Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Το μεγάλο «ΟΧΙ» της Δασικής υπηρεσίας για την Τριχωνίδα

 on 20/03/2025

Με αφορμή την αρνητική γνωμοδότηση και των τριών αρμοδίων Δασικών υπηρεσιών της Αιτωλοακαρνανίας κατά του έργου αντλησιοταμίευσης «Τριχωνίδα Ι» και την καθοριστική συμβολή τους στον αγώνα της τοπικής κοινωνίας

H λίμνη Tριχωνίδα έχοντας επιφάνεια 98,6 τ.χλμ. είναι η μεγαλύτερη φυσική λίμνη της Ελλάδας. Προστατεύεται πολλαπλώς από την περιβαλλοντική νομοθεσία έχοντας χαρακτηρισθεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ) GR2310009 «Λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία», Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) GR2310013 «Λίμνη Λυσιμαχία», Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (ΣΠΠ-ΙΒΑ) GR091 «Λίμνες Τριχωνίδα – Λυσιμαχία», Καταφύγιο Άγριας Ζωής (ΚΑΖ) «Μέγας Λάκκος – Πύργος Δήμου Θέρμου» (ΦΕΚ Β’ 865/2000) και ως Βιότοπος Corine. Tα οικοσυστήματα της Τριχωνίδας τελούν σε διαρκή αλληλεπίδραση με τα γειτονικά οικοσυστήματα του Παναιτωλικού, του Aρακύνθου, των βουνών της Nαυπακτίας, των ποταμών Αχελώου και Διμήκου, του κάμπου Aγρινίου, της Mακρυνείας, των λιμνών Αμβρακίας και Λυσιμαχίας, του Αμβρακικού κόλπου και της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου (και οι δύο υγρότοποι Ραμσάρ), ούτως ώστε οποιαδήποτε μεταβολή ή περιβαλλοντική υποβάθμιση ή καταστροφή σε ορισμένο από τα οικοσυστήματα αυτά να επηρεάζει και τα υπόλοιπα.

Ειδικά οι λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία προστατεύονται ως ενιαίο οικοσύστημα με συνολική έκταση 142.798,00 τ.χλμ. Οι λίμνες διατηρούν σημαντικό ποσοστό της χλωρίδας και της πανίδας τους, τη φυσική ομορφιά και το μοναδικό τοπίο τους. Γύρω τους αναπτύσσονται εκτεταμένοι καλαμιώνες, οι οποίοι προσφέρουν πολύτιμο καταφύγιο στην άγρια πανίδα. Η περιοχή αποτελεί επίσης σημαντική περιοχή ανάπαυσης για μεταναστευτικά υδρόβια πτηνά. Στην εκπληκτική βιοποικιλότητα της περιοχής συγκαταλέγονται πολυάριθμα είδη φυκώνσπάνια ενδημικά (νανογωβιός, αθερίνα, αγριόγατα κ.ά.), απειλούμενα (Salvinia natans, Cladium mariscus, Φτέρη του νερού) και κρισίμως κινδυνεύοντα είδη (χαλκόκοτα κ.ά.) του «Κόκκινου Καταλόγου», της Σύμβασης CITES και του πδ/τος 67/1981 (σχετ. μελέτες Γ. Κεχαγιά, Λ. Τσούνη – Γρ. Τσούνη, Κ. Μπακολίτσα, Ανδρ. Ιωνά).

Σήμερα στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και των όμορων νομών προωθούνται συνολικά 31 έργα αντλησιοταμίευσης (https://geo.rae.gr/) ακόμα και σε φυσικές λίμνες και αυστηρά προστατευόμενα οικουστήματα και συγκεκριμένα: 2 αντλησιοταμιεύσεις στη λίμνη Τριχωνίδα, 4 αντλησιοταμιεύσεις στη λίμνη Αμβρακία, 9 αντλησιοταμιεύσεις στην τεχνητή λίμνη Καστρακίου -μαζί με 2 υπό κατασκευή, 10 αντλησιοταμιεύσεις στη τεχνητή λίμνη Κρεμαστών, 1 αντλησιοταμίευση στην τεχνητή λίμνη Ευήνου, 2 αντλησιοταμιεύσεις στην τεχνητή λίμνη Μόρνου Φωκίδας και 3 αντλησιοταμιεύσεις στην τεχνητή λίμνη Πουρναρίου Άρτης. Όπως όλα δείχνουν, κάθε φυσική λίμνη στη Δυτική Στερεά Ελλάδα είναι καταδικασμένη να μετατραπεί από προστατευόμενο οικοσύστημα σε εργοτάξιο και βιομηχανική ζώνη.

Ειδικά η αντλησιοταμίευση «Τριχωνίδα Ι» προωθείται προς αδειοδότηση κατά παράβαση της κείμενης εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς περιβαλλοντικής νομοθεσίας και σε περίπτωση υλοποίησής της θα επιφέρει καταστροφικές, μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο οικοσύστημα της λίμνης Τριχωνίδας, στο περιβάλλον της περιοχής, στους παρακείμενους οικισμούς, στην τοπική κοινωνία και οικονομία.


Πλημμέλειες και επιπτώσεις του έργου «Τριχωνίδα Ι»

Το έργο χρησιμοποιεί ολόκληρη τη φυσική λίμνη Τριχωνίδα ως «κάτω ταμιευτήρα» της εγκατάστασης καθιστώντας ένα πολύτιμο κοινόχρηστο περιβαλλοντικό αγαθό «εξάρτημα» ενός σύνθετου τεχνικού έργου παρ’ όλο που από την Τριχωνίδα υδρεύονται καθημερινά 15.000 άνθρωποι και εξαρτάται άμεσα το μέλλον της τοπικής κοινωνίας που στηρίζεται στην ήπια ανάπτυξη, σε παραδοσιακές μορφές απασχόλησης και τουρισμού και στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Με την παραχώρηση της λίμνης στον ιδιώτη επενδυτή μαζί με το πόσιμο καθαρό νερό της, πλήττεται ο χαρακτήρας της ως αυστηρά προστατευόμενου στοιχείου της φύσης και ως δημόσιου, κοινόχρηστου και αδιαπραγμάτευτου περιβαλλοντικού αγαθού.

Πέραν αυτών, το έργο προωθείται χωρίς να έχουν αποκλειστεί ή έστω αντιμετωπιστεί οι επιπτώσεις από την αυξημένη σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής και από τους κινδύνους βλάβης του περιβάλλοντος και της υγείας που θα προκαλεί μόνιμα η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από την εγκατάσταση πυλώνων υπερυψηλής τάσης στην παραλίμνια ζώνη. Εφ’ όσον όμως υπάρχει βάσιμος κίνδυνος και σοβαρό ενδεχόμενο πρόκλησης περιβαλλοντικής βλάβης ή άλλης καταστροφής ή σοβαρού ατυχήματος από το έργο σε περίπτωση σεισμικής δόνησης αλλά και λόγω της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που θα εκπέμπεται από τις εγκαταστάσεις του, θα πρέπει να εφαρμοστεί η «αρχή της προφύλαξης» που επιβάλλει τη ματαίωση του έργου στο σύνολό του και την αποχή από κάθε πράξη υλοποίησής του, λόγω της επιστημονικής αβεβαιότητας που υφίσταται όσον αφορά τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον, στην ασφάλεια και στην υγεία (σχετ. έκθεση Καθ. Αβρ. Ζεληλίδη).

Στο πλαίσιο του έργου δεν λαμβάνεται υπόψη ο ζωτικός ρόλος του νερού της λίμνης για τις τοπικές κοινωνίες που όχι μόνον αρδεύονται αλλά και υδρεύονται από αυτό καθώς πρόκειται για καθαρό, πόσιμο νερό εξ αιτίας πηγών που διαθέτει η λίμνη στον πυθμένα της που καθαρίζουν διαρκώς τα νερά της. Με την εκμετάλλευση του συνόλου της λίμνης από τον επενδυτή απειλείται άμεσα όχι μόνον η ποιότητα αλλά και η επάρκεια του νερού για τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών. Δεν λαμβάνονται επομένως υπόψη από το έργο η οδηγία 2020/2184/ΕΕ για την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, η οδηγία 2006/118/ΕΚ για την προστασία των υπόγειων υδάτων και το πδ/γμα 51/2007 για την ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των υδάτων. Και όλα αυτά ενώ ο ν. 3199/2003 ορίζει ότι «η χρήση του νερού για ύδρευση έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης χρήσης».

Αξιοσημείωτο είναι ότι η εταιρεία παραπλανητικά δηλώνει ότι το έργο θα προκαλέσει «μη αξιοσημείωτη ταπείνωση της στάθμης της λίμνης μόλις 0,05 μ.», ενώ η ΔΕΥΑ Αγρινίου διαβεβαιώνει με σχετικό έγγραφό της, ότι χωρίς καν να έχει ακόμα ξεκινήσει το έργο, η στάθμη του νερού πέφτει κάτω από το 1 μ. κάθε καλοκαίρι, οπότε αναγκάζεται να προβαίνει σε πρόσθετη επεξεργασία για να διασφαλίζει την καταλληλότητά του λόγω επαφής του αντλητικού συστήματος με τον πυθμένα της λίμνης. Γεννάται επομένως σοβαρός και άμεσος κίνδυνος η ανεπάρκεια πόσιμου νερού να γενικευτεί και να καταστεί μόνιμο πρόβλημα σε περίπτωση που ξεκινήσει να αντλεί νερό από τη λίμνη και ο φορέας του έργου (ΤΕΡΝΑ) (σχετ. μελέτη Μ. Οικονόμου – Μπουρνάζου).

Το έργο απαιτεί διάνοιξη ευρύτατης οδοποιίας, εγκατάσταση συνοδών έργων της αντλησιοταμίευσης και αποψιλώσεις δασών που θα αλλοιώσουν οριστικά το τοπίο της περιοχής, θα αφανίσουν τη βιοποικιλότητα και θα προκαλέσουν εκτεταμένη οικολογική βλάβη, αισθητική ρύπανση, μαρασμό, απώλεια ζωτικών πόρων, άνοδο της θερμοκρασίας και μεταβολή του μικροκλίματος. Η περιοχή θα μετατραπεί από φυσικός παράδεισος ηρεμίας και ομορφιάς με όλα τα στοιχεία της ελληνικής υπαίθρου, σε ένα δυστοπικό, αλλοτριωμένο, βιομηχανοποιημένο και θλιβερό περιβάλλον. Για τούτο, το υπό διαβούλευση έργο προσβάλλει βάναυσα το συνταγματικά κατοχυρωμένοαναφαίρετο δικαίωμα της απόλαυσης του συνόλου των περιβαλλοντικών αγαθών από κάθε άνθρωπο στη χώρα και συνιστά σοβαρό πλήγμα για τον ζωτικό χώρο του ατόμου που επιτρέπει την ελεύθερη, αβίαστη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του μέσα σε περιβάλλον υγιές, αρμονικό και οικολογικά αλώβητο και ισορροπημένο.

Το έργο «υπόσχεται» 70 θέσεις εργασίας για τους κατοίκους μετά την ολοκλήρωσή του, ωστόσο στα περισσότερα έργα ΑΠΕ οι εταιρείες – κολοσσοί έρχονται ήδη στελεχωμένες με δικό τους προσωπικό, οι δε πραγματικές προσλήψεις εξαντλούνται σε μονοψήφιο αριθμό φυλάκων εγκαταστάσεων και προσωπικού ασφαλείας. Το τίμημα όμως για την τοπική κοινωνία θα είναι τεράστιο και δυσανάλογα βαρύ σε σχέση με τα ανύπαρκτα αντισταθμιστικά οφέλη για μια τέτοια καταστροφή, που μοιάζουν με τα καθρεφτάκια που μοίραζαν οι αποικιοκράτες στους ιθαγενείς, αφού από την απώλεια παραδοσιακών μορφών απασχόλησης (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, οικοτουρισμό κ.ά.), την κατάληψη των τοπικών βοσκοτόπων και την ολοκληρωτική εκμετάλλευση από την εταιρεία του πλέον πολύτιμου φυσικού πόρου της περιοχής, δηλαδή της λίμνης, ο τοπικός πληθυσμός θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει έναν τρόπο ζωής που ακολούθησε επί αιώνες και αποξενωμένος από τη γη του να αναζητήσει εργασία και διαμονή σε άλλες περιοχές (σχετ. γνωμοδότηση Καθ. Ευ. Παυλή).

Η εν λόγω επένδυση αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της επίσημης πολιτικής για την υποκριτικά αποκαλούμενη «πράσινη ανάπτυξη», η οποία υπονομεύει συστηματικά το μέλλον της χώρας που μετατρέπεται ραγδαία σε απέραντο ενεργειακό βιομηχανοποιημένο τοπίο, παρόλο που ειδικά η Αιτωλοακαρνανία και η Στερεά Ελλάδα έχουν προ πολλού υπερκαλύψει τους ενεργειακούς στόχους του ΕΣΕΚ για συμμετοχή στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και στην πράσινη μετάβαση, θυσιάζοντας απαράμιλλα τοπία, υδάτινους πόρους και ακόμα και σπάνια είδη της άγριας πανίδας, της χλωρίδας και της ορνιθοπανίδας τους που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.

Το έργο χαρακτηρίζεται από άγνοια των σύγχρονων διεθνών και ευρωπαϊκών πρακτικών, αφού αντίκειται στην υιοθετούμενη από το υπό εκπόνηση νέο «Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των ΑΠΕ» σταδιακή αποχή από την αδειοδότηση νέων έργων ΑΠΕ σε ήδη κορεσμένες περιοχές, όπως η Αιτωλοακαρνανία. Επίσης αντίκειται στη «Νέα Στρατηγική της Ε.Ε. για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030» που προβλέπει την άρση εμποδίων και φραγμάτων σε ποτάμια και λοιπούς υδατικούς πόρους. Ήδη άλλωστε ξεκίνησε πρόσφατα η δημοσίευση στοιχείων σχετικών με περικοπές των ΑΠΕ από τον ΑΔΜΗΕ (https://www.admie.gr/systima/leitourgia/periorismoi-ape) που καταδεικνύει ότι δεν δικαιολογείται πλέον από καμία ανάγκη η περαιτέρω αδειοδότηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ (ΑΣΠΗΕ, φ/β πάρκων, αντλησιοταμιεύσεων κ.ά.) στη χώρα μας και μάλιστα, με ένα τόσο τρομακτικό περιβαλλοντικό κόστος, αφού η παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ δεν μπορεί καν να απορροφηθεί στο σύνολό της.

Το έργο αντιστρατεύεται και τις βασικές στοχεύσεις του «Επιχειρησιακού Προγράμματος Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδας 2020-2023» (ιδίως τους άξονες 3-4) που έδωσε έμφαση στην εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου διαχειριστικού σχεδίου προστασίας των λιμναίων οικοσυστημάτων και βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων με την ανάδειξη των λιμνών της περιοχής ως πυρήνων εναλλακτικού τουρισμού, την προώθηση της τοπικής παραγωγής και την προστασία του τοπίου. Παρομοίως το έργο αντίκειται στο εγκεκριμένο «Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας» (ΦΕΚ Δ’ 845/2020) που προβλέπει για τις αναξιοποίητες τουριστικά περιοχές της ορεινής και πεδινής ενδοχώρας, ανάμεσα στις οποίες και αυτές των Λιμνών της Αιτωλοακαρνανίας, ανάπτυξη ήπιων μορφών τουρισμού (άρθ. 10 § 3.4) και κατατάσσει τα τοπία της Λίμνης Τριχωνίδας και του Αρχαίου Θέρμου στα «Τοπία Εθνικής Αξίας», τονίζοντας ότι οποιοδήποτε έργο αξιοποίησης υδατικών πόρων -συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για την προστασία και αποκατάσταση του υδάτινου περιβάλλοντος- θα πρέπει να είναι συμβατό με τα εγκεκριμένα Σχέδια Διαχείρισης Υδατικών Πόρων Λεκανών Απορροής ή με τις δράσεις για τις προστατευόμενες περιοχές του Εθνικού Μητρώου προστατευόμενων περιοχών, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, κατ’ εφαρμογή του ν. 3199/2003 και του πδ/τος 51/2007» (άρθ. 16, 11.1), ενώ περιέχει προβλέψεις και για την προστασία του τοπίου κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δράσεών του (άρθ. 16, 15).

Το έργο «Τριχωνίδα Ι» φαίνεται να αγνοεί πλήρως και την «Ολοκληρωμένη Χωρική Επένδυση (ΟΧΕ) – “Διαδρομή Φύσης & Πολιτισμού Αιτωλοακαρνανίας”», την οποία έχει ήδη δρομολογήσει και εκπονεί η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με επίσημη παρουσίασή της που πραγματοποιήθηκε την 13/1/2025 στο Μεσολόγγι, στοχεύοντας στην ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Αιτωλοακαρνανίας, μέσα από ένα σύνολο έργων στρατηγικής σημασίας που αναμένεται να δώσουν νέα ώθηση στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών και πολιτιστικών πόρων της περιοχής, στόχοι που με βεβαιότητα θα πληγούν ανεπανόρθωτα από το εκπονούμενο έργο αντλησιοταμίευσης. Το προωθούμενο έργο έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με τα υιοθετούμενα Προγράμματα Τουριστικής Προβολής της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, ενώ και ο Αντιπεριφερειάρχης Βιώσιμης Ανάπτυξης, Ενέργειας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος κ. Στ. Μπλέτσας, ήδη κατά τη συνεδρίαση της 16/5/2024 της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής, με θέμα: «Επικαιροποίηση μελετών και του νομικού καθεστώτος που διέπει τις περιοχές Natura 2000 στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων και Δυτικής Ελλάδας», είχε υποστηρίξει την ανάγκη «να θωρακιστεί το φυσικό περιβάλλον της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας».

Αντ’ αυτών, η αντλησιοταμίευση στην Τριχωνίδα θα απαιτήσει σε μόνιμη βάση ακόμα και τη χρήση ουσιών της κλίμακας Seveso που θα αποτελούν μία «ωρολογιακή βόμβα» για το περιβάλλον της περιοχής με κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρών βιομηχανικών ατυχημάτων και πυρκαγιών ιδίως τους θερινούς μήνες, οπότε επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Στο έργο συντελούνται παραβιάσεις της νομοθεσίας για τη διαχείριση επικίνδυνων ουσιών, αφού δεν προσκομίζεται εκ των προτέρων σχετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή εγγυητική επιστολή του φορέα, ούτε ειδική μελέτη αποτροπής ατυχήματος Seveso II, η οποία καταρτίζεται υποχρεωτικά πριν την εγκατάσταση του έργου, σύμφωνα με όσα προβλέπουν η οδηγία 2012/18/EE (ΕΕ L 197/24.7.2012), το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4014/2011 και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2418-19/2022). Παραπλανητικά και αντιφατικά αναφέρεται στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) ότι δήθεν «το έργο δεν ενέχει κινδύνους πρόκλησης έκρηξης ή πυρκαγιάς, διότι δεν χρησιμοποιεί εύφλεκτα καύσιμα» (σελ. 176 της Μ.Π.Ε.), ενώ αντίθετα στη σελ. 158 αναφέρεται ότι η εγκατάσταση θα παράγει «επικίνδυνα και τοξικά απόβλητα» και θα χρησιμοποιεί «ορυκτέλαια, έλαια μηχανής, έλαια λίπανσης, άλλα έλαια (τα οποία δεν προσδιορίζονται!), πετρέλαιο καύσιμο, ντίζελ, βενζίνη…». Είναι ολέθριο μία κοινωνία που επί αιώνες στηρίχθηκε στην ήπια ανάπτυξη, να ενταχθεί στην κλίμακα Seveso μόνο και μόνο για να υλοποιήσει η εταιρεία την επένδυσή της καταστρέφοντας κάθε έννοια βιώσιμης επιχειρηματικής, τουριστικής και αγροτικής δραστηριότητας και καταδικάζοντας τις τοπικές κοινωνίες σε μαρασμό και σε μόνιμη οικολογική υποβάθμιση και απειλή.

Το έργο λανσάρεται από την εταιρεία ως δήθεν «μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος» χωρίς ωστόσο να συνυπολογίζεται στην υποτιθέμενη ωφέλειά του η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή, τη μεταφορά, την εγκατάσταση και απεγκατάσταση των επιμέρους υποδομών του, ενώ θεωρείται απολύτως ουτοπικό να μιλάμε και για «αποκατάσταση» του οικοσυστήματος μετά την πάροδο των 50 ετών της διάρκειας του έργου. Για τούτο, η επίμαχη αντλησιοταμίευση όχι μόνον δεν θα συμβάλει στην πράσινη μετάβαση, αλλά θα είναι και κατεξοχήν υπεύθυνη για την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την οικολογική καταστροφή της περιοχής. Αντιθέτως η ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούν τα έργα αντλησιοταμίευσης, επιτυγχάνεται μέσω της βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων και των δασών, σύμφωνα με τον Κανονισμό 2018/841/ΕΕ, τον οποίο το έργο αγνοεί πλήρως.

Η Ελλάδα καταδικάστηκε το 2020 από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαρκή παραβίαση της Οδηγίας για τους οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ) κατά την αδειοδότηση όλων των έργων σε προστατευόμενες περιοχές της επικράτειάς της, επειδή δεν έχει προηγηθεί καθορισμός των στόχων διατήρησής τους. Με μια πολυσέλιδη ωστόσο απόφαση (ΦΕΚ Β’ 1807/2023) το αρμόδιο υπουργείο επεχείρησε παραπλανητικά να πείσει ότι δήθεν εκπόνησε στόχους διατήρησης, μολονότι για τους προστατευόμενους τόπους και τα είδη, μεταξύ των οποίων και η λίμνη Τριχωνίδα, στους σχετικούς πίνακες αναφέρεται η ένδειξη «Ανεπαρκή δεδομένα», προφανώς επειδή ουδέποτε έγινε από την αρμόδια υπηρεσία σχετική έρευνα και μελέτη στο πεδίο, αλλά η απόφαση δημοσιεύτηκε εσπευσμένα με αποκλειστικό σκοπό όχι να προστατέψει -έστω και τόσο αργά- τους ελληνικούς οικοτόπους με τη βιοποικιλότητά τους, αλλά να φρενάρει το Ευρωδικαστήριο από την εκ νέου παραπομπή της χώρας ενώπιόν του και να καταστήσει εφικτή την αθρόα αδειοδότηση έργων ΑΠΕ στο μέλλον υπό το πρόσχημα της δήθεν ύπαρξης στόχων διατήρησης. Επομένως, ούτε τώρα μπορεί να θεωρηθεί ότι η χώρα μας διαθέτει στόχους διατήρησης των προστατευόμενων οικοτόπων της, γεγονός που εξακολουθεί να καθιστά μη νόμιμο κάθε έργο που χωροθετείται σε αυτούς, όπως εν προκειμένω στην Τριχωνίδα.

Το έργο «Τριχωνίδα Ι» γειτνιάζει με σειρά αρχαιολογικών χώρων της παραλίμνιας περιοχής. Ο πλησιέστερος αρχαιολογικός χώρος απέχει μόλις 0,5 km από τα όρια του ενδεικτικού χώρου απόθεσης, ενώ και ο δρόμος πρόσβασης προς το φρέαρ ανάπαλσης της εγκατάστασης βρίσκεται εντός αρχαιολογικού χώρου, γεγονός που η Μ.Π.Ε. του έργου βαφτίζει «βελτίωση υφισταμένης οδού» και το αντιπαρέρχεται πλήρως(!) σε μία άνευ προηγουμένου επίδειξη αδιαφορίας και απαξίωσης για την σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά του τόπου.

Πέραν αυτών, το έργο χωροθετείται σε θέσεις απ’ όπου διέρχονται ρέματα, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται, αν αυτά είναι οριοθετημένα ή όχι, λαμβανομένου υπόψη ότι επεμβάσεις σε ρέματα λαμβάνουν χώρα νομίμως μόνο μετά την οριοθέτηση της κοίτης τους και την κατάρτιση και έγκριση των απαιτούμενων εκ του νόμου μελετών, κατόπιν ειδικής και εμπεριστατωμένης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου. Αν και πολυσέλιδη η Μ.Π.Ε. του έργου ελάχιστα συμβάλλει στην ουσιαστική, επιστημονική του τεκμηρίωση, αναλισκόμενη στην κατά κόρον παράθεση στοιχείων και ενός τεράστιου όγκου γενικόλογων πληροφοριών, παραγνωρίζοντας ωστόσο ότι το βάρος της απόδειξης ότι το έργο δεν θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον το φέρει η ίδια και όχι το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των ΑΠΕ (2008), επομένως η παραπομπή στις ρυθμίσεις του δεν αρκεί για να θεραπεύσει τις πλημμέλειες και αοριστίες από τις οποίες πάσχουν τα κρίσιμα σημεία των συμπερασμάτων της.

Τις σοβαρές ελλείψεις και πλημμέλειες της Μ.Π.Ε. του έργου επέτεινε η έλλειψη σχεδόν όλων των κρίσιμων και ουσιωδών γνωμοδοτήσεων των αρμοδίων υπηρεσιών (κυρίως του ΟΦΥΠΕΚΑ και της αρχαιολογικής υπηρεσίας που δεν έχουν έως και σήμερα γνωμοδοτήσει καίτοι το έργο χωροθετείται εντός περιοχής Narura και σε γειτνίαση με αρχαιολογικούς χώρους) που καθ’ όλη τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης του έργου κατέστησαν ανέφικτη ή τουλάχιστον εξαιρετικά δυσχερή την αποτελεσματική συμμετοχή του πολίτη στη διαδικασία, προσβάλλοντας το δικαίωμά του στην περιβαλλοντική πληροφόρηση που καθιερώθηκε από τις αρχές και τις διακηρύξεις της Σύμβασης του Aarhus (ν. 3422/2005), αφού χωρίς τις βασικές γνωμοδοτήσεις των ως άνω υπηρεσιών το κοινό στερήθηκε της ειδικής γνώσης σχετικά με το έργο, με αποτέλεσμα να αποθαρρυνθεί και να εμποδιστεί στη συμμετοχή του στη διαβούλευση (ήτοι σε δικαίωμα που του αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα και τον νόμο).

Η απουσία γνωμοδοτήσεων των ως άνω υπηρεσιών κατέστησε σε μεγάλο βαθμό ανέφικτη τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από τον πολίτη που συμμετείχε στη διαβούλευση του έργου σχετικά με το είδος των επεμβάσεων που επιτρέπονται στις εκτάσεις αυτές, τον βαθμό, το εύρος και το καθεστώς της προστασίας που απολαμβάνουν κ.λπ. Αναγκάστηκε έτσι ο πολίτης, προκειμένου να συντάξει κάποια αξιόπιστα σχόλια, να επιτελέσει ο ίδιος το έργο των αρμοδίων υπηρεσιών, ήτοι να συλλέξει ο ίδιος τις αναγκαίες πληροφορίες για τον χαρακτήρα των εκτάσεων όπου χωροθετείται το έργο, καίτοι στερείται της ειδικευμένης επιστημονικής γνώσης, να καταβάλει προσωπικό κόπο για έρευνα στο διαδίκτυο και σε δημόσιες υπηρεσίες απευθυνόμενος ενδεχομένως ακόμα και σε ειδικούς επιστήμονες (περιβαλλοντολόγους, δασολόγους, χημικούς, τοπογράφους, μηχανικούς, βιολόγους, γεωλόγους κ.λπ.), προκειμένου να συντάξουν για εκείνον μελέτες και εκθέσεις για τη μορφή και το καθεστώς προστασίας των οικείων εκτάσεων, δηλαδή να προβεί σε μια σειρά από εργώδεις και οικονομικά δαπανηρές ενέργειες, τις οποίες θα είχε μετά βεβαιότητας αποφύγει, αν οι αρμόδιες διοικητικές αρχές αναρτούσαν έγκαιρα στη δημόσια διαβούλευση του έργου τις γνωμοδοτήσεις τους, απ’ όπου ο πολίτης θα αντλούσε άμεσα και ανέξοδα τις πληροφορίες που με πολύ κόπο, έξοδα και αβέβαια αποτελέσματα αναγκάστηκε να συλλέξει ο ίδιος.

Το «ΟΧΙ» των Δασικών υπηρεσιών

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε…» Κ. Καβάφης, 1899

Απέναντι σε όλες αυτές τις ελλείψεις και πλημέλλειες της διαδικασίας διαβούλευσης και αδειοδότησης του έργου «Τριχωνίδα Ι» η σθεναρή αντίδραση της «Συνεργασίας Συλλόγων και Φορέων» της περιοχής εκφράστηκε ήδη στη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης επί της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) του έργου, όπου κατέθεσαν Δελτίο Δ11 με αναλυτικές, νομικά και επιστημονικά εμπεριστατωμένες αντιρρήσεις τους για το έργο, υπογεγραμμένο από 2.605 φυσικά πρόσωπα και συλλόγους κυρίως της περιοχής της Τριχωνίδας -αριθμό ρεκόρ για ανάλογες διαδικασίες(!). Κατά του έργου γνωμοδότησαν και οι δύο ενδιαφερόμενοι Δήμοι: Θέρμου και Αγρινίου καθώς και η Δ/νση Αγροτικής Οικον. & Κτηνιατρικής Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας.

Ήδη δε η «Συνεργασία Συλλόγων και Φορέων» υπέβαλε Κοινοβουλευτική Ερώτηση και αναλυτική έγγραφη Αναφορά στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με συστηματικές παραβιάσεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συντελούνται στο πλαίσιο του έργου «Τριχωνίδα Ι» από την αδειοδότησή του έως και σήμερα από την Ρ.Α.Ε. και την έγκρισή του από τη Δ/νση Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Κλιματικής Αλλαγής της Γενικής Δ/νσης Αγροτικής Ανάπτυξης του ΥΠΑΑΤ και τη Δ/νση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙΠΑ) του ΥΠΕΝ, που θεώρησε τον φάκελο του έργου πλήρη και επαρκή παρά τις ως άνω σοβαρές ανεπάρκειες της Μ.Π.Ε. και τις εν γένει ελλείψεις και πλημμέλειές του.

Ξεχωριστή αναφορά οφείλεται στην καθοριστική και εμφατική αντίδραση στην προωθούμενη αντλησιοταμίευση στη φυσική λίμνη Τριχωνίδα σύσσωμων των δασικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για την περιοχή του έργου και της Αιτωλοακαρνανίας, οι οποίες ήδη γνωμοδότησαν ΑΡΝΗΤΙΚΑ στο σύνολό τους για το έργο, δίνοντας στη δημοσιότητα γνωμοδοτήσεις τεκμηριωμένες με πολύ σημαντικά επιχειρήματα, που διαφωτίζουν τον πολίτη και συμβάλλουν ξεχωριστά στον αγώνα των τοπικών κοινοτήτων και συλλόγων για τη διατήρηση της λίμνης και της ευρύτερης περιοχής ανέπαφης από την ισοπεδωτική υλοποίηση του έργου.

Τιμώντας τον σπουδαίο ρόλο τους για την προάσπιση και την προστασία των δασών μας και του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο το Δασαρχείο Αγρινίου δια της Δασάρχη κας Αλεξάνδρας Πολίτη (γνωμ. 65747/18.2.2025) και η Διεύθυνση Δασών Αιτωλοακαρνανίας δια της Διευθύντριας Δασών κας Αναστασίας Λεπίδη (γνωμ. 71814/21.2.2025), όσο και η Επιθεώρηση Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Πελοποννήσου, Δυτ. Ελλάδας και Ιονίου δια του Δ/ντή Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών κ. Αλέξανδρου Τοκατλίδη (γνωμ. 73899/24.2.2025), γνωμοδότησαν αρνητικά για το έργο της αντλησιοταμίευσης στη λίμνη Τριχωνίδα με ένα αξιοσημείωτο σκεπτικό που μεταξύ άλλων τονίζει ότι:

«Το υπό μελέτη έργο αντλησιοταμίευσης προβλέπεται να χρησιμοποιήσει ως κάτω ταμιευτήρα την υφιστάμενη φυσική λίμνη Τριχωνίδας … Η εκτιμώμενη επιφάνεια της προσωρινής και μόνιμης κατάληψης του έργου σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις ανέρχεται σε 480 στρ. …. Στην περιοχή αρμοδιότητάς μας ήδη υφίστανται τρεις τεχνητές λίμνες (Στράτου, Καστρακίου, Κρεμαστών) κατά μήκος του Ποταμού Αχελώου, για την παραγωγή Υδροηλεκτρικής Ενέργειας. Το προτεινόμενο έργο δεν είναι αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού και χωροθέτησης των έργων ΑΠΕ. Η κατασκευή της προτεινόμενης αντλησοταμίευσης απαιτεί την επέμβαση σε δάση και δασικές εκτάσεις που διέπονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και από το ανωτέρω αναφερόμενο προστατευτικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα τη σοβαρή αλλοίωση – υποβάθμιση του περιβάλλοντος της περιοχής» … «Πιστεύουμε ότι το περιβαλλοντικό κόστος του υπό κατασκευή έργου είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα αναμενόμενα οφέλη, καθώς επιφέρει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην περιοχή» … «Σύμφωνα με τα ανωτέρω και έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος (Προστασία του περιβάλλοντος) γνωμοδοτούμε αρνητικά για την κατασκευή του έργου…».

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι κύριες εγκαταστάσεις του έργου χωροθετούνται εντός δασών της περιοχής, οι ως άνω αρνητικές γνωμοδοτήσεις των τριών αρμοδίων δασικών υπηρεσιών έχουν χαρακτήρα δεσμευτικής και ουσιώδους γνώμης για τα δάση που αφορούν, η οποία επιφέρει τη ματαίωση του έργου και την απόρριψή του στο σύνολό του κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β’ υποπερ. δδ’ ν. 4014/2011 (ΦΕΚ Α’ 209/21.9.2011), σύμφωνα με τις οποίες: «Ως ουσιώδεις, στο πλαίσιο της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου ή μιας δραστηριότητας, θεωρούνται οι γνωμοδοτήσεις των δημόσιων φορέων, το αντικείμενο της αρμοδιότητας των οποίων συνδέεται άμεσα με τα χαρακτηριστικά του αιτούμενου έργου και τις τυχόν επιπτώσεις αυτού στο περιβάλλον».

Καθίσταται επομένως πέραν πάσης αμφιβολίας σαφής η δυναμική επίδραση των εν λόγω αρνητικών γνωμοδοτήσεων όλων των αρμόδιων Δασικών υπηρεσιών της Αιτωλοακαρνανίας στην αποτροπή της καταστροφής της Τριχωνίδας, για τις οποίες η τοπική κοινωνία δικαίως αισθάνεται υπερηφάνεια, δικαίωση και βαθιά ευγνωμοσύνη.

Σήμερα επομένως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Δασική υπηρεσία, παρά την τρομακτική υποστελέχωσή της, την απώλεια ζωτικής αρμοδιότητας και την ένδειά της σε υποδομές και εξοπλισμό, παραμένει περισσότερο από ποτέ παρούσα, στο ύψος των περιστάσεων και αντάξια του σπουδαίου καθήκοντος που της έχει εμπιστευτεί ο νομοθέτης και το Σύνταγμα για την ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία των δασών μας!

Κυρίως όμως μέσα από την στάση της αυτή στο εξεταζόμενο έργο, η Δασική υπηρεσία, με τους άξιους επιστήμονες λειτουργούς της, απέδειξε ότι μπορεί και ξέρει πολύ καλά να αφουγκράζεται τον άνθρωπο της υπαίθρου με όλες τις αγωνίες και τα προβλήματά του και να στέκεται με θάρρος και λόγο ελεύθερο απέναντι στους χαλεπούς για την ελληνική φύση καιρούς μας, στο πλάι κάθε ανθρώπου που δίνει μόνος του, με ένα τρομακτικό προσωπικό και οικονομικό κόστος, τον μεγάλο αγώνα της εποχής μας ενάντια στα θηρία της ενέργειας και της αλαζονικής διακυβέρνησης.

Με ειλικρινή ευγνωμοσύνη,

Η πληρεξουσία δικηγόρος 32 Συλλόγων = 2.605 κατοίκων, φίλων και φορέων της αγαπημένης γης της Τριχωνίδας
Σοφία Ε. Παυλάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: