του Χαράλαμπου Ανδριανόπουλου, φοιτητή Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΡΑΓΙΑΔΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στη σκοτεινή εποχή της Τουρκοκρατίας, το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν οι σκλάβοι Έλληνες, όπως και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί, είχε στενά πλαίσια, σχεδόν ασφυκτικά, τα οποία καθορίζονται από τη θρησκευτική και κοινωνική διάρθρωση του οθωμανικού κράτους. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο κόσμοι χωριστοί. Οι μουσουλμάνοι από το ένα μέρος και οι ραγιάδες από το άλλο, δηλαδή οι χριστιανοί, οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι και λοιποί. Οι πρώτοι αποτελούν μια χωριστή θρησκευτική και κοινωνική ενότητα με μέλη προνομιούχα. Οι κυρίαρχοι αυτοί κρατούν σε απόσταση και περιφρονούν τους άπιστους, όπως ονομάζουν όλους τους μη μουσουλμάνους ραγιάδες, τους ξένους (τζιμμή) που είναι ουσιαστικά πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Βρίσκονται σε κατώτερη μοίρα απέναντι των κατακτητών: δεν έχουν τα ίδια ατομικά δικαιώματα, δεν πληρώνουν τους ίδιους φόρους και η θέση τους εμπρός στον Τούρκο δικαστή, τον καδή, είναι μειονεκτική, γιατί η μαρτυρία τους δεν έχει κύρος. Επίσης, για το ίδιο αδίκημα η ποινή είναι βαρύτερη για τον χριστιανό ραγιά.
H υπεροπτική στάση των κατακτητών απέναντι στους αλλόπιστους αποτυπώνεται και σε αυτήν ακόμη την εξωτερική περιβολή. Ήδη από τα τέλη του 8ου αιώνα οι Άραβες καλίφες είχαν ορίσει να ξεχωρίζουν οι χριστιανοί και οι Εβραίοι με ιδιαίτερα φορέματα, παπούτσια, κ.λ. Εντός οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Τούρκοι φορούσαν τουρμπάνι που ήταν άσπρο, μπλε ή με ραβδώσεις μπλε.[1] Οι Εβραίοι κίτρινο και κάποτε έπαιρναν την άδεια να φορούν μπλε ή ραβδώσεις μπλε. Οι περισσότεροι Έλληνες φορούσαν ένα μαύρο σκούφο ή κόκκινο, που μόλις έφτανε ως τα αυτιά και τον περιτριγύριζαν με το γνωστό χρωματιστό τουρμπάνι, και ένα γελέκι ανοιχτό εμπρός, απλές περισκελίδες και από πάνω μια μακριά μαύρη ρόμπα.[2] Στις φραγκοκρατούμενες χώρες η φορεσιά των Ελλήνων επηρεάζεται βέβαια από τον φραγκικό συρμό. Ίσως μόνο η ενδυμασία των χωρικών να διατηρούσε κάτι από την αρχαία παράδοση.
Η επικοινωνία των χριστιανών με τους Τούρκους και οι συζητήσεις μαζί τους ιδίως σε θρησκευτικά θέματα δεν είναι εύκολη. Πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός μαζί τους, γιατί οι περισσότεροι είναι φανατισμένοι και καχύποπτοι απέναντι των απίστων, έστω και των Δυτικοευρωπαίων.[3] Σε ορισμένα μέρη, κυρίως όπου ήταν εγκατεστημένοι πυκνοί μουσουλμανικοί πληθυσμοί, δεν ήταν ανεκτή ούτε και η ελεύθερη έκφραση του λόγου στην ελληνική. Όπου υπήρχε έντονος ο φόβος, μιλιούνταν συνήθως μόνο η τούρκικη, που έπρεπε να τη μάθει κάποιος απαραίτητα, αν ήθελε να συναλλάσσεται με τους Τούρκους ή να ζει καλύτερα.
Επικίνδυνη επίσης ήταν και η απλή συνομιλία χριστιανού με Τουρκάλα. Μπορούσε να του κοστίσει και τη ζωή. Οι ερωτικές σχέσεις χριστιανού με μουσουλμάνα τιμωρούνταν με θάνατο, εκτός άμα γινόταν μουσουλμάνος ή πλήρωνε άφθονο χρήμα.[4]
Με την βαθμιαία μάλιστα αποσύνθεση της διοικητικής μηχανής η σκληρή συμπεριφορά των κατακτητών γίνεται πιο έκδηλη. Η ένταση ή η χαλάρωση των δεινών τους εξαρτώνταν και από τα πρόσωπα και από τις περιστάσεις. Πάντως η σκληρή αυτή στάση των κυρίαρχων εξευτιλίζει και πληγώνει βαθιά τους περήφανους ευαίσθητους ραγιάδες, τόσο πιο βαθιά όσο τους αφαιρούνταν κάθε μέσο για ανταπόδοση. Η αγανάκτησή τους είναι μεγάλη, αλλά ο φόβος τους συγκρατεί και τους αναγκάζει να μην εκδηλώνονται. Τα αισθήματά όμως της οργής και του μίσους συσσωρεύονται κατά επάλληλα στρώματα μέσα στις ψυχές των κατεκτημένων, τους προδιαθέτουν εχθρικά εναντίον των καταπιεστών τους[5] και τους σπρώχνουν στην αντίσταση είτε παθητική είτε και ορμητικά ενεργητική, όταν παρουσιάζονταν ευνοϊκές περιστάσεις. Κάποτε μάλιστα ορισμένα άτομα, κυρίως νέοι, σ’ ένα ελεύθερο ξέσπασμα δε δειλιάζουν να υψώσουν το ανάστημά τους εμπρός στον άδικο τύραννο και να τον «ψέξουν». Γενικά πολλοί σκλαβωμένοι μη μπορώντας να ανεχθούν την αφόρητη αυτή κατάσταση φεύγουν προς άλλους τόπους, όπου επικρατούν πιο ήπιες συνθήκες, Αλλιώς η συνηθισμένη άμυνα τους απέναντι των κατακτητών είναι υποχωρητικότητα, η υποκρισία και το ψέμα, τα μόνα όπλα, για να μπορέσουν να επιζήσουν μέσα στο περιβάλλον αυτό των ποικίλων δυσχερειών, της αγωνίας και του φόβου. Η συνείδηση λοιπόν και η έκφραση του λόγου καταπιέζονται. Το πνεύμα γενικά υποδουλώνεται. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ανατρέφονται οι Έλληνες. Έτσι δημιουργείται ένας νέος τύπος γραικύλου, ο τύπος του ευτελούς ραγιά, που τρέμει τον κατακτητή, που τον κολακεύει και είναι πρόθυμος να του φανεί χρήσιμος με κάθε τρόπο, αρκεί να του αποσπάσει την υψηλή του εύνοια. Ο τύπος αυτός, που εξακολουθεί να είναι πολύ ζωντανός στον ελληνικό λαό, στιγματίζεται σε ένα μισητό άτομο που του λείπει κάθε ίχνος ανδρισμού και αξιοπρέπειας. Η λέξη ραγιάς κλείνει μέσα της, ακόμη και σήμερα, αρκετό βάρος από την κακή απόχρωση που είχε πάρει κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.[6]
Τουρκικά βασανιστήρια
Αλήθεια πώς ήταν δυνατόν ο τρόπος αυτός ζωής να μην επιδρά ολέθρια στις ψυχές των κατοίκων, κυρίως στις πόλεις και στις πεδινές περιοχές, όπου η σκιά του κυρίαρχου έπεφτε επάνω τους όσο ανέπνεαν; Το μεγάλο αυτό κακό το αισθάνονται βαθύτατα οι μορφωμένοι Έλληνες. Έτσι ο Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιωάννης Ζυγομαλάς γενικεύοντας έλεγε στον Gerlach ότι οι Έλληνες είναι ψεύτες, ζουν κάτω από τον ζυγό κακών ανθρώπων, οι οποίοι κάθε μέρα τους εξαπατούν και οι Έλληνες πάλι με την σειρά τους τους απατούν κι αυτοί.[7] Πολύ διαφορετική όμως είναι η εικόνα των κατοίκων των ορεινών περιοχών και των νησιών.
Οι ξένοι επισκέπτες των ελληνικών χωρών χαρακτηρίζουν με διάφορα επίθετα τους Έλληνες, αλλά, επειδή τους λείπει η μόρφωση ή η παρατηρητικότητα και συχνά κατέχονται από πάθος και προκαταλήψεις και γενικεύουν, οι κρίσεις τους είναι υποκειμενικές. Γι’ αυτό συχνά διαφωνούν, όπως είναι αυτονόητο, ως προς την εκτίμηση των προσόντων και ελαττωμάτων των κατοίκων των ελληνικών χωρών. Γενικά διαπιστώνουν την ροπή προς το ψέμα, την αστάθεια, την ματαιοδοξία, την πονηριά κ.λ., αλλά και την εξυπνάδα, την ζωηρότητα, την φυσική ευγλωττία, την μιμητική τους ικανότητα. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν και πολλοί άψογοι καθ’ ολοκληρίαν. «Εγνώρισα πολλούς εις το Αιγαίον, έγραφε ο Ιησουίτης Sauger, τιμιώτατους, καλής πίστεως και σπανίας φρονήσεως, κεκτημένους άπαντα τα εθνικά προτερήματα, ουδέν δε των ελλατωμάτων αυτών.[8]
ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ. ΜΑΖΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΟΙ, ΕΚΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΙΟΙ
Ήταν πολύ φυσικό τα δεινά των χριστιανών, με την ατέλειωτη παράτασή τους μέσα σ’ ένα κλειστό σχεδόν από παντού ορίζοντα, να κάμπτουν την ψυχική αντοχή πολλών χριστιανών, να κλονίζουν την πίστη τους και τελικά να προκαλούν την συνειδητή ή και προσποιητή προσέλευσή τους στον ισλαμισμό.[9]
Με τα χρόνια να περνούν και χωρίς κανένα φως ελπίδας στον ορίζοντα, η ψυχική αντίσταση των χριστιανών εξασθενούσε ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα, Τούρκοι ιερωμένοι, φανατικοί δερβίσηδες, γίνονταν οι κήρυκες της νέας θρησκείας, με έντονη θρησκευτική προπαγάνδα ή και με τη βία. Οι δερβίσηδες αυτοί ήταν πρωτοπόροι στη διάδοση του Ισλάμ. Εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους σε συνοριακές περιοχές, πρωτοστατούσαν στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των εχθρών και γίνονται ιδρυτές νέων χωριών, νέων κέντρων ζωής.
Είναι αδύνατο σήμερα να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τους χριστιανικούς πληθυσμούς που προσήλθαν στον μουσουλμανισμό. Πάντως γεγονός αναμφισβήτητο πρέπει να θεωρηθεί ότι οι μεγαλύτερες μάζες ήταν εκείνες που κατοικούσαν στη Μ. Ασία. Πολλοί από τους χριστιανούς αυτούς όμως πέρασαν πρώτα από μια φάση κρυπτοχριστιανισμού, η οποία αποτελεί μια μεγάλη τραγωδία της νεοελληνικής ιστορίας.
Είναι αλήθεια ότι το οθωμανικό κράτος επίσημα δεν βίαζε την θρησκευτική συνείδηση των κατακτημένων[10] ούτε και επιδίωκε τον βίαιο εξισλαμισμό τους, αλλά οι συνθήκες της ζωής τους – ιδίως ανάμεσα σε συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς – ήταν τόσο δύσκολες και η βαθμιαία διαφοροποίηση των φόρων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ραγιάδων τόσο αισθητή, ώστε η προσέλευσή τους στον ισλαμισμό (που αποτελούσε την μοναδική διέξοδο από τα δεινά) να είναι μεγάλος πειρασμός. Μια απλή ομολογία της μουσουλμανικής πίστης τους έφερνε αμέσως στην άλλη όχθη, στην παράταξη των κατακτητών.[11]
Συνταρακτικά γεγονότα, όπως καταλήψεις χωρών, αλώσεις σημαντικών πόλεων, είχαν ισχυρό αντίκτυπο στη δημιουργία εξωμοτών. Ιδίως η πτώση της βασιλεύουσας είχε τεράστια επίδραση στην εξόγκωση του ρεύματος των εκούσιων εξισλαμισμών όχι μόνο μέσα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και έξω απ’ αυτήν, στις ελληνικές χώρες που ως τότε είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους προς αυτήν με κάποια ελπίδα και παρηγοριά. Ρητά μιλεί ο πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος για το συνεχές ρεύμα χριστιανών, που κάθε μέρα απομακρύνονται από την πίστη ή που βασανίζονται με την σκέψη να εξομώσουν.[12]
Σε πολλά μέρη του ελληνικού χώρου έχουν σωθεί προφορικές παραδόσεις για τον αθρόο εκούσιο εξισλαμισμό κατοίκων, ιδίως της άρχουσας τάξης, όπως π.χ. των Βαλαάδων στη δυτική Μακεδονία, των Λινοβαμβάκων στην Κύπρο κ.α. Ο Ιανός Λάσκαρις στα 1508 έγραφε ότι στην Ελλάδα πολλοί γονείς βάφτιζαν κρυφά τα παιδιά τους και προέβλεπε μαζικούς εξισλαμισμούς στο μέλλον, αν η Δύση δεν έσπευδε να απελευθερώσει τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Και πραγματικά Βόσνιοι, Κροάτες, Αλβανοί κι Έλληνες εξισλαμίζονται συνεχώς.
Το πλήθος των εξωμοτών είναι τόσο αθρόο, ιδίως στην Ήπειρο (και την Αλβανία), ώστε κατά την μύηση των νεοφωτίστων στη νέα θρησκεία δεν τηρούνται ακόμη και οι πιο απαραίτητες διατάξεις του Ιερού Νόμου. Για να αναστείλει τη γενίκευση αυτού του φαινομένου, που θα αποστερούσε την αυτοκρατορία από τους φόρους των χριστιανών ραγιάδων, ο Μεχμέτ Β’ διατάζει στα 1474 την αυστηρή και ακριβή τήρηση των σχετικών νόμων, απειλώντας αλλιώς θάνατο στους παραβάτες. Από την Άλωση ως τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) αλλεπάλληλες είναι οι εγκύκλιοι προς τους μούφτηδες, τους καδήδες και τους ιμάμηδες της Ηπείρου και Αλβανίας με οδηγίες για τον τρόπο του προσηλυτισμού των μαζών. Οι ειδήσεις αυτές είναι χαρακτηριστικές για την διάρκεια και την έκταση των εξισλαμισμών μετά την Άλωση.[13]
Στην Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ο εξισλαμισμός προχώρησε νωρίς και αρκετά, με την προσέλευση πολλών χριστιανών τιμαριούχων. Το παράδειγμά τους θα το ακολουθήσουν και πολλοί από τον λαό, ιδίως εκεί όπου έγινε η εγκατάσταση τουρκικών πληθυσμών. Ασφαλώς ένα μεγάλο μέρος των πρώτων αυτών εξισλαμισμένων θα αναγκάστηκε να δεχθεί την αλλαξοπιστία από την επιβολή ωμής τρομοκρατίας. Οι Τούρκοι έπρεπε στην αρχή να εδραιώσουν οπωσδήποτε την θέση τους και αυτό θα το πετύχαιναν μόνο με τον προσηλυτισμό νέων φανατικών οπαδών του ισλαμισμού.
Έτσι οι πρώτοι μουσουλμάνοι της Δυτ. Μακεδονίας που αποτέλεσαν τον πυρήνα των γνωστών αργότερα ελληνόφωνων βαλαάδων, πρέπει να αναχθούν στον 16ο αι., αν λάνει κανεί υπ’ όψιν του τις μαρτυρίες ορισμένων επιτύμβιων πλακών.
Επίσης στην Θεσσαλία οι μουσουλμάνοι του Δομοκού πρέπει να ήταν απόγονοι χριστιανών, ενώ στη Στερεά Ελλάδα αναφέρεται ότι οι πρώτοι που εξισλαμίστηκαν ήταν κάτοικοι της Μενδενίτσας.
Εξ ίσου σημαντικοί με τους ομαδικούς εξισλαμισμούς είναι και όσοι γίνονται κατ’ άτομα ή κατά οικογένειες. Ανάμεσα στους εξωμότες παρατηρούμε συχνά κληρικούς, μοναχούς και ιερείς, που για προσωπικά κυρίως αίτια πετούν το ράσο τους για να φορέσουν τουρμπάνι. Τα ονόματα των νεοφωτίστων αυτών, Παπάζ Μουσταφά, Κεσίς Μουχαμέτ κ.α., μαρτυρούν την προέλευσή τους από το ιερατείο.[14] Όταν όμως μιλούμε για ατομικούς εξισλαμισμούς, ας μη φαντασθεί κανείς ότι πρόκειται για σπάνιες περιπτώσεις μεμονωμένων ατόμων, αλλά για ένα συνεχές ρεύμα αποστασίας, που διαρκεί από τους πρώτους ως τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ο βίαιος ή εκούσιος εξισλαμισμός κοριτσιών και γενικά γυναικών και ο γάμος τους με μουσουλμάνους, όπως στη Χίο, στο Ζαπάντι και στο Αιτωλικό, όπου οι γυναίκες των περισσότερων μουσουλμάνων ήταν Ελληνίδες. Χαρακτηριστικά παρατηρούσε την ίδια εποχή ο ιησουίτης Carayon ότι αρκετοί Τούρκοι της Χαλκίδας μιλούσαν ελληνικά, γιατί ήταν παιδιά ελληνίδων μητέρων.[15] Μία ιδέα για την τρομακτική αυτή αιμορραγία του ελληνισμού μάς δίνουν οι κατάλογοι εξισλαμισμών ορισμένων τουρκικών αρχείων, που έχουν διασωθεί και οι οποίοι αναφέρονται μόνο στους τελευταίους αιώνες,[16] οπότε οι συνθήκες της ζωής των ραγιάδων είχαν κάπως βελτιωθεί και οι πιέσεις των κατακτητών δεν είχαν τον τρομοκρατικό χαρακτήρα των πρώτων αιώνων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν το έτος 1676 οι περιηγητές J. Spon και G. Wheler, οι εξισλαμισμοί ήταν καθημερινοί στην περιοχή της Κορίνθου. Πρόκειται βέβαια για υπερβολή, η οποία, ωστόσο, κρύβει έναν πυρήνα αλήθειας. Οι ίδιοι αναφέρουν με λεπτομέρειες τον εξισλαμισμό τριών ιερέων στην Κόρινθο.[17]
Ελλιπής απογραφή του 1520/1530 για την Πελοπόννησο: περίπου 198.000 χριστιανοί και 4.260 μουσουλμάνοι. Έπειτα από τις πολεμικές αναστατώσεις του 17ου αιώνα (ιδίως ο πόλεμος της Κρήτης και τουρκοβενετικός πόλεμος του 1685-1689), υπήρξαν σοβαρές δημογραφικές και οικονομικές συνέπειες για τον τόπο, και μαζί με τις μεταναστεύσεις έξω από τη χώρα, την πανώλη κι άλλους παράγοντες ο Άγγλος περιηγητής B. Randolph, ο οποίος πέρασε από την Πελοπόννησο το 1675, υπολόγισε τον χριστιανικό πληθυσμό σε 90.000 ψυχές και τον μουσουλμανικό σε 30.000.[18] Αυτή η πληροφορία μαρτυρεί μια αυξητική τάση του μουσουλμανικού στοιχείου, η οποία δεν δικαιολογείται μόνο από τη φυσική αύξηση.[19]
Ο πολύ αξιόπιστος Σικελός περιηγητής X. Scrofani μας πληροφορεί ότι στα τέλη του 18ου αιώνα ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Πελοποννήσου σχεδόν διπλασιάζεται: περίπου 180.000 χριστιανοί, 50.000 μουσουλμάνοι και 20.000 Εβραίοι.[20]
Η προσέλευση ενός πατέρα στον ισλαμισμό δημιουργούσε ασφαλώς ένα μεγάλο πρόβλημα, μια αναταραχή μέσα στην οικογένεια με πολλές επιπτώσεις. Τραγική θα ήταν συχνά η τύχη των παιδιών των εξισλαμισμένων: αν ήταν κάτω από 12 χρονών θεωρούνταν αυτονόητο ότι ακολουθούσαν την πράξη του πατέρα τους, αν ήταν όμως μεγαλύτερα, έπρεπε να πάνε με τη μητέρα τους στον καδή, για να πάρουν μια βεβαίωση ότι είναι χριστιανοί και δε θέλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του πατέρα, αλλιώς η σιωπή τους θα ερμηνευόταν ως αποδοχή του ισλάμ και θα θεωρούνταν ως Τούρκοι.[21]
Η εκούσια προσέλευση ενός χριστιανού στον μουσουλμανισμό αποτελούσε μεγάλο γεγονός της θρησκευτικής ζωής των μουσουλμάνων, αληθινή νίκη, και γιορταζόταν πανηγυρικά. Ο νέος μουσουλμάνος επιβεβαίωνε την νέα του πίστη καταπιέζοντας και τυραννώντας τους ομοεθνείς του.[22] Ο τύπος του αρνησίθρησκου χαρακτηρίζεται επιγραμματικά από τον Βενετό βάιλο Matteo Zane: ‘… ήταν οι πιο αλαζονικοί και οι πιο μοχθηροί άνθρωποι που μπορεί κανείς να φανταστεί, άνθρωποι που έχασαν μαζί με την αληθινή πίστη κάθε ανθρωπιά».[23] Από την άλλη, Είναι πολύ πιθανό ότι ορισμένοι εξωμότες υποκρίνονταν τον μουσουλμάνο και περνούσαν την ζωή τους ως κρυπτοχριστιανοί, αλλά αργά ή γρήγορα οι απόγονοί τους κατέληγαν να γίνουν ενσυνείδητοι μουσουλμάνοι. Ο κρυπτοχριστιανισμός αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο δράμα, μια σκληρή ολοζώντανη πραγματικότητα ως τα τελευταία χρόνια.[24]
ΤΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ (devshirne)
Το παιδομάζωμα γινόταν στην αρχή, φαίνεται, κάθε πέντε χρόνια και στρατολογούσαν το ένα πέμπτο των παιδιών, κατόπιν όμως κάθε τέσσερα, τρία, δύο ή και κάθε χρόνο, ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες των Οθωμανών. Η λέξη «παιδομάζωμα» αναφέρεται για πρώτη φορά στα 1675.[25] Παλιότερα μνημονεύεται η λέξη «γιανιτζαρομάζωμα» στο «Χρονικό των Σερρών» του Παπά Συναδινού, ο οποίος αναφέρει ότι στα 1622 και 1636 στρατολογήθηκαν στις Σέρρες την πρώτη φορά έξι παιδιά και στην δεύτερη πέντε,[26] για να ενταχθούν στο σώμα των γενιτσάρων (γενί τσέρι, δηλαδή η «νέα δύναμη»), από το οποίο θα μπορούσε να προαχθεί στη διοικητική υπηρεσία του σουλτάνου. Οι γενίτσαροι ήταν ένα επίλεκτο σώμα, που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στις οθωμανικές κατακτήσεις, μεταξύ των οποίων και η άλωση της Κωνσταντινούπολης.[27] Από τον φόρο αυτόν του «αίματος» απαλλάσονταν ορισμένοι τόποι, γιατί ρητοί όροι συνθηκών ή ειδικά προνόμια εξαιρούσαν περιοχές όπως τα Ιωάννινα (1430), τον Γαλατά (1η Ιουνίου 1453) τη Ρόδο (1522) ή τόπους που βρίσκονταν κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους και ήταν εκτεθειμένοι στις αυθαιρεσίες των στρατευμάτων και των υπαλλήλων.[28]
Οι πραγματικές αιτίες που ώθησαν στη συγκρότηση ενός σώματος υπαλλήλων και στρατού που ήταν Δούλοι της Πύλης (kapi kullari) οι οποίοι εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν στις σχολές του παλατιού από μικρά παιδιά, ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ του σουλτάνου και της αριστοκρατίας των πολεμάρχων γαζήδων.
Εμβαθύνοντας, οφείλεται στην ανάγκη διαμόρφωσης προσωποπαγούς στρατιωτικής δύναμης αφοσιωμένης στον σουλτάνο, ώστε να διατηρεί την αυτοτέλεια της πολιτικής απόφασης αυτός και μόνο.[29] Οι αρπαγές παιδιών ως λεία αίματος από πολέμους ή το παιδομάζωμα από οικογένειες κατακτημένων σε καιρούς ειρήνης εξασφάλιζαν την παράκαμψη του ιερού νόμου που απαγόρευε μουσουλμάνος να εκπίπτει σε καθεστώς δούλου. Ταυτοχρόνως, τροφοδοτούσε την Πύλη με ανθρώπινο δυναμικό, με το οποίο συγκροτούσε το σώμα των πεζών τουφεκιοφόρων γενιτσάρων, που αποτελούσε καινοτομία στη στρατιωτική τακτική της εποχής. Από το ίδιο δυναμικό προέρχονταν υπάλληλοι διοικητικών υπηρεσιών της οθωμανικής αυλής. Όλα τα άτομα αυτά, γενίτσαροι και διοικητικοί, επειδή ήταν αποσπασμένα από τις κοινωνίες τους, τυπικά δεν είχαν άλλη αναφορά παρά μόνο στον εκάστοτε σουλτάνο.[30]
Για τη διενέργεια του παιδομαζώματος εντεταλμένος ήταν ο yeniceri agasi και ο acemi ocagi agasi. Στον κάθε τόπο συνεννοούνταν πρώτα με τον καδή και τον πρωτόγερο (προεστό) ή τον παπά και κατόπιν ήλεγχε μαζί τους προσεκτικά τα βιβλία των γεννήσεων και επιθεωρούσε ο ίδιος τους υποψήφιους γενιτσάρους. Σύμφωνα με ένα διασωθέν φιρμάνι της 29ης Mαρτίου 1601 προς τις τουρκικές αρχές της Pούμελης, «Oι νέοι των απίστων», έπρεπε να είναι «καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι. Oταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος τις αντιστή εις την παράδοσιν του γενιτσάρου υιού του, θ’ απαγχονίζεται ευθύς εις το κατώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας». Aυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι οι μη καλλίμορφοι, οι μη αρτιμελείς και οι ακατάλληλοι προς πόλεμο δεν «συλλέγονταν», αφού αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Aνατολής και της Aσίας.
Σύμφωνα με τον νόμο του παιδομαζώματος, έπρεπε οι νέοι αυτοί να είναι παιδιά ιερέων και ευγενών οικογενειών. Από τους ραγιάδες που είχαν δύο και περισσότερα παιδιά έπαιρναν μόνο το ένα, ενώ τα μοναχοπαίδια εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα. Επίσης εξαιρούνταν και μερικές άλλες κατηγορίες παιδιών όπως οι ορφανοί, οι σπανοί, οι κοντοί, οι ψηλοί κ.α., καθώς επίσης και οι παντρεμένοι.[31] Για να αποφύγουν λοιπόν πολλοί γονείς, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί κ.λ. τον τρομερό αυτό φόρο, φρόντιζαν να αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τα παιδιά τους νεότατα, σε ηλικία 8, 9 και 10 ετών, παραβαίνοντας τους νόμους της Εκκλησίας για την ανηβότητα.
Σύμφωνα με τον νόμο του παιδομαζώματος, έπρεπε οι νέοι αυτοί να είναι παιδιά ιερέων και ευγενών οικογενειών. Από τους ραγιάδες που είχαν δύο και περισσότερα παιδιά έπαιρναν μόνο το ένα, ενώ τα μοναχοπαίδια εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα. Επίσης εξαιρούνταν και μερικές άλλες κατηγορίες παιδιών όπως οι ορφανοί, οι σπανοί, οι κοντοί, οι ψηλοί κ.α., καθώς επίσης και οι παντρεμένοι.[31] Για να αποφύγουν λοιπόν πολλοί γονείς, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί κ.λ. τον τρομερό αυτό φόρο, φρόντιζαν να αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τα παιδιά τους νεότατα, σε ηλικία 8, 9 και 10 ετών, παραβαίνοντας τους νόμους της Εκκλησίας για την ανηβότητα.
Ο νόμος του παιδομαζώματος προέβλεπε αυστηρές διαταγές προς τους καδήδες να εφοδιάζουν τους στρατολογουμένους νέους με τρόφιμα, να μην υπάρχουν παρεκτροπές σε λεηλασίες και αρπαγές εις βάρος των χωρικών κ.α. Από τον 16ο αι., οι διατάξεις αυτές του νόμου δεν τηρούνταν κατά γράμμα, μολονότι προβλέπονταν αυστηρότατες ποινές, ακόμη και θάνατος για τους υπαλλήλους που καταπίεζαν τους χριστιανούς ραγιάδες για να κερδίσουν χρήματα. Έπαιρναν από τους πολύτεκνους δύο ή και περισσότερα παιδιά και δεν εξαιρούσαν ούτε τον μοναχογιό, που δεν τον έδιναν πίσω παρά μόνο όταν έπαιρναν 60 ή περισσότερα χρυσά νομίσματα.[32] Στους πλούσιους επέτρεπαν να εξαγοράσουν τα παιδιά τους, κι εκείνα που περίσσευαν τα πουλούσαν ως σκλάβους για δικό τους λογαριασμό.
Όσοι μπορούσαν, εξαγόραζαν την ελευθερία του παιδιού τους. Μερικοί θυσίαζαν ολόκληρη την περιουσία τους για να μην δουν τα παιδιά τους να σέρνονται στην πικρή σκλαβιά. Αυτονόητο είναι ότι οι φτωχοί, όπως και σε άλλες περιστάσεις, αισθάνονταν βαρύτερα τη δοκιμασία αυτή.
Απροσμέτρητη ήταν η θλίψη και η ηθική συντριβή των γονέων και των άλλων συγγενών, θυμάτων του παιδομαζώματος. Ακόμη ίσως ψάλλουν στην Ήπειρο αυτό το τραγούδι:
«Ανάθεμά σε, βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε,
με το κακό οπόκαμες, και το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες
να μάσης παιδομάζωμα, να κάμης γενιτσάρους.
Κλαίν’ οι γοναίοι τα παιδιά, κ’ οι αδελφές τ’ αδέλφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι και όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν τον γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου».[33] Η ψυχολογική αυτή κατάσταση δεν ήταν και πολύ δύσκολο να σπρώξει τους ραγιάδες στον φόνο των Τούρκων υπαλλήλων και στην ανταρσία, όπως έγινε στην Αλβανία το 1565 και στην Νάουσα το 1705.[34]
Αναφέρονται όμως – κι αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις – και γονείς με χαλαρή ηθική αντοχή, οι οποίοι κάτω από την επίδραση μιας εξουθενωτικής φτώχειας πρόθυμα παρέδιδαν τα παιδιά τους στους Οθωμανούς στρατολόγους, για να απαλλαγούν από το βάρος της διατροφής τους, ή και φτωχοί νέοι, που προσδοκούσαν μια καλύτερη ζωή και ποθούσαν πραγματικά να γίνουν υπηρέτες του σουλτάνου.[35]
Oι ατζέμ ογλάν
Τα παιδιά μέσα στο σκληρό τούρκικό περιβάλλον, που τα αποκτήνωνε, καλούνταν να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να μάθουν δηλαδή την γλώσσα και να μυηθούν στην θρησκεία και στα ήθη και έθιμα των κυρίων τους, αφού μάλιστα εκείνοι που θα έδειχναν ζήλο θα είχαν την τύχη να παραληφθούν από τον αξιωματικό, που θα ξαναπερνούσε ύστερα από δύο ή και περισσότερα χρόνια, και να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους περίμενε καλύτερη ζωή. Εκεί καταγράφονταν στους ορτάδες των acem. Ζούσαν σε ομάδες (μπουλούκια) από 25 – 30 άνδρες κάτω από τις διαταγές του μπουλούκμπαση και μόνοι τους φρόντιζαν για το μαγείρεμα καταβάλλοντας ο καθένας ένα ορισμένο ποσό κάθε μήνα. Από τη στιγμή εκείνη ονομάζονταν acem oglan, απασχολούνταν σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες και έπαιρναν ένα άσπρο ως ημερομίσθιο, εκτός από κείνους που εργάζονταν στους κήπους του σουλτάνου, που έπαιρναν δύο άσπρα. Οι τελευταίοι αυτοί με επικεφαλής τον bostanci basi είχαν τις μεγαλύτερες ελπίδες να προαχθούν στα ανώτερα αξιώματα. Η νέα τους ζωή ήταν βέβαια σκληρή, αλλά οπωσδήποτε καλύτερη από την προηγούμενη, γιατί είχαν μισθό και ελπίδες να προαχθούν.[36]
Ο αριθμός των ατζέμ ογλάν ήταν ρευστός, ανάλογα με τις ανάγκες της αυτοκρατορίας. Έτσι π.χ. στις αρχές του 16ου αιώνα ήταν κατά μέσο όρο 3.000, ενώ κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα ανέβαινε στις 16.400. Οι acem oglan κάλυπταν τα κενά των γενιτσάρων. Ποτέ όμως acem oglan – κατά τους χρόνους τουλάχιστον ακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας – δεν γίνονταν γενίτσαροι πριν το 24ο ή το 25ο έτος της ηλικίας τους, πριν δηλαδή κάνουν την αναγκαία στρατιωτική εκπαίδευση.[37]
Ως την εποχή της εισόδου στο γενιτσαρικό σώμα περνούσαν από τόσες δοκιμασίες, ώστε να έχουν καταπιεστεί στο υποσυνείδητο και αυτές ακόμη οι τρυφερές αναμνήσεις της γενέτειρας, των γονέων και γενικά της παιδικής ηλικίας. Πραγματικά αν λάβουμε υπ’ όψιν το χαμηλό, ίσως και ανύπαρκτο πνευματικό επίπεδο των acem oglan, τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες και κακουχίες τους, τις συνεχείς και ποικίλες επιδράσεις του μουσουλμανικού κόσμου στις εύπλαστες ψυχές τους – ένα είδος αποτελεσματικής προπαγάνδας ή, καλύτερα, μια αληθινή πλύση εγκεφάλου που ξεδιάλεγε τους πρόθυμους, πιστούς στο σουλτάνο και το ισλάμ – θα εννοήσουμε ότι ήταν πολύ δύσκολο στα χριστιανόπαιδα εκείνα να αντιδράσουν και να αποφύγουν τελικά την αφομοίωση. Μολαταύτα φαίνεται ότι πολλοί ατζέμ ογλάν και γενίτσαροι όχι μόνο διατήρησαν δυνατή την ανάμνηση της καταγωγής και της θρησκείας των πατέρων τους, αλλά και με προθυμία θα υποστήριζαν μια σταυροφορία των κρατών της Δύσης εναντίον των Τούρκων.[38]
O Χερσέκ, ο γαμπρός του Bαγιαζήτ B’, έχασε τη ζωή του, όταν του εξομολογήθηκε ότι ήταν κρυπτοχριστιανός. Eνας επιφανής αγάς των γενίτσαρων, λίγο πριν επιτεθεί στο χωριό από όπου καταγόταν κατά τη διάρκεια μίας επιχείρησης στην Πελοπόννησο, αναγνώρισε τη δίδυμη αδελφή του και δραπέτευσε από τον οθωμανικό στρατό, προκειμένου να απολαύσει την οικογενειακή θαλπωρή που σε τόσο τρυφερή ηλικία είχε στερηθεί. Tο μοναστήρι-κάστρο της Kυρά Ψηλής στην Kάλυμνο κτίστηκε από τον Kαλύμνιο Pούσο. Aυτός είχε πέσει θύμα του παιδομαζώματος, έγινε γενίτσαρος και μετά πασάς με το όνομα Γκιουλ Aχμέτ. Oταν έτυχε να περάσει από τη γενέτειρά του, αρκετά χρόνια αργότερα, αναγνώρισε τους δικούς του, έμεινε μόνιμα στην Kάλυμνο και έφτιαξε το εν λόγω μοναστήρι, θέλοντας να δείξει ότι στην ουσία δεν απαρνήθηκε ποτέ το χριστιανισμό.
Οι ιτς ογλάν
Παράλληλα προς τη στρατολογία παιδιών ηλικίας 14 – 18 και 15 – 20 ετών γινόταν, χωριστά φαίνεται, και μάζωμα παιδιών μικρότερης ηλικίας, κυρίως 6 – 10 ετών, που προορίζονταν για την υπηρεσία των σουλτανικών σεραγιών. Είναι οι λεγόμενοι ic oglan. Ο θεσμός φαίνεται ότι προήλθε από τη συνήθεια των Τούρκων να δωρίζουν μικρούς κι ωραίους σκλάβους στους ισχυρούς του κράτους. Οι ic oglan βρίσκονται κάτω από την ηγεσία του kapi aga, του αρχηγού των άσπρων ευνούχων. Οι ευνούχοι αυτοί τους μεταχειρίζονται με μεγάλη αυστηρότητα και τους τιμωρούν σκληρά για το παραμικρό τους παράπτωμα. Οι συνηθισμένες τους τιμωρίες είναι ξύλο στις πατούσες και μακριές νηστείες ή αγρυπνίες.[39]
Ύστερα από 14 χρόνια σκληρής μαθητείας και δοκιμασίας, οι 40 από τους πιο άξιους αρχίζουν ουσιαστικά να έχουν τις πρώτες τους ελευθερίες: τους επιτρέπεται να συναναστρέφονται με όλους τους ανθρώπους του σεραγιού και να έρχονται σε συχνή επαφή και με τον ίδιο τον σουλτάνο. Όταν αποφοιτούν, είναι πια νέοι άνδρες με πείρα και υπομονή μεγάλη, ικανοί να αντέξουν σε μεγάλους κόπους και να εκτελέσουν κάθε είδους διαταγή με τυφλή υπακοή και μεγάλη ακρίβεια. Από τους νέους αυτούς άνδρες εκλέγονται οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους και της αυλής, οι πασάδες, οι μπέηδες, οι καπιτζή μπασήδες και προπάντων, οι ακόλουθοι του σουλτάνου. Το λαμπρό μέλλον των νέων αυτών κάνει τον Μουσταφά πασά να λέει το 1576 στον πρεσβευτή της Γερμανίας D. Ugnad ότι, ενώ τα χριστιανόπαιδα γίνονται μεγάλοι αξιωματούχοι του κράτους, τα δικά τους παιδιά παραμερίζονται. Την εποχή του Μουράτ Δ’ (1632) οι Οθωμανοί παραμέρισαν τις μαζικές στρατολογήσεις των παιδιών των μη μουσουλμάνων, παρά τη συνέχιση μερικών στρατολογήσεων ως τον 18ο αιώνα.[40]
Το τέλος του «θεσμού»
Όπως προαναφέρθηκε, το φαινόμενο αρχίζει να ατονεί ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. H προοδευτική διεκδίκηση θέσεων του στρατού και της διοίκησης από τους ελεύθερους μουσουλμάνους θεωρείται η αρχή του τέλους του παιδομαζώματος. H ηρωοποίηση των γενίτσαρων και η προοπτική μίας λαμπρής σταδιοδρομίας των ιτς ογλάν προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των μουσουλμάνων, που έβλεπαν τα παιδιά τους όχι μόνο να αποκλείονται από τις ηγετικές τάξεις για χάρη των «απίστων», αλλά και να γίνονται υπήκοοι των εξωμοτών. Mάλιστα, πριν εκδηλωθεί η οργανωμένη και μαζική αυτή μουσουλμανική δυσαρέσκεια, οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι, προκειμένου να καμαρώσουν τα παιδιά τους σε υψηλά αξιώματα, τα έδιναν στους χριστιανούς για να τα παραδώσουν στους γενιτσαρικούς στρατολόγους ως δικά τους! Για τους ίδιους τους μουσουλμάνους λοιπόν, ήταν αξιοζήλευτη η εξέλιξη των απαχθέντων κατά το παιδομάζωμα χριστιανόπαιδων!
Kαθοριστικές βέβαια για την οριστική παύση του θεσμού ήταν και οι οργανωμένες αντιδράσεις των υποδούλων. Xαρακτήρα επαναστατικού κινήματος έλαβε η αντίδραση των Nαουσαίων σε απόπειρα διενέργειας παιδομαζώματος το 1705.
Kαθοριστικές βέβαια για την οριστική παύση του θεσμού ήταν και οι οργανωμένες αντιδράσεις των υποδούλων. Xαρακτήρα επαναστατικού κινήματος έλαβε η αντίδραση των Nαουσαίων σε απόπειρα διενέργειας παιδομαζώματος το 1705.
Σύμφωνα με έγγραφα του ιεροδικείου της Bέροιας, οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους στους Τούρκους απεσταλμένους. Έπειτα εξεγέρθηκαν υπό τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους δύο γιούς του Βασίλη και Δημήτρη και σκότωσαν τον σελιχτάρη (τον υπεύθυνο του παιδομαζώματος) και τους δύο συνοδούς του. Σχημάτισαν σώμα από 100 και πλέον άνδρες και άρχισαν να ληστεύουν και να σκοτώνουν τους μουσουλμάνους στην ύπαιθρο των καζάδων Βέροιας και Νάουσας. Μετά από αυτό, οι Τούρκοι σχημάτισαν ένοπλο σώμα από 1.000 μουσουλμάνους που καταδίωξαν τους επαναστάτες και στα μέσα Ιουνίου τους περικύκλωσαν στα στενά της Αραπίτσας κοντά στη Νάουσα. Στη μάχη που έγινε σκοτώθηκε ο Ζήσης Καραδήμος, ενώ οι γιοί του και άλλοι συνελήφθησαν και σκοτώθηκαν μέσα στη Βέροια. Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, αν μετά από αυτό έγινε η στρατολόγηση των 50 νέων. Αυτό είναι το τελευταίο γνωστό περιστατικό παιδομαζώματος.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το παιδομάζωμα προκάλεσε μια σοβαρή αφαίμαξη του ελληνισμού προ πάντων από τα μέσα του 15ου αι. ως τα μέσα του 17ου αι., επί δύο περίπου αιώνες. Τη σημασία της αιμορραγίας αυτής την καταλαβαίνουμε καλά, όταν σκεφτούμε ότι τα στρατολογουμένα παιδιά ήταν τα πιο ρωμαλέα και ωραία. Ο κίνδυνος όμως αυτός του εκφυλισμού του ελληνικού έθνους εξουδετερώθηκε σιγά σιγά και, όπως είδαμε, σιγά σιγά έπαψε να υφίσταται λόγω των αντιδράσεων τόσο των υπόδουλων, όσο και των Τούρκων εξαιτίας του εις βάρους τους παραγκωνισμού.
Eίναι αδύνατο να υπολογιστεί το μέγεθος της καταστροφής που προξένησε αυτή η μακρόχρονη αιμορραγία του ελληνισμού. Oι υπολογισμοί του Aυστριακού ιστορικού της Oθωμανικής αυτοκρατορίας, Γιόζεφ φον Xάμερ, ανεβάζουν τον αριθμό σε μισό εκατομμύριο, ενώ ο Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι εξισλαμίσθηκαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο παιδιά.
Τα θύματα του φαινομένου αυτού υπήρξαν οι Eλληνες, Aλβανοί, Oύγγροι, Bούλγαροι, Σέρβοι, Pώσοι και Bλάχοι (Pουμάνοι). Ωστόσο, το τουρκικό κράτος μέχρι σήμερα δεν έχει αποδεχτεί μία βασική πτυχή του παιδομαζώματος, την αρπαγή των παιδιών από τους γονείς. Αντ’ αυτού ισχυρίζεται ότι τα παιδιά στρατολογούνταν με τη συγκατάθεση των γονιών τους, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Kατάπληκτος, πάντως, μένει κάθε αντικειμενικός αναγνώστης των σημερινών τουρκικών σχολικών βιβλίων, διαβάζοντας σε αυτά ότι δεν υπήρξαν εξισλαμισμοί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στα Bαλκάνια και ότι δεν υπήρξε «σκληρό» παιδομάζωμα!
Αν λάβουμε υπ’ όψιν τις σφαγές, τους εξανδραποδισμούς, τις ακούσιες ή εκούσιες εξωμοσίες, καθώς και τους θανάτους που οφείλονταν στις ηθικές και υλικές δυσκολίες, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μείωση των πληθυσμών των βαλκανικών χωρών, ιδίως στην Ελλάδα και την Αλβανία, έφτασε στο κατακόρυφο. Ο εξισλαμισμός και εκτουρκισμός προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς στα πεδινά μέρη. Στα ορεινά όμως και τις μεγαλουπόλεις, κατοικούσαν ακόμη συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί και διατηρούνταν έτσι οι πυρήνες του πανάρχαιού τους πολιτισμού.
Οι Τούρκοι, ύστερα από τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις και τις επιμειξίες τους με Ελληνίδες, έχασα τον καθαρό ανθρωπολογικά μογγολικό τύπο της φυλής τους. Πραγματικά, αν εξαιρέσει κανείς τους Τουρκομάνους και τους Γιουρούκους, οι άλλοι παρουσιάζουν ανθρωπολογικούς χαρακτήρες μάλλον των κατοίκων της ΝΑ Ευρώπης παρά του Τουρκεστάν. Απόγονοι Ελλήνων είναι προ πάντων οι Τούρκοι των μικρασιατικών παραλίων (ιδίως του νότου), τα οποία είχαν κατάστικτο ελληνικό πληθυσμό από τη Γεωμετρική εποχή.[41] Ανθρωπολογικά λοιπόν εξεταζόμενοι οι δύο λαοί, όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, έχουν φυλετική συγγένεια.[42]
Oι εξισλαμισμένοι χριστιανοί, και ιδίως οι Έλληνες κατά τον 14ο αιώνα, είναι εκείνοι που έγιναν τα σπουδαιότερα στελέχη και ερείσματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε ως ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους, στρατιωτικοί, και πολιτικοί, είτε ως πειθαρχημένοι, φανατικοί και εμπειροπόλεμοι στρατιώτες, αφού αναβαπτίστηκαν με στη συναισθηματική κολυμβήθρα ενός νέου κόσμου ιδεών, του ισλαμικού. Είναι ακόμη εκείνοι που έδωσαν τα αποφασιστικά και τελειωτικά χτυπήματα εναντίον της βυζαντινής αυτοκρατορίας και έγιναν οι αμείλικτοι διώκτες των ομοεθνών και ομόθρησκών τους, εκείνοι που συνετέλεσαν κυρίως στην εξάπλωση, οργάνωση και στερέωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.[43]
Τα εγκλήματα κατά ρυπάς των Τούρκων εναντίον των χριστιανών στιγμάτισαν μια εποχή, που οι άλλοτε «βάρβαροι» Δυτικοί εκείνη την περίοδο αναγεννιόντουσαν μέσω της κλασικής Ελλάδας και διαφωτίζονταν από την φιλοσοφία της. Μια προσπάθεια γενοκτονίας 400 ετών, η οποία πότισε με αίμα τα ελληνικά χώματα και έθρεψε το δέντρο της ελευθερίας που δε θα αργούσε να έρθει. Έτσι ο πανάρχαιος Ελληνισμός αναγεννήθηκε από τις δικές του στάχτες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτογενείς
- Randolph, «The present state of Morea called anciently Peloponnesus»,
Λονδίνο, 1689
- Χ. Scrofani, «Voyage en Grece fait en 1794 et 1795, traduit de l’ italien par J.-P.-C. Branvillain», Παρίσι-Στρασβούργο, 1801, τόμ. Γ’
Λοιπές
- Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τόμ. Β’ Τουρκοκρατία (1453 – 1669), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2008
- C. M. Woodhouse, «Η ιστορία ενός λαού, οι Έλληνες από το 324 έως σήμερα», πρλγ. Θ. Χρήστου, μτφρ. Λ. Στεφάνου, εκδ. Τουρικη
- Νίκος Γ. Σβορωνός, «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδ. Θεμέλιο
- Πέτρος Θ. Πιζανίας, «Η ιστορία των νέων Ελλήνων, από το 1400c. Έως το 1820», 2η έκδοση, εκδ. Εστία, Αθήνα 2013
- Παναγιώτης Α. Γιαννόπουλος, Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης, «Μεσαιωνική Πελοπόννησος, Βυζάντιο, Λατινοκρατία, Τουρκοκρατία», εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2013
- Δημήτριος Α. Δρογίδης, «Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία 1453 – 1997», Θεσσαλονίκη 1997
- Γεώργιος Β. Νικολάου, «Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο, από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1821», εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006
Σημειώσεις:
[1] Gerlach, Tagebuch, σ. 415 – 416
[2] Carlier de Pinon, Voyage, σ. 123
[3] Febvre, Theatre, σ. 47
[4] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 49
[5] Πρβλ. και την ως σήμερα σωζόμενη έκφραση: σαν Τούρκο τον βλέπω μπροστά μου – Φ. Κουκουλέ, Η νέα ελληνική γλώσσα και τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έθιμα, σ. 31 – 32
[6] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 50
[7] (Gerlach, Tagebuch, σ. 200)
[8] Sauger, ενθ’ αν., σ. 14
[9] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 51
[10] Belon, Observations, σ. 180α.
[11] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 52
[12] Σχολαρίου, Άπαντα, 1 σ. 285-286
[13] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 53
[14] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 58
[15] Aug. Carayon, Relations inedites des missions la Compagnie de Jesus a Constantinople et dans le Levant au XVIIe s., Poitiers – Paris 1864, σ. 141
[16] Βλ. τέτοιους καταλόγους στου Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλη, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Α’ Αρχείον Θεσσαλονίκης 1695 – 1912, Θεσσαλονίκη 1952
[17] J. Spon – G. Wheler, Voyage d’ Italie, de Dalmatie, de Grece et du Levant, fait dans les annees 1676 et 1677, Άμστερνταμ, 1679, τόμ. Β’, σελ. 232
[18] B. Randolph, The present state of Morea called anciently Peloponnesus, Λονδίνο, 1689, σελ. 15
[19] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 34
[20] Χ. Scrofani, Voyage en Grece fait en 1794 et 1795, traduit de l’ italien par J.-P.-C. Branvillain, Παρίσι-Στρασβούργο, 1801, τόμ. Γ, σελ. 43
[21] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 57
[22] Dernschwam, Tagebuch, σ. 70
[23] Alberi, Le relazioni, 3 σ. 389
[24] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 59
[25] βλ. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, 1 σ. 90, όπου και σχετική βιβλιογραφία
[26] Πέννα, Χρονικόν των Σερρών, ένθ’ αν., 1 σ. 36, 54
[27] C.M. Woodhouse, Η ιστορία ενός λαού, σ. 132
[28] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 60
[29] Vassilis Demetriades, «Some Thoughts on the Origins of the Devsirme», σελ. 8
[30] Π. Πιζανίας, Η ιστορία των νέων Ελλήνων, σ. 104
[31] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 61
[32] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 62
[33] Αραβαντινού, Χρονογραφία Ηπείρου, τ. 1 σ. 218 υποσ. 1. Βλ. και Κ. Δυοβουνιώτου, Το υπ’ αρ. 21 χειρόγραφον της Πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης της Τυβίγγης, ΠΑΑ 11 (1936) 275-276
[34] Α. Βακαλόπουλος, Προβλήματα της ιστορίας του παιδομαζώματος, ένθ’ αν., σ. 292-293
[35] Zinkeisen, ένθ. αν., 3 σ. 221-222 και Palmer, The Origin of the Janissaries, ένθ. αν., σ. 470, πληροφορία του Idris al-Bitlisi
[36] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 65
[37] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 66
[38] Legrand, Bibliographie hellenique, 1 σ. CXLI, CLIV. Πρβλ. και γενίτσαρο, τον Μουχαμέτη Παπαδάτο από την Άρτα, που διαφεύγει στο εξωτερικό και βαφτίζεται στην Τυβίγγη σε ηλικία 28 χρονών στα 1587. Π. Ζερλέντου, Σημειώματα περί Ελλήνων εκ των Μαρτίνου Κρουσίου Σουηκικών Χρονικών, Αθήναι 1928, σ. 20 – 21. Πρβλ. και Β. Α. Μυστακίδου, Ηπειρωτικά Ανάλεκτα, ΗΧ 4 (1929) σ. 87 – 93
[39] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 68
[40] Ν. Σβορωνός, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, σ. 42
[41] Βογιατζίδου, Ιστορικαί μελέται, ΕΕΣΦΣΠΘ 2 (1932) σ. 150 – 151. Γεωργιάδη-Αρνάκη, Οι πρώτοι Οθωμανοί, σ. 124 – 125 υποσ. 152, όπου χαρακτηριστικά αποσπάσματα από ειδικά σχετικά έργα. Αντιπρβλ. και επιφυλακτική γνώμη του Άρη Πουλιανού, Η προέλευση των Ελλήνων, Αθήναι 1961, σ. 73. Πρβλ. και Brice, The Turkish Colonisation of Anatolia, «Bulletin of the J. Rylands Library» vol. 38 No 1, September 1955, 23: «There is also present, especially in the towns and villages of Southern Anatolia, an element of the small mediterranean race, with short stature, delicate skeleton, dark complexion and long head, which may be aboriginal or descended from Macedonian and other colonists of hellenistic times». Πρβλ. και σ. 22)
[42] Ο καθηγητής Βογιατζίδης τους ονομάζει «ελληνοθωμανούς», Ι. K. Βογιατζίδου, Η ρήξις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ΠΑΑ 30, 1955, σελ. 407
[43] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, σ. 74
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου