Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή
στὸν κάμπο βασιλεύει...
Πάει καιρὸς ποὺ μιὰ Σιωπή
φωνάζει στὶς πόλεις καὶ στὰ λιγοστὰ χωριά.
Μιὰ σιωπὴ βοᾶ ἐκκωφαντικὰ καὶ κάποτε σπαρακτικά.
Κανεὶς δὲν τὴν ἀκούει.
Ἢ ἔτσι φαίνεται...
Ἐπιστρατεύει μαχητές, ποιητές, τραγούδια καὶ ὕμνους παλαιούς.
Ἡ Σιωπή.
Καὶ μὲ τίποτα δὲ δέχεται τὴ βουβαμάρα ἑνὸς ὁλάκερου Γένους.
Καὶ μὲ τίποτα δὲν ἀντέχει τὴν σιγὴ τῶν ποιητῶν.
Καὶ μὲ τίποτα δὲ συνηθίζει πὼς πιὰ ζεῖ στὸν ἴδιο τόπο,
ἀλλὰ μὲ ἄλλο λαό.
Καὶ μὲ τίποτα δὲν ἀντέχει τὴ σιωπὴ τῶν σκλαβωμένων ἀπολιόρκητων.
Γιατι βλέπετε αὐτὴ ἡ μοναδικὴ Σιωπὴ εἶχε μάθει νὰ ζεῖ
μὲ τοὺς Ἐλεύθερους Πολιορκημένους.
Καὶ εἶχε μάθει νὰ τοὺς συντροφεύει στὴν πεῖνα
στὴ δίψα
στὴν ἀπελπισιά
στὸν θάνατο τὸν ἴδιο.
Καὶ εἶχε μάθει νὰ κοιτᾶ πρὸς τὴν Ζάκυνθο καὶ νὰ μαζεύει τὰ λόγια καὶ τὰ δάκρυα
τοῦ μοναχικοῦ κόντε ποὺ ἔτυχε νὰ γίνει ποιητής.
Ποιητὴς μιᾶς μακρυνῆς λησμονημένης χώρας
καὶ ἑνὸς ξεχασμένου λησμονημένου λαοῦ.
Ἀρχαίου λαοῦ. Τόσο ἀρχαίου καὶ παλιοῦ ποὺ κανεὶς δὲν τὸν θυμόταν πιά.
Κι ὅταν ὁ κόντε διάλεξε νὰ γίνει ποιητής
κάποιοι γέλασαν.
Κι ὅταν οἱ λησμονημένοι διάλεξαν νὰ γίνουν πατρίδα
κάποιοι ἔκλαψαν
καὶ κούνησαν τὸ κεφάλι καὶ εἶπαν λόγια πικρά, λόγια ἀληθινά, τῆς λογικῆς τὰ λόγια.
Αὐτὰ ποὺ ὁ ποιητὴς δὲν ἔμαθε ποτέ.
Μήτε ὁ μοναχικὸς λαός.
Κι ἔτσι μοναχικοὶ καὶ παράξενοι κι οἱ δυό- ποιητὴς καὶ λαός- ἀποφάσισαν νὰ μείνουν γιὰ πάντα πολιορκημένοι.
Κάποτε ὅμως ἄκουσαν τὴ φωνὴ τῆς Μεγάλης Σιωπῆς, αὐτῆς ποὺ τριγυρνοῦσε πάνω ἀπὸ τὸ ἔνδοξο ἁλωνάκι καὶ ἔνιωσαν βαθιὰ μέσα στὴν πεινασμένη καὶ διψασμένη καὶ ἀπελπισμένη ψυχή τους πὼς ἕνας δρόμος πιὰ ὑπάρχει:
Αὐτός, τῆς Ἐξόδου.
Καὶ ἔτσι
τὴν ὥρα τῆς σκληρῆς προδοσίας
καὶ τῶν αἱματοβαμμένων Βαΐων
καὶ τῆς φλεγόμενης πυριτιδαποθήκης
αὐτοὶ ἔμειναν γιὰ πάντα
οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι.
Ὕστερα ὁ ποιητὴς μὲ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή
τὴν λευκὴ κεφαλή
τὴν ἀρχαία μοναξιά
ἔμεινε ἐκεῖ μαρμαρωμένος
νὰ κοιτᾶ τὸν ἔνδοξο τόπο.
Πρίν
εἶχε προλάβει νὰ γράψει
πὼς τὰ μάτια του δὲν εἶδαν ἐνδοξότερο τόπο ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι...
Ναί.
Ἔμεινε ὁ ποιητὴς στὸ νησί του
καὶ οἱ πολιορκημένοι στὴ Έξοδό τους
λαμπροὶ καὶ λευκοὶ καὶ παράδοξα μετέωροι σὲ γαλάζια σύμπαντα
μὲ βάγια καὶ δάφνες καὶ μυρτιὲς νὰ τοὺς στεφανώνουν ἀενάως.
Μείναμε καὶ μείς
στὴν ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή
μόνοι
χωρὶς ποιητές
χωρὶς ἐλεύθερους πολιορκημένους.
Καὶ δὲ μᾶς μένει ἄλλος δρόμος
οὔτε ἄλλη ὁδός
εἰ μὴ μόνον
νὰ σηκώσουμε τὸ σκυμμένο κεφάλι
καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὰ σκοτισμένα μάτια
καὶ νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἀκούσομε
τὴ Μεγάλη Σιωπή.
Αὐτὴ ποὺ χρόνια βοᾶ καὶ σπαράζει καὶ λέγει:
Ἔξοδος!
Ἔξοδος! Γιατι κάποιοι κάποτε σᾶς λευτέρωσαν
καὶ σεὶς γινήκατε πάλι σκλάβοι.
Σκλάβοι τυφλοὶ καὶ κωφοί.
Καὶ μὲς τὶς φυλακές σας πιστέψατε πὼς εἶστε ἐλεύθεροι.
Καὶ μὲς τὴν πλάνη σας ἐλησμονήσατε ποιητὲς καὶ ἁλωνάκια ἔνδοξα.
Καὶ θαρρέψατε πὼς τὸ Μεσολόγγι μιὰ φορὰ ἦταν.
Καὶ πὼς ἐλεύθεροι πολιορκημένοι πιὰ δὲ χρειάζονται.
Καὶ πὼς τὰ Βάγια καὶ τὰ Ὡσαννὰ κρατᾶνε γιὰ πάντα.
Καὶ πὼς ἡ Σταύρωση ἔχει καταργηθεῖ.
Καὶ ἔτσι κανεὶς δὲν προσμένει τὴν Ἀνάσταση.
Μὰ τὸ νοῦ σας!
Ἔρχεται ἡ νύχτα. Ἔρχεται ἡ ὥρα ἡ προκαθορισμένη.
Τότε ποὺ οἱ φίλοι οἱ λιγοστοὶ θρηνοῦν
καὶ οἱ πολλοὶ ἐχθροὶ γιορτάζουν.
Καὶ τὰ μαχαίρια ἀκονίζουν.
Καὶ μὲς τὴ νύχτα καὶ τὸ πυκνὸ σκοτάδι
λάμπουν τα σκυλόδοντα καὶ ἀλυχτοῦν οἱ λύκοι.
Καὶ τότε...
τότε
μήτε ἕνας ποιητὴς δὲ θὰ βρεθεῖ νὰ κλάψει μὲ τὰ δάκρυά σας
καὶ νὰ χορτάσει μὲ τὰ λόγια του τὴν πεῖνα σας
καὶ νὰ ξεδιψάσει μὲ τοὺς στίχους του τὴν δίψα σας.
Γιατί ξεχάσατε τὴ νύχτα των Βαγιῶν
καὶ πνίξατε τοὺς ποιητές σας
πρὶν προλάβουν τοὺς ὕμνους τους νὰ γράψουν.
Τὸ νοῦ σας!
Γιατι ἡ ἀρχαία θυσία θυμᾶται.
Καὶ οἱ πολιορκημένοι σφράγισαν
μὲ αἷμα καὶ φωτιὰ καὶ βάγια
τὴ λευτεριά.
Καὶ μόνον σὰν γευτεῖτε καὶ σεὶς τῆς δάφνης τὴ γεύση τὴν ἀψιά
καὶ ἀκούσετε τὰ ὡσαννὰ πνιγμένα μὲς τὸ αἷμα καὶ στῆς φωτιᾶς
τὴν καθαρὴ θυσία
μόνον τότε θὰ καταλάβετε
ὅτι ἄλλος δρόμος πιὰ δὲν ἀπομένει.
Παρὰ μόνον ἡ Ἔξοδος.
Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀνεβαίνοντας μὲ τὸ Σταυρὸ στοὺς ὤμους
ὁδηγεῖ ποιητές, χῶρες καὶ λαοὺς στὸν ἕναν καὶ μοναδικὸ προορισμό:
ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου