση της «μυστηριολογικής ευσέβειας» ο επίσκοπος γίνεται ένα είδος αρχιερέα της κρατικής θρησκείας (π.χ. από τον δ΄ αι.: “Das Konstantinische Zeitalter”), η συγκεντρούμενη δε στα χέρια των επισκόπων δύναμη γίνεται συχνά εξουσιαστική και ανταγωνιστική προς εκείνη της Πολιτείας.
Βέβαια, πρέπει να λεχθεί, ότι το πρόβλημα εδώ δεν είναι η πολιτική θεσμοποίηση της Εκκλησίας, αλλ’ η απώλεια του σκοπού υπάρξεώς της. Τότε η προτεραιότητα των επιλογών μετατοπίζεται από το υπερβατικό στις ενδοκοσμικές σκοπιμότητες, για τις οποίες χρησιμοποιείται η κοσμική εξουσία.
Η θεσμοποίηση της εκκοσμικεύσεως συνέβη καθολικά στη Δύση και μερικά στην Ανατολή, κυρίως από τον 19ο αιώνα, μολονότι στην «καθ’ ημάς ανατολή» οι ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεψαν ποτέ την κρατικοποίηση της Εκκλησίας, αλλ’ αντίθετα την πολιτειοκρατία προτεσταντικού τύπου δια των Βαυαρών και του πραξικοπηματικού αυτοκεφάλου του 1833. Όπου, μάλιστα, η Εκκλησία ως ιεραρχία, αποβαίνει εξουσιαστική δύναμη, όπως στον Παπισμό, βρίσκεται συνεχώς σε μιαν αντιπαλότητα προς την πολιτική εξουσία.
Ορθά δε επισημαίνει ο καθηγ. Χρ. Γιανναράς (Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, 1977, σ. 137), ότι η επιδίωξη επιβολής των «χριστιανικών αρχών» για την ηθικοποίηση της κοινωνίας είναι η πρώτη ιστορικά έκφραση ολοκληρωτισμού, που οδηγεί νομοτελειακά στη δογματοποίηση (προσοχή: αυτό σημαίνει απόδοση σωτηριολογικού χαρακτήρα) της “Plenitudo Potestatis” και της αλάθητης ηγεσίας.
Παρόμοιες τάσεις δεν λείπουν, βέβαια, και στην Ανατολή, αλλά έμειναν ευτυχώς «τάσεις», απορριπτόμενες ως πλάνη και αντιχριστιανικότητα.
Ο μοναχισμός, μάλιστα, ήδη από τον 4ο αιώνα, παραμένει ιδιαίτερα στην Ανατολή, έμπρακτη δυναμική διαμαρτυρία στην εκκοσμίκευση και αγώνας μόνιμος για τη συνέχεια του εκκλησιαστικού τρόπου υπάρξεως, της διακονικής δηλαδή μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο.
Οι κανόνες, επίσης, της συνοδικής παραδόσεως αναδιαγράφουν συνεχώς τα όρια και την ποιότητα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας, ώστε κάθε παρέκβαση να κρίνεται αυτόματα ως αντιεκκλησιαστική, δηλαδή αντιχριστιανική.
3. Οξύ όμως είναι και το πρόβλημα της αντιμετωπίσεως εκκλησιαστικά της δαιμονικής επάρσεως της κοσμικής εξουσίας, με τον απόλυτό της μάλιστα συχνά χαραχτήρα. Ο χριστιανός έχει συνείδηση, ότι δεν είναι απλά πολίτης του κόσμου, αλλά της ουράνιας βασιλείας. Το «πολίτευμά» του είναι «εν ουρανοίς» (Φιλιππ. 3, 20). Η διαχρονική επιβίωση αυτής της συνειδήσεως διακριβώνεται στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (18ος αι.) στην αναφορά του στην «διπλή πατρίδα», τη «γήϊνη και ματαία» εδώ στη γη και την αιώνια «εν ουρανοίς». Ήδη τον β’ αι. ομολογείται (Προς Διόγνητον 5, 10), ότι «οι χριστιανοί πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και (=αλλά) τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους».
Η νομιμοφροσύνη, συνεπώς, του Χριστιανού δεν είναι καρπός της επιβολής της πολιτειακής εξουσίας, αλλά της ενοικούσης σ’ αυτόν χάριτος. Ως πολίτης της ουράνιας βασιλείας ο Χριστιανός είναι ελεύθερος από την κοσμική εξουσία, διότι η υποταγή του σ’ αυτήν, «εν οις εντολή Θεού μη εμποδίζηται» (Μ. Βασίλειος, Ε.Π. 31, 861), είναι σχετική και πρόσκαιρη, όπως αποδεικνύει διαιώνια το μαρτύριο, ως αντίσταση στην πολιτική τυραννία.
Ακόμη όμως σημαντικότερο είναι το πρόβλημα του εναγκαλισμού της Εκκλησίας με την πολιτειακή εξουσία, έστω και αν η τελευταία εμφανίζεται ως ορθόδοξη, όπως συνέβη σε μας από τον 19ο αιώνα.
Είναι γνωστά τα προβλήματα, που προκάλεσε ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» (μεταφορά από τα Επτάνησα και μετάφραση των δυτικών Established Church, Chiesa Dominante). Η βαυαρική επιβολή του Staatskirchentum –όχι χωρίς αντίσταση φυσικά- οδηγεί στον εφοδιασμό της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας (ας θυμηθούμε τον εντελώς αντορθόδοξο θεσμό της «αριστίνδην συνόδου», που εμφανίζεται σε κάθε ανώμαλη περίοδο του πολιτικού μας βίου), με εξουσίες, απλώς για την εξυπηρέτηση της Πολιτείας, οπότε στην ουσία λειτουργεί ως δέσμιά της (πρβλ. τα Ευαγγελικά, το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, την αποδοχή του νέου ημερολογίου κλπ.).
Ακόμη και στην περίπτωση του «χωρισμού» Εκκλησίας-Πολιτείας, η πολιτειοκρατία μπορεί να αποβεί ακόμη σκληρότερη και εξουθενωτικότερη, με τις ανοικτές πλέον πιέσεις της προς μια ανίσχυρη πια Ορθοδοξία.
4. Μόνο στην περίπτωση της ορθά (δηλαδή κατά τους ιερούς και τους πολιτειακούς κανόνες) λειτουργούσας συναλληλίας ή συμφωνίας (κατά το γράμμα και το πνεύμα του κρατούντος Συντάγματός μας) ο εκκλησιαστικός χώρος διακονεί το λαό και όχι το κράτος, συνεργαζόμενος όμως μαζί του (άρθρο 2 του Καταστ. Χάρτη της Εκκλησίας, 1975).
Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνορθόδοξη πολιτισμική παράδοση διακονούν τον ίδιο λαό, κάθε πλευρά με τον δικό της τρόπο. Η συναλληλία ως το μόνο σύμφωνο με την παράδοσή μας σύστημα σχέσεων, η τυχόν ανατροπή του οποίου θα επιφέρει καταστροφικές ρήξεις, συνιστά αλληλοπεριχώρηση των δύο πλευρών για τη διακονία του ίδιου λαού.
Μη λησμονούμε, εξ άλλου, ότι υπερβάσεις στη χρήση της εξουσίας στη δική μας παράδοση γίνονται κατά κανόνα από την πλευρά της Πολιτείας, που αυτονοηματοδοτείται μεταφυσικά. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως συντελείται καπήλευση της θρησκευτικής πίστεως για την επιβολή καισαροπαπισμού εν ονόματι του Θεού. Ο Εκκλησιαστικός χώρος στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζει μια διπλή στάση, που καθορίσθηκε προγραμματικά από τον Ευσέβιο Καισαρείας και Μ. Αθανάσιο (δ΄ αι.) και φθάνει ως σήμερα.
Η άρση της δυσλειτουργίας δεν επιτυγχάνεται με εισαγόμενες λύσεις, αλλά με την επανεκκλησιοποίηση (για τη δυτικίζουσα από τον 19ο αι. Πολιτεία μας: αναπαλαίωση) των νοοτροπιών.
Μια επιβαλλόμενη ενιαιοποίηση θα ισοπεδώσει τις πολιτισμικές παραδόσεις των μικρών λαών (εθνών), όπως έλεγε ο δάσκαλός μου στην Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος).
Μη λησμονούμε δε, ότι, αν «πολιτικά ανήκομεν εις την Δύσιν», πνευματικά ανήκομεν στην Ορθόδοξη Ανατολή και κάθε αλλαγή δεν μπορεί να γίνει ερήμην των άλλων Ορθοδόξων αδελφών μας και εις βάρος της Πανοθροδόξου ενότητας. Τη βούλησή του, άλλωστε, στο πρόβλημα αυτό έχει εκφράσει επανειλημμένα ο λαός μας με τις κατά καιρούς σφυγμομετρήσεις και κατ’ εξοχήν με τη στάση του στον «πολιτικό γάμο».
Η διατήρηση του συντάγματος, ως έχει, στα άρθρα 3 και 13, διακρατεί μεν την εθνική ταυτότητά μας, αλλά και λύει το πρόβλημα των αληθινών (και όχι κατασκευαζομένων) θρησκευτικών μειονοτήτων της χώρας μας. Η παρουσία δε της ελληνορθόδοξης παραδόσεως στα όρια της Ενωμένης Ευρώπης, ως μόνιμη υπόμνηση του ευρωπαϊκού παρελθόντος, θα βοηθεί την αξιολόγηση και αξιοποίηση των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας και στον ευρωπαϊκό χώρο, στα όρια της πλουραλιστικής αντιδόσεως και όχι μιας (επιδιωκόμενης από κάποιους) μονοδρομικής «μετακενώσεως».
Ο σεβασμός, λοιπόν, των «διακριτών ρόλων» Πολιτείας και Εκκλησίας, με βάση το Νόμο 590/1977, που είναι Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας, συμβάλλει στην αποφυγή άκαιρων αναστατώσεων και, προπάντων, διάσπασης της ενότητας του εθνικού σώματος, ιδιαίτερα αναγκαίας στην εποχή μας.
1. Στην Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, αναγνωρίζεται ο θεόσδοτος χαρακτήρας της εξουσίας, «ίνα μη ο κόσμος εις ακοσμίαν εμπέση» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, 5ος αι. Ε.Π. 78, 657), ελέγχεται όμως συχνά η πτωτική κατανόηση και χρήση της. Γι’ αυτό υπογραμμίζεται η σχετικότητα και ο πνευματικός της χαραχτήρας για την Εκκλησία (πρβλ. Α’ Κορ. 9, 12. Β’ Κορ. 10, 8. Β’ Θεσσ. 3, 9 κ.α.).
Στην Κ.Δ. φανερώνεται,
εξ άλλου, η δαιμονικότητα της εξουσίας του κόσμου (πρβλ. το διάλογο του Χριστού με τον Πιλάτο – Ιωάν. 18, 28 ε.) και προβάλλεται ο διακονικός και απελευθερωτικός χαραχτήρας της «εξουσίας» του Χριστού (Ματθ. 10, 1 και παράλλ., 28, 18 κ.ά.).
Παράλληλα, γίνεται δεκτός ο πρωτογενής χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας (Ρωμ. 13), ενώ δια του Χριστού καθορίζεται και η στάση απέναντί της με το γνωστό λόγιο «απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι κα τα του θεού τω θεώ» (Ματθ. 22,21), που δείχνει την ιεράρχηση των δύο εξουσιών και τη διαφοροποίησή τους, αφού, αν το νόμιμο ανήκει στον καίσαρα, ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού ανήκει ολόκληρος στο Θεό, ως νόμισμα όχι αυτοκρατορικό, αλλά θείο.
Η αποστολική πράξη –τέλος- εγκαινιάζει και τη δυνατότητα αντιστάσεως (ή έστω αρνήσεως υποταγής) στη δαιμονοποιημένη εξουσία («πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», Πραξ. 5, 29).
2. Η πατερική ποιμαντική αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εξουσίας, αλλ’ ως «ιατρείου πνευματικού» -θεραπευτηρίου δηλαδή της ανθρώπινης υπάρξεως- για την υπέρβαση των θρησκευτικών σχέσεων και τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε «ναό Θεού».
Μόνο πατερικά η Εκκλησία διασώζει το σκοπό της, που είναι η πρόσληψη σύνολης της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου για τη μεταμόρφωσή της σε ευχαριστία και κοινωνία.
Η Εκκλησία ως «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) ή «αγρός» (13, 20) προσλαμβάνει όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής (θεσμούς, οργάνωση της κοινωνίας, πολιτική), για να τα εκκλησιοποιήσει, να τα νοηματοδοτήσει εν Χριστώ, εγκεντρίζοντάς τα στο κυριακό σώμα.
Αυτό εκφράζει πανηγυρικά ο μεγάλος εκκλησιαστικός ποιητής Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αι.), μεταπλάθοντας το «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» του Ματθαίου (18,19) σε : «μαθητεύσατε έθνη και βασιλείας», που σημαίνει: εκκλησιοποιήσατε τα έθνη με όλη την πολιτειακή δομή τους.
Στο εκκλησιαστικό σώμα ενεργοποιείται μια ιδιότυπη εξουσία,διαμορφούμενη στα όρια της ευχαριστιακής σύναξης και ασκούμενη μέσω του μυστηρίου της ιερωσύνης.
Η «ιεραρχημένη πολλαπλότητα», της εν Χριστώ κοινωνίας αποτρέπει την απολυτοποίησή της, αφού όλων των δομών του εκκλησιαστικού σώματος υπέρκειται η σύνοδος. Όπως επεσήμανε δε ήδη ο μεγάλος ιστορικός Henry Gregoire, η Ορθόδοξη Εκκλησία διετήρησε τον δημοκρατικότερο τρόπο υπάρξεως, επιτυγχάνοντας μέσω του επισκοπικού συστήματος τη μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση και μέσω της συνοδικότητας τη δυνατότητα συλλογικής εκφράσεως.
Όταν σώζεται η πατερικότητα, η εκκλησιαστική εξουσία παραμένει πνευματική και αυτό εκφράζει ένας λόγος του ιερού Χρυσοστόμου (Ε.Π. 61, 527), για να ελέγξει ασφαλώς υπερβάσεις και καταχρήσεις, όχι ασυνήθεις στην πτωτικότητά μας: «Ουκ έστιν (στην Εκκλησία) αρχόντων τύφος, ουδέ αρχομένων δουλοπρέπεια, αλλ’ αρχή πνευματική, τούτω μάλιστα πλεονεκτούσα, τω το πλέον των πόνων, ου τω τας τιμάς πλείους επιζητείν». Και αυτό, διότι «… πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρωπίνην εισί διαίρεσιν, προς δε τον Χριστόν πάντες πρόβατα» (Ε.Π. 52, 784). Όλο το σώμα δεν είμεθα παρά πρόβατα του μόνου αληθινού Ποιμένος, του Χριστού, και «σύνδουλοι» ενώπιόν Του (Ματθ. 18,33).
Ο ρόλος της εκκλησιαστικής εξουσίας είναι όχι τιμωρητικός,αλλά θεραπευτικός (από τη νόσο της αμαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος και διακονητικός. Σε τελευταία ανάλυση και αυτή η πολιτική εξουσία, στην αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση, έχει διακονικό-υπηρετικό χαραχτήρα (υπουργός=διάκονος).
Η ενεργός, εξ άλλου, παρουσία της Εκκλησίας στον κοινωνικό χώρο, κατά την ορθόδοξη παράδοση, δεν συνιστά υπέρβαση ορίων, αφού η Εκκλησία δεν νοείται ως «ιερατείο», αλλά ως σώμα και πλήρωμα ζωής, ενώ η κοινωνία σύνολη είναι ο χώρος της μαρτυρίας του ευαγγελισμού της. Και σ’ αυτό ανταποκρίνεται, ήδη από τους πρώτους αιώνες, ο λαός που αποδέχεται θετικά την εκκλησιαστική διακονία. Είναι σαφής εδώ η διαπίστωση του Στ. Ράνσιμαν, ότι στο Βυζάντιο και το Μεταβυζάντιο, ουδέποτε υπήρξε χάσμα ανάμεσα στο λαό και τον παπά του.
Δίκαια, βέβαια, ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης έχει επισημάνει («Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και κοινωνία σήμερα») ότι πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος «από τάσεις προς απόκτηση υπερ-εξουσιών και από ψευδο-πνευματικές φαντασιώσεις». Γι’ αυτό μαζί με την αυθεντικότητα συμπορεύεται και μια παθολογία της εκκλησιαστικής εξουσίας, που καταντά κακέκτυπη αντιγραφή της κοσμικής εξουσίας.
Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα της εκκοσμικεύσεως και θεσμοποιήσεως της Εκκλησίας, που συμπορεύονται ιστορικά. Σε κάποιες εκφράσεις και πραγματώσεις του ο Χριστιανισμός, στα πρόσωπα των φορέων του φυσικά, ιδεολογικοποιείται και θρησκειοποιείται. Με την επικράτηση της «μυστηριολογικής ευσέβειας» ο επίσκοπος γίνεται ένα είδος αρχιερέα της κρατικής θρησκείας (π.χ. από τον δ΄ αι.: “Das Konstantinische Zeitalter”), η συγκεντρούμενη δε στα χέρια των επισκόπων δύναμη γίνεται συχνά εξουσιαστική και ανταγωνιστική προς εκείνη της Πολιτείας.
Βέβαια, πρέπει να λεχθεί, ότι το πρόβλημα εδώ δεν είναι η πολιτική θεσμοποίηση της Εκκλησίας, αλλ’ η απώλεια του σκοπού υπάρξεώς της. Τότε η προτεραιότητα των επιλογών μετατοπίζεται από το υπερβατικό στις ενδοκοσμικές σκοπιμότητες, για τις οποίες χρησιμοποιείται η κοσμική εξουσία.
Η θεσμοποίηση της εκκοσμικεύσεως συνέβη καθολικά στη Δύση και μερικά στην Ανατολή, κυρίως από τον 19ο αιώνα, μολονότι στην «καθ’ ημάς ανατολή» οι ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεψαν ποτέ την κρατικοποίηση της Εκκλησίας, αλλ’ αντίθετα την πολιτειοκρατία προτεσταντικού τύπου δια των Βαυαρών και του πραξικοπηματικού αυτοκεφάλου του 1833. Όπου, μάλιστα, η Εκκλησία ως ιεραρχία, αποβαίνει εξουσιαστική δύναμη, όπως στον Παπισμό, βρίσκεται συνεχώς σε μιαν αντιπαλότητα προς την πολιτική εξουσία.
Ορθά δε επισημαίνει ο καθηγ. Χρ. Γιανναράς (Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, 1977, σ. 137), ότι η επιδίωξη επιβολής των «χριστιανικών αρχών» για την ηθικοποίηση της κοινωνίας είναι η πρώτη ιστορικά έκφραση ολοκληρωτισμού, που οδηγεί νομοτελειακά στη δογματοποίηση (προσοχή: αυτό σημαίνει απόδοση σωτηριολογικού χαρακτήρα) της “Plenitudo Potestatis” και της αλάθητης ηγεσίας.
Παρόμοιες τάσεις δεν λείπουν, βέβαια, και στην Ανατολή, αλλά έμειναν ευτυχώς «τάσεις», απορριπτόμενες ως πλάνη και αντιχριστιανικότητα.
Ο μοναχισμός, μάλιστα, ήδη από τον 4ο αιώνα, παραμένει ιδιαίτερα στην Ανατολή, έμπρακτη δυναμική διαμαρτυρία στην εκκοσμίκευση και αγώνας μόνιμος για τη συνέχεια του εκκλησιαστικού τρόπου υπάρξεως, της διακονικής δηλαδή μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο.
Οι κανόνες, επίσης, της συνοδικής παραδόσεως αναδιαγράφουν συνεχώς τα όρια και την ποιότητα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας, ώστε κάθε παρέκβαση να κρίνεται αυτόματα ως αντιεκκλησιαστική, δηλαδή αντιχριστιανική.
3. Οξύ όμως είναι και το πρόβλημα της αντιμετωπίσεως εκκλησιαστικά της δαιμονικής επάρσεως της κοσμικής εξουσίας, με τον απόλυτό της μάλιστα συχνά χαραχτήρα. Ο χριστιανός έχει συνείδηση, ότι δεν είναι απλά πολίτης του κόσμου, αλλά της ουράνιας βασιλείας. Το «πολίτευμά» του είναι «εν ουρανοίς» (Φιλιππ. 3, 20). Η διαχρονική επιβίωση αυτής της συνειδήσεως διακριβώνεται στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (18ος αι.) στην αναφορά του στην «διπλή πατρίδα», τη «γήϊνη και ματαία» εδώ στη γη και την αιώνια «εν ουρανοίς». Ήδη τον β’ αι. ομολογείται (Προς Διόγνητον 5, 10), ότι «οι χριστιανοί πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και (=αλλά) τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους».
Η νομιμοφροσύνη, συνεπώς, του Χριστιανού δεν είναι καρπός της επιβολής της πολιτειακής εξουσίας, αλλά της ενοικούσης σ’ αυτόν χάριτος. Ως πολίτης της ουράνιας βασιλείας ο Χριστιανός είναι ελεύθερος από την κοσμική εξουσία, διότι η υποταγή του σ’ αυτήν, «εν οις εντολή Θεού μη εμποδίζηται» (Μ. Βασίλειος, Ε.Π. 31, 861), είναι σχετική και πρόσκαιρη, όπως αποδεικνύει διαιώνια το μαρτύριο, ως αντίσταση στην πολιτική τυραννία.
Ακόμη όμως σημαντικότερο είναι το πρόβλημα του εναγκαλισμού της Εκκλησίας με την πολιτειακή εξουσία, έστω και αν η τελευταία εμφανίζεται ως ορθόδοξη, όπως συνέβη σε μας από τον 19ο αιώνα.
Είναι γνωστά τα προβλήματα, που προκάλεσε ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» (μεταφορά από τα Επτάνησα και μετάφραση των δυτικών Established Church, Chiesa Dominante). Η βαυαρική επιβολή του Staatskirchentum –όχι χωρίς αντίσταση φυσικά- οδηγεί στον εφοδιασμό της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας (ας θυμηθούμε τον εντελώς αντορθόδοξο θεσμό της «αριστίνδην συνόδου», που εμφανίζεται σε κάθε ανώμαλη περίοδο του πολιτικού μας βίου), με εξουσίες, απλώς για την εξυπηρέτηση της Πολιτείας, οπότε στην ουσία λειτουργεί ως δέσμιά της (πρβλ. τα Ευαγγελικά, το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, την αποδοχή του νέου ημερολογίου κλπ.).
Ακόμη και στην περίπτωση του «χωρισμού» Εκκλησίας-Πολιτείας, η πολιτειοκρατία μπορεί να αποβεί ακόμη σκληρότερη και εξουθενωτικότερη, με τις ανοικτές πλέον πιέσεις της προς μια ανίσχυρη πια Ορθοδοξία.
4. Μόνο στην περίπτωση της ορθά (δηλαδή κατά τους ιερούς και τους πολιτειακούς κανόνες) λειτουργούσας συναλληλίας ή συμφωνίας (κατά το γράμμα και το πνεύμα του κρατούντος Συντάγματός μας) ο εκκλησιαστικός χώρος διακονεί το λαό και όχι το κράτος, συνεργαζόμενος όμως μαζί του (άρθρο 2 του Καταστ. Χάρτη της Εκκλησίας, 1975).
Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνορθόδοξη πολιτισμική παράδοση διακονούν τον ίδιο λαό, κάθε πλευρά με τον δικό της τρόπο. Η συναλληλία ως το μόνο σύμφωνο με την παράδοσή μας σύστημα σχέσεων, η τυχόν ανατροπή του οποίου θα επιφέρει καταστροφικές ρήξεις, συνιστά αλληλοπεριχώρηση των δύο πλευρών για τη διακονία του ίδιου λαού.
Μη λησμονούμε, εξ άλλου, ότι υπερβάσεις στη χρήση της εξουσίας στη δική μας παράδοση γίνονται κατά κανόνα από την πλευρά της Πολιτείας, που αυτονοηματοδοτείται μεταφυσικά. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως συντελείται καπήλευση της θρησκευτικής πίστεως για την επιβολή καισαροπαπισμού εν ονόματι του Θεού. Ο Εκκλησιαστικός χώρος στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζει μια διπλή στάση, που καθορίσθηκε προγραμματικά από τον Ευσέβιο Καισαρείας και Μ. Αθανάσιο (δ΄ αι.) και φθάνει ως σήμερα.
Η άρση της δυσλειτουργίας δεν επιτυγχάνεται με εισαγόμενες λύσεις, αλλά με την επανεκκλησιοποίηση (για τη δυτικίζουσα από τον 19ο αι. Πολιτεία μας: αναπαλαίωση) των νοοτροπιών.
Μια επιβαλλόμενη ενιαιοποίηση θα ισοπεδώσει τις πολιτισμικές παραδόσεις των μικρών λαών (εθνών), όπως έλεγε ο δάσκαλός μου στην Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος).
Μη λησμονούμε δε, ότι, αν «πολιτικά ανήκομεν εις την Δύσιν», πνευματικά ανήκομεν στην Ορθόδοξη Ανατολή και κάθε αλλαγή δεν μπορεί να γίνει ερήμην των άλλων Ορθοδόξων αδελφών μας και εις βάρος της Πανοθροδόξου ενότητας. Τη βούλησή του, άλλωστε, στο πρόβλημα αυτό έχει εκφράσει επανειλημμένα ο λαός μας με τις κατά καιρούς σφυγμομετρήσεις και κατ’ εξοχήν με τη στάση του στον «πολιτικό γάμο».
Η διατήρηση του συντάγματος, ως έχει, στα άρθρα 3 και 13, διακρατεί μεν την εθνική ταυτότητά μας, αλλά και λύει το πρόβλημα των αληθινών (και όχι κατασκευαζομένων) θρησκευτικών μειονοτήτων της χώρας μας. Η παρουσία δε της ελληνορθόδοξης παραδόσεως στα όρια της Ενωμένης Ευρώπης, ως μόνιμη υπόμνηση του ευρωπαϊκού παρελθόντος, θα βοηθεί την αξιολόγηση και αξιοποίηση των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας και στον ευρωπαϊκό χώρο, στα όρια της πλουραλιστικής αντιδόσεως και όχι μιας (επιδιωκόμενης από κάποιους) μονοδρομικής «μετακενώσεως».
Ο σεβασμός, λοιπόν, των «διακριτών ρόλων» Πολιτείας και Εκκλησίας, με βάση το Νόμο 590/1977, που είναι Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας, συμβάλλει στην αποφυγή άκαιρων αναστατώσεων και, προπάντων, διάσπασης της ενότητας του εθνικού σώματος, ιδιαίτερα αναγκαίας στην εποχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου