Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί ἡ ἀπαίτησή του νά δεῖ πρώτα μέ τά μάτια του καί νά ψηλαφίσει μέ τά χέρια του τόν Ἀναστημένο Κύριο, καί ἔπειτα νά πιστέψει, καθώς ἀκόμα καί ἡ παραχώρηση τοῦ διδασκάλου στήν ἀνθρώπινη αὐτή ἀδυναμία μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία στό σημερινό κήρυγμά μας νά ὁμιλήσουμε γιά τήν πίστη καί ὄχι μόνο ἀλλά κατά πόσο ἡ λογική καί ἡ ἔρευνα μπορεῖ νά διεισδύσει σ’ αὐτήν. Στήν ἐποχή μας πολλοί ἄνθρωποι εὔκολα ρίχνουν λάσπη στήν Ἐκκλησία καί στήν πίστη. Εἶναι ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν, πού δέν ἔχουν μελετήσει οὔτε κἄν ἀνοίξει τήν Καινή Διαθήκη καί ὅμως ἔχουν ἄποψη. Εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ μεγάλη εὐκολία κατηγοροῦν τήν θρησκεία μας καί λέγουν πράγματα πού ὄχι μόνο δέν ἰσχύουν ἀλλά δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα. Προβάλλουν καί διαδίδουν τήν ἄποψη ὅτι : «Νά ἡ θρησκεία ζητᾶ νά πιστεύουμε χωρίς νά μᾶς ἐπιτρέπεται νά ἐρευνοῦμε!». Μᾶς ζητᾶ δηλαδή στήν οὐσία νά μήν χρησιμοποιοῦμε τόν νοῦ μας ὁ ὁποῖος μᾶς διαχωρίζει ἀπό τά ἄλλα ζώα. Πῶς μποροῦμε λοιπόν νά ἐμπιστευθοῦμε μία θρησκεία πού ἔχει ὡς ἀρχή της ἤ ἀκόμα ὡς δόγμα της τό γνωστό «πίστευε καί μή ἐρεύνα».
Ἐδῶ θά πρέπει νά ξεδιαλύνουμε τά πράγματα καί νά τά βάλουμε στήν σωστή τους βάση. Πρῶτα ἀπό ὅλα πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ φράση ἡ προηγούμενη δέν εἶναι δόγμα οὔτε θέση τῆς πίστεώς μας. Δέν ἀπηχεῖ καμία διδασκαλία. Σέ κανένα Εὐαγγέλιο καί σέ κανένα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ φράση, ἀντίθετα ὑπάρχει τό «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς». Τό «πίστευε καί μή ἐρεύνα» εἶναι μία θέση εἴτε πονηρῶν ἀνθρώπων πού πολεμοῦν τήν πίστη. Εἴτε ἁπλοϊκῶν ἤ ἀμαθῶν ἀνθρώπων. Γιατί ποτέ κανείς δέν θέλησε νά ἀποκλείσει τήν ἔρευνα ἀπό τόν χῶρο τῆς θρησκείας ἤ ἀκόμα νά θεωρήσει αὐτό ὡς δόγμα. Δέν παύει ὅμως νά ὑπάρχει ὡς ἄποψη ἐξυπηρετώντας τά συμφέροντα τῶν πολεμίων τῆς πίστεώς μας. Γιατί ἔτσι γίνεται ὅπλο στά χέρια τους τό ὁποῖο στρέφουν κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ὑπάρχουν αὐτές οἱ καταστάσεις στήν πραγματικότητα.
Ὅταν ὁ Θωμᾶς ζήτησε, δυσπιστώντας στίς διαβεβαιώσεις τῶν συμμαθητῶν του, νά δεῖ μέ τά μάτια του καί νά πιάσει μέ τά χέρια του τόν Κύριο, θέλησε νά βρεθεῖ σέ ἐκείνη τήν πλεονεκτική θέση, πού εἶχαν βρεθεῖ πρίν ἀπό λίγο καί ἐκεῖνοι. Γιατί εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁλόσωμος μπροστά τους ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς καί τόν εἶχαν δεῖ ἐνῶ ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε. Θέλησε δηλαδή νά ἔχει μία χειροπιαστή ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως. Καί ὁ Χριστός δέν τοῦ τήν στέρησε. Ἐμφανίσθηκε πάλι καί τόν ἐκάλεσε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. Τήν στιγμή ἐκείνη δέν πραγματοποιοῦσε μία ἁπλή περιέργεια. Ἀπό τήν μία μεριά ἔδινε μία ἀντράνταχτη μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεώς Του καί ἀπό τήν ἄλλη ἔδινε τήν συγκατάθεσή Του στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη γιά ἔρευνα. Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας δέν θέλησε νά ἀχρηστεύσει τήν νοητική λειτουργία ἀκόμα καί στά θέματα τῆς πίστεως. Πάνω σ’ αὐτή τήν γραμμή βαδίζει ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία, πού σάν ἐπιστήμη ἔχει ἄμμεση σχέση μέ τήν ἔρευνα. Αὐτό σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει καμία ἀντίρρηση ἐκ μέρους τῆς θρησκείας προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά μελετήσει, νά ἐρευνήσει καί νά στοχασθεῖ πάνω σέ ὁρισμένα θέματα πίστεως, πού μποροῦν νά τεθοῦν κάτω ἀπό ἕνα τέτοιο ἔλεγχο. Ὅπου δηλαδή χωράει τό ἀνθρώπινο μυαλό καί φτάνει ἡ ἀνθρώπινη γνώση ὁ δρόμος εἶναι ἐλεύθερος. Ποτέ ἡ θρησκεία δέν θά ἐπιδιώξει νά σταματήσει τήν λαχτάρα τοῦ «εἰδέναι» κι ὅπου στό παρελθόν θέλησε νά τό ἐπιδιώξει κατακρίθηκε ὡς νοθεύτρια τοῦ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος.
Ἄλλο πράγμα ὅμως εἶναι αὐτό, καί ἄλλο ἡ ἀξίωση μερικῶν νά πιστέψουν μόνο σέ ὅσα βλέπουν ἤ ἀκοῦν ἤ καταλαβαίνουν. Γιατί ἁπλούστατα ὑπάρχουν μερικά πράγματα στήν πίστη, πού εἶναι ἐξ ἀντικειμένου ἀδύνατο νά ἐλεγχθοῦν ἀπό τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἀνήκουν στόν ὑπερβατικό κόσμο καί στίς ὑπέρ-λόγον ἀλήθειες. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν ἀπαγορεύεται ἀπό τήν θρησκεία ἡ ἔρευνα. Ἀποκλείεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ὡστόσο ἡ θρησκεία ἀφήνει καί στά θέματα αὐτά διεξόδους γιά ἔρευνα, ὄχι ἄμεση μά ἔμμεση πηγῶν. Ἔτσι π.χ. μᾶς καλεῖ νά πιστέψουμε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐμποδίζει τήν ἔρευνά μας γύρω ἀπό τό γεγονός, ὅπως μᾶς τό παρουσιάζουν τά Εὐαγγέλια, προκειμένου πρῶτα-πρῶτα νά ἐλεχθεῖ ἡ ἀξιοπιστία τους καί νά ἀκολουθήσει ἡ κριτική τους ἀξιολόγηση μέ βάση φιλολογικά, ἱστορικά, ψυχολογικά καί ἄλλα δεδομένα πού ἐνισχύουν τήν πίστη μας. Μᾶς μιλάει ἡ θρησκεία μας γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.
Δέν μᾶς ἐμποδίζει ὅμως νά ψάξουμε γιά νά κατοχυρώσουμε ἱστορικά τήν προσωπικότητά του. Μᾶς κάνει λόγο ἡ θρησκεία μας γιά τήν μετά θάνατο ζωή. Δέν ἀποκλείει ὅμως νά ζητήσουμε ἐρείσματα γιά περισσότερη κατοχύρωση τῆς μεταφυσικῆς αὐτῆς ἀληθείας στήν συγκριτική θρησκειολογία, στήν ψυχολογία, στήν λογική.
Συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ἔρευνα πάνω στά θέματα τῆς πίστεως παίζει ἕνα δευτερεύοντα λόγο, ἐπικουρικό λόγο πού ἡ θρησκεία δέν τόν ἀρνεῖται. Ἄλλωστε ὅπως εἴπαμε ἡ σημερινή ἀνάπτυξη τῆς θεολογίας, σάν σύστημα γνώσεων θρησκευτικῶν βασιζομένων πέρα ἀπό τήν θεία ἀποκάλυψη καί σέ ἐπιστημονικές βάσεις εἶναι ἀπόδειξη αὐτοῦ. Μήν ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι ἡ πίστη βασικά ἀρχίζει ἐκεῖ ὅπου τελειώνει ἡ γνώση. Καί ὅτι ἡ πίστη ἀνήκει πρωτίστως στήν καρδιά καί ὄχι στό μυαλό.
Ψάξτε, λοιπόν, ἀδελφοί μου ὅσο θέλετε. Δέν εἶναι ἡ θρησκεία πού θά σέ κακίσει γι’ αὐτό. Οἱ ἴδιες οἱ δυνάμεις σου δέ θά σέ στηρίξουν καί δέν θά συντροφεύσουν παντοῦ.
Ἐδῶ θά πρέπει νά ξεδιαλύνουμε τά πράγματα καί νά τά βάλουμε στήν σωστή τους βάση. Πρῶτα ἀπό ὅλα πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ φράση ἡ προηγούμενη δέν εἶναι δόγμα οὔτε θέση τῆς πίστεώς μας. Δέν ἀπηχεῖ καμία διδασκαλία. Σέ κανένα Εὐαγγέλιο καί σέ κανένα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ φράση, ἀντίθετα ὑπάρχει τό «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς». Τό «πίστευε καί μή ἐρεύνα» εἶναι μία θέση εἴτε πονηρῶν ἀνθρώπων πού πολεμοῦν τήν πίστη. Εἴτε ἁπλοϊκῶν ἤ ἀμαθῶν ἀνθρώπων. Γιατί ποτέ κανείς δέν θέλησε νά ἀποκλείσει τήν ἔρευνα ἀπό τόν χῶρο τῆς θρησκείας ἤ ἀκόμα νά θεωρήσει αὐτό ὡς δόγμα. Δέν παύει ὅμως νά ὑπάρχει ὡς ἄποψη ἐξυπηρετώντας τά συμφέροντα τῶν πολεμίων τῆς πίστεώς μας. Γιατί ἔτσι γίνεται ὅπλο στά χέρια τους τό ὁποῖο στρέφουν κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ὑπάρχουν αὐτές οἱ καταστάσεις στήν πραγματικότητα.
Ὅταν ὁ Θωμᾶς ζήτησε, δυσπιστώντας στίς διαβεβαιώσεις τῶν συμμαθητῶν του, νά δεῖ μέ τά μάτια του καί νά πιάσει μέ τά χέρια του τόν Κύριο, θέλησε νά βρεθεῖ σέ ἐκείνη τήν πλεονεκτική θέση, πού εἶχαν βρεθεῖ πρίν ἀπό λίγο καί ἐκεῖνοι. Γιατί εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁλόσωμος μπροστά τους ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς καί τόν εἶχαν δεῖ ἐνῶ ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε. Θέλησε δηλαδή νά ἔχει μία χειροπιαστή ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως. Καί ὁ Χριστός δέν τοῦ τήν στέρησε. Ἐμφανίσθηκε πάλι καί τόν ἐκάλεσε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. Τήν στιγμή ἐκείνη δέν πραγματοποιοῦσε μία ἁπλή περιέργεια. Ἀπό τήν μία μεριά ἔδινε μία ἀντράνταχτη μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεώς Του καί ἀπό τήν ἄλλη ἔδινε τήν συγκατάθεσή Του στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη γιά ἔρευνα. Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας δέν θέλησε νά ἀχρηστεύσει τήν νοητική λειτουργία ἀκόμα καί στά θέματα τῆς πίστεως. Πάνω σ’ αὐτή τήν γραμμή βαδίζει ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία, πού σάν ἐπιστήμη ἔχει ἄμμεση σχέση μέ τήν ἔρευνα. Αὐτό σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει καμία ἀντίρρηση ἐκ μέρους τῆς θρησκείας προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά μελετήσει, νά ἐρευνήσει καί νά στοχασθεῖ πάνω σέ ὁρισμένα θέματα πίστεως, πού μποροῦν νά τεθοῦν κάτω ἀπό ἕνα τέτοιο ἔλεγχο. Ὅπου δηλαδή χωράει τό ἀνθρώπινο μυαλό καί φτάνει ἡ ἀνθρώπινη γνώση ὁ δρόμος εἶναι ἐλεύθερος. Ποτέ ἡ θρησκεία δέν θά ἐπιδιώξει νά σταματήσει τήν λαχτάρα τοῦ «εἰδέναι» κι ὅπου στό παρελθόν θέλησε νά τό ἐπιδιώξει κατακρίθηκε ὡς νοθεύτρια τοῦ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος.
Ἄλλο πράγμα ὅμως εἶναι αὐτό, καί ἄλλο ἡ ἀξίωση μερικῶν νά πιστέψουν μόνο σέ ὅσα βλέπουν ἤ ἀκοῦν ἤ καταλαβαίνουν. Γιατί ἁπλούστατα ὑπάρχουν μερικά πράγματα στήν πίστη, πού εἶναι ἐξ ἀντικειμένου ἀδύνατο νά ἐλεγχθοῦν ἀπό τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἀνήκουν στόν ὑπερβατικό κόσμο καί στίς ὑπέρ-λόγον ἀλήθειες. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν ἀπαγορεύεται ἀπό τήν θρησκεία ἡ ἔρευνα. Ἀποκλείεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ὡστόσο ἡ θρησκεία ἀφήνει καί στά θέματα αὐτά διεξόδους γιά ἔρευνα, ὄχι ἄμεση μά ἔμμεση πηγῶν. Ἔτσι π.χ. μᾶς καλεῖ νά πιστέψουμε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐμποδίζει τήν ἔρευνά μας γύρω ἀπό τό γεγονός, ὅπως μᾶς τό παρουσιάζουν τά Εὐαγγέλια, προκειμένου πρῶτα-πρῶτα νά ἐλεχθεῖ ἡ ἀξιοπιστία τους καί νά ἀκολουθήσει ἡ κριτική τους ἀξιολόγηση μέ βάση φιλολογικά, ἱστορικά, ψυχολογικά καί ἄλλα δεδομένα πού ἐνισχύουν τήν πίστη μας. Μᾶς μιλάει ἡ θρησκεία μας γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.
Δέν μᾶς ἐμποδίζει ὅμως νά ψάξουμε γιά νά κατοχυρώσουμε ἱστορικά τήν προσωπικότητά του. Μᾶς κάνει λόγο ἡ θρησκεία μας γιά τήν μετά θάνατο ζωή. Δέν ἀποκλείει ὅμως νά ζητήσουμε ἐρείσματα γιά περισσότερη κατοχύρωση τῆς μεταφυσικῆς αὐτῆς ἀληθείας στήν συγκριτική θρησκειολογία, στήν ψυχολογία, στήν λογική.
Συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ἔρευνα πάνω στά θέματα τῆς πίστεως παίζει ἕνα δευτερεύοντα λόγο, ἐπικουρικό λόγο πού ἡ θρησκεία δέν τόν ἀρνεῖται. Ἄλλωστε ὅπως εἴπαμε ἡ σημερινή ἀνάπτυξη τῆς θεολογίας, σάν σύστημα γνώσεων θρησκευτικῶν βασιζομένων πέρα ἀπό τήν θεία ἀποκάλυψη καί σέ ἐπιστημονικές βάσεις εἶναι ἀπόδειξη αὐτοῦ. Μήν ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι ἡ πίστη βασικά ἀρχίζει ἐκεῖ ὅπου τελειώνει ἡ γνώση. Καί ὅτι ἡ πίστη ἀνήκει πρωτίστως στήν καρδιά καί ὄχι στό μυαλό.
Ψάξτε, λοιπόν, ἀδελφοί μου ὅσο θέλετε. Δέν εἶναι ἡ θρησκεία πού θά σέ κακίσει γι’ αὐτό. Οἱ ἴδιες οἱ δυνάμεις σου δέ θά σέ στηρίξουν καί δέν θά συντροφεύσουν παντοῦ.
Γράφει: ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης κ. Καλλίνικος Νικολάου,
Πηγή: http://www.imkby.gr
http://www.gonia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου