Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας κοινός άνθρωπος, ο οποίος εργάζονταν ως θυρωρός σε ένα πορνείο. Δεν υπήρχε σε όλο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά απ΄αυτή του θυρωρού σε πορνείο. Όμως, τι άλλο να έκανε ο άνθρωπος;
Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σε εκείνη τη θέση, επειδή ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν απ’ αυτόν, και πιο πριν ο πατέρας του πατέρα του. Για δεκαετίες το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά και το ίδιο γίνονταν και με το θυρωρείο.
Μια μέρα, πέθανε ο γέρο ιδιοκτήτης και ένας νέος με επιχειρηματικό πνεύμα ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση. Ανακαίνισε τα δωμάτια και κάλεσε το προσωπικό για να δώσει νέες οδηγίες. Στο θυρωρό είπε:
«Από σήμερα, πέρα από τη φύλαξη, θέλω και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις το σύνολο των ανθρώπων που μπαίνουν καθημερινά, όσο και τις ηλικίες και το επάγγελμά τους. Θα ρωτάς, επίσης, πως εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση».
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. «Θα χαιρόμουν να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, όμως…εγώ… δε ξέρω να γράφω και να διαβάζω».
« Α, πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δε μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε και μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γι’ αυτό…»
« Μα κύριε, δε μπορείτε να με απολύσετε! Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως και ο πατέρας μου και ο παππούς μου…..»
Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει. «Λυπάμαι. Σου εύχομαι καλή τύχη».
Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση.
Θυμήθηκε ότι στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι, τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση μ’ ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλεία. Μόνο που στο σπίτι του δεν είχε κανένα εργαλείο. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γι’ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης που είχε πάρει. Γυρίζοντας σπίτι, αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δύο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό και να αγοράσει τα εργαλεία. Και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι…
Όταν γύρισε, με το που μπήκε στο σπίτι, δέχτηκε μια επίσκεψη. Ήταν ο γείτονας του. «Μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί»; « Έχω! Μόλις το αγόρασα, μα το χρειάζομαι για να δουλέψω. Ξέρεις… έμεινα χωρίς δουλεία και….»
«Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο το πρωί.»
«Εντάξει». Την επόμενη μέρα ο γείτονας ξανακτύπησε την πόρτα του και του είπε: «Χρειάζομαι ακόμα το σφυρί! Μου το πουλάς;»
« Όχι! Το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου, το σιδηροπωλείο απέχει δύο μέρες με το μουλάρι».
«Σου πληρώνω τις δύο μέρες πήγαινε- έλα συν το κόστος του σφυριού. Εξάλλου, άνεργος είσαι…»
Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για τέσσερις μέρες και δέχτηκε.
Την επομένη, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα. «Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα».
Ο πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία του και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί και ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε.
«Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο για να κάνεις τις αγορές σου», θυμήθηκε. Αν αυτό ήταν σωστό, τότε πολύς κόσμος θα χρειάζονταν κάποιον άλλο να ταξιδεύει για να φέρνει εργαλεία.
Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε να ρισκάρει λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία. Έτσι, θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια. Τα νέα κυκλοφόρησαν στο χωριό και πολλοί αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους. Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ό,τι χρειάζονταν οι πελάτες του.
Γρήγορα κατάλαβε ότι, αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Και αγόρασε μια αποθήκη. Και έτσι έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Πλέον, δεν ήταν ανάγκη να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες. Με τον καιρό, πολλοί αγοραστές από μικρότερα χωριά πιο απομακρυσμένα προτιμούσαν το σιδηροπωλείο του και γλίτωναν τις δύο μέρες ταξίδι.
Μια μέρα σκέφτηκε ότι ο φίλος του ο τορναδόρος θα μπορούσε να κατασκευάζει για αυτόν τα σφυριά και …γιατί όχι; Και τις τανάλιες και τις πένσες και τα καλέμια.
Μέσα σε δέκα χρόνια, είχε γίνει εκατομμυριούχος με σκληρή και τίμια εργασία και έγινε ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής. Έγινε τόσο ισχυρός, που αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Ο δήμαρχος και ο διευθυντής οργάνωσαν μια γιορτή για τα εγκαίνια του σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμήν του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο διευθυντής τον αγκάλιασε και του είπε: «Σας ζητούμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου».
« Δική μου η τιμή, όμως δε ξέρω ούτε να διαβάζω ούτε και να γράφω. Είμαι αναλφάβητος».
«Μα, εσείς;;; Δημιουργήσατε μια βιομηχανική αυτοκρατορία, χωρίς να ξέρετε να διαβάζετε και να γράφετε»; Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε ανάγνωση και γραφή!».
« Αν ήξερα να γράφω και να διαβάζω θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο».
Ιστορία του Ταλμούδ που αναφέρει ο M. Buber.
http://youarethestar.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου