3 λέγοντες· τί ὅτι ἐνησταύσαμεν καὶ οὐκ εἶδες; ἐταπεινώσαμεν τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔγνως; ἐν γὰρ ταῖς ἡμέραις τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε τὰ θελήματα ὑμῶν καὶ πάντας τοὺς ὑποχειρίους ὑμῶν ὑπονύσσετε. | 3 και λέγουν· Διατί, όαν ενηστεύσαμεν, δεν επρόσεξες την νηστείαν μας; Εταπεινώσαμεν εν μετανοία τας ψυχάς μας και συ δεν ηθέλησες να λάβης γνώσιν. Δεν θα σας επροσεξα, όταν επράττετε αυτά, λέγει ο Κυριος, διότι και κατά τας ημέρας των νηστειών σας επραγματοποιούσατε τα ιδικά σας εγωϊστικά θελήματα. Κατεπιέζατε δε και ετραυματίζατε όλους εκείνους, που ήσαν υποχείριοί σας. |
4 εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν, ἱνατί μοι νηστεύετε ὡς σήμερον, ἀκουσθῆναι ἐν κραυγῇ τὴν φωνὴν ὑμῶν; | 4 Εάν, καθ' ον χρόνον νηστεύετε, εκτρέπεσθε εις φιλονεικίας και εις μάχας, και με τους γρόνθους σας κτυπάτε και ταπεινώνετε τον άσημον και ανισχυρον, είναι ματαία και ανωφελής η νηστεία σας. Προς τι λοιπόν να νηστεύετε, όπως νηστεύετε σήμερον, δια να ακουσθή η έντονος κραυγή σας από εμέ; |
5 οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην καὶ ἡμέραν ταπεινοῦν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· οὐδ᾿ ἂν κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν σου καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃ, οὐδ᾿ οὕτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν. | 5 Εγώ δεν εξέλεξα και δεν ενέκρινα αυτού του είδους την νηστείαν. Δεν μου είναι ευάρεστος η ημέρα, κατά την οποίαν ο άνθρωπος με μίαν τέτοιαν νηστείαν ταπεινώνει τον εαυτόν του. Ούτε, εάν από την πολλήν νηστείαν κάμψης τον τράχηλόν σου, ωσάν τον κρίκον, και στρώσης να κοιμηθής επάνω εις στάκτην, ούτε αυτήν την κακουχίαν σας δεν ημπορείτε να την χαρακτηρίσετε ως νηστείαν δεκτήν από εμέ. |
6 οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστελλε τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα· | 6 Δεν εξέλεξα και δεν ώρισα εγώ τέτοιαν νηστείαν, λέγει ο Κυριος, αλλά λύε κάθε δεσμόν και σύνδεσμον με την αδικίαν. Ακύρωσε και σχίσε τας διεστραμμένας συμφωνίας, τας οποίας συ δια βίας και εξαναγκασμού έχεις συνάψει με τους άλλους.Στείλε ελευθέρους τους συντετριμμένους από τον πόνον και την συμφοράν, και κάθε συμβόλαιον αδίκου συναλλαγής σχίσε το. |
7 διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει. | 7 Κοβε το ψωμί σου και μοιράσου το με τον πτωχόν. Βαλε αστέγους στον οίκόν σου, εάν ίδης γυμνόν ένδυσέ τον. Και απέναντι των οικείων σου μη δείξης αδιαφορίαν και καταφρόνησιν. |
8 τότε ραγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται ἔμπροσθέν σου ἡ δικαιοσύνη σου, καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε. | 8 Εάν τηρήσης αυτά, τότε θα αναλάμψη σαν της αυγής χαρούμενον το φως της ειρήνης και της χαράς σου. Ταχέως θα ανατείλη η θεραπεία των πληγών σου και θα άποκα-τασταθή η υγεία σου. Εμπροσθέν σου θα προπορεύεται η αρετή σου, η δε δόξα του Θεού θα σε περιβάλλη πάντοτε. |
9 τότε βοήσῃ, καὶ ὁ Θεὸς εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ· ἰδοὺ πάρειμι. ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν καὶ ρῆμα γογγυσμοῦ | 9 Τοτε, δια της ειλικρινούς προσευχής θα φωνάξης προς τον Θεόν, και ο Θεός θα σε ακούση. Καθ' ην στιγμήν ακόμη συ θα προσεύχεσαι προς αυτόν, εκείνος θα σου απαντήση· Ιδού εγώ είμαι παρών, ευρίσκομαι κοντά σου. Και ταύτα, εάν αφαίρεσης και σταματήσης κάθε άδικον καταπίεσιν, κάθε εμπαικτικην και απειλητικήν χειρονομίαν, κάθε λόγον γογγυσμού. |
10 καὶ δῷς πεινῶντι τὸν ἄρτον ἐκ ψυχῆς σου καὶ ψυχὴν τεταπεινωμένην ἐμπλήσῃς, τότε ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία. | 10 Εάν δώσης με όλην σου την καρδιά ψωμί στον πεινασμένον, εάν χορτάσης μίαν ψυχήν, η οποία ευρίσκεται εις κατάστασιν ταιτεινώσεως και πόνου. Τοτε, μέσα στο σκοτάδι της θλίψεώς σου θα ανατείλη το φως της χαράς και της ειρήνης σου. Και το σκοτάδι της πλάνης και της αθλιότητός σου θα μεταβληθή και θα λάμψη σαν το φως της μεσημβρίας. |
11 καὶ ἔσται ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ διαπαντός· καὶ ἐμπλησθήσῃ καθάπερ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καὶ τὰ ὀστᾶ σου πιανθήσεται, καὶ ἔσῃ ὡς κῆπος μεθύων καὶ ὡς πηγὴ ἣν μὴ ἐξέλιπεν ὕδωρ καὶ τὰ ὀστᾶ σου ὡς βοτάνη ἀνατελεῖ καὶ πιανθήσεται καὶ κληρονομήσουσι γενεὰς γενεῶν. | 11 Τοτε ο Θεός θα είναι πάντοτε μαζή σου. Θα χόρτασης, όπως επιθυμεί η ψυχή σου, και αυτά τα οστά σου θα ευφρανθούν και θα γίνουν ισχυρότερα, θα είσαί κήπος θαλλερός γεμάτος μεθυστικά άνθη, σαν πηγή από την οποίαν ποτέ δεν λείπει το νερό. Και τα οστά σου σαν δροσερό χορτάρι θα αναπτυχθούν, θα είναι ισχυρά και χονδρά και θα κληρονομήσης γενεάς γενεών. |
12 καὶ οἰκοδομηθήσονταί σου αἱ ἔρημοι αἰώνιοι, καὶ ἔσται σου τὰ θεμέλια αἰώνια γενεῶν γενεαῖς· καὶ κληθήσῃ Οἰκοδόμος φραγμῶν, καὶ τοὺς τρίβους τοὺς ἀναμέσον παύσεις. | 12 Αι από αιώνος έρημοι πόλεις σου θα ανοικοδομηθούν και τα θεμέλια, που εσύ θα θέσης, θα είναι αιώνια εις γενεάς γενεών. Θα ονομασθής οικοδόμος φραγμών, τους οποίους εχθροί είχον κρημνίσει. Θα επανορθώσης και θα κλείσης τους δρόμους, τους διανοιχθέντας από εχθρούς ανάμεσα στο κτήμα σου. |
13 ἐὰν ἀποστρέψῃς τὸν πόδα σου ἀπὸ τῶν σαββάτων τοῦ μὴ ποιεῖν τὰ θελήματά σου ἐν τῇ ἡμέρα τῇ ἁγίᾳ καὶ καλέσεις τὰ σάββατα τρυφερά, ἅγια τῷ Θεῷ σου, οὐκ ἀρεῖς τὸν πόδα σου ἐπ᾿ ἔργῳ, οὐδὲ λαλήσεις λόγον ἐν ὀργῇ ἐκ τοῦ στόματός σου, | 13 Εάν σταματήσης τα πόδια σου και εν ημέρα Σαββάτου δεν κινηθής προς εργασίαν, ώστε να μη πράττης σύμφωνα με τα εγωιστικά σου θελήματα κατά την αγίαν αυτήν ημέραν, θεωρήσης δε το Σαββατον ως ημέραν ευφροσύνης, αφιερωμένην στον Θεόν, δεν θα κινήσης τα πόδια σου προς εργασίαν, ούτε και θα σου ξεφύγη από το στόμα λόγος οργής. |
14 καὶ ἔσῃ πεποιθὼς ἐπὶ Κύριον, καὶ ἀναβιβάσει σε ἐπὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ ψωμιεῖ σε τὴν κληρονομίαν ᾿Ιακὼβ τοῦ πατρός σου· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα. | 14 Εάν γενικώς έχης στηρίξει την πεποίθησίν σου στον Κυριον, ο Θεός θα επαναφέρη σε εις τα αγαθά της πατρίδος σου, θα σε χόρταση μέσα εις την κληρονομίαν του Ιακώβ του προπάτορός σου. Αυτά θα γίνουν ασφαλώς και βεβαίως, διότι το στόμα του Κυρίου μίλησε αυτά. |
Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018
Περί νηστείας. Ησαϊας 58, 3-14
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου