Καὶ σεῖς μωρὲ παιδιὰ κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας...
Στὴν Πίνδο γεννηθήκαμε.
Στὸ Μεσολόγγι κοιμηθήκαμε.
Τοῦ αἵματος τὸν ὕπνο...
Ὄχι ὅλοι.
Ὅσοι μείναμε
φέρουμε βάρος μεγάλο.
Ἔτη πολλὰ τὸ κουβαλοῦμε.
Βάρος ἀσήκωτο.
Ἴδρως μέχρι νὰ φτάσουμε.
Μᾶς βάρυνε τὰ χέρια.
Βάρος μεγάλο.
Κανεὶς δὲν ξέρει
τί βαριὰ εἶναι μιὰ φουστανέλα.
Ἡ φουστανέλα τοῦ ἀρχηγοῦ
ἐζύγιζε χρυσάφι.
Βαριά.
Λερωμένη.
Ματωμένη.
Κάθε σταγόνα αἷμα
καὶ μιὰ λέξη.
Κάθε λέξη
μιὰ μουσική.
Καὶ ἔτσι γίνηκε
ὁ θάνατος
τραγούδι.
Τὸ πήραμε καὶ μείς
ὅσοι μείναμε
-τόσοι ὅσα τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ-
καὶ κάναμε κατὰ τὰ βουνά
ψηλὰ στὴ Σαμαρίνα.
Νιφτήκαμε
συγυριστήκαμε
κι ἔτσι λουσμένοι
καὶ λευκοί
μείναμε ἐκεῖ στῆς Πίνδου τὶς κορφές
νὰ τραγουδᾶμε καὶ νὰ προσμένουμε...
Μιὰν Ἄλλη Ἔξοδο..
Καὶ μιὰν Ἄλλη Ἑλλάδα...
Υ.Γ. Τέλη Μαρτίου 1826 κατέβηκαν ἀπὸ τὴν Σαμαρίνα- 1450 μέτρα ψηλὰ στὴν Πίνδο- 120 μαχητὲς ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ καπετάνιου Μίχου Φλώρου, γιὰ νὰ πολεμήσουν στὸ πλευρό τῶν Ἐλεύθερων πολιορκημένων τοῦ Μεσολογγίου. Τὴν νύχτα τῆς Ἐξόδου ἔπεσαν ηρωικά μαχόμενοι οἱ περισσότεροι καὶ ὁ Μίχος Φλῶρος. Τὰ τελευταῖα του λόγια καὶ τὴν στερνή του πεθυμιά γράψανε τὰ παλληκάρια του στὴ φουστανέλα του. Οἱ 33 ποὺ ἐπέζησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Πίνδο εἶχαν μαζί τους τὸ ματωμένο ροῦχο τοῦ ἥρωα καὶ ἕνα μοιρολόϊ- ὕμνο λεβεντιᾶς. Κι ἔτσι ἔμειναν γιὰ πάντα:
Τὰ παιδιά της Σαμαρίνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου