Τό περιεχόμενο
καί
οἱ βασικές τους
ἰδέες
Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Ἡ διάθεσή μας νά μελετοῦν οἱ χριστιανοί πού ἐπιθυμοῦν ἀλλά δέν διαθέτουν ἐλεύθερο χρόνο, τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς ὁδήγησε στήν συγγραφική αὐτή προσπάθεια. Θέλουμε, ἔστω μέσα ἀπό τόν ὑπολογιστή του, ὅποιος τό ἐπιθυμεῖ νά μπορεῖ νά προσεγγίζει τήν ἱστορία τῶν ἱερῶν κειμένων ἀλλά καί αὐτούσιες περικοπές τῆς Βίβλου. Θά τό προσπαθήσουμε, ἄν καί πιστεύουμε ὅτι δέν εἶναι μόνο ὁ χρόνος περιορισμένος στήν σύγχρον η ἐποχή μας ἀλλά κυρίως ἡ ἀγαθή διάθεση τῶν πολλῶν. Μακάρι τά ὅσα θά ἀναγράφονται νά ὁδηγήσουν στήν μελέτη τοῦ πρωτοτύπου κειμένου. Μακάρι ὁ ἀναγνώστης νά θελχθεῖ καί νά θελήσει νά ἀνατρέξει στά κείμενα αὐτά, τά ὁποῖα σεβάστηκαν οἱ αἰῶνες. Μέ τήν ἐλπίδα αὐτή ξεκινοῦμε τό ἐγχείρημά μας. Πρίν ὅμως προχωρήσουμε στήν παρουσίαση τοῦ καθενός βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεχωριστά (συνολικά εἶναι 49 βιβλία) εἶναι ἀπαραίτητο νά σημειωθοῦν ξεχωριστά μερικά εἰσαγωγικά στοιχεῖα.
Τό πρῶτο ἀπό τά σημεῖα αὐτά εἶναι νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα θεόπνευστο βιβλίο. Ἔχει δηλαδή γραφεῖ ἀπό τούς βιβλικούς συγγραφεῖς μέ τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἀναγκαίων γνώσεων πού ἀφοροῦν στή γλῶσσα, στή ἱστορία, στήν ἀρχαιολογία καί ἄλλες ἐπιστήμες, οἱ ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχουν, ὅπως καί οἱ συγγραφεῖς, τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μέ βεβαιότητα γνωρίζουμε ὅτι τέτοιοι φωτισμένοι ἄνθρωποι εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.[1] Ὡστόσο, γιά μιά πλήρη μελέτη τῶν θέματων πού ἄπτονται τῆς Βίβλου χρήσιμο εἶναι νά γνωρίζουμε καί τί λένε οἱ ξένοι ἑρμηνευτές γιά τά θέματα πού ἀσχολούμαστε. Αὐτό θά μᾶς βοηθήσει ἀφενός νά ἑδραιώνουμε μέσα ἀπό τήν μελέτη τήν Πίστη μας καί ἀφετέρου νά εἴμαστε ἱκανοί νά ἀπαντοῦμε στά ἐπιχειρήματα ὅσων ἀμφισβητοῦν τίς Ἀποκεκαλυμμένες Ἀλήθειες. Ἡ προσπάθειά μας, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, θά περιέχει θέματα πού ἀφοροῦν στόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, τόν τόπο καί χρόνο πού γράφτηκε, τόν λόγο πού συντάχθηκε καί φυσικά τό περιεχόμενό του καί τίς βασικές ἰδέες πού ἀπαντοῦν σέ αὐτό. Ὅταν εἶναι δυνατόν θά δίδονται μερικές συγκεκριμμένες λέξεις, φράσεις ἤ περικοπές, ὅπως ἀκριβῶς βρίσκονται στό πρωτότυπο κειμένο, λαμβάνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό μιά «γεύση» τῶν γραφομένων τοῦ συγγραφέως. Παρακαλοῦμε τούς ἀναγνῶστες νά παρακολουθοῦν τήν σειρά αὐτήν τήν ἐργασίας μας καί ἄν τό ἐπιθυμοῦν νά ἐκφέρουν καί τίς κριτικές τους προτάσεις.
Ἄς ξεκινήσουμε τά βιβλία κατά τήν σειρά πού ἀπαντοῦν στήν Παλαιά Διαθήκη. Τό πρῶτο βιβλίο εἶναι ἡ Γένεση.
Ὡς πρός τήν ὀνομασία του. Στήν ἑβραϊκή Βίβλο τό βιβλίο ὀνομάζεται «στήν ἀρχή» κατά ἀρχαία συνήθεια τῶν λαῶν τῆς περιοχῆς ὅπου τά βιβλία λαμβάνουν τόν ὄνομά τους ἀπό τά ἀρχικά γράμματα τοῦ κειμένου τους. Τό βιβλίο αὐτό ξεκινᾶ μέ τήν λέξη «μπερεσίθ» πού ἀποδίδεται μέ τήν ἔκφραση «στήν ἀρχή». Ἡ ἑλληνική μετάφραση τῶν Ἐβδομήκοντα (συμβολίζεται μέ τό Ο´) τό ἀποδίδει μέ τό ὄνομα Γένεσις, διότι μέσα στό πρῶτο αὐτό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται ἡ γένεση, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό. Γενικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά 50 κεφάλαια τῆς Γένεσης διαιροῦνται σέ δύο τμήματα πού ἀντιστοιχοῦν στά κεφ. 1-11 καί 12-50.
Τί περιλαμβάνει τό κάθε τμῆμα ἀπό αὐτά;
Τά κεφ. 1-11 ἀναφέρονται στήν δημιουργία τοῦ κόσμου. Λέει μέ σαφήνεια τό κείμενο ὅτι δημιουργός «τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς», δηλαδή ὅλου τοῦ σύμπαντος εἶναι ὁ Θεός. Ἀπαντᾶ λοιπόν στό γνωστό ἐρώτημα, ποιός δημιούργησε τόν κόσμο. Γίνεται ἐπίσης ἀντιληπτό ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο «ἐκ τοῦ μηδενός», ἤ καλύτερα, «ἐκ τοῦ μή ὄντος».[2] Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη, ὅπως ἀπό κάποιους ὑποστηρίζεται.[3] Ἡ δημιουργία, γιά νά γίνει κατανοητή στούς ἀνθρώπους δίδεται μέ ἀνθρωπομορφισμούς. Πράγματι, ὁ συνθέτης τοῦ βιβλίου, ὁ Μωϋσῆς,[4] χρησιμοποίησε διηγήσεις πού προϋπῆρχαν πρίν ἀπό αὐτόν, ὡς προφορικές καί ἀργότερα γραπτές παραδόσεις.[5] Ἔτσι διαβάζουμε γιά τόν Θεό, ὅτι ἔπλασε τόν ἄνθρωπο[6] ὅτι περπατᾶ στό κῆπο τῆς Ἐδέμ τό δειλινό συναναστρεφόμενος τόν Ἀδάμ[7] ἐνῶ ὁ Θεός ἦταν ἀσώματος.[8]Στήν ἴδια λογική βρίσκεται καί ἡ ἰδέα τῆς δημιουργίας σέ ἕξι ἡμέρες.[9] Ὁ Θεός ὅμως γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἄχρονος καί ἀσφαλῶς δέν κουράζεται καί ἔτσι ὡς παντοδύναμος δέν εἶχε ἀνάγκη χρονικοῦ διαστήματος γιά ἀνάπαυση τήν ἔβδομη ἡμέρα. Ἡ ἀνάπαυσή του αὐτή ἤθελε νά τονίσει καί νά προτρέψει στήν ἀργία τοῦ Σαββάτου.[10] Στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου, γιά τό ὁποῖο μιλοῦμε (κεφ.1-11), γίνεται ἡ ἀναφορά στήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ὡς κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Στήν συνέχεια ἀναφέρεται στήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀποτέλεσμα τήν πτώση, πού δέν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό τήν προσπάθεια αὐτοθέωσης τοῦ ἀνθρώπου παραγκωνίζοντας τόν Θεό. Δύο χωρία πρέπει ὁπωσδήποτε νά θυμόμαστε στήν Γένεση, τό Γεν.3,6 πού μιλᾶ γιά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί τό Γεν. 3,15 πού ὁ Θεός προφητεύει τήν συντριβή τοῦ διαβόλου ἀπό τόν Χριστό. Στό πρῶτο αὐτό τμῆμα τοῦ βιβλίου γίνεται ἀναφορά στόν Ἰσραήλ, ὡς λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως στό πέρασμα τῶν ἐτῶν θά ἀποδειχθεῖ «λίγος καί μικρός» γιά νά ἀνταπεξέλθει στίς θεϊκές προσδοκίες. Ἀκόμα ἀναφέρονται ὁ Κατακλυσμός (Γεν. 7,6-24)[11] καί ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ (Γεν. 11,1-9). Ὁ δεύτερος ὡς σημεῖο διάσπασης τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.[12]
Παραθέτουμε ττίς δύο σημαντικότερες περικοπές τῶν κεφ.1-11.
Γεν. 3,6 «καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον»
Γεν. 3,15 «καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν»
Στό δεύτερο τμῆμα τῆς Γένεσης (κεφ.12-50) γίνεται ἀναφορά στήν ἱστορία τῶν πατριαρχῶν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδή στούς Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἰωσήφ κτλ. Ὁ Θεός ἐπιλέγοντας τόν Ἀβραάμ κάνει μιά καινούργια ἀρχή μέ τούς ἀνθρώπους δεικνύοντας ὅτι νοιάζεται γιά τούς ἀνθρώπους καί γιά τόν λόγο αὐτό συνεχῶς δρᾶ μέσα στήν ἱστορία. Μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν πατριαρχῶν προσφέρονται σπουδαῖα παραδείγματα προσώπων πού ἀγάπησαν καί λάτρεψαν τόν Θεό μέ καθαρότητα ψυχῆς.
Κλείνοντας νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό σημαντικότερο στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι, ἐκτός τῆς ἀνάγνωσής της, ἡ ὁρθή ἑρμηνεία της. Ἄς ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι πολλοί αἱρετικοί χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο κείμενο μέ ἐμᾶς ἀλλά τό παρερμηνεύουν. Προσοχή χρειάζεται καί σέ κάποιες ἱστοσελίδες τοῦ διαδικτύου, διότι ὑπηρετοῦν σκοπούς τέτοιων αἱρετικῶν ὁμάδων.
[1] Φούντα Ἱερεμίου, μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ΓΕΝΕΣΙΣ Ἑρμηνεία Ἁγίας Γραφῆς, ἐκδ. Ἱερά Μητρόπολη Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Ἰανουάριος 2014, σελ. 29.
[2] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 98.
[3] Σκουτέρη Β. Κωνσταντίνου, Ἱστορία Δογμάτων τ. 1ος,Ἀθήνα 1998, σελ. 370.
[4] Παπαδόπουλου Μ. Νικολάου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἐκδ. Ἔννοια Ἀθήνα 2008, σελ. 74.
[5] αὐτόθι.
[6] Γεν. 2,7.
[7] Τό ὄνομα «Ἀδάμ» στήν ἑβραϊκή γλῶσσα σημαίνει «χωματένιος» καί προέρχεται ἀπό τό «ἀνταμά» δλδ. γῆ, χῶμα .
[8] Γεν. 3,8.
[9] Γεν. 1,1-31.
[10] Γεν. 2,2 καί πρβλ. Ἐξ. 20,8.
[11] «Οἱ ἀρχαιολογικές ἔρευνες ἔχουν ἀνακαλύψει ὅτι, πραγματικά, ἕνας μεγάλος κατακλυσμός συνέβη στήν Μεσοποταμία περί τό 4.000 π.Χ.». Φούντα Ἱερεμίου ἀρχιμ., (νῦν μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως), Ἡ Παλαιά Διαθήκη-Περιεχόμενο καί Θεολογία της, Ἀθήνα 20053, σελ. 79.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου