του Παντελή Καρύκα
Όταν γεννήθηκε, στις 26 Φεβρουαρίου 1938, οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα του αρχαίου, του μεγάλου βασιλιά της Σαλαμίνας, του Ευαγόρα. Και πράγματι ο νεαρός Ευαγόρας δικαιολόγησε απόλυτα το όνομά του.
Έγραφε : «Κάτι θα ήξερε περί του μέλλοντός μου ο μακαρίτης ο νονός μου για να μου δώσει το όνομα του βασιλιά της Σαλαμίνας. Έτσι και εγώ έπρεπε να φανώ αντάξιος διάδοχος».
Στα 15 του χρόνια άρχισε να πολεμά τους Βρετανούς κατακτητές. Τον Ιούνιο του 1953 οι Βρετανοί γιόρταζαν την ενθρόνιση της βασίλισσας Ελισάβετ Β’. Ο Ευαγόρας δεν μπορούσε να αντέξει την ταπείνωση. Όρμησε στο στάδιο της Πάφου, κατέβασε την βρετανική σημαία και ρίχτηκε στους δρόμους. Σύντομα βρέθηκε οδηγός ενός πλήθους νέων παιδιών που με πέτρες και ξύλα απέτρεψαν τις εορταστικές εκδηλώσεις στην Πάφο, συγκρουόμενοι με τη βρετανική αστυνομία. Όταν στο γυμνάσιο του ζητήθηκε να γράψει έκθεση για τη σημασία των εθνικών επετείων – τις οποίες σήμερα κάποιοι ζητούν να καταργήσουν – ο Ευαγόρας έγραψε :
«Κάτω από τον γαλάζιο αττικό ουρανό, αλλά και κάτω από τον σκοτεινό συννεφιασμένο ορίζοντα της δούλης Κύπρου, γιορτάζονται οι Εθνικές Επέτειοι. Θυμίζουν στον ελεύθερο Ελληνισμό πως οι πρόγονοί των πολέμησαν σαν λιοντάρια για να τους χαρίσουν τη Λευτεριά. Μας δίδουν ακόμα θάρρος και ελπίδα στους σκλαβωμένους, πως η μέρα του λυτρωμού δεν είναι όνειρο απραγματοποίητο. Περνά από κοντά σου τις μέρες αυτές η δόξα και η τιμή του Έλληνα, περνά η Λευτεριά, που δίνει το φως, τη δύναμη, τη χαρά. Περνά από κοντά σου η Λευτεριά. Την νοιώθεις, την χαίρεσαι. Μα ο σκλάβος δεν τη χαίρεται, δεν τη βλέπει».
Το 1955 ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ήδη φουντώσει. Ο Ευαγόρας εντάχθηκε αμέσως στις τάξεις της. Τον Νοέμβριο του 1955, σε νέα διαδήλωση, απελευθέρωσε έναν συμμαθητή του που είχε συλληφθεί, κτυπώντας τους Βρετανούς στρατιώτες. Συνελήφθη ο ίδιος και ορίστηκε δικάσιμος. Μια μέρα πριν τη δίκη ο Ευαγόρας άφησε το σχολείο και το σπίτι του και έφυγε στα βουνά. Στην έδρα της τάξης του άφησε ένα γράμμα που άρχιζε ως εξής : «Παλιοί μου συμμαθητές. Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα. Κάποιος που μπορεί να μην ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στο τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα. Ευαγόρας Παλληκαρίδης, 5 Δεκεμβρίου 1955».
Ενώθηκε με την ανταρτική ομάδα που δρούσε μεταξύ Κισσόνεργας και Τάλας. Συνελήφθη, όμως, από τους Βρετανούς, στις 18 Δεκεμβρίου 1956 και υπέστη τα πάνδεινα. «Τη νύκτα με δένουν χειροπόδαρα σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και χορεύουν απάνω μου μέχρι να λιποθυμήσω. Και τότε μου βουτούν το κεφάλι σε έναν κουβά γεμάτο κρύο νερό και το κρατάνε εκεί βουτηγμένο, χωρίς να παίρνω αναπνοή, ώσπου να χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου. 11 μέρες τώρα με ξυπνούν και με σηκώνουν με άγριες φωνές, μόλις κλείσω για λίγο τα μάτια μου, με γυμνώνουν και με κτυπούν αλύπητα».
Ωστόσο το παλικάρι δεν λύγισε. Δεν πρόδωσε. Το ίδιο και ο δυστυχής πατέρας, ο Μιλτιάδης Παλληκαρίδης. Μια μέρα ο Τούρκος υποδιοικητής της αστυνομίας της Πάφου κάλεσε τον Μιλτιάδη στο γραφείο του. «Η κατά του γιου σου κατηγορία επισύρει την ποινή του θανάτου. Να και το σχετικό διάταγμα του κυβερνήτη. Διάβασέ το. Θέλεις να του μιλήσεις για να μας πει κάτι ; Που έχουν κρύπτη με όπλα, που κρύβονται οι σύντροφοί του ; Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες θα αποφύγει τον θάνατο. Λοιπόν θέλεις να του μιλήσεις;». Πετάχτηκε όρθιος ο γέρο Παλληκαρίδης. «Όχι, χίλιες φορές όχι. Με αυτές τις προτάσεις δεν θέλω ούτε να δω τον Ευαγόρα, ούτε να του μιλήσω». Όταν επέστρεψε στο σπίτι μίλησε στη γυναίκα του. Της είπε όσα ο Τούρκος είχε αναφέρει. «Δε γέννησα εγώ παιδί που θα το πουν προδότη. Χαλάλι της πατρίδας μου το αίμα του παιδιού μου», ήταν η απάντηση της μάνας. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 25 Φεβρουαρίου 1957. Ένας Άγγλος δημοσιογράφος είδε, κάποια στιγμή, τους γονείς του Παλληκαρίδη να βγαίνουν από τη φυλακή. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν. Ο Άγγλος δεν άντεξε και ρώτησε έναν Κύπριο δημοσιογράφο : «What kind of people are they ?» (Τι άνθρωποι είναι αυτοί ;). Για να λάβει την απάντηση «Greeks» !
Μέσα στη φυλακή επικρατεί πανδαιμόνιο. Οι μελλοθάνατοι προκαλούν και γιορτάζουν τον θάνατο με τραγούδια, με θούρια πατριωτικά, με ψαλμωδίες χριστιανικές. Ο πατέρας Αντώνιος βρισκόταν στο πλευρό του Ευαγόρα. Του πρόσφερε τη Θεία Μετάληψη.
Το ρολόι μόλις χτύπησε μεσάνυχτα. Εωθινή, ξημέρωνε η 14η Μαρτίου. Αναταραχή επικρατούσε στη φυλακή. «Παίρνουν τον στην κρεμάλα», ακούστηκε. Όλοι οι κρατούμενοι ήταν όρθιοι. «Μην λυπάστε. Ορκίστηκα να πεθάνω για την πατρίδα και τήρησα τον όρκο μου», ήταν τα τελευταία του λόγια.
http://www.hellas-now.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου