Αναρτήθηκε
από τον/την βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο Οκτωβρίου 24, 2012
Το χρονικό νομιμοποίησης
μιας ακραίας ναζιστικής σέχτας
του Σωτήρη Δημόπουλου
από τη Ρήξη φ. 88
Οι ελληνικές ελίτ, σε κατάσταση πρωτοφανούς σύγχυσης που προκάλεσε το κραχ του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος, πιάστηκαν εξ απήνης από την εκρηκτική είσοδο της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κάθε συντονισμένη αντίδραση των ΜΜΕ, στις προεκλογικές περιόδους, κάθε κύμα υπερπροβολής των εξτρεμιστικών συμπεριφορών των μελών της οργάνωσης, πετύχαινε το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αποκαλύφθηκε πως σημαντικό τμήμα της κοινωνίας ήταν έτοιμο από καιρό να αποδεχθεί και να επικροτήσει τις συγκεκριμένες θέσεις και πράξεις∙ ίσως ακόμη περισσότερο, να τις υιοθετήσει…
Αναμφίβολα, η εκρηκτική
αύξηση της λαθρομετανάστευσης και της εγκληματικότητας, σε συνδυασμό με την
οικονομική κρίση και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, αποτέλεσαν το
κατάλληλο περιβάλλον για την ισχυροποίηση της άκρας δεξιάς. Οι γενεσιουργές
της, όμως, αιτίες ανιχνεύονται πολύ πιο πριν και αρκετοί απ’ όσους σήμερα
φρίττουν και αναρωτιούνται για το φαινόμενο είναι οι ίδιοι οι ηθικοί αυτουργοί
της εμφάνισής του.
Τη δεκαετία του 1990, κατά τη δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης, κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στη χώρα κατέστη ο «εκσυγχρονισμός». Στόχος των ηγεμονικών στρωμάτων έγινε η τάχιστη και χωρίς αναστολές διαδικασία προσαρμογής μας στην παγκοσμιοποίηση. Η θεωρία του «παγκόσμιου χωριού», που υπονοούσε ουσιαστικά την κατάργηση των εθνών-κρατών, αναδεικνύεται σε ανεπίσημο κρατικό δόγμα. Πουθενά αλλού το ιδεολόγημα αυτό δεν εφαρμόστηκε με τέτοια ένταση όπως στην Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος είχε επιλέξει να «αυτοκτονήσει» χάριν της παγκοσμιοποιητικής νομοτέλειας! Το ευαγγέλιο του εκσυγχρονισμού προέβλεπε και επεδίωκε την καταστροφή κάθε παραδοσιακής δομής, πρωτίστως της εθνικής ταυτότητας, ώστε να γίνει δυνατή η επιδιωκόμενη διάλυση του έθνους-κράτους. Ο πολυπολιτισμός θα ερχόταν μεμιάς, να αλλάξει ριζικά και αμετάκλητα την πραγματικότητα μιας συμπαγούς εθνικής ομοιογένειας. Γι’ αυτόν το λόγο, παράλληλα με τη μείωση του εργατικού κόστους, η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών συνιστούσε, παρά τις ενίοτε περί του αντιθέτου εξαγγελίες, μια επιθυμητή διαδικασία.
Αυτό το «όραμα», όμως, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αν δεν εξυπηρετούσε καίρια συμφέροντα πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, που ευνοούνταν από τη διαμορφούμενη κατάσταση. Οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι, οι περισσότεροι προερχόμενοι από την αριστερά, και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, δεν επαρκούσαν γι’ αυτόν τον γιγαντιαίο μετασχηματισμό. Για την επίτευξή του προωθήθηκε μια πλατιά συμμαχία, κυρίως με τους εκπροσώπους της αεριτζίδικης οικονομίας, που εξαπλωνόταν ραγδαία, αλλά και με σημαντικό τμήμα εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα. Το δέλεαρ ήταν η συμμετοχή τους στον καταμερισμό των κερδών που δημιουργούσε η νέου τύπου οικονομία: το χρηματιστήριο, τα νέα ευρωπαϊκά πακέτα και προγράμματα, τα τραπεζικά δάνεια. Ο δρόμος για κάθε είδους συμβιβασμούς είχε λειανθεί από την αναξιοκρατία, τη διαφθορά και την αντικοινωνική συμπεριφορά που επικράτησαν τη δεκαετία του 1980 στο όνομα του εκδημοκρατισμού, και είχαν αλώσει πολλές συνειδήσεις.
Η συμμαχία σφραγίσθηκε τυπικά με την εκλογή του Σημίτη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και στην πρωθυπουργία. Το αντίτιμο της εκλογής του υπήρξε η απόλυτη ασυλία προς το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» για την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου.
Παράλληλα, καθώς ήταν φανερό ότι η αντίθεση Δεξιά-Δημοκρατική Παράταξη είχε φθαρεί, ή σχεδόν πεθάνει, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, προβλήθηκε το σχήμα Πρόοδος-Συντήρηση. Σχήμα που επέτρεπε την υπέρβαση των όποιων πατριωτικών καταβολών του ΠΑΣΟΚ και τη διεύρυνση του κόμματος προς την αριστερά, αλλά και τη δεξιά.
Ο Σημίτης, ευφυώς, τις παραμονές της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ, θα επέλεγε ως επικοινωνιακό πεδίο αντιπαράθεσης το θέμα των ταυτοτήτων και ως αντίπαλο την Εκκλησία και τον Χριστόδουλο. Αντίπαλος θορυβώδης, αλλά κατ’ ουσίαν ιδανικός, λόγω και της ροπής του προς την αμετροέπεια και την πομπώδη ρητορική. Οι οικονομικές και πνευματικές ελίτ -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων από διανοούμενους, που τόλμησαν να βρεθούν με τα γραΐδια των συλλαλητηρίων, αντιλαμβανόμενοι το βαθύτερο διακύβευμα της αντιπαράθεσης- θα συνταχθούν με το στρατόπεδο του εκσυγχρονισμού.
Μια γιγαντιαία, για τα δεδομένα της Ελλάδας, ιδεολογική μηχανή, άρχισε να κτυπά ανελέητα οποιαδήποτε φωνή δεν συντασσόταν με το «πολιτικά ορθό» στα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, της μετανάστευσης, της αποδόμησης της ελληνικής ιστορίας. Πολύ γρήγορα επικράτησε κλίμα Ιεράς Εξέτασης, που απέκλειε τους διαύλους πληροφόρησης και έκφρασης και τις προοπτικές πανεπιστημιακής ανέλιξης, εξοβέλιζε από τον δημόσιο λόγο κάθε τι που θεωρούσε αιρετικό.
Τη δεκαετία του 1990, κατά τη δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης, κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στη χώρα κατέστη ο «εκσυγχρονισμός». Στόχος των ηγεμονικών στρωμάτων έγινε η τάχιστη και χωρίς αναστολές διαδικασία προσαρμογής μας στην παγκοσμιοποίηση. Η θεωρία του «παγκόσμιου χωριού», που υπονοούσε ουσιαστικά την κατάργηση των εθνών-κρατών, αναδεικνύεται σε ανεπίσημο κρατικό δόγμα. Πουθενά αλλού το ιδεολόγημα αυτό δεν εφαρμόστηκε με τέτοια ένταση όπως στην Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος είχε επιλέξει να «αυτοκτονήσει» χάριν της παγκοσμιοποιητικής νομοτέλειας! Το ευαγγέλιο του εκσυγχρονισμού προέβλεπε και επεδίωκε την καταστροφή κάθε παραδοσιακής δομής, πρωτίστως της εθνικής ταυτότητας, ώστε να γίνει δυνατή η επιδιωκόμενη διάλυση του έθνους-κράτους. Ο πολυπολιτισμός θα ερχόταν μεμιάς, να αλλάξει ριζικά και αμετάκλητα την πραγματικότητα μιας συμπαγούς εθνικής ομοιογένειας. Γι’ αυτόν το λόγο, παράλληλα με τη μείωση του εργατικού κόστους, η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών συνιστούσε, παρά τις ενίοτε περί του αντιθέτου εξαγγελίες, μια επιθυμητή διαδικασία.
Αυτό το «όραμα», όμως, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αν δεν εξυπηρετούσε καίρια συμφέροντα πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, που ευνοούνταν από τη διαμορφούμενη κατάσταση. Οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι, οι περισσότεροι προερχόμενοι από την αριστερά, και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, δεν επαρκούσαν γι’ αυτόν τον γιγαντιαίο μετασχηματισμό. Για την επίτευξή του προωθήθηκε μια πλατιά συμμαχία, κυρίως με τους εκπροσώπους της αεριτζίδικης οικονομίας, που εξαπλωνόταν ραγδαία, αλλά και με σημαντικό τμήμα εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα. Το δέλεαρ ήταν η συμμετοχή τους στον καταμερισμό των κερδών που δημιουργούσε η νέου τύπου οικονομία: το χρηματιστήριο, τα νέα ευρωπαϊκά πακέτα και προγράμματα, τα τραπεζικά δάνεια. Ο δρόμος για κάθε είδους συμβιβασμούς είχε λειανθεί από την αναξιοκρατία, τη διαφθορά και την αντικοινωνική συμπεριφορά που επικράτησαν τη δεκαετία του 1980 στο όνομα του εκδημοκρατισμού, και είχαν αλώσει πολλές συνειδήσεις.
Η συμμαχία σφραγίσθηκε τυπικά με την εκλογή του Σημίτη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και στην πρωθυπουργία. Το αντίτιμο της εκλογής του υπήρξε η απόλυτη ασυλία προς το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» για την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου.
Παράλληλα, καθώς ήταν φανερό ότι η αντίθεση Δεξιά-Δημοκρατική Παράταξη είχε φθαρεί, ή σχεδόν πεθάνει, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, προβλήθηκε το σχήμα Πρόοδος-Συντήρηση. Σχήμα που επέτρεπε την υπέρβαση των όποιων πατριωτικών καταβολών του ΠΑΣΟΚ και τη διεύρυνση του κόμματος προς την αριστερά, αλλά και τη δεξιά.
Ο Σημίτης, ευφυώς, τις παραμονές της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ, θα επέλεγε ως επικοινωνιακό πεδίο αντιπαράθεσης το θέμα των ταυτοτήτων και ως αντίπαλο την Εκκλησία και τον Χριστόδουλο. Αντίπαλος θορυβώδης, αλλά κατ’ ουσίαν ιδανικός, λόγω και της ροπής του προς την αμετροέπεια και την πομπώδη ρητορική. Οι οικονομικές και πνευματικές ελίτ -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων από διανοούμενους, που τόλμησαν να βρεθούν με τα γραΐδια των συλλαλητηρίων, αντιλαμβανόμενοι το βαθύτερο διακύβευμα της αντιπαράθεσης- θα συνταχθούν με το στρατόπεδο του εκσυγχρονισμού.
Μια γιγαντιαία, για τα δεδομένα της Ελλάδας, ιδεολογική μηχανή, άρχισε να κτυπά ανελέητα οποιαδήποτε φωνή δεν συντασσόταν με το «πολιτικά ορθό» στα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, της μετανάστευσης, της αποδόμησης της ελληνικής ιστορίας. Πολύ γρήγορα επικράτησε κλίμα Ιεράς Εξέτασης, που απέκλειε τους διαύλους πληροφόρησης και έκφρασης και τις προοπτικές πανεπιστημιακής ανέλιξης, εξοβέλιζε από τον δημόσιο λόγο κάθε τι που θεωρούσε αιρετικό.
Με κρατικό χρήμα και με ευρωπαϊκά προγράμματα δημιουργήθηκε ένας τεράστιος στρατός έμμισθης διανόησης, που υπεράσπιζε με πάθος τις ιδεολογικές αρχές του καθεστώτος. Η πρωτοφανής αύξηση των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (από 42.000 εισακτέους το 1995 φθάσαμε σε 85.000 το 2000), αλλά και των πτυχιούχων του εξωτερικού, πρόσφερε μια τεράστια δεξαμενή διαθέσιμου προσωπικού. Τα ΜΜΕ, τα μεταπτυχιακά προγράμματα και οι διδακτορικές διατριβές των πανεπιστημίων, τα προγράμματα και οι μελέτες των ερευνητικών ινστιτούτων, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που χρηματοδοτούνταν από ειδική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών, θα αναπαράγουν την επίσημη γραμμή, δημιουργώντας συνθήκες ιδεολογικού ολοκληρωτισμού.
Οι διανοούμενοι που αντιστέκονταν στην επέλαση των οπαδών της παγκοσμιοποίησης (φιλελεύθερων ή διεθνιστών) ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα. Και στην πραγματικότητα περιθωριοποιούνταν συστηματικά και επιμόνως. Στο πολιτικό σύστημα δεν αρθρώθηκε συγκροτημένος λόγος-αντιπρόταση στον εκσυγχρονιστικό οδοστρωτήρα. Στη δεξιά, οι νέοι θεωρητικοί της, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν οπαδοί της συνεπέστερης «παγκοσμιοποίησης» των αγορών. Μοναδικό μέλημα των στελεχών της, το μερίδιο της εξουσίας. Στην αριστερά, όσοι δεν εντάχθηκαν άμεσα στους μηχανισμούς της εξουσίας, έδιναν τη μάχη τους υπέρ της «καλής» παγκοσμιοποίησης, ενισχύοντας ιδεολογικά τη σημιτική διακυβέρνηση.
Σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, οι διαφωνούντες με την κρατούσα άποψη ένιωθαν να υφίστανται επίθεση από το ίδιο το ελληνικό κράτος. Ένα σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης αντιλαμβανόταν την εξουσία να ξηλώνει, με αυθαιρεσία δυνάστη, ό,τι θεωρούσε ως σταθερά στη ζωή του. Να σημειωθεί ότι σε κοινωνικό επίπεδο, ήδη από τη δεκαετία του ’90, παρά την πρωτοφανή κινητικότητα λόγω της έλευσης των μεταναστών, διαμορφώνεται μια κατηγορία «χαμένων». Ο αριθμός τους, βέβαια, θα αυξηθεί δραματικά την επόμενη δεκαετία, ακόμη και πριν την εκδήλωση της κρίσης. Στην Αθήνα του μισού πληθυσμού της χώρας, το χάσμα των βορείων προαστίων με τα νότια και δυτικά διευρύνεται συνεχώς.
Εν τω μεταξύ, ένα άρρητο αίσθημα ήττας ανατροφοδοτούνταν και γιγαντώνονταν κάθε φορά από συγκεκριμένα γεγονότα: Ίμια, S-300, Ισαάκ-Σολωμός, Γιουγκοσλαβία, Οτσαλάν, ταυτότητες, χρηματιστήριο.
Το συλλογικό φαντασιακό θα καταφύγει, σε κατάσταση απελπισίας, στα προϊόντα μιας λαϊκής παραφιλολογίας, που αναπαράγονταν με ταχύτητα από τηλεκήρυκες. Συνωμοσιολογία, προφητείες, υπερφυσικές φιλελληνικές δυνάμεις και η, εκ νέου, προσμονή για το «ξανθό γένος» έδιναν ανακουφιστικές απαντήσεις σε πολλούς, καθώς γύρω ο κόσμος κατέρρεε.
Η αναντιστοιχία μεταξύ των εθνικών επιθυμιών της πλειοψηφίας της κοινωνίας, και της επίσημης πολιτικής, έφθανε σε πρωτόγνωρο, ακόμη και για την Ελλάδα, επίπεδο. Ήταν πλέον θέμα χρόνου η συστηματική συμπίεση του συστήματος να ωθήσει μέρος του πληθυσμού σε ακραίου τύπου αντιδράσεις. Βέβαια, για αρκετό διάστημα ακόμη, αυτές θα παρέμεναν σε «λελογισμένα» επίπεδα, καθώς έβρισκαν διέξοδο αλλού, όπως σε αρχαιολατρικές ομάδες, στον Καρατζαφέρη, σε μικρότερες, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, δραστηριότητες.
Εν τω μεταξύ, όμως, η κατάσταση θα επιδεινώνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς. Η αναλαμπή του 2004 – Όχι στο σχέδιο Ανάν, EURO, Ολυμπιακοί της Αθήνας(;), ακόμη και η …νίκη του Καραμανλή- θα αποδειχθούν ότι ήταν απλώς η αρχή της πορείας προς το τέλος.
Η Νέα Δημοκρατία έδειξε ότι ήταν παντελώς ανίκανη, αλλά και απρόθυμη να ανασυγκροτήσει στο ελάχιστο το κράτος και να αποκαταστήσει τις χαμένες ισορροπίες. Αντίθετα, επιδόθηκε στον εξευμενισμό των ελίτ, για να παραμείνει στην εξουσία –ο όρος «μεσαίος χώρος» σήμαινε απλώς την υποταγή στα ιδεολογικά προτάγματα του εκσυγχρονισμού-, ενώ παράλληλα η διαφθορά οργίαζε, οι μετανάστες και οι νησίδες ανομίας πολλαπλασιάζονταν, απογοητεύοντας βαθύτατα όσους πίστεψαν ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Επιπλέον, παρά τα διεθνή ανοίγματα του Κ. Καραμανλή, που του στοίχισαν την εξουσία, η περίπτωση Ρεπούση και η εμμονή στήριξης του τότε πρωθυπουργού στην προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας, θα εμπεδώσουν την αίσθηση μιας γενικευμένης επίθεσης στην εθνική ταυτότητα. Κορυφαίο γεγονός, όμως, στην περίοδο αυτή, θα είναι τα «Δεκεμβριανά» του 2008, όπου το κράτος απαξιώθηκε πλήρως από τη «μαύρη εξέγερση». Η ελληνική κοινωνία θα παγώσει από την αποκάλυψη της απόλυτης γύμνιας του κράτους και των μηχανισμών του. Η ανασφάλεια των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων εκτοξεύθηκε, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα με την οικονομική κρίση που ερχόταν αλματωδώς. Μέσα στη μέθη της εκτεταμένης καταστροφής, ο αριστερισμός, οι αντεξουσιαστές και όσοι, φανερά ή υπογείως, τους στήριξαν, δεν αντιλήφθηκαν ότι άνοιγαν διάπλατα τον δρόμο στις δυνάμεις του άλλου πόλου, που ως τότε ήταν ένα άνευ σημασίας γκρουπούσκουλο.
Η τελική ευθεία…
Από το 2009 οι αλλαγές
θα είναι καταιγιστικές: οικονομική κατάρρευση που λαμβάνει χώρα υπό την εξουσία
του πλέον «διεθνιστή» και κοσμοπολίτη πρωθυπουργού, νέα κύματα μουσουλμάνων
μεταναστών, απαξίωση εν γένει του πολιτικού προσωπικού, μεγάλες συγκεντρώσεις
των «αγανακτισμένων» με την πάνω και κάτω πλατεία.
Η Ελλάδα αλλάζει και μαζί της αλλάζουν και οι συνειδήσεις. Τα έως τότε αδιάφορα για την πολιτική πλήθη των νέων των μικροαστικών συνοικιών ασφυκτιούν, ψάχνουν, συζητούν˙ δηλαδή πολιτικοποιούνται. Και, στη διαμόρφωση των απόψεων, όλες οι ιδέες έχουν θέση. Από τις πιο επεξεργασμένες έως τις πιο απλοϊκές, επιθετικές ή παράλογες. Το ιδεολογικό μονοπώλιο του εκσυγχρονισμού γίνεται μπούμερανγκ για το σύστημα. Ούτε τα ΜΜΕ, απαξιωμένα ως μέσα πληροφόρησης, δεν μπορούν να σταματήσουν το ρεύμα. Το διαδίκτυο παίρνει φωτιά. Οι κοινωνικές αντιλήψεις αναδιαμορφώνονται εκ βάθρων. Το ευρωπαϊκό όραμα ξεφτίζει και, για πρώτη φορά από το 1974, αμφισβητείται από τόσους πολλούς η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Διαπιστώνεται το χάσμα με τη γενιά του Πολυτεχνείου, που με απληστία συγκέντρωσε πλούτο και ισχύ. Δημιουργούνται ιδεολογικοπολιτικά στρατόπεδα, εκατέρωθεν των δύο κομμάτων εξουσίας. Στις λαϊκές περιοχές, αλλά και στις επαρχιακές πόλεις, που η ανεργία καλπάζει, η εγκληματικότητα τρομάζει και οι γειτονιές γεμίζουν μετανάστες, το πεδίο δράσης είναι πλέον ελεύθερο για τη Χρυσή Αυγή. Εμφανίζονται ανάγλυφα οι προϋποθέσεις για έναν βαθύ και επικίνδυνο διχασμό. Το κουτί της Πανδώρας έχει ανοίξει.
Μπροστά σε αυτόν το χείμαρρο των αλλαγών, η εκσυγχρονιστική ιδεολογία, απόλυτα αποτυχημένη, καταρρέει. Εξάλλου, η αίγλη της ίδιας της παγκοσμιοποίησης θα βουλιάζει παντού μέσα στον βάλτο της διογκούμενης κρίσης. Είναι ελάχιστοι όσοι, αμετανόητοι, θα συνεχίσουν να την υπερασπίζονται στην καθαρή της μορφή. Οι περισσότεροι οπαδοί της αναγκάζονται σε μετάλλαξη. Κάποιοι προσχωρούν βαθύτερα στο νεοθωμανικό άρμα. Ταυτόχρονα, όμως, στον πολιτικό λόγο ξαναμπαίνουν οι λέξεις, ανεξάρτητα από την ειλικρίνεια όσων τις προφέρουν, «πατριωτισμός» και «εθνική κυριαρχία».
Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα προσπαθεί αγωνιωδώς να σώσει ό,τι μπορεί. Να διατηρήσει τη χώρα μέσα στην ευρωζώνη, να κρατήσει μια υποτυπώδη κοινωνική συνοχή. Το αίτημα για ανασύνταξη και ανασυγκρότηση του διαλυμένου κράτους γίνεται καθολικό, παρά τις αντιδράσεις ανά επαγγελματική κατηγορία. Η αξιοπιστία, όμως, έχει πια χαθεί, οι πολίτες έχασαν την ελπίδα και οι ψυχές έχουν αγριέψει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί μέχρι να μπούμε, αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι θα μπούμε, σε μια νέα φάση σταθερότητας.
Η Ελλάδα αλλάζει και μαζί της αλλάζουν και οι συνειδήσεις. Τα έως τότε αδιάφορα για την πολιτική πλήθη των νέων των μικροαστικών συνοικιών ασφυκτιούν, ψάχνουν, συζητούν˙ δηλαδή πολιτικοποιούνται. Και, στη διαμόρφωση των απόψεων, όλες οι ιδέες έχουν θέση. Από τις πιο επεξεργασμένες έως τις πιο απλοϊκές, επιθετικές ή παράλογες. Το ιδεολογικό μονοπώλιο του εκσυγχρονισμού γίνεται μπούμερανγκ για το σύστημα. Ούτε τα ΜΜΕ, απαξιωμένα ως μέσα πληροφόρησης, δεν μπορούν να σταματήσουν το ρεύμα. Το διαδίκτυο παίρνει φωτιά. Οι κοινωνικές αντιλήψεις αναδιαμορφώνονται εκ βάθρων. Το ευρωπαϊκό όραμα ξεφτίζει και, για πρώτη φορά από το 1974, αμφισβητείται από τόσους πολλούς η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Διαπιστώνεται το χάσμα με τη γενιά του Πολυτεχνείου, που με απληστία συγκέντρωσε πλούτο και ισχύ. Δημιουργούνται ιδεολογικοπολιτικά στρατόπεδα, εκατέρωθεν των δύο κομμάτων εξουσίας. Στις λαϊκές περιοχές, αλλά και στις επαρχιακές πόλεις, που η ανεργία καλπάζει, η εγκληματικότητα τρομάζει και οι γειτονιές γεμίζουν μετανάστες, το πεδίο δράσης είναι πλέον ελεύθερο για τη Χρυσή Αυγή. Εμφανίζονται ανάγλυφα οι προϋποθέσεις για έναν βαθύ και επικίνδυνο διχασμό. Το κουτί της Πανδώρας έχει ανοίξει.
Μπροστά σε αυτόν το χείμαρρο των αλλαγών, η εκσυγχρονιστική ιδεολογία, απόλυτα αποτυχημένη, καταρρέει. Εξάλλου, η αίγλη της ίδιας της παγκοσμιοποίησης θα βουλιάζει παντού μέσα στον βάλτο της διογκούμενης κρίσης. Είναι ελάχιστοι όσοι, αμετανόητοι, θα συνεχίσουν να την υπερασπίζονται στην καθαρή της μορφή. Οι περισσότεροι οπαδοί της αναγκάζονται σε μετάλλαξη. Κάποιοι προσχωρούν βαθύτερα στο νεοθωμανικό άρμα. Ταυτόχρονα, όμως, στον πολιτικό λόγο ξαναμπαίνουν οι λέξεις, ανεξάρτητα από την ειλικρίνεια όσων τις προφέρουν, «πατριωτισμός» και «εθνική κυριαρχία».
Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα προσπαθεί αγωνιωδώς να σώσει ό,τι μπορεί. Να διατηρήσει τη χώρα μέσα στην ευρωζώνη, να κρατήσει μια υποτυπώδη κοινωνική συνοχή. Το αίτημα για ανασύνταξη και ανασυγκρότηση του διαλυμένου κράτους γίνεται καθολικό, παρά τις αντιδράσεις ανά επαγγελματική κατηγορία. Η αξιοπιστία, όμως, έχει πια χαθεί, οι πολίτες έχασαν την ελπίδα και οι ψυχές έχουν αγριέψει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί μέχρι να μπούμε, αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι θα μπούμε, σε μια νέα φάση σταθερότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου