"Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστρωσεν, ὡς ἔσπειρεν θερίζει - Μιχαήλ Γλυκάς, 12ος αιώνας"
Συνήθως έχουμε την εντύπωση οτι η γλώσσα που μιλάμε, και κατ’επέκταση οι διάφορες εκφράσεις και παροιμίες είναι σχετικά πρόσφατα δημιουργήματα της λαϊκής γλώσσας αν και ισχύει το αντίθετο. Πολλές απο τις παροιμίες και εκφράσεις (όχι λόγιες αλλά της δημώδους γλώσσας) ανάγονται στην αρχαιότητα και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και να εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ώσπου να καταγραφούν απο διάφορους συγγραφείς την ειδικά τελευταία χιλιετία, με σκοπό την διατήρησή τους.
Τρία παραδείγματα είναι ο Μιχαήλ Γλυκάς, Κερκυραίος ποιητής και χρονογράφος του 12ου αιώνα, Μάξιμος Πλανούδης του 13ου αιώνα – λόγιος μοναχός απο τη Νικομήδεια της Βιθυνίας αλλά και του γερμανικής καταγωγής Ολλανδού διπλωμάτη στην Κωνσταντινούπολη Levinus Warner που το 1650 κατέγραψε περίπου 750 λαϊκές παροιμίες της εποχής του.
Μερικά παραδείγματα (σε κάποια απο αυτά μαζί με σύγχρονες παροιμίες απο διάφορες διαλέκτους):
Μιχαήλ Γλυκάς (12ος αιώνας) :
-Κουκκίν—κουκκὶν ἂν σωρευθῇ, τὸ μόδιν νὰ γεμίσῃ
Τήνος: Κουκκί κουκκί, γεμίζει το σακκί
Καστελόριζο: Κουτσίν κουτσίν, γεμίζει το σακκί
Πόντος: Κοκκίν και κοκκίν, γομών’το σακκίν
-Ἐλάκτισεν ὁ γάιδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα
Ήπειρος: Φταίγει ο γάδαρος και δέρνουν το σαμάρι
Λιβίσι: Δεν αμπουρούν να δέρουν τουν γάδαρουν κι δέρνουν του σαμάριν
-Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστρωσεν, ὡς ἔσπειρεν θερίζει
Νεοελλ. Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς κ’ ό,τι σπείρεις θα θερίσεις
-Οὐδεὶς γὰρ εἰς κωφοῦ θύραν, καὶ πολλὰ κρούσας, εἰσηκούσθη ποτέ
Νεοελλ. Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα
Μάξιμος Πλανούδης (13ος αιώνας):
-Των φρονίμων οι παίδες, πριν πεινήσαι την τροφήν ετοιμάζουσι
-Όλον τον βουν έφαγε, κατά δε την κερκον απηγόρευσε
(νεοελ. Όλο βο βόϊδ’εφάγαμε και’ς την ουρά’ποστάσαμε)
-Εξ ανοήτου και μεθυόντος μαθήση το αληθές
(νεοελ. Απο ζουρλό και μεθυστή μαθαίνεις την αλήθεια)
-Ένθα πολλοί αλέκτορες, εκεί ημέρα ου γίνεται
(νεοελ. Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει)
-Δύο όνοι εμάχοντο επι ξένης θημωνίας
(νεοελ. δύο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα)
-Μετά προσήκοντός σοι φάγε και πίε, συνάλλαγμα δε μη ποιήσης
(νεοελ. Με τον συγγενή σου φάγε και πιέ, και συντροφιά μην κάμης)
-Το αίμα ύδωρ ου γίνεται
(νεοελ. Το αίμα νερό δεν γίνεται)
-Πάσα αρχή δύσκολος
(νεοελ. Κάθ’αρχή και δύσκολη)
-Τα μη φαινόμενα πρόσωπα ταχέως εις λήθην έρχονται
(Νεοελ. Τα μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονούνται)
-Ποίησον αγαθόν και ρίψον αυτό εις την θάλασσαν
(Νεοελ. Κάμε καλόν και ρίψε το στην θάλασσα)
Levinus Warner (περ.1650):
-Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ βασιλικοῦ πίνει ἡ γλάστρα τὸ νερό/ Γι᾿ ἀγάπη τῆς γαραφυλιᾶς ποτίζεται καὶ ἡ γλάστρα
-Ὅπου κουτσὸς κ᾿ ὅπου τυφλός, στὸν ἅγιον Παντελέημονα
-Γαμήσῃ καὶ ξεράχωμα.
-Γάμειε κ᾿ ἐσύ , ἀχελῶνα, στὴν πομπὴ τοῦ σταυρυαετοῦ .
-Ακόμη δὲν τὸν εἴδαμε καὶ Γιάννη τὸν ἐκράξαμε .
-Τὸ ἀγῶγι ξυπνᾷ τὸν ἀγωγιάτην .
-Αλλα εἶνε τὰ μάτια τοῦ λαγοῦ καὶ ἄλλα τῆς κουκουβάγιας.
-Εἶδες πράσινον ἄλογον , εἶδες Χιώτην φρόνιμον .
-Εἰς τὴν ἀναβροχιὰ καλὸν καὶ τὸ χαλάζι .
-Ἔκαμε τὸ ἀνάστα ὁ Θεός .
-Αντρα θέλω , τώρα τὸ θέλω.
-Τὸν ἀράπη νὰ ξεπλύνης, τὸ νεκρὸ νὰ γαργαλίζης, εὔκαιρον τὸν κόπον κάμης.
-Τὸν ἀράπην ἐρώτησαν · τί κάμνουν τὰ παιδιά σου ; Ὅσον αὐξαίνουν , τόσο μαυρίζουν
-Νηστικόν ἀρκούδι δὲ χορεύει .
-Έχασε τὰ αὐγὰ καὶ τὸ καλάθι .
-Ο βλάχος ἄρχος νὰ γενῇ , πάλιν βλαχιὲς μυρίζει .
-Ὅλο τὸ βόδι ἐφάγαμε καὶ στὴν οὐρὰ ἀπομείναμε .
-Δύο γαδάροι ἐμάλλωναν εἰς ξένην ἀχερῶνα.
-Ὅλο τὸ γαίδαρο ἐφάγαμε καὶ στὴν οὐρὰ ἀπομείναμε .
-Ἔμαθε νὰ βελονιάζῃ καὶ γαμεῖ τὸ μάστορά του .
-Ακόμη δὲν τὸν εἴδαμε καὶ Γιάννη τὸν ἐκράξαμε .
-Ὥσπερ τὸ τσικούρι του γύφτου .
-Ἠθέλησε ὁ Ἑβραῖος νὰ καβαλλικέψῃ καὶ ἔλαχε Σάββατο
-Βρωμεῖ ὁ Ἑβραιὸς καὶ ἡ τύχη του , βρωμοῦν καὶ τὰ καλά του .
-Ο φόβος καὶ τὰ ἔρημα φυλάγει .
-Τί εἶνε ὁ κάβουρας, τί εἶνε τὸ ζουμί του ;
κ.α.
κ.α.
Πηγές:
Γλυκάς - E.T. Tsolakes, "Μιχαὴλ Γλυκᾶ στίχοι, οὓς ἔγραψε καθ’ ὃν κατεσχέθη καιρόν," Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΑΠΘ Παράρτημα 3 (1959): 3-22.
Πλανούδης: Die Sprichwörtersammlung des Maximus Planudes, Eduard Kurtz, 1886
Levinus Warner: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού, Ν.Γ.Πολίτης, Παροιμίαι, τομος Β’, 1900
Στην εικόνα: Έλληνας χωρικός, απο τον Henri Bonnart 1678-1711.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου