Posted on 16 Απριλίου, 2025

«Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, Μεγάλη Τρίτη, ἡ ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου ἑλκύει στοὺς ναούς. Αἰτία τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, στὸ ὁποῖο ἀπόψε δίνουν ἐξετάσεις οἱ ψάλτες.
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ τὸ θαυμάσουμε αἰσθητικά, ὡς ἕνα ἔργο βυζαντινῆς τέχνης· πρέπει νὰ πᾶμε βαθύτερα. Τὸ τροπάριο αὐτὸ δὲν ἔγινε μόνο γιὰ ν᾽ ἀπολαύσουμε ποίησι καὶ μελοποιία· εἶνε μιὰ κραυγὴ μετανοίας, ζωηρὴ ὤθησι πρὸς ἀνάτασιν, ἕνα ᾆσμα ἔρωτος πρὸς τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. Εἶνε ἕνα σπιρούνι, ποὺ κεντᾷ τὸν δυσκίνητον ἵππο μας νὰ τρέξῃ στὸ στάδιο τῆς μετανοίας.
Τὸ κεντρικὸ πρόσωπο τοῦ τροπαρίου δὲν εἶνε, ὅπως νόμισαν κάποιοι, ἡ ἴδια ἡ ποιήτρια· ἡ Κασσιανὴ δὲν εἶνε «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή».
Ἡ «φωτογραφία» τῆς ἁμαρτωλῆς αὐτῆς εἶνε στὸ κατὰ βΛουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφ. 7ο, στίχ. 33-50. Ἕνας φαρισαῖος κάλεσε στὸ σπίτι του τὸ Χριστό. Οἱ φαρισαῖοι νόμιζαν ὅτι εἶνε τὰ ὑποδείγματα ζωῆς καὶ θρησκευτικότητος κ᾽ ἔβλεπαν μὲ περιφρόνησι τοὺς ἁμαρτωλούς· δὲν ἤθελαν καθόλου σχέσεις μαζί τους. Ἦταν καὶ ἄσπονδοι ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Εἶνε περίεργο πῶς ὁ φαρισαῖος αὐτὸς τὸν κάλεσε στὸ ἀρχοντικό του. Ἀπὸ τὴ στάσι του θὰ φανοῦν τὰ ἐλατήριά του. Ὁ Χριστὸς πήγαινε, ὅ – ταν τὸν καλοῦσαν, ὄχι γιατὶ ἀγαποῦσε τὴν καλοφαγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχῃ εὐκαιρία νὰ διδάσκῃ. Δέχτηκε τὴν πρόσκλησι καὶ πῆγε, γιατὶ ὡς Θεὸς προγνώριζε ὅτι ἐκεῖ θὰ συμβῇ κάτι σημαντικό, ποὺ θ᾽ ἀφήσῃ δίδαγμα αἰώνιο.
Τὸ τυπικὸ τῆς φιλοξενίας τότε ἦταν· ὅταν κάποιος καλῇ ἕνα ξένο, αὐτὸς νὰ τὸν ὑποδέχεται στὴν εἴσοδο μὲ φίλημα, νὰ τοῦ πλένῃ τὰ πόδια ἀπὸ τὴ σκόνη τοῦ δρόμου, κι ἂν ὁ ξένος ἦταν καὶ πρόσωπο ἐπίσημο, νὰ τοῦ ἀλείφῃ μὲ ἀρωματικὸ μύρο τὴν κεφαλή. Αὐτὰ δὲν τηρήθηκαν ἐδῶ. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν ἐπίσκεψί του τιμοῦσε τὸν φαρισαῖο, ὁ φαρισαῖος νόμιζε ἀντιθέτως ὅτι αὐτὸς τιμᾷ τὸ Χριστό· πάνω – κάτω τὸν ἔβλεπε σὰν κανένα πεινασμένο ἀνθρωπάκι πού, ἀφοῦ αὐτὸς τοῦ δίνει τώρα νὰ φάῃ, τὸ φτωχαδάκι θὰ νιώθῃ πλέον ὑποχρεωμένο ἀπέναντί του. Κ᾽ ἔτσι δὲν τήρησε τὸ τυπικό.
Ὅ,τι ὅμως παρέλειψε ὁ φαρισαῖος τὰ ἀναπλήρωσε μιὰ ἄλλη ψυχή, μιὰ γυναίκα περιφρονημένη, ποὺ ὁ φαρισαῖος θὰ τὴν ἔλεγε κουρέλιτοῦ δρόμου καὶ κοινωνικὸ ἀπόβρασμα. Ἦταν μιὰ ἁμαρτωλή, μία γυναίκα κοινή, μία πόρνη ὅπως τὴ λέει ἡ ὑμνολογία.
Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ τὸ κακὸ τὸ πράττουν, ἀποφεύγουν νὰ τὸ ὀνομάσουν· ντρέπονται τὴ λέξι μὰ ὄχι τὴν πρᾶξι. Χαρακτηρίζουν δὲ αἰσχρὸ τὸν κήρυκα ποὺ τολμᾷ νὰ πῇ «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη». Λοιπὸν ὄχι, δὲν θὰ γίνουμε ἐμεῖς πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ὑμνολογία, ποὺ σήμερα ἑκατὸ φορὲς ἀναφέρουν τὴ λέξι πόρνη. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ἐξαλειφθῇ τὸ πρᾶγμα καὶ ἔτσι νὰ σβήσῃ καὶ τὸ ὄνομα. Τώρα ἡ πόρνη δὲν λέγεται πόρνη, λέγεται φιλενάδα· στὸν αἰῶνα τῆς ὑποκρισίας, ἐνῷ διαπράττουν τὴν ἁμαρτία, μετὰ πᾶνε νὰ τὴ σκεπάσουν μὲ χρυσόχαρτα μιᾶς εὐγενείας.
Τὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 7,36-50) λέει, ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ ἦταν γνωστὴ στὴν κοινωνία, τὴ χαρακτήριζαν ποταπὴ ἁμαρτωλή· καὶ ἦταν ὄντως φορτωμένη μὲ πολλὲς ἁμαρτίες. Πουλοῦσε τὸ κορμί της γιὰ λίγα χρήματα· ἦταν μία πόρνη.
Ἦρθε σήμερα στὸ γραφεῖο κάποιος ποὺ ἔχει ἄθεσμη σχέσι μὲ γυναῖκα. Τοῦ εἶπα ὅτι ἁμαρτάνει. Ἦταν ἕτοιμος νὰ κατηγορήσῃ τὴ γυναῖκα ὡς πόρνη. Τοῦ λέω· Τὶς ἄλλες μέρες κατηγόρα την, σήμερα ὄχι· γιατὶ ἀπόψε στὴν ἐκκλησία ἀκοῦμε, ὅτι οἱ πατέρες θέσπισαν «μνείαν ποιεῖσθαι τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός»· ἡ πόρνη δηλαδὴ ἔγινε ἁγία. Τί ὕψος ἡ Ἐκκλησία! Τέτοια ῥάκη πῆρε ὁ Χριστὸς καὶ τὰ ἁγίασε.
Φταῖνε οἱ γυναῖκες αὐτὲς γι᾽ αὐτὸ ποὺ κάνουν; Οἱ ἄντρες (ὁ πόρνος καὶ ὁ μοιχός), δὲν φταῖνε, καὶ φταίει μόνο ἡ πόρνη; Ἡ κοινωνία, ἡ ὁποία μὲ τὶς συνήθειές της ἐμποδίζει τὸν τίμιο γάμο, δὲν φταίει; Μία π.χ. ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ τὰ πλάσματα αὐτὰ ὁδηγοῦνται ἐκεῖ εἶνε ἡ ἄτιμη προίκα, ποὺ δυσκολεύει τὸν γάμο καὶ σπρώχνει στὴν πορνεία. Γιατί νὰ δείχνουμε ὑποκριτικὴ ἀδιαφορία; Ἐὰν ὑπάρχῃ σήμερα πορνεία, αὐτὸ ὀφείλεται στὴ διεφθαρμένη κοινωνία. Σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ζῇ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τέτοια ναυάγια δὲν παρατηροῦνται.
Μιὰ τέτοια γυναίκα λοιπόν, ποὺ ἐξευτελιζόταν στοὺς δρόμους τῶν Ἰεροσολύμων, ἄλλαξε! Πῶς ἄλλαξε; Ἄκουσε κάποιον, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν φτωχαδάκια, γυναῖκες, παιδιά, νὰ μιλάῃ. Ἦταν ὁ Χριστός! Πρώτη φορὰ ἄκουγε τέτοια λόγια. Καλοῦσε ὅλους σὲ μετάνοια· ὑποσχόταν ἄφεσι ἁμαρτιῶν, εἰρήνη ψυχῆς, γαλήνη συνειδήσεως, βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὰ λόγια του μπῆκαν στὴν καρδιά της κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄλλαξε. Ἔκλεισε τὸ ἁμαρτωλὸ σπίτι κ᾽ ἔδιωξε τοὺς ἐραστάς. Εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ γνωρίσῃ τὸ Χριστό, νὰ πέσῃ στὰ πόδια του, νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ. Περίμενε τὴν εὐκαιρία.
Ὅταν ἔμαθε, ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸ σπίτιτοῦ ἄρχοντα Σίμωνος τοῦ φαρισαίου, πῆγε ἐκεῖ. Συνήθεια ἦταν, ὅποιος φιλοξενεῖ ν᾽ ἀφήνῃ ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα του. Ξώδεψε ὅλα τὰ χρήματά της κι ἀγόρασε ἕνα μικρὸ ἀκριβὸ φιαλίδιο ἀπὸ πέτρα ἀλάβαστρου γεμᾶτο πολύτιμο μύρο. Τὸ πῆρε κάτω ἀπ᾽ τὰ ῥοῦχα της, βρῆκε τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ καὶ μπῆκε.
Ἀνέβηκε σιγὰ – σιγὰ κι ἀθόρυβα, ὅπως τὸ γατάκι, καὶ βρέθηκε στὴν αἴθουσα ποὺ γινόταν τὸ τραπέζι. Οἱ συνδαιτυμόνες δὲν κάθονταν ὅπως τώρα ἐμεῖς σὲ καρέκλες· ξάπλωναν σὲ καναπέδες – ντιβάνια γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι ἀκτινωτά, σὲ ἀνοιχτὸ ἡμικύκλιο. Μὲ τὰ πόδια πρὸς τὰ ἔξω, μισοανασηκωμένοι πλαγίως πάνω στὸν ἕνα ἀγκῶνα, ἔπαιρναν μὲ τὸ ἐλεύθερο χέρι ἀπ᾽ τὸ τραπέζι ὅ,τι ἤθελαν. Αὐτὴ πλησίασε τὸν Κύριο ἀπὸ πίσω, ἔσπασε τὸ λαιμὸ τοῦ φιαλιδίου, ἔχυσε πάνω στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ τὸ πολύτιμο μύρο ἀνάμεικτο μὲ τὰ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια της, κι ὄλο τὸ σπίτι εὐωδίασε ἀπ᾽ τὸ ἄρωμα. Ἡ γυναίκα, βιαστικὴ ὅπως πῆγε, δὲν πῆρε μαζί της πετσέττα· στὴν ἀμηχανία της πῶς νὰ σκουπίσῃ τὰ ἄχραντα πόδια, ἔκανε αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· ἔλυσε τὰ μαλλιά της (αὐτὰ ποὺ ἄλλοτε ἦταν πλοκάμια τοῦ διαβόλου) καὶ σκούπισε μ᾽ αὐτὰ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου καταφιλώντας τα.
Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ συγκίνησε ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φαρισαῖο. Αὐτὸς ὠργίστηκε ἐναντίον τῆς πόρνης, ποὺ τόλμησε ἡ ἀκάθαρτη νὰ πλησιάσῃ τὸ σπίτι αὐτοῦ τοῦ καθαροῦ. Σκανδαλισμένος ὅμως ἀγανάκτησε καὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ἂν αὐτὸς ἦταν προφήτης, εἶπε μέσα του, θὰ ἤξερε τί ὑποκείμενο εἶν᾽ αὐτή. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ διαβάζει τὶς καρδιὲς ὅπως τὸ παιδὶ διαβάζει τὸ βιβλίο, εἶδε τὶς διαθέσεις του κ᾽ ἔκανε μαζί του τὸν ἀκόλουθο διάλογο.
–Σίμων, θέλω κάτι νὰ σοῦ πῶ.
–Λέγε, διδάσκαλε.
–Δυὸ ἄνθρωποι ἦταν χρεωμένοι σὲ κάποιον ἀφέντη· ὁ ἕνας 500 δηνάρια, ὁ ἄλλος 50. Μὴ ἔχοντας ὅμως νὰ πληρώσουν οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος, ὁ φιλάνθρωπος δανειστὴς πῆρε σφουγγάρι κ᾽ ἔσβησε τὰ χρέη καὶ τῶν δύο. Ἀπὸ τοὺς δυό, πές μου, ποιός θὰ τὸν ἀγαπήσῃ περισσότερο;
–Νομίζω, ἀπαντᾷ ὁ Σίμων, ὅτι αὐτὸς ποὺ ὁ ἀφέντης τοῦ χάρισε τὰ περισσότερα.
–Σωστὰ ἀποκρίθηκες. Λοιπὸν αὐτὸ κάνει κι αὐτή. Τὸ χρέος της ἦταν μεγάλο, πολλὰ τ᾽ ἁμαρτήματά της. Μετανοημένη ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· κι ἀφοῦ λυτρώθηκε, δείχνει ἔτσι τὴν ἀγάπη της. Κάνε τώρα σύγκρισι. Μπῆκα στὸ σπίτι σου, καὶ λίγο νερὸ δὲν ἔρριξες στὰ πόδια μου· αὐτὴ μοῦ τὰ ἔπλυνε μὲ δάκρυα καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Ἐσὺ δὲν μὲ φίλησες στὸ πρόσωπο, αὐτὴ δὲ σταμάσε νὰ μοῦ φιλάῃ τὰ πόδια. Δὲν ἄλειψες τὸ κεφάλι μου μὲ λάδι, αὐτὴ μοῦ ἄλειψε τὰ πόδια μὲ μύρο. Γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω· ἐπειδὴ τῆς συγχωροῦνται οἱ πολλὲς ἁμαρτίες της, γι᾽ αὐτὸ δείχνει τόση ἀγάπη. Ἐνῷ σὲ ὅποιον συγχωροῦνται λίγες ἁμαρτίες, λίγο ἀγαπᾷ.
Μεγάλη ψυχὴ ἀποδείχθηκε αὐτὴ ἡ ἁμαρτωλή. Πῆγε ἐκεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὴν ἀναδείξῃ μπροστὰ στὰ μάτια τῶν φαρισαίων· τὴν ἀνέσυρε σὰν πολύτιμο πετράδι ποὺ εἶχε πέσει στὸ βοῦρκο. Γι᾽ αὐτὴν ὁ Χριστὸς εἶπε λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃς· καὶ μόνο αὐτὰ φτάνουν ν᾽ ἀποδείξουν, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ αἰώνιος Βασιλεὺς τῶν καρδιῶν. Ὅσο κι ἂν προοδεύσῃ ὁ κόσμος, καὶ στὸν Ὠρίωνα ν᾽ ἀνεβῇ, δὲν θὰ φτάσῃ τὰ
λόγια αὐτὰ ποὺ εἶπε ἀπόψε ὁ Χριστός, ὅτι «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ.7,47). Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη τὴ φτηνή, τὴ χυδαία ποὺ λέει ὁ κόσμος, ἀλλὰ γιὰ τὴν οὐράνια ἀγάπη, γιὰ τὸν θεῖο ἔρωτα. Ἡ γυναίκα αὐτὴἀγάπησε ὅ,τι ὡραῖο, ὑψηλὸ καὶ ἅγιο ὑπάρχει. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστὸς τὴ συγχώρησε.
Ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ γυναίκα ἔμεινε, ἀδελφοί μου, στὴν ἱστορία. Ἀπὸ αὐτὴν ἐμπνεύστηκαν ζωγράφοι κ᾽ ἔφτειαξαν πίνακες, λογοτέχνες κ᾽ ἔγραψαν κείμενα, ποιηταὶ ὅπως ὁ δικός μας Κωστῆς Παλαμᾶς καὶ συνέθεσαν ποιήματα. Τὸ ὡραιότερο ποίημα γι᾽ αὐτὴν εἶνε τὸ ἀποψινὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ποὺ ἀνέδειξε καὶ τὴν ποιήτρια αὐτὴν σὲ ὀνομαστὴ ὑμνογράφο. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὴ δόξα τοῦ κόσμου μὰ κέρδισε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε πλῆθος βασίλισσες καὶ πριγκίπισσες πέρασαν· ποιός τὶς θυμᾶται; Κάθε Μεγάλη Τρίτη ὅμως ἡ Κασσιανὴ εἶνε στὰ στόματα ὅλων. Τὸ τραγούδι της, γραμμένο σὲ ὕφος σαιξπήρειο, περιέχει ὑψηλὰ νοήματα.
Τί λέει τὸ τροπάριο; Ὁμιλεῖ ἡ ποιήτρια ἐκ μέρους τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐγώ, λέει, εἶμαι βουτηγμένη σὲ πλῆθος ἁμαρτίες. Ζοῦσα σὲ σκοτάδι πυκνό…
(Σᾶς ἔτυχε ὡς στρατιῶτες στὸν πόλεμο –δὲν μιλῶ στὶς γυναῖκες– νὰ βρεθῆτε νύχτα στὰ ψηλὰ βουνά· νὰ μὴ βλέπῃς στὸ σκοτάδι οὔτε φεγγάρι οὔτε ἄστρα· ν᾽ ἀκούγωνται πυροβολισμοὶ καὶ κρότοι ἀπὸ πολυβόλα· νὰ μὴν ξέρῃς ποῦ βρίσκεσαι καὶ νὰ λές, Θεέ μου πότε νὰ ξημερώσῃ, καὶ μόνο κάπου-κάπου, ἂν ἔρθῃ ἀεροπλάνο καὶ ῥίξῃ φωτοβολίδα, νὰ δῇς τὸ περιβάλλον καὶ τὶς ῥεματιές;).
Σὲ σκοτάδι ζοῦσα, λέει, ἡ ἁμαρτωλή. Καί, μέσα στὸ σκοτάδι μου, ἦρθε ὁ Χριστὸς κ᾽ ἔρριξε τὴ φωτοβολίδα του.
(Εἶνε σοβαρὸ αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω. Σκοτάδι ἔχουμε. Δὲν πά᾽ νὰ ξέρῃς γράμματα, νά ᾽σαι γιατρός, ἐπιστήμονας κ.λπ.; Πρέπει νά ᾽ρθῃ ἡ ὥρα τῆς χάριτος, νὰ ῥίξῃ ὁ Χριστὸς τὴ φωτοβολίδα, γιὰ νὰ δῇς σὲ ποιούς γκρεμοὺς καὶ σὲ τί ἐχθρικὸ περιβάλλον βρίσκεσαι καὶ νὰ ξυπνήσῃς, νὰ λάβῃς τὰ μέτρα σου).
Ἔτσι ζοῦσα, ἀλλὰ μὲ φώτισες, Χριστέ μου, λέει, γνώρισα τὴν ἀθλιότητά μου, καὶ τώρα ἔρχομαι σ᾽ ἐσένα. Τρέμω, ὅταν σκέπτομαι τὰ ἁμαρτήματα μου, τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκανα· ὅταν σκέπτομαι τὰ παιδιὰ ποὺ παρέσυρα στὴν ἁμαρτία, τὸν κόσμο ποὺ σκανδάλισα. Τρέμω σὰν φύλλο ποὺ τὸ φυσάει ὁ ἄνεμος. Τρέμω ὅπως ἡ Εὔα ὅταν ἄκουσε μέσ᾽ στὸν παράδεισο τὰ πόδια σου νὰ περπατοῦν, τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ σὲ λίγο θὰ σταυρωθοῦν. «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;». Μπορεῖς νὰ μετρήσῃς τὰ ἄστρα, τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου, τὶς σταγόνες τῶν ὠκεανῶν, τὰ φύλλα τῶν δέντρων; Τόσα εἶνε τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοῦ καθενὸς κι ὅλων μαζί. Ἀλλὰ τὸ ἔλεός σου εἶνε μεγαλύτερο, ὠκεανός, καὶ δὲν ἀπελπίζομαι, «ψυχο – σῶστα Σωτήρ μου;».
Τὸ συμπέρασμα – δίδαγμα. Τὸ τροπάριο νὰ γίνῃ καὶ δικό μας. Ἐμεῖς, ἡ ψυχή μας, εἴμαστε ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Δὲν θὰ ὠφεληθοῦμε τίποτε ἀπόψε, ἐὰν μέσα στὰ λεπτὰ ποὺ θὰ διαρκέσῃ ἡ ψαλμῳδία δὲν σκεφτῇ ὁ καθένας μας τὸ παρελθόν του. Ἡ καρδιά μας ἔχει ἕνα κινηματογράφο. Πρόβαλε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἄσε νὰ περάσῃ μπροστά σου ἡ ταινία τοῦ βίου σου. Σᾶς ἐρωτῶ· Ἐὰν κατέβαινε ἐδῶ ἕνας ἄγγελος καὶ σᾶς ἔλεγε ὅτι, Ἀπόψε στὸν κινηματογράφο θὰ παρουσιαστῇ σὲ ταινία ἡ ζωή σου μὲ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα καὶ κακουργήματα ποὺ ἔκανες στοὺς δρόμους, στὰ σπίτια, ποὺ δὲν τὰ ξέρει κανένας, οὔτε ἡ γυναίκα σου, κ᾽ ἐσὺ ἐνῷ εἶσαι ἁμαρτωλὸς παρουσιάζεσαι σὰν κύριος καὶ ἅγιος στὴν κοινωνία, ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ τὸ ἤθελε καὶ ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ εἰδοποιήσῃ γνωστοὺς καὶ φίλους, Ἐλᾶτε ἀπόψε νὰ δῆτε τὴν ταινία τῶν ἁμαρτιῶν μου; Θὰ προτιμούσαμε ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ. Καὶ ὅμως –ὦ Θεέ μου– τὸ φὶλμ αὐτὸ θὰ παρουσιαστῇ στὸν ἄλλο κόσμο.
Ἂς μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, ὅλοι· ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, ἄσημοι – ἐπίσημοι, λαὸς καὶ ἄρχοντες! Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἁμαρτωλὴ τοῦ τροπαρίου. Στὴν ἄβυσσο τοῦ σκότους μας ῥῖξε, Χριστέ, φωτοβολίδες παντοῦ· στὰ ἀνάκτορα, στὰ δικαστήρια, στοὺς στρατῶνες, στὰ σχολεῖα, στοὺς κάμπους καὶ στὶς ῥεματιές. Νὰ πέσουμε ὅλοι στὰ γόνατα. Ἂν δὲν μετανοήσουμε καὶ δὲν κλάψουμε, μᾶς περιμένει μεγάλη συμφορά.
Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Χριστὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε. Μόνον ἕνας δὲν μετανοεῖ, ὁ διάβολος, αὐτὸς μένει ἀμετανόητος.
Πολλὰ δαιμόνια δροῦν στὸν κόσμο. Κανένα ἄλλο δὲν φοβᾶμαι τόσο, οὔτε τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ ἀκολασίας, ὅσο φοβᾶμαι τὸν δαίμονα τῆς ἀπελπισίας. Ἐνῷ προτοῦ νὰ κάνῃς τὴν ἁμαρτία, σοῦ λέει, Δὲν εἶνε τίποτα, ὅταν διαπράξῃς τὴν ἁμαρτία, ἔρχεται καὶ σοῦ λέει· Πάει τώρα, γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει πιὰ σωτηρία. Ἐσὺ ἀπάντησέ του· Ὄχι διάβολε, ὄχι! Ἐφ᾽ ὅσον στήθηκε ὁ σταυρός, ἐφ᾽ ὅσον μὲ περιμένει ὁ Χριστός, ἐφ᾽ ὅσον ψάλλει ἡ Κασσιανή, ἐφ᾽ ὄσον λάμπουν ἄστρα καὶ ῥέουν ποταμοί, ὄχι διάβολε, δὲν ἀπελπίζομαι. Ποιός ἀπὸ ἐδῶ εἶνε ὁ πιὸ ἁμαρτωλός; Κι ἂν ἔχῃ τὰ χέρια του βαμμένα στὸ αἷμα, κι ἂν ἔχῃ διαπράξει τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ὁ Χριστὸς τὸν δέχεται. Ἡ μετάνοια εἶνε δυναμίτης, ποὺ τινάζει στὸν ἀέρα τὰ κάστρα τοῦ διαβόλου, εἶνε Ἰορδάνης ποὺ πλένει, εἶνε τὸ ἀστραφτερὸ σπαθὶ τοῦ Χριστιανοῦ.
Μπρός, ἀδελφοί μου! Καθίστε ἀπόψε στὸ σπίτι, ἀνοῖξτε τὸ φὶλμ τῆς ζωῆς σας, θυμηθῆτε τ᾽ ἁμαρτήματά σας ὅλα· καὶ βρῆτε πνευματικό, γονατίστε ἐμπρός του καὶ πῆτε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Καὶ ὁ Χριστός μας, ὁ μεγάλος Θεός, θὰ μᾶς δεχτῇ, θὰ μᾶς καθαρίσῃ, θὰ μᾶς ἁγνίσῃ. Καὶ ἔτσι τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα θὰ ψάλουμε κ᾽ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν» (τελετ. Ἀναστ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου