Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα (4)


Άλλα, τι το καινόν, τι το καινούργιο σε αυτή τη δοξολογία; Ο Θεός, όπως ξέρουμε από το στόμα του αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, είναι Θεός δόξης. Όταν ο ουρανός άνοιξε, λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα του ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, είδε τη δόξα του Θεού και τον ονόμασε «Θεόν δόξης» [21]. Αυτή η δόξα του Θεού είναι αναφαίρετη από το Όνομά Του, από τη Φύση Του. Και αυτή τη δόξα την είχε προαιώνια. Όταν γεννούσε τον Υιόν προαιώνια, του απέδιδε όλην του την Ουσία, όλην Του τη Φύση και όλην Του τη δόξα. Και όταν εξεπόρευε το Πνεύμα το Άγιο, πάλι το ίδιο, του απέδιδε το πλήρωμα της Φύσεώς Του και το πλήρωμα της δόξης Του. Ο Θεός Πατήρ είναι «ο Πατήρ της δόξης» [22], όπως λέει ο Απ. Παΰλος στην προς Εφεσίους επιστολή του. Και ο Υιός είναι το «απαύγασμα της δόξης» [23] και έχει την δόξαν αυτήν «προ καταβολής κόσμου» [24], «προ του τον κόσμον είναι» [25]. Και το Πνεύμα το Άγιον είναι «το τής δόξης Πνεύμα» που επαναπαύεται και στα στήθη του ανθρώπου, λέει ο Απόστολος Πέτρος [26].

Έτσι, ο Θεός είναι «Θεός δόξης», αλλά, από απερίγραπτη φιλανθρωπία, ο Θεός ήθελε να μεταδώσει και στα κτίσματά Του αυτή τη δόξα. Έτσι εγείρει τελειότητες, δηλαδή, κάνει να αναφαίνονται τελειότητες και ενδύει τα κτίσματά Του, τους αγγέλους, τον άνθρωπο, αλλά και όλον τον κτιστό κόσμο, με τη δόξα Του. Σε αυτήν τη δόξα βρίσκεται η αληθινή ευδαιμονία και η μακαριότητα της ζωής. Αυτήν τη δόξα, όσοι την δέχονται, μετά την επιστρέφουν στον Θεό. Αυτή η δόξα ξεχειλίζει από τον Θεό και φτάνει τα κτίσματα, και αυτά τα κτίσματα μετά αναπέμπουν αυτή τη δόξα στον Θεό και υπάρχει μια «ανακύκλωσις δόξης» στον κόσμο. Είναι τόσο σπουδαίος και τόσο μεγάλος αυτός ο τρόπος της ζωής. Τα χερουβείμ παρίστανται κύκλω του θρόνου του Θεού δέχονται τη δόξα του Θεού. Και επιστρέφουν αυτή τη δόξα στον Θεό ακατάπαυστα. Και όπως λέει η Γραφή, είναι τέτοιος ο ζήλος και τέτοιος ο πόθος που έχουν γι΄ αυτή τη δόξα οι ουράνιες Δυνάμεις, που δεν έχουν ανάπαυση ημέρας και νυκτός. Όχι διότι δεν τους επιτρέπεται ανάπαυση, αλλά διότι δεν χορταίνουν αυτήν την δόξα και γίνονται ολόκληρα σαν ένας οφθαλμός [27], και προσπαθούν να κάνουν όλο τους το είναι οφθαλμόν, δηλαδή, να διαπερνά όλο τους το είναι η δόξα του Θεού (να απορροφούν με κάθε τους πόρο τη δόξα του Θεού). Και ο άνθρωπος στην πρωτόγονη κατάστασή του είχε αυτή τη δόξα, ήταν «εικών και δόξα του Θεού», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος [28].
Άλλα γιατί στη γέννηση του Χριστού ο ουρανός να αναγγέλει με έναν τέτοιο θρίαμβο τη δόξα του Θεού και τη συμφιλίωση της γης με τον Θεό; Εδώ πρέπει να προσέξουμε και να καταλάβουμε τα μεγάλα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ιερά ιστορία. Ο άνθρωπος όταν βρισκόταν μέσα σε αυτήν την ευδαιμονία και την «ανακύκλωση της δόξης», άκουσε την εισήγηση του εχθρού και θέλησε να σφετερισθεί αυτή τη δόξα, να την κρατήσει για τον εαυτό του και βεβαίως κλείσθηκε στον εαυτό του και κτιστός όπως ήταν, δεν μπορούσε να είναι πηγή δόξης, γι’ αυτό και αμαυρώθηκε και έγινε μηδαμινός. Ενώ πριν ήταν «δόξη και τιμή εστεφανωμένος» [29], αλλά δεν συνήκε, δεν το κατάλαβε, δεν το εκτίμησε, και έπαθε αυτό που παθαίνουμε στη φυσική ζωή, κατά την οποία όταν διακοπεί η κυκλοφορία του αίματος ο άνθρωπος πεθαίνει. Έτσι και όταν σταμάτησε αυτή η ανακύκλωση της δόξης του Θεού ο άνθρωπος πέθανε πνευματικόν θάνατον. Αν και ο Δαβίδ ο ψαλμωδός κάπου κάπου άρπαζε αυτή τη δόξα και έβλεπε τους ουρανούς να «διηγούνται δόξαν Θεού και ποίησιν χειρών αυτού να αναγγέλει το στερέωμα» [30], ωστόσο αυτή η δόξα του Θεού δεν είχε την ίδια δύναμη και την ίδια λάμψη και μονιμότητα όπως είχε πριν από την πτώση των πρωτοπλάστων. Και η κτίση όλη αμαυρώθηκε, διότι ο βασιλέας και ιερέας της δημιουργίας, που ήταν ο άνθρωπος, στερήθηκε την δόξα και πέθανε.
Τότε ο Θεός άρχισε να αγωνίζεται και «πολυμερώς και πολυτρόπως» [31] να κατεργάζεται και πάλι τη δόξα του στον άνθρωπο. Αρχίζει λοιπόν ο Θεός να αναζητά τον άνθρωπο σε όλους τους δρόμους της ζωής του. Από την πρώτη στιγμή λέει στον Αδάμ «Αδάμ πού εί;» [32]. Σε ποια δόξα ήσουν και σε τι σκοτάδι βρίσκεσαι τώρα. Έψαξε τον άνθρωπο με αγγελικές οπτασίες και δεν μπορούσε να τον φτάσει. Όταν ο Μανωέ, στο βιβλίο των Κριτών, είδε άγγελο, λέει στη γυναίκα του «θανάτω αποθανούμεθα ότι Θεόν εωράκαμεν» [33]. Και το ίδιο βλέπουμε και στον Μωϋσή όταν το πρόσωπό του έλαμπε από τη δόξα του Θεού, οι Ισραηλίτες δεν μπορούσαν να το ατενίσουν και του είπαν «λάλησον συ ημίν και μη λαλείτω προς ημάς ο Θεός μη αποθάνωμεν» [34].
Με την Ενανθρώπηση του Χριστού όλες οι ιδιότητες της θείας Του Φύσης μεταδόθηκαν στην ανθρώπινη φύση. Βρήκε έναν ταπεινό τρόπο ο Θεός να μεταδώσει τη δόξα Του ξανά στους ανθρώπους. Με τη δική Του πτωχεία εμείς πλουτίσαμε. Γι’ αυτό και στη Γέννηση του Χριστού οι άγγελοι ψάλλουν «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Διότι χωρίς αυτη τη δόξα, σωτηρία δεν υπάρχει. Για εμάς τους Ορθοδόξους η σωτηρία λέγεται και δοξασμός. Σωτηρία είναι η μετοχή στη δόξα του Θεού, στη Φύση του Θεού, όπως λέει ο απόστολος Πέτρος [35].
Όπως όμως εκείνη την ημέρα όλοι οι ουρανοί υμνούσαν τη δόξα του Θεού, και προανεκήρυξαν ότι αυτή η δόξα κατέβηκε στη γη. Έτσι χαρά μεγάλη γίνεται στους ουρανούς κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος. Γιατί με τη μετάνοια ο άνθρωπος μπορεί και πάλι να δεχθεί μέσα του ένα προζύμι δόξης ώστε να μπορέσει να σταθεί στην παρουσία Του εκείνη την ημέρα τη μεγάλη και ιερά.
Σε αυτή τη ζωή δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το να μοιραστεί ο άνθρωπος το όνειδος και την πτωχεία του Κυρίου Ιησού που για εμάς γεννάται. «Χριστός γεννάται».
21. Βλ. Πράξ. 7,2 και 55
22. Έφεσ. 1,17
23. Έβρ.1,3
24. Βλ. Ίωάν. 17, 24 και Α’ Πέτρ. 1, 20
25. Ίωάν. 17, 5
26. Βλ. Α’Πέτρ. 4,14
27. Βλ. Ήσ. 6,1-5
28. Πρβλ. Α’ Κορ. 11, 7
29. Βλ. Έβρ. 2, 9
30. Βλ. Ψαλ. 18, 2
31. Έβρ. 1,1
32. Γεν. 3, 9
33. Κριτ. 13, 22
34. Βλ. Έξ. 20,19
35. Βλ.Β’Πέτρ1,4
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: