«Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Μᾶρκ. 10,38)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί λέει; Λέει, ὅτι σὲ λίγες μέρες ὁ Χριστὸς θὰ σταυρωθῇ.
Θὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, ποὺ ἀνέστησε νεκρούς; Ἀδύνατον! ἔλεγαν οἱ μαθηταί του.
Μὰ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει· Παιδιά μου, σὲ λίγες μέρες θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς. Θὰ μὲ πιάσουν, θὰ μὲ δέσουν, θὰ μὲ χτυπήσουν, θὰ μὲ φτύσουν, καὶ τέλος θὰ μὲ σταυρώσουν· ἀλλὰ τὴν τρίτη μέρα θ᾽ ἀναστηθῶ.
Αὐτὰ τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνοι ὅμως ἄλλα φαντάζονταν· ὅτι σὲ λίγο θὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ ξεσηκώσῃ τὸ βασανισμένο λαὸ σὲ ἐπανάστασι ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, θὰ γκρεμίσῃ ὅλα τὰ βασίλεια, θὰ κάνῃ ἕνα νέο βασίλειο, μιὰ αὐτοκρατορία ποὺ πρωτεύουσα θά ᾽χῃ τὰ Ἰεροσόλυμα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ διοικῇ ὅλο τὸν κόσμο.
Τέτοια πράγματα φαντάζονταν. Γι᾽ αὐτὸ δύο ἀγαπημένοι μαθηταί του, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, τὸν πλησιάζουν καὶ τοῦ λένε· Δάσκαλε, ὅταν θὰ γίνῃς βασιλιᾶς, σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς κάνῃς τὸν ἕνα πρωθυπουργὸ καὶ τὸν ἄλλο ἀντιπρόεδρο τῆς κυβερνήσεως… Ζητοῦσαν τὰ πρῶτα ἀξιώματα κοντά του. Πόσο μακριὰ ἦταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα του! Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε πῶς σκέπτονται, τοὺς λέει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε (Μᾶρκ. 10,38). Ναί, θὰ πάω στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταυρωθῶ, καὶ δεξιὰ κι ἀριστερά μου θά ᾽νε δυὸ λῃσταί… Πόσο διαφορετικὰ σκέπτονταν οἱ μαθηταί! Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τοὺς φωτίσῃ νὰ καταλάβουν ποιός εἶνε ὁ χαρακτήρας τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ μας.
Μὰ μὴ νομίσετε ὅτι ἄλλαξε ἀπὸ τότε ὁ κόσμος. Ἔτσι σκέπτονται καὶ σήμερα οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ χιλιασταί. Ἂν διαβάσετε τὰ βιβλία τους, λένε ὅτι, νά ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θά ᾽ρθῃ ὁ Χριστός, θὰ γκρεμίσῃ ὅλα τὰ κράτη, θὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρατορία· θὰ ἐγκατασταθῇ μονίμως στὰ Ἰεροσόλυμα κι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ κυβερνήσῃ χίλια χρόνια ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· ὅτι θὰ διορίσῃ κυβέρνησι μὲ πρωθυπουργὸ τὸν Ἀβραάμ, ὑπουργὸ τῶν οἰκονομικῶν τὸν Ἰωσήφ, ὑπουργὸ παιδείας τὸν Σολομῶντα κ.τ.λ.. Τέτοιες ἰδέες ἔχουν. Στοὺς χιλιαστάς, ποὺ παρερμηνεύουν καὶ διαστρεβλώνουν τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ταιριάζει πάλι νὰ πῇ ὁ Χριστός· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.
Θὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, ποὺ ἀνέστησε νεκρούς; Ἀδύνατον! ἔλεγαν οἱ μαθηταί του.
Μὰ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει· Παιδιά μου, σὲ λίγες μέρες θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς. Θὰ μὲ πιάσουν, θὰ μὲ δέσουν, θὰ μὲ χτυπήσουν, θὰ μὲ φτύσουν, καὶ τέλος θὰ μὲ σταυρώσουν· ἀλλὰ τὴν τρίτη μέρα θ᾽ ἀναστηθῶ.
Αὐτὰ τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνοι ὅμως ἄλλα φαντάζονταν· ὅτι σὲ λίγο θὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ ξεσηκώσῃ τὸ βασανισμένο λαὸ σὲ ἐπανάστασι ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, θὰ γκρεμίσῃ ὅλα τὰ βασίλεια, θὰ κάνῃ ἕνα νέο βασίλειο, μιὰ αὐτοκρατορία ποὺ πρωτεύουσα θά ᾽χῃ τὰ Ἰεροσόλυμα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ διοικῇ ὅλο τὸν κόσμο.
Τέτοια πράγματα φαντάζονταν. Γι᾽ αὐτὸ δύο ἀγαπημένοι μαθηταί του, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, τὸν πλησιάζουν καὶ τοῦ λένε· Δάσκαλε, ὅταν θὰ γίνῃς βασιλιᾶς, σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς κάνῃς τὸν ἕνα πρωθυπουργὸ καὶ τὸν ἄλλο ἀντιπρόεδρο τῆς κυβερνήσεως… Ζητοῦσαν τὰ πρῶτα ἀξιώματα κοντά του. Πόσο μακριὰ ἦταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα του! Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε πῶς σκέπτονται, τοὺς λέει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε (Μᾶρκ. 10,38). Ναί, θὰ πάω στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταυρωθῶ, καὶ δεξιὰ κι ἀριστερά μου θά ᾽νε δυὸ λῃσταί… Πόσο διαφορετικὰ σκέπτονταν οἱ μαθηταί! Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τοὺς φωτίσῃ νὰ καταλάβουν ποιός εἶνε ὁ χαρακτήρας τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ μας.
Μὰ μὴ νομίσετε ὅτι ἄλλαξε ἀπὸ τότε ὁ κόσμος. Ἔτσι σκέπτονται καὶ σήμερα οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ χιλιασταί. Ἂν διαβάσετε τὰ βιβλία τους, λένε ὅτι, νά ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θά ᾽ρθῃ ὁ Χριστός, θὰ γκρεμίσῃ ὅλα τὰ κράτη, θὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρατορία· θὰ ἐγκατασταθῇ μονίμως στὰ Ἰεροσόλυμα κι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ κυβερνήσῃ χίλια χρόνια ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· ὅτι θὰ διορίσῃ κυβέρνησι μὲ πρωθυπουργὸ τὸν Ἀβραάμ, ὑπουργὸ τῶν οἰκονομικῶν τὸν Ἰωσήφ, ὑπουργὸ παιδείας τὸν Σολομῶντα κ.τ.λ.. Τέτοιες ἰδέες ἔχουν. Στοὺς χιλιαστάς, ποὺ παρερμηνεύουν καὶ διαστρεβλώνουν τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ταιριάζει πάλι νὰ πῇ ὁ Χριστός· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.
* * *
Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, πολλὲς φορὲς ἔτσι χαμηλὰ σκεπτόμεθα· δὲ σκεπτόμεθα ἀνώτερα. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα, νὰ δῆτε ὅτι τὸ μυαλό μας δὲ διαφέρει ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ τότε. Ὑλικὰ σκέπτονταν ἐκεῖνοι, ὑλικὰ σκεπτόμεθα κ’ ἐμεῖς.
⃝ Πολλοὶ ζητᾶνε λεπτά! Οἱ μικροί, οἱ μεγάλοι, οἱ φτωχοί, οἱ πλούσιοι, ὅλοι λεπτὰ θέλουν. Νομίζει ὁ ταλαίπωρος κόσμος, ὅτι αὐτὰ θὰ τοὺς κάνουν εὐτυχισμένους. Ξέρουμε ὅμως ἀνθρώπους ποὺ κολυμποῦν στὸ χρῆμα, κ᾽ εἶνε δυστυχεῖς· καὶ ξέρουμε ἄλλους ποὺ κάθονται σὲ μιὰ καλύβα, ἀλλὰ ἔχουν ἀγάπη μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους κ᾽ εἶνε χαρούμενοι. Μπορεῖ ν᾽ ἀποκτήσῃς ἑκατομμύρια· τί θὰ καταλάβῃς; Στὴν Ἀμερικὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πλουσίους τοῦ κόσμου αὐτοκτόνησε. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὰ λεπτά. Κάποιος ἄλλος στὴν Ἀθήνα, πᾶνε πολλὰ χρόνια, ἀγόρασε λαχεῖο· καὶ πήγαινε στὶς ἐκκλησίες, ἄναβε κεριὰ καὶ προσκυνοῦσε παρακαλώντας νὰ τοῦ πέσῃ ὁ πρῶτος λαχνός. Ἔ, τοῦ ἔπεσε, πῆρε ἕνα ἑκατομμύριο. Ἔγινε εὐτυχής; Ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ αἰσθάνθηκε τρελλάθηκε καὶ τὸν ἔκλεισαν στὸ φρενοκομεῖο. Τί κέρδισε; Ἔχασε καὶ τὸ μυαλό του. Στοὺς φιλαργύρους λοιπὸν ὁ Χριστὸς λέει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Βλέπεις καὶ μιὰ κοπέλλα ποὺ θέλει νὰ παντρευτῇ· περιμένει γαμπρό. Ἀλλὰ τί γαμπρό; Δὲν παίρνει φτωχαδάκι, ἕναν ἐργάτη, ἕνα ψαρᾶ, ἕνα βοσκό, ἕνα γεωργό· θέλει πλούσιο, μεγάλο, «πολιτισμένο». Σὲ κάποιο χωριὸ τῶν Πρεσπῶν ἕνας πατέρας ἤθελε νὰ δώσῃ στὴν κόρη του ἕνα τσοπανόπουλο, καλὸ παιδί – τὸ ἤξερα. Ἡ κόρη τὸν περιφρόνησε. ―Αὐτὸν θὰ πάρω ἐγώ; εἶπε. Ἦρθε τότε στὸ χωριὸ ἕνας ἀπ᾽ τὴν Ἀμερική, στολισμένος μὲ τὸ μαντηλάκι του, τὴ γραβάτα του, τὰ δαχτυλίδια του. ―Αὐτὸν θέλω, πατέρα. ―Βρέ, παιδί μου, δὲν κάνει αὐτός. ―Ὄχι, αὐτὸν θέλω!… Τὸ τσοπανόπουλο ἦρθε στὴ μητρόπολι λυπημένο, ἤθελε ν᾽ αὐτοκτονήσῃ. ―Ὄχι! τοῦ λέω. Πήγαινε ν᾽ ἀνάψῃς ἕνα κερὶ στὴν Παναγιά, γιατὶ σὲ γλύτωσε ἀπὸ τέτοια γυναῖκα· αὐτὴ δὲν ἀγαπάει ἄνθρωπο, ἀγαπάει δολλάρια. Ἔννοια της, αὐτή θὰ μετανοήσῃ… Ἔφυγε παρηγορημένος. Ἔγινε ὁ γάμος καὶ τὸ ζεῦγος ἀνεχώρησε μὲ ἀεροπλάνο στὸ Σικάγο. Ἔ, σ᾽ ἕνα μῆνα ἔρχεται τηλεγράφημα ἀπὸ τὴν κόρη στὸ χωριό· «Πατέρα, ἔλα νὰ μὲ πάρῃς». Πηγαίνει ὁ πατέρας στὸ Σικάγο. Τί ἦταν ὁ γαμπρός· γκάγκστερ, λῃστής, κακοῦργος! μιὰ νύχτα πῆγε νὰ τὴ στραγγαλίσῃ. Τώρα κάθεται σ᾽ ἕνα χωριὸ λυπημένη. Ἄ, ἔτσι λοιπόν; θέλεις ἄντρα πλούσιο καὶ «πολιτισμένο», καὶ περιφρονεῖς τὸ φτωχαδάκι; Θὰ τιμωρηθῇς. Στὶς νέες αὐτὲς ὁ Χριστὸς ἐπαναλαμβάνει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Ἕνας στὸ χωριὸ καθόταν φρόνιμα. Εἶχε τὸ σπιτάκι του, τὸν πατέρα του, τὴ γυναῖκα του καὶ τέσσερα χαριτωμένα ἀγοράκια. Ἄκουσε ὅμως, ὅτι στὰ ξένα ὅσοι δουλεύουν βγάζουν πολλά, καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγῃ. Μή! τοῦ λέει ὁ πατέρας. Τίποτα αὐτός· τοὺς ἄφησε ὅλους κ᾽ ἔφυγε στὴ Γερμανία. Ἐκεῖ ἔμπλεξε μὲ μιὰ Τουρκάλα· πάει κι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένειά του, τελείωσαν. Τί νὰ τὰ κάνῃ μετὰ τὰ μάρκα; Παραπάνω εἶνε ἡ οἰκογένεια. Σ᾽ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.
⃝ Βλέπεις τώρα κ᾽ ἕναν ἄλλο ποὺ ἔρχεται στὴν ἐκκλησιὰ καὶ παρακαλεῖ. Γιὰ τί παρακαλεῖ; Γιὰ ἐκδίκησι· νὰ κάψῃ ὁ Χριστὸς τὸν ἐχθρό του! Μὰ τέτοια πράγματα ζητᾷς ἀπ᾽ τὸ Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε στὸ σταυρὸ τὰ ἅγια χέρια του καὶ συγχώρησε τὸν πιὸ μεγάλο ἐχθρό του. Γι’ αὐτὸ σοῦ ἀπαντᾷ· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Βλέπετε λοιπὸν πῶς σκεπτόμεθα;
⃝ Πολλοὶ ζητᾶνε λεπτά! Οἱ μικροί, οἱ μεγάλοι, οἱ φτωχοί, οἱ πλούσιοι, ὅλοι λεπτὰ θέλουν. Νομίζει ὁ ταλαίπωρος κόσμος, ὅτι αὐτὰ θὰ τοὺς κάνουν εὐτυχισμένους. Ξέρουμε ὅμως ἀνθρώπους ποὺ κολυμποῦν στὸ χρῆμα, κ᾽ εἶνε δυστυχεῖς· καὶ ξέρουμε ἄλλους ποὺ κάθονται σὲ μιὰ καλύβα, ἀλλὰ ἔχουν ἀγάπη μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους κ᾽ εἶνε χαρούμενοι. Μπορεῖ ν᾽ ἀποκτήσῃς ἑκατομμύρια· τί θὰ καταλάβῃς; Στὴν Ἀμερικὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πλουσίους τοῦ κόσμου αὐτοκτόνησε. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὰ λεπτά. Κάποιος ἄλλος στὴν Ἀθήνα, πᾶνε πολλὰ χρόνια, ἀγόρασε λαχεῖο· καὶ πήγαινε στὶς ἐκκλησίες, ἄναβε κεριὰ καὶ προσκυνοῦσε παρακαλώντας νὰ τοῦ πέσῃ ὁ πρῶτος λαχνός. Ἔ, τοῦ ἔπεσε, πῆρε ἕνα ἑκατομμύριο. Ἔγινε εὐτυχής; Ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ αἰσθάνθηκε τρελλάθηκε καὶ τὸν ἔκλεισαν στὸ φρενοκομεῖο. Τί κέρδισε; Ἔχασε καὶ τὸ μυαλό του. Στοὺς φιλαργύρους λοιπὸν ὁ Χριστὸς λέει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Βλέπεις καὶ μιὰ κοπέλλα ποὺ θέλει νὰ παντρευτῇ· περιμένει γαμπρό. Ἀλλὰ τί γαμπρό; Δὲν παίρνει φτωχαδάκι, ἕναν ἐργάτη, ἕνα ψαρᾶ, ἕνα βοσκό, ἕνα γεωργό· θέλει πλούσιο, μεγάλο, «πολιτισμένο». Σὲ κάποιο χωριὸ τῶν Πρεσπῶν ἕνας πατέρας ἤθελε νὰ δώσῃ στὴν κόρη του ἕνα τσοπανόπουλο, καλὸ παιδί – τὸ ἤξερα. Ἡ κόρη τὸν περιφρόνησε. ―Αὐτὸν θὰ πάρω ἐγώ; εἶπε. Ἦρθε τότε στὸ χωριὸ ἕνας ἀπ᾽ τὴν Ἀμερική, στολισμένος μὲ τὸ μαντηλάκι του, τὴ γραβάτα του, τὰ δαχτυλίδια του. ―Αὐτὸν θέλω, πατέρα. ―Βρέ, παιδί μου, δὲν κάνει αὐτός. ―Ὄχι, αὐτὸν θέλω!… Τὸ τσοπανόπουλο ἦρθε στὴ μητρόπολι λυπημένο, ἤθελε ν᾽ αὐτοκτονήσῃ. ―Ὄχι! τοῦ λέω. Πήγαινε ν᾽ ἀνάψῃς ἕνα κερὶ στὴν Παναγιά, γιατὶ σὲ γλύτωσε ἀπὸ τέτοια γυναῖκα· αὐτὴ δὲν ἀγαπάει ἄνθρωπο, ἀγαπάει δολλάρια. Ἔννοια της, αὐτή θὰ μετανοήσῃ… Ἔφυγε παρηγορημένος. Ἔγινε ὁ γάμος καὶ τὸ ζεῦγος ἀνεχώρησε μὲ ἀεροπλάνο στὸ Σικάγο. Ἔ, σ᾽ ἕνα μῆνα ἔρχεται τηλεγράφημα ἀπὸ τὴν κόρη στὸ χωριό· «Πατέρα, ἔλα νὰ μὲ πάρῃς». Πηγαίνει ὁ πατέρας στὸ Σικάγο. Τί ἦταν ὁ γαμπρός· γκάγκστερ, λῃστής, κακοῦργος! μιὰ νύχτα πῆγε νὰ τὴ στραγγαλίσῃ. Τώρα κάθεται σ᾽ ἕνα χωριὸ λυπημένη. Ἄ, ἔτσι λοιπόν; θέλεις ἄντρα πλούσιο καὶ «πολιτισμένο», καὶ περιφρονεῖς τὸ φτωχαδάκι; Θὰ τιμωρηθῇς. Στὶς νέες αὐτὲς ὁ Χριστὸς ἐπαναλαμβάνει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Ἕνας στὸ χωριὸ καθόταν φρόνιμα. Εἶχε τὸ σπιτάκι του, τὸν πατέρα του, τὴ γυναῖκα του καὶ τέσσερα χαριτωμένα ἀγοράκια. Ἄκουσε ὅμως, ὅτι στὰ ξένα ὅσοι δουλεύουν βγάζουν πολλά, καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγῃ. Μή! τοῦ λέει ὁ πατέρας. Τίποτα αὐτός· τοὺς ἄφησε ὅλους κ᾽ ἔφυγε στὴ Γερμανία. Ἐκεῖ ἔμπλεξε μὲ μιὰ Τουρκάλα· πάει κι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένειά του, τελείωσαν. Τί νὰ τὰ κάνῃ μετὰ τὰ μάρκα; Παραπάνω εἶνε ἡ οἰκογένεια. Σ᾽ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.
⃝ Βλέπεις τώρα κ᾽ ἕναν ἄλλο ποὺ ἔρχεται στὴν ἐκκλησιὰ καὶ παρακαλεῖ. Γιὰ τί παρακαλεῖ; Γιὰ ἐκδίκησι· νὰ κάψῃ ὁ Χριστὸς τὸν ἐχθρό του! Μὰ τέτοια πράγματα ζητᾷς ἀπ᾽ τὸ Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε στὸ σταυρὸ τὰ ἅγια χέρια του καὶ συγχώρησε τὸν πιὸ μεγάλο ἐχθρό του. Γι’ αὐτὸ σοῦ ἀπαντᾷ· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Βλέπετε λοιπὸν πῶς σκεπτόμεθα;
* * *
Λοιπὸν τί πρέπει νὰ ζητᾶμε; Νὰ ζητᾶμε ὄχι χαλίκια, ὄχι χώματα, ὄχι φίδια, ὄχι σκορπιούς· νὰ ζητᾶμε μεγάλα καὶ ὑψηλὰ πράγματα, νὰ ζητᾶμε διαμάντια. Ποιά εἶνε τὰ διαμάντια; Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα καὶ τελειώνουμε.
⃝ Νὰ ζητοῦμε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὴν πίστι. Ποιά πίστι; Τὴν πίστι τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων, τὴν πίστι τῶν ἀγραμμάτων παππούδων καὶ προγόνων μας, ποὺ κάθε Κυριακὴ ἦταν στὴν ἐκκλησιὰ κι ὁ Θεὸς εὐλογοῦσε τοὺς κόπους των. Τώρα δὲν ἐκκλησιάζονται καὶ δὲν ἔχουν εὐλογία. Ὅταν ὑπηρετοῦσα τὴν Κάρυστο τῆς Εὐβοίας, οἱ ψαρᾶδες ἦταν λυπημένοι· ἕνα μῆνα εἶχαν νὰ πιάσουν ψάρι! Περίεργο πρᾶγμα· μὲ σύγχρονα μέσα, καὶ νὰ μὴ πιάνουν; Τότε ἕνας γέρος ψαρᾶς μοῦ λέει· Ἄχ, πάτερ μου· ὅταν ἤμουν παιδὶ ὁ πατέρας μου ἔκανε τὸ σταυρό του, ζητοῦσε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν προλαβαίναμε νὰ ῥίχνουμε τὰ δίχτυα καὶ γέμιζαν ψάρια· τώρα ἀντὶ γιὰ προσευχὴ βλαστημᾶμε Χριστὸ καὶ Παναγιά!… Πίστι ἔχουμε ἀνάγκη.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας ὁμόνοια, νά ᾽μαστε μονοιασμένοι· στὸ σπίτι, στὸ χωριό, στὴν πατρίδα. Νὰ μὴ μᾶς διαιροῦν τὰ κόμματα. Ἡ Ἐκκλησία φωνάζει «ἀγάπη, ὁμόνοια», ὁ διάβολος «μῖσος, ἐκδίκησι», καὶ εἴδαμε στὸν τόπο μας τὰ θλιβερὰ ἀποτελέσματα.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε; Τὴν εἰρήνη. Μεγάλο πρᾶγμα. Ἐγὼ ποὺ γέρασα πέντε πολέμους εἶδα στὶς μέρες μου. Τώρα; Ὦ Θεέ μου, ἔρχεται μεγάλη συμφορά, ὁ τελευταῖος παγκόσμιος πόλεμος. Ὅταν τὸ σκέπτομαι παρακαλῶ· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας εἰρήνη, λυπήσου τὸν κόσμο.
⃝ Ἄλλο διαμάντι ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε εἶνε ἡ μετάνοια. Ποιός τὸ ζητάει! Τὸ ζήτησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ποὺ ἑορτάζει σήμερα. Ἔπεσε στὴν ἁμαρτία· μετανόησε ὅμως, ἐξωμολογήθηκε καὶ ἔμεινε στὴν ἔρημο κλαίοντας 47 χρόνια. Ποιός ἀπὸ μᾶς κλαίει τὶς ἁμαρτίες του, ποιός πάει στὸν πνευματικό; Ἂν δὲν μετανοήσουμε, δὲν εἴμεθα Χριστιανοί. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἔχω πνευματικὸ πατέρα, καὶ πηγαίνω τὸν βρίσκω κ᾽ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ὅπως Χριστιανὸς δὲν λέγεται ὅποιος δὲ βαπτίστηκε, ἔτσι Χριστιανὸς δὲν εἶνε καὶ ὅποιος δὲν ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του.
⃝ Νὰ ζητοῦμε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὴν πίστι. Ποιά πίστι; Τὴν πίστι τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων, τὴν πίστι τῶν ἀγραμμάτων παππούδων καὶ προγόνων μας, ποὺ κάθε Κυριακὴ ἦταν στὴν ἐκκλησιὰ κι ὁ Θεὸς εὐλογοῦσε τοὺς κόπους των. Τώρα δὲν ἐκκλησιάζονται καὶ δὲν ἔχουν εὐλογία. Ὅταν ὑπηρετοῦσα τὴν Κάρυστο τῆς Εὐβοίας, οἱ ψαρᾶδες ἦταν λυπημένοι· ἕνα μῆνα εἶχαν νὰ πιάσουν ψάρι! Περίεργο πρᾶγμα· μὲ σύγχρονα μέσα, καὶ νὰ μὴ πιάνουν; Τότε ἕνας γέρος ψαρᾶς μοῦ λέει· Ἄχ, πάτερ μου· ὅταν ἤμουν παιδὶ ὁ πατέρας μου ἔκανε τὸ σταυρό του, ζητοῦσε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν προλαβαίναμε νὰ ῥίχνουμε τὰ δίχτυα καὶ γέμιζαν ψάρια· τώρα ἀντὶ γιὰ προσευχὴ βλαστημᾶμε Χριστὸ καὶ Παναγιά!… Πίστι ἔχουμε ἀνάγκη.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας ὁμόνοια, νά ᾽μαστε μονοιασμένοι· στὸ σπίτι, στὸ χωριό, στὴν πατρίδα. Νὰ μὴ μᾶς διαιροῦν τὰ κόμματα. Ἡ Ἐκκλησία φωνάζει «ἀγάπη, ὁμόνοια», ὁ διάβολος «μῖσος, ἐκδίκησι», καὶ εἴδαμε στὸν τόπο μας τὰ θλιβερὰ ἀποτελέσματα.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε; Τὴν εἰρήνη. Μεγάλο πρᾶγμα. Ἐγὼ ποὺ γέρασα πέντε πολέμους εἶδα στὶς μέρες μου. Τώρα; Ὦ Θεέ μου, ἔρχεται μεγάλη συμφορά, ὁ τελευταῖος παγκόσμιος πόλεμος. Ὅταν τὸ σκέπτομαι παρακαλῶ· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας εἰρήνη, λυπήσου τὸν κόσμο.
⃝ Ἄλλο διαμάντι ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε εἶνε ἡ μετάνοια. Ποιός τὸ ζητάει! Τὸ ζήτησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ποὺ ἑορτάζει σήμερα. Ἔπεσε στὴν ἁμαρτία· μετανόησε ὅμως, ἐξωμολογήθηκε καὶ ἔμεινε στὴν ἔρημο κλαίοντας 47 χρόνια. Ποιός ἀπὸ μᾶς κλαίει τὶς ἁμαρτίες του, ποιός πάει στὸν πνευματικό; Ἂν δὲν μετανοήσουμε, δὲν εἴμεθα Χριστιανοί. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἔχω πνευματικὸ πατέρα, καὶ πηγαίνω τὸν βρίσκω κ᾽ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ὅπως Χριστιανὸς δὲν λέγεται ὅποιος δὲ βαπτίστηκε, ἔτσι Χριστιανὸς δὲν εἶνε καὶ ὅποιος δὲν ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του.
* * *
Αὐτὰ νὰ ζητοῦμε, ἀγαπητοί μου. Αὐτὰ εἶνε τὰ σπουδαῖα. Καὶ πρέπει νά ᾽ρθῃ Πνεῦμα ἅγιο γιὰ ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ καρδιά μας νὰ τὰ καταλάβουμε. Νὰ μὴ ζητοῦμε εὐτελῆ ὑλικὰ πράγματα· νὰ ζητοῦμε πολύτιμα πνευματικὰ πράγματα. Καὶ τότε ὁ Θεός, κοντὰ στὰ μεγάλα καὶ πνευματικά, θὰ μᾶς δώσῃ τὰ μικρά. Ἔτσι θὰ εἴμεθα εὐτυχεῖς κι ἀγαπημένοι καὶ μονοιασμένοι καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος μέσα στὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τῆς ἐπουρανίου του βασιλείας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος χωρίου Ἁγ. Παντελεήμων – Ἀμυνταίου 11-4-1976)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου