[...] Δεν θα επεκταθούμε σε αφηγήσεις θαυμάτων έκτος από κάποιο πρόσφατο όπου συνέβη σε γνωστό μας πρόσωπο. Γιατί πάντοτε στις βιογραφίες αγίων του Θεού διακηρύξαμε ότι η ίδια η ζωή και ο πλανήτης όπου ζούμε αποτελεί θαύμα. Όταν ο άνθρωπος απαιτεί πρώτα να δει αντιστροφή της ισορροπίας για να γίνει πιστός και στο πέρασμά του να πετύχει το βραβείο της σωτηρίας, παραπέμπεται στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. «.. είπε δε· ερωτώ ουν σε πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου. Έχω γαρ πέντε αδελφούς όπως διαμαρτύρεται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ· Αβραάμ έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας… ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται».
Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου τα οποία όντως προκαλούν το θαυμασμό, την περίσκεψη, την ανάταση της καρδιάς. Όποιος ταξιδέψει στην πανέμορφη Κεφαλωνιά με τις ταντελωτές ακρογιαλιές και την «ομιλούσα» άγρια φύση και ρωτήσει τον πρώτο τυχόντα κάτοικό της σχετικά έχει να του βεβαιώσει ένα και δύο και τρία θαύματα άμεσης αυτοψίας.
Ο άγιος σαν δαιμονοδιώκτης ντυμένος ήδη τον λευκό χιτώνα με τον οποίο τον στόλισε ο Λυτρωτής που μετεμορφώθη στο Θαβώρ κάνει τα πνεύματα του σκότους να ξαφνιάζονται, να τρέμουν, να ζητούν επιείκεια στην καταδίκη.
-Πού να πάω Καψάλη; φώναζε το δαιμόνιο, τώρα στις ήμερες μας με το στόμα νεαρής μητέρας.
-Πες μου πού θέλεις να πάω..
Αθέατος ο άγιος, αθέατος ο δαίμονας, άγνωστο και τ’ όνομά του. Καθόλου απίθανο να ήταν πολλοί. Να ήταν «λεγεών». Θεατή η γυναίκα όπου σπάραζε και τραβούσε τα μαλλιά της, θεατοί και οι συγγενείς που την συγκρατούσαν να μη πάρει τους δρόμους και τραβήξει να πνιγεί στα πηγάδια.
-Μα πού θέλεις επιτέλους να πάω;
Η αγωνία κράτησε σχεδόν είκοσι λεπτά. Όταν ο άγιος έβγαλε την απόφασή του, το δαιμόνιο έγρουξε σαν κόρακας. Του κακοφάνηκε. Σίγουρα έλαβε διαταγή να τραβήξει ώσαμε την συντέλεια στην άβυσσο του χάους. Και βγαίνοντας έρριξε την κοπέλλα κατάχαμα νεκρή. Ύστερα από μια ώρα και με την προσευχή των ιερέων και τα δάκρυα των συγγενών συνήλθε. Αναστέναξε, ντράπηκε για την γύμνια της ζήτησε να φιλήσει τον τίμιο σταυρό. Και αναλύθηκε σε λυγμούς.
Χρειάζεται λοιπόν να επεκταθούμε; Όμως ας προσθέσουμε και μιά ακόμη σύγχρονη μαρτυρία από πρόσφατη αφήγηση. Ο Αντώνιος Έρτσος οικογενειάρχης περίπου σαράντα τότε χρονών από το Ληξούρι, βρέθηκε να εργάζεται μαζί μου σε γνωστή βιομηχανία σαν πλασιέ-παραγγελιοδόχος. Ήταν δύσκολη η δουλειά του γιατί τον συναγωνίζονταν άλλοι επτά. Ωστόσο σαν Κεφαλωνίτης τα κατάφερνε με τέχνη, ρέγουλα και μαστοριά. Μου έκανε εντύπωση η ευλάβειά του.
-Πιστεύεις με ειλικρίνεια; τον ρώτησα κάποια μέρα.
-Απόλυτα.
-Δε δείχνεις άτομο με θρησκοληψία.
Η θρησκοληψία, μου αποκρίθηκε, δεν είναι πίστη. Είναι λαθεμένη τακτική. Συχνά καταντάει υποκρισία. Εγώ όμως πιστεύω και αν θέλεις να πληροφορηθείς έχω ακράδαντη την πίστη μου. Για τον Ιησού Χριστό, μα τον άγιο πέφτω στη φωτιά.
-Μπράβο. Με εκπλήσσεις.
-Την έλαβα από τον άγιο της πατρίδας.
-Δηλαδή;
-Εδώ και δώδεκα χρόνια ο αδελφός μου ο Μεμάς, ασυρματιστής σε καράβια του Βεργωτή βρέθηκε σε φουρτούνα χαμού. Στο Βισθαϊκό κόλπο, έξω από το Γιβραλτάρ, στο λεγόμενο Μπεϊ – Μπίσκι. Όταν εκεί τα μποφώρ φτάσουν τα δέκα δεν γλιτώνει μήτε γλάρος. Βλέποντας από λεπτό σε λεπτό στους μανιασμένους αφρούς το θάνατο, έκανε το σταυρό του, θυμήθηκε τον άγιο και τον παρακάλεσε; «Σώσε με λυπήσου τη μάνα μου» φώναξε. «Και να σου ξαποστείλω λαμπάδα τρία μέτρα μαζί με δύο τενεκέδες αγουρόλαδο για τα καντήλια». Πως ακολούθησε το θαύμα, ακριβώς δεν γνωρίζω. Είπαν με ξαφνική παρουσία ελικόπτερου. Είπαν και για ξέβρασμα στην αμμουδιά. Πάντως όταν ύστερα από ένα χρόνο καλοκαίρι μετά τον δεκαπενταύγουστο κουβαλούσαμε με τη μητέρα μου οι δυό μας την τεράστια λαμπάδα και τους τενεκέδες (Ο Μεμάς ταξίδευε, βρισκόταν στον Αρχάγγελο, στην Ιαπωνία) κάποια νέα δαιμονισμένη με ξέπλεκα μαλλιά που την έσπρωχναν για τα Ομαλά φώναξε:
-Να η μητέρα του Έρτσου του βλάστημου ασυρματιστή που ήθελα να πνίξω στην Τζιμπεράλτα. Ενώ το είχα σίγουρο, αστόχησα. Την τελευταία στιγμή ο άτιμος αναζήτησε τον φίλο του ξυλοσταυρωμένου, τον Καψάλη. Αχ και μού γλύτωσε ο ερίφης. Τώρα κύτταξε εκεί η μάνα του και ο αδελφός του κουβαλάνε το λάδι. Χι, χι, χι!
(Σώτου Χονδρόπουλου, «Στυλοβάτες στο Ιόνιο. Γεράσιμος Νοταράς», Αθήνα 1983, σ. 82-84)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου