Ηλίας Ηλιόπουλος
... προβαίνομε εις μίαν εξέτασιν του τι οφείλουν η Ελλάς και ο Ελληνισμός του 1821 εις την Αγίαν Ρωσσικήν Αυτοκρατορίαν του Οίκου των Ρωμανώφ. Ποίαν σχέσιν είχε – εάν είχε – η Ρωσσία με την ευόδωσιν της Ελληνικής Επαναστάσεως και την ίδρυσιν Ελληνικού Κράτους. Θα είμεθα κατά το δυνατόν ευσύνοπτοι, διά προδήλους ευνοήτους λόγους.
Την 4ην Απριλίου 1826 υπεγράφετο εν μυστικότητι μεταξύ Ρωσσίας και Αγγλίας το μείζονος ιστορικής σημασίας διά το Ελληνικόν Έθνος Πρωτόκολλον της Πετρουπόλεως, κατόπιν πρωτοβουλίας του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσσιών Νικολάου Α΄, προς τον σκοπόν της δυναμικής επιλύσεως του «Ελληνικού Ζητήματος», ήτοι της ειρηνεύσεως της Ελλάδος διά της ιδρύσεως Ελληνικού Κράτους. Μετ’ ου πολύ προσεχώρησε εις το Πρωτόκολλον και η Γαλλία – οπότε το μυστικόν, αρχικώς, Πρωτόκολλον της Αγίας Πετρουπόλεως μετεβλήθη, την 6ην Ιουλίου 1827, εις (φανεράν και επίσημον) Τριμερή Συνθήκην, την επονομασθείσαν Συνθήκην του Λονδίνου (του 1827).
Το αποκληθέν “Πρωτόκολλον περί των Ελληνικών πραγμάτων” υπήρξε τεραστίας σημασίας για την περαιτέρω ύπαρξιν του Ελληνισμού, και δη για την δημιουργίαν της Ελλάδος ως Κράτους.
Είναι το πρώτον διεθνές διπλωματικόν κείμενον στην Ιστορία, το οποίον κάνει λόγον περί «Ελλάδος»!
Διά πρώτην φοράν εχρησιμοποιήθη στην γλώσσαν της Διεθνούς Διπλωματίας η λέξις «Ελλάς» ως όρος, ο οποίος υπεδήλωνε πολιτικήν οντότηταν.
Το Πρωτόκολλον έθεσε τα πολιτικά, διπλωματικά και νομικά (διεθνοδικαϊκά) θεμέλια της ιδρύσεως ανεξαρτήτου Ελληνικού Κράτους.
Τι είχε συμβεί; Ο νεοενθρονισθείς Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών (ήγουν της πρώτης, αρχαίας, Μικράς Ρωσσίας – δηλαδή της σήμερα εσφαλμένως και δολίως καλουμένης «Ουκρανίας» –, της μετέπειτα επεκταθείσης Μεγάλης Ρωσσίας, δηλαδή της σημερινής Ρωσσίας, και της Λευκής Ρωσσίας, ήτοι της σημερινής Λευκορωσσίας) Νικόλαος Α΄, ο οποίος είχε διαδεχθεί στον Θρόνον της Αγίας Πετρουπόλεως τον αδελφόν του Αλέξανδρον Α΄, ευθύς αμέσως μετά την ανάρρησίν του, εσηματοδότησε με απόλυτον σαφήνειαν προς πάσαν κατεύθυνσιν (και δη προς την πλευράν του Λονδίνου) την σιδηρά βούλησίν του προς ριζικόν επαναπροσδιορισμόν της Ρωσσικής Πολιτικής επί του Ελληνικού Ζητήματος, κατά μήκος της παρακαταθήκης της Μεγάλης Αικατερίνης και, συνεπώς, προς επίλυσιν του Ελληνικού Ζητήματος διά των ρωσσικών όπλων.
Με την στάσιν του εκείνην, ο Ρώσσος Αυτοκράτωρ εξηνάγκασε, κατ’ ουσίαν, την Αγγλία – άσπονδον και δολίαν εχθράν της Ελλάδος και του Ελληνισμού, όχι μόνον όταν ήτο αναφανδόν φιλότουρκος, επί πολλές γενεές, όπως και σήμερα, αλλ’ ακόμη και όταν, ενίοτε, ενεφανίζετο ως δήθεν «φίλη» – να αλλάξει στάσιν και να συρθεί όπισθεν της Ρωσσικής Πολιτικής. Η Γηραιά Αλβιών υπεχρεώθη να ανακρούσει πρύμναν, προκειμένου να προλάβει ρωσσικήν επιρροήν και διείσδυσιν στο αναδυόμενον ελληνικόν κρατικόν μόρφωμα, να προσδώσει εις αυτό το υπό της ιδίας επιθυμητόν γεωπολιτικόν πρόσημον και να προσδιορίσει το πλαίσιον και τα όρια ενεργείας του νέου εθνοκρατικού στρατηγικού δρώντος.
Δυνάμει των όρων του Πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως ετίθετο τέρμα στην πολυετή σύγκρουσιν, της οποίας θέατρον ήσαν τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδος (Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάς) καθώς και το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου, και συνεφωνείτο υπό των συμβαλλομένων Δυνάμεων η δημιουργία ελευθέρου Ελληνικού Κράτους. Ως αφετηρία και βάσις του Πρωτοκόλλου εγένετο δεκτόν το ενδιαφέρον, το οποίον επέδειξε η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών Νικόλαος Α΄, όπως «επέλθη ειρήνη εν Ελλάδι, επί τη βάσει των αρχών της θρησκείας, της δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας». Συγχρόνως ετίθεντο ως βάσεις συνδιαλλαγής μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι ακόλουθοι όροι: Το υπό ίδρυσιν Ελληνικόν Κράτος θα ήτο μεν Ηγεμονία φόρου υποτελής εις την Υψηλήν Πύλην, η οποία θα διατηρούσε την ονομαστικήν Κυριαρχίαν της επ’ αυτού, θα είχε όμως διοίκησιν χωριστήν και ανεξάρτητον της Υψηλής Πύλης. Προεβλέπετο εκτίμησις των οθωμανικών ακινήτων κτημάτων εις την Πελοπόννησον και τις Νήσους εκείνες, οι οποίες θα περιήρχοντο εις την επικράτειαν του νέου Κράτους, και εκχώρησις των εν λόγω τουρκικών κτημάτων εις τους Έλληνες έναντι χρηματικής αποζημιώσεως.
Το Πρωτόκολλον της Πετρουπόλεως απετέλεσε λαμπρά νίκη της Ρωσσικής Διπλωματίας αλλά και της βουλήσεως του αποφασιστικού Τσάρου Νικολάου Α΄ καθ’ όσον κατόρθωσε να αποσπάσει την διπλωματικήν αναγνώρισιν ενός Αυτονόμου Ελληνικού Κράτους εκ μέρους της Αγγλίας, η οποία σχεδόν πάντοτε ήτο παραδοσιακώς φιλότουρκος (και παραμένει αδιατάρακτα, και πάλιν, φανατικώς φιλότουρκος, από της δεκαετίας του 1950 μέχρι και σήμερα), εβυσσοδομούσε δε και οργίαζε κατά της Ελληνικής Επαναστάσεως και των Αγωνιστών του 1821, διά των διπλωματών της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και διά του διαβοήτου Άγγλου Υπάτου Αρμοστού των Ιονίων Νήσων Μαίτλαδ.
Κρισιμωτάτης σημασίας δε για την ελευθερία της Ελλάδος ήτο ο όρος, τον οποίον επέβαλε ο Τσάρος – παρά την σφοδράν και πεισματώδη αντίδρασιν του Άγγλου Πρωθυπουργού, Δουκός του Ουέλλιγκτων – ότι, εις περίπτωσιν αρνήσεως διπλωματικής αναγνωρίσεως των Ελλήνων επαναστατών εκ μέρους της Υψηλής Πύλης, θα επεχειρείτο μεσολάβησις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο Σουλτάνος απέρριψε πάσαν διεθνή μεσολάβησιν. Και έτσι, χάρις στην επιμονή και τις έντονες και διαρκείς διπλωματικές και στρατιωτικές ενέργειες της Ρωσσίας, καταλήξαμε στην ίδρυσιν ελευθέρου Βασιλείου της Ελλάδος το 1830.
Πράγματι, η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, την οποίαν επέβαλε η Ρωσσία στην Τουρκία την 14ην Σεπτεμβρίου 1829, υπήρξε, κατ’ ουσίαν, η γενέθλιος πράξις του νεωτέρου Ελληνικού Κράτους.
Η διαπίστωσις αυτή ίσως ξενίζει αρκετούς φίλους αναγνώστες, καθώς, εις «επιστημονικά» (υποτίθεται!) συνέδρια, ψευδοϊστορικές εκπομπές της ΕΡΤ και γνωστών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών των Ολιγαρχών και άλλες ρηχές «συζητήσεις» εις άπαντα (!) τα καθεστωτικά, νεομαρξιστικά (τροτσκιστικά), εθνομηδενιστικά Μέσα Μαζικής Εξαπατήσεως (και, εν τω μεταξύ, «εκπουστεύσεως», κατά τον όρον του μακαρίτη Σαράντου Καργάκου) ακούμε και διαβάζουμε – σήμερα μάλιστα μετ’ επιτάσεως, περισσότερο παρά ποτέ κατά το παρελθόν – το τετριμμένον ότι, δήθεν, «η Δύση μας απελευθέρωσε από τους Τούρκους στο Ναυαρίνο» – υπονοουμένης, μάλιστα, εν προκειμένω, εν πολλοίς, της Αγγλίας!
Ουδείς λόγος, βεβαίως, γίνεται για το πώς εφθάσαμε στο Ναυαρίνον! Ουδόλως αναφέρεται το αδιάψευστον ιστορικόν γεγονός ότι, ως προανεφέρθη, ήτο ο μόλις ενθρονισθείς Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών Νικόλαος Α΄ εκείνος ο οποίος, αμέσως μετά την άνοδόν του στον Θρόνον, ετροχοδρόμησε την σειράν εκείνων των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών, που οδήγησαν στην δυναμική επίλυσιν του Ελληνικού Ζητήματος και στην δημιουργίαν της ελευθέρας Ελλάδος.
Διά της σιδηράς αποφασιστικότητός του αλλά και των ευφυών διπλωματικών χειρισμών του, ο Τσάρος υπεχρέωσε, ουσιαστικώς, την Αγγλία να μεταβάλει γραμμήν πλεύσεως και να συρθεί όπισθεν της ρωσσικής πολιτικής, υπογράψασα το Πρωτόκολλον της Αγίας Πετρουπόλεως του 1826 και την επακολουθήσασα Συνθήκη του Λονδίνου του 1827, προκειμένου να μη χάσει κάθε πολιτικόν έρεισμά της στο υπό σύστασιν Ελληνικόν Κράτος – του οποίου, άλλως τε, την μελλοντικήν στρατηγικήν σύζευξιν με την Αγίαν Ρωσσίαν είχε ήδη επιτυχώς αποπειραθεί να αποτρέψει, μέσω του «Αγγλικού Κόμματος», του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, των κομπραδόρων αντιπροσώπων της Αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής και των διαβοήτων «Δανείων του Αγώνος».
Έτσι, η πονηρά και δολερά Αλβιών υπεχρεώθη να συμπράξει, μετά του Ρωσσικού και του Γαλλικού Πολεμικού Στόλου, στην Ναυμαχία του Ναυαρίνου (όπου – σημειωτέον – το Ρωσσικόν Αυτοκρατορικόν Ναυτικόν αντιμετώπισε το κέντρον βάρους του Τουρκοαιγυπτιακού Στόλου του Τουρκαλβανού Ιμβραήμ και είχε βαρύτατον φόρον αίματος). Αλλά και μετά την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου, η λαμπρά εκείνη νίκη θα παρέμενε κενή περιεχομένου όσον αφορά το Ελληνικόν Ζήτημα – αφού ο Σουλτάνος δεν εννοούσε να αναγνωρίσει ύπαρξιν Ελληνικού Κράτους – εάν ο Ρώσσος Αυτοκράτωρ δεν ανελάμβανε νέα, δυναμική πρωτοβουλία. Το «Ναυαρίνον», όπως άλλοτε και το «Λεπάντο» (η Ναυμαχία της Ναυπάκτου του 1571) δεν ήτο «Αποφασιστική Ναυμαχία», με όρους Ναυτικής/Στρατιωτικής Ιστορίας (οι αναγνώστες οι προερχόμενοι εκ του Πολεμικού Ναυτικού ευχερώς με εννοούν!), καθ’ όσον δεν παρήγαγε μονιμώτερες συνέπειες επί του στρατηγικού πεδίου, και θα παρέμενε ένα απλούν συμβάν της Ναυτικής Ιστορίας, εάν δεν ανελάμβανε εκ νέου δυναμικήν δράσιν η Ρωσσία:
Πράγματι, με νέον, αστραπιαίον Ρωσσο-Τουρκικόν Πόλεμον (1828-1829), η Στρατιά του (γερμανικής καταγωγής, όπως πολλοί ευγενείς της Αγίας Ρωσσίας) Στρατηγού Ιωάννου Δείμπιτς έφθασε μέχρις Αδριανουπόλεως (!) και έτσι η Οθωμανική Υψηλή Πύλη υπεχρεώθη πανικόβλητος να υπογράψει την ομώνυμη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως (14 Σεπτεμβρίου 1829) και να αποδεχθεί τα γεωπολιτικά αποτελέσματα του Ναυαρίνου και, επομένως, την ίδρυσιν διακριτού Ελληνικού Κράτους, έστω και αυτονόμου, την οποίαν, έως τότε, ηρνείτο πεισμόνως.
Υπό την απειλήν περαιτέρω προελάσεως των Ρωσσικών Στρατευμάτων προς Κωνσταντινούπολιν, ο Σουλτάνος διεκήρυξε την πλήρη συναίνεσίν του εις τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου (1827) – οι οποίες ήσαν σχεδόν πανομοιότυπες προς εκείνες του μυστικού Πρωτοκόλλου της Αγίας Πετρουπόλεως (1826) – δυνάμει των οποίων ανεγνωρίζετο, διά πρώτην φοράν, η Ελλάς ως Κράτος, φόρου υποτελές μεν εις την Υψηλήν Πύλην αλλά με πλήρη αυτοκυβέρνησιν και ελευθερίαν εσωτερικής διοικήσεως, θρησκεύματος και διεξαγωγής εμπορίου, διατηρουμένων ορισμένων μόνον επιφυλάξεων της Πύλης. Συγχρόνως, ο Σουλτάνος υπεχρεώθη διά των ρωσσικών όπλων να αποδεχθεί τους όρους του Πρωτοκόλλου από 22ας Μαρτίου 1829, το οποίον αφορούσε την χάραξιν των συνόρων του Ελληνικού Κράτους και τον καθορισμόν του φόρου υποτελείας. Προσέτι, ως προς τους εν Ελλάδι εγκατεστημένους «Τούρκους» (όρος διά του οποίου νοούνται, τω καιρώ εκείνω, οι Μουσουλμάνοι), προεβλέπετο εκ της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως η μετανάστευσίς των στην επικράτειαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναντι αποζημιώσεως της ακινήτου περιουσίας των υπό του Ελληνικού Κράτους.
Η Αγγλία προέβαλλε λυσσαλέαν άρνησιν αποδοχής, ιδίως, των όρων των αφορώντων εις την ανεξαρτησίαν και εις τα σύνορα της Ελλάδος, ισχυριζομένη ότι η ενδεχομένη διπλωματική αναγνώρισις της Ελλάδος ως ανεξαρτήτου Κράτους στην Ανατολή θα αποτελούσε παράγοντα ανησυχίας – εξ ου και η διαρκής και συστηματική εκστρατεία υπονομεύσεως του Καποδίστρια και, εν τέλει, ανατροπής του (Régime Change, με σημερινούς όρους). Η πονηρά Αλβιών εδέησε, τελικώς, να συναινέσει εις την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, μετά πάροδον πέντε μηνών περίπου, οπότε και συνυπέγραψε, μετά της Ρωσσίας και της Γαλλίας, το Πρωτόκολλον του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 – αλλά μόνον υπό τον όρον ότι το νέον κράτος θα εσμικρύνετο γεωγραφικώς. Στην πράξιν αυτό εσήμαινε την τελικήν χάραξιν των χερσαίων συνόρων της Ελλάδος κατά μήκος της νοητής γραμμής Αχελώου–Σπερχειού, αντί Αμβρακικού–Παγασητικού (επ’ αυτού υπήρξε, επίσης, σφοδροτάτη και μακρά διαμάχη μεταξύ Ουέλλιγκτων και λοιπών Άγγλων ιθυνόντων, αφ’ ενός, και Καποδίστρια, αφ’ ετέρου).
Έτσι, λοιπόν, άνοιξε ο δρόμος – χάρις εις τον Ρώσσον Αυτοκράτορα και τον νικηφόρον Ρωσσικόν Στρατόν – διά την συνομολόγησιν του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830, που εσήμανε την ίδρυσιν ανεξαρτήτου, πλέον, Ελληνικού Κράτους. Αυτό, άλλως τε, ομολογούν άπαντες οι διπλωμάτες αλλά και οι ιστορικοί (Δυτικοί και Τούρκοι) και λοιποί συγγραφείς του καιρού εκείνου αλλά και μεταγενεστέρως. Και αυτός ο Λόρδος Άμπερντην, Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, θα ομολογούσε, μετά πάροδον πολλών ετών, ότι το ζήτημα της πλήρους ανεξαρτησίας της Ελλάδος ήτο συνέπεια του Ρωσσοτουρκικού πολέμου και της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως.
Αυτός δε ήτο και ο λόγος της εκδήλου αντιπαθείας, αν όχι και μίσους, που έτρεφαν κατά της νέας Ελλάδος και των Ελλήνων ο Κάρολος Μαρξ, ο Φρειδερίκος Έγκελς και οι ομογάλακτοί των, πρώτοι «Μαρξιστές» συγγραφείς και διανοούμενοι της Δύσεως: ότι η Ελλάς χρωστούσε την ύπαρξίν της στην – τόσον μισητήν τους – Ρωσσία των Ρωμανώφ! Προβαίνουν μάλιστα, στις μεταξύ των επιστολές, και εις ονομαστικές αναφορές στον Καποδίστρια, άκρως αρνητικές! Για τον αντίστροφον λόγον, εξ άλλου, ο Μαρξ, ο Έγκελς και οι όμοιοί των σχεδόν ελάτρευαν τους Τούρκους – φθάνοντες, πολλές φορές, στα κείμενα και στις μεταξύ των επιστολές, εις απερίγραπτους εξωραϊσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποίαν έβλεπαν ως φυσικόν εχθρόν και ανάχωμα της «δεσποτικής» Τσαρικής Ρωσσίας. Το μίσος τους προς την Αγία Ρωσσία τους παρασύρει εις το να εξιδανικεύουν την Οθωμανικήν διοίκησιν και την κατάστασιν, που επικρατούσε στην επικράτειαν του Σουλτάνου, με κάποιους εξ αυτών να αποφαίνονται ότι το οθωμανικόν πολίτευμα είναι σήμερα (στα μέσα του 19ου αιώνος) το …καλλίτερον επί της γης (!) – κάτι που θα εζήλευαν πολλοί καθεστωτικοί «ιστορικοί» σήμερα εν Ελλάδα!
Συμπερασματικώς, η Αγία Ρωσσία εφαίνετο διεθνώς ως εκείνη η Μεγάλη Ευρωπαϊκή (και Χριστιανική) Δύναμις, ήτις επέλυσε το Ελληνικόν Ζήτημα – και απέτρεψε την γενοκτονίαν του ελληνικού πληθυσμού της Παλαιάς Ελλάδος και την Αντικατάστασιν Πληθυσμού, την οποίαν σχεδίαζε και ήδη εκτελούσε ο Ιμβραήμ – και η οποία γενοκτονία και Μεγάλη Αντικατάστασις του ιθαγενούς ελληνικού πληθυσμού, κατά μίαν φοβεράν ειρωνείαν της Ιστορίας, συντελούνται σήμερα, από τριών δεκαετιών ήδη, υπό του κρατούντος Τροτσκιστικού, εθνομηδενιστικού καθεστώτος, διά του μαζικού Εποικισμού της Ελλάδος με πολλά εκατομμύρια αλλογενών και αλλοφύλων, αλλ’ αυτό είναι μία άλλη οδυνηρά ιστορία…
https://www.militaire.gr/ti-ofeilei-i-ellas-stin-rossia-ilias-iliopoylos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου