Καθώς η περίοδος
τού Τριωδίου έχει ξεκινήσει και προχωράμε στήν ανατολή τής Αγίας και Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία φροντίζει να μας εισάγει σταδιακά στο κλίμα και τό
πνεύμα τού αγώνα και τής κατά Χριστόν προσπάθειας. Δεν αποκόπτει μόνο τό κρέας
από το καθημερινό διαιτολόγιο, ως πρώτο βήμα προς τήν αυστηρή νηστεία. Συνάμα προτρέπει,
παροτρύνει, αλλά και διευκρινίζει. Δεν υποχρεώνει, δεν επιβάλλει, δεν ασκεί
πειθαναγκασμό. Στην πιο ιερή περίοδο τού εκκλησιαστικού χρόνου, κυρίαρχη
αναδεικνύεται η ανθρώπινη ελευθερία και η πρόκληση τής ορθής διαχείρισής της.
Ξεκαθαρίζει
από τήν αρχή ο απόστολος Παύλος, «βρώμα ημάς ου παρίστησι τώ Θεώ, ούτε γαρ εάν
φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα». Δεν είναι το φαγητό που
μας παρουσιάζει ευάρεστους στα μάτια τού Θεού, γιατί ούτε αν φάμε κερδίζουμε σε
αρετή, ούτε εάν δεν φάμε υστερούμε σε κάτι. Τότε, γιατί η νηστεία έχει τόσο μεγάλη
σημασία για τήν Εκκλησία μας; Γιατί επιμένει η Εκκλησία σε μεγάλες περιόδους νηστείας
μέσα στό έτος και γιατί την συνιστά ως καθαρτικό παθών; Εξηγεί ο Απόστολος
προειδοποιώντας, «βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοίς
ασθενούσιν». Προσέξτε, μήπως αυτό το δικαίωμα που έχετε να τρώτε ή να μην τρώτε
ελεύθερα, γίνει εμπόδιο στούς ασθενέστερους αδελφούς σας, οι οποίοι παρατηρούν
και σκανδαλίζονται μην μπορώντας να εξηγήσουν τήν συμπεριφορά σας. Το πρόβλημα
επομένως, δεν είναι το φαγητό, αλλά ο εκούσιος περιορισμός τού ανθρώπου προκειμένου
να κερδίσει ο αδελφός του.
Εξαρχής η
Εκκλησία μας έτσι κατανόησε τήν νηστεία. Ως αφορμή να κερδίσει ο άλλος, ο πλησίον.
Έκοβαν οι χριστιανοί από το φαγητό τους για να τούς μείνουν χρήματα για
φιλανθρωπία. Έμεναν νηστικοί για να χορτάσουν οι άλλοι! Ήταν και είναι υψηλότατος
λόγος για άσκηση και ελεημοσύνη. Αλλά, συνάμα παρείχαν εαυτούς ως υποδείγματα προς
τούς ασθενεστέρους, κυρίως διότι αρνούνταν να συμπεριφερθούν όπως όλοι οι άλλοι,
όπως «κάνει όλος ο κόσμος». Διαφοροποιούνταν έτσι, όχι στα πλαίσια κάποιου αυτοθαυμασμού
ή κρυφού φαρισαϊκού εγωισμού, αλλά επειδή έπρεπε να κάνουν την διαφορά, να γίνουν
το αλάτι στήν ανθρωπότητα, που θα νοστιμίσει τήν ζωή, αλλά και θα προστατεύσει
από την σήψη.
Στην εποχή μας
κυριαρχεί ο λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Διεκδικήσεις, προσπάθειες, αγώνες,
όλα γίνονται με σημαία τήν διεκδίκηση τών δικαιωμάτων μας. Και ως ένα σημείο,
καλώς και δικαίως! Πότε έγινε αγώνας για τα δικαιώματα τού άλλου; Πότε, χωρίς
υστεροβουλία και κρυφές σκέψεις, προτάχθηκαν στήθη χάρη τών αδυνάμων, τών πλησίον,
τών αδελφών; Μόνο μετά τήν επικράτηση τού Χριστιανισμού και υπό τήν επιρροή που
άσκησε το φρόνημα τής αγάπης, πείσθηκε ο άνθρωπος να ζητεί «ου μόνον τα εαυτού,
αλλά το τού ετέρου έκαστος». Αλλά και η νομοθεσία, κυρίως τής Ορθόδοξης
πατρίδας μας Ελλάδας, επηρεασμένη από τήν διάθεση αυτή υπέρ τού άλλου, πριν
απονείμει και κατοχυρώσει τό όποιο δικαίωμα, θεσπίζει τήν απαγόρευση τής
καταχρηστικής άσκησής του. Δηλαδή, απαγορεύει την άσκηση τών ατομικών δικαιωμάτων,
και μάλιστα με το άρθρο 25 τού υπέρτατου κρατικού νόμου, τού Συντάγματος, εφόσον
αυτά ασκούνται σε βάρος της κοινωνίας. Αλλά και με τον θεμελιώδη νόμο τών
ιδιωτικών σχέσεων, τον Αστικό Κώδικα (στό άρθρο 281), προβλέπει περιορισμό τών
δικαιωμάτων τού ατόμου, όταν η άσκησή τους υπερβαίνει τα όρια τής καλής πίστης,
τών χρηστών ηθών και τού κοινωνικού και οικονομικού σκοπού τού δικαιώματος,
ορολογία που ευθέως παραπέμπει στήν χριστιανική ηθική και την διαχρονική επίδρασή
της στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Όμως, ο τρόπος
αυτός τής δράσης τού νόμου είναι τελείως διαφορετικός από τήν ποιμαντική
μεθοδολογία τής Εκκλησίας μας. Ο νόμος υποχρεώνει, επιβάλλεται και τιμωρεί. Η Εκκλησία
παρακαλεί, προτρέπει και παιδαγωγεί. Διδάσκει ότι «δικαίω νόμος ου κείται», όχι
για να πολεμήσει τον νόμο, αλλά για να δείξει ότι ο άνθρωπος τού Θεού δεν χρειάζεται
τον ανθρώπινο νόμο για να κάνει αυτό που πρέπει. Αυθόρμητα και απλά ενεργεί ως
ελεύθερο όν με μόνο του περιορισμό τήν αγάπη. «Αγάπα και κάνε ό,τι θές», θα πεί
σε μια φραστική υπερβολή ο ιερός Αυγουστίνος, για να δηλώσει εμφατικά το πόσο
τελειοποιεί τον άνθρωπο η αγάπη όταν κυριαρχήσει στό είναι του, γιατί αποκλείεται
να τον οδηγήσει σε λάθη ή παρεκτροπές.
Αδελφοί μου,
το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα παίρνοντας αφορμή από το δικαίωμα τού ανθρώπου
στην τροφή και τήν επιλογή της, έρχεται να θέσει το ζήτημα τής διάκρισης. Ο άνθρωπος
είναι ελεύθερος να κάνει πολλά. Επίσης, πολλές φορές αποκτά την δυνατότητα να κάνει
ακόμη και όσα δεν πρέπει και δεν τον τιμούν. Τί επιλέγει; Ή καλύτερα, πώς επιλέγει;
Το κριτήριο στήν επιλογή είναι η αγάπη τού αδελφού. Κάνω αυτό που θα στενοχωρήσει,
σκανδαλίσει, προβληματίσει λιγότερο έως καθόλου τον αδελφό μου. Και επιλέγω κυρίως
αυτό που θα τον ωφελήσει, διδάξει, παραδειγματίσει περισσότερο, ακόμη κι όταν
δεν είναι ώριμος να το καταλάβει. Θα δώσει ο Θεός και θα έλθει η ώρα που θα το
νιώσει και θα το αναγνωρίσει. Αρκεί ο δικός μου τρόπος υπάρξεως να μην είναι
εγωιστικός αλλά αγαπητικός, όχι διεκδικητικός αλλά ευεργετικός, καθόλου
ωφελιμιστικός αλλά ωφέλιμος. Με έναν λόγο, όπως τον υπαγορεύει η αγάπη τού Θεού
στην συνείδησή μου.
Αρχιμ. Ι.Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου