Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

            Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί αδελφοί, ένας πλούσιος νέος πλησίασε τον Χριστό, και μάλιστα γονυπετής τον ρώτησε τί καλό πρέπει να κάνει για να κερδίσει τήν αιώνια ζωή. Ο Χριστός τού είπε απλό πράγμα: να τηρεί τίς εντολές. Ο πλούσιος νεανίσκος του απάντησε περιχαρής, ίσως και με κάποια αυτάρκεια, ότι από τήν τρυφερή του ηλικία ακόμη τηρεί όλες τίς εντολές. Ρωτάει με αληθινή απορία τον Χριστό: σε τί ακόμη υστερώ; Ο Χριστός τού είπε ότι ένα μόνο πράγμα τού απέμενε για να αριστεύσει στήν αρετή: να μοιράσει τον πλούτο του στούς φτωχούς και να τον ακολουθήσει. Τότε ο πλούσιος νέος έφυγε πολύ λυπημένος, γιατί όντως είχε χρήματα πολλά, τα οποία δεν ήθελε να αποχωριστεί. Ο Χριστός διευκρινίζει καθαρά ότι πολύ δύσκολα οι πλούσιοι θα μπούν στήν βασιλεία τού Θεού. Οι μαθητές με πολλή απορία και ανησυχία τον ρώτησαν ποιος μπορεί να σωθεί, αφού έτσι έχουν τα πράγματα; Εκείνος τούς έδωσε μια απάντηση γεμάτη ελπίδα: αυτό που είναι ακατόρθωτο για τούς ανθρώπους, μπορεί να κατορθωθεί από τον Θεό.

Είναι φοβερά μεγάλο πρόβλημα στήν πνευματική ζωή το θέμα τής αυτάρκειας. Ο πλούσιος νέος τού σημερινού Ευαγγελίου, πιστεύει όντως ότι τηρεί όλο τον Νόμο. Λίγο ακόμη και θα γίνει άγιος! Ο Χριστός ως παντογνώστης τού αποκαλύπτει «τα άδηλα και τα κρύφια» τής καρδιά του, φέρνοντας στήν επιφάνεια το νοσηρό δέσιμο τού νέου με τό χρήμα και τον πλούτο, τα οποία τελικά αποδεικνύονται ισχυρότερα.
            Έτσι συμπεριφερόμαστε και οι περισσότεροι από εμάς: τηρούμε κάποιες εντολές και διαλέγουμε και ποιες να μην τηρήσουμε, θεωρώντας τες ως ήσσονος σημασίας. Για παράδειγμα θέλουμε να είμαστε τακτικοί στόν εκκλησιασμό, την προσευχή, τίς κατηχητικές συνάξεις, αλλά αποφεύγουμε τήν εγκράτεια τόσο τής νηστείας, όσο και τών σαρκικών σχέσεων, θεωρώντας τες ξεπερασμένες. Έτσι ανεπίγνωστα μεταφερόμαστε σε «έτερο ευαγγέλιο» δικής μας επινόησης, το οποίο κολακεύει τα πάθη μας και μας δημιουργεί τήν πλάνη μιάς κατά τό δυνατόν ενάρετης χριστιανικής ζωής. Όμως, «ουδέν ψευδέστερον αυτού», διότι αυτός που φταίει σε ένα, είναι φταίχτης σε όλα: «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε ενί, γένονε πάντων ένοχος».
           
            Όλοι τελικά είμαστε «πλούσιοι» και όλοι κινδυνεύουμε από τήν αυτάρκεια στήν πνευματική ζωή, όπως και από τήν οίηση, διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του ενάρετο και σωστό Χριστιανό, επόμενο είναι να θεωρεί τούς άλλους υποδεέστερους. Υπάρχει κίνδυνος να υπερεκτιμήσουμε άλλα είδη πλούτου και όχι μόνο τον υλικό πλούτο. Άλλος έχει πλούτο χαρισμάτων διανοητικών, άλλος έχει διοικητικό χάρισμα, άλλος χάρισμα στήν προσευχή κ. λπ. Δεν υπάρχει τελικά άνθρωπος που να μην είναι κεκοσμημένος από τον Θεό με κάποια χαρίσματα. Άρα είναι πλούσιος κατ’ αυτήν τήν έννοια κάθε άνθρωπος και όλοι οι άνθρωποι «χωρούμε» στόν αρχέτυπο τού πλούσιου νεανία τής ευαγγελικής περικοπής, οπότε υπάρχει κίνδυνος να κάνουμε λανθασμένη αξιολόγηση, να αισθανθούμε αυτάρκεις και να θεωρήσουμε ότι υπολειπόμαστε κάτι λίγο από την αγιότητα.
            Ο ταπεινός όμως είναι όντως πλούσιος γιατί πιστεύει ότι όλα τα χαρίσματά του προέρχονται από τον Θεό και από τον ίδιο προέρχονται τα πάθη και οι αμαρτίες.

            Θορυβημένοι οι μαθητές, μόλις άκουσαν τήν άποψη τού Χριστού ότι πολύ δύσκολα πλούσιος εισέρχεται στήν βασιλεία τού Θεού, τον ρώτησαν ποιος τελικά είναι εκείνος που μπορεί να σωθεί. Ο Χριστός τούς απάντησε ότι ο Θεός όλα τα μπορεί, γεμίζοντάς τους με ελπίδα.
            Η αρετή η οποία φέρνει τον άνθρωπο κοντά στόν Θεό και νιώθε πάντοτε τήν ανεπάρκειά και τήν πτωχεία του είναι η ταπείνωση. Ο ταπεινός άνθρωπος έλκει πλούσιο το θείο έλεος και αφήνει χώρο στήν καρδιά του να ανθίσουν τα χαρίσματά του, με σκοπό τήν ωφέλεια τών άλλων ανθρώπων και τήν δόξα τού Θεού. Άλλωστε στήν θεία Λειτουργία ομολογούμε και διαπιστώνουμε μαζί: «ότι πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σού τού Πατρός τών φώτων. Και Σοί τήν δόξαν και ευχαριστίαν και προσκύνησιν αναπέμπομεν…»
            Η ταπείνωσις ανεβάζει τον άνθρωπο τόσο ψηλά, τον πλησιάζει τόσο κοντά στόν Θεό, που αυτός αντιλαμβάνεται πράγματι ότι ο Θεός όλα τα μπορεί εκτός από ένα: να τον αναγκάσει να τον ακολουθήσει. Τότε θα έπαυε να είναι Θεός.
            Ο μέγας Αντώνιος έλεγε συχνά πως η κόλαση είναι μόνο για εκείνον τον ίδιο και για κανέναν άλλο άνθρωπο πάνω στην γή. Λέγοντάς το αυτό εννοούσε ότι εφόσον κανένας άλλος άνθρωπος πάνω στην γή δεν είναι για τήν κόλαση. Η κόλαση δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα ομιλίας ή κηρύγματος. Τόσο έντονα αισθανόταν ανεπαρκής, εντελώς αντίθετα με τον αυτάρκη νέο τού σημερινού Ευαγγελίου, αποτελώντας οδοδείκτη και για εμάς τούς Χριστιανούς τών τελευταίων καιρών στόν να πάρουμε στα σοβαρά το θέμα τής σωτηρίας μας.

Αρχιμ. Ε.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: