Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Η Άλλη Ελλάδα - Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος

 

Σβυσμένες ὅλες οἱ φωτιὲς οἱ πλάστρες μὲς τὴ Χώρα...

                             Κ. Παλαμάς



Χίλια χρόνια! Μὰ πότε πέρασαν ἀλήθεια; 

Τί γρήγορο πρᾶμα ποὺ εἶναι ὁ καιρός! 

Κι οἱ αἰῶνες ἕνα παιχνίδι. 

Ἕνα παιχνίδι... Σὲ ποιά χέρια ; 

Ποιά χέρια κρατᾶνε τὰ νήματα καὶ δένουνε τὸ χρόνο; 

Κι ὕστερα τρέχουν καὶ κινοῦν τὰ χρόνια, τοὺς αἰῶνες; 


Κάποτε ἤμουν βασιλιᾶς. Πορφυρογεννημένος. 

Γεννήθηκα βασιλιᾶς. Ἔζησα σὰν πολεμιστής. Τάφηκα σὰν στρατιώτης. 

Ἔτσι διάλεξα. Μὰ κι ἔτσι οἱ βάρβαροι μὲ βρῆκαν. Μὲ ξέθαψαν. 


Τί σκελετὸς ἀστόλιστος εἶναι ἐτοῦτος - εἶπαν. 

Μὰ μᾶς γελᾶσαν οἱ Ρωμιοί! 

Θάψαν ἕναν στρατιώτη σὲ μνῆμα αὐτοκράτορα! 

Σκαλίσανε στὸ μάρμαρο, παινέματα καὶ τίτλους 

καὶ μὲς τὸν τάφο ὁ σκελετὸς πάμφτωχος, μόνος στέκει 

καὶ οὔτε ἕνα κτέρισμα, μία κορώνα, κάτι, 

νὰ λάμπει, νὰ ἀσταποβολά. 

Νὰ ἀξίζει γιὰ νὰ πουληθεῖ στῆς Βενετιὰς τοὺς πάγκους. 

Νὰ ἔχουν κι οἱ ἀργυραμοιβοὶ κάτι γιὰ νὰ παινέψουν: 


Ἐδῶ εἶναι τοῦ αὐτοκράτορα ἡ ἀκριβὴ κορώνα! 

Ἐδῶ καὶ τὸ θηκάρι του, τὸ ἀσημένιο Ξίφος! 

Ἐδῶ καὶ τὸ πουκάμισο, τὸ σιδεροπλεγμένο, 

τὸ κεντημένο μὲ κλωστὴ χρυσομαλαματένια! 

Τὰ φέραν οἱ στρατιῶτες μας ποὺ κούρσεψαν τὴν Πόλι. 

Τὴν Πόλιν τοῦ Βασίλειου, ποὺ σκότωνε Βουλγάρους!" 


Ναί. Γιατι αὐτὸς ἤμουν ἐγώ: ὁ Βασίλειος. Τῶν Μακεδόνων γόνος. 

Καὶ μιᾶς Σπαρτιάτισσας παιδί. Παιδὶ ποὺ εἶδε θανάτους. 

Ναί! Εἶδα τόσους πολλοὺς θανάτους, ποὺ ξέχασα τὸν δικό μου. 

Μὰ κάποιοι τὸν θυμήθηκαν. Καὶ βρήκανε τὸν τάφο. Μὲ ξέθαψαν. Μὲ ἔστησαν καὶ ἔβαλαν στὸ στόμα, ἕνα σουραύλι, ἕναν αὐλό, μιὰ ξύλινη φλογέρα. 

Καὶ μὲ ἄφησαν ἔτσι γυμνὸ ἀπὸ κάθε τι περιττὸ ποὺ ἡ σάρκα ὁρίζει καὶ περιορίζει, ἄφησαν τὸ ὀστέϊνο ἀποτύπωμα μου, δίπλα στοὺς λίθους τῆς σαρκοφάγου, ἐγὼ ὄρθιος, δίχως σάρκες, μὲ μιὰ φλογέρα φτενὴ νὰ στέκει, ἐκεῖ ποὺ κάποτε ἦταν τὰ χείλη μου. Αὐτὰ τὰ χείλη, ποὺ θήλασαν τὸ γάλα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς μάνας μου, αὐτὰ τὰ χείλη ποὺ φίλησαν καὶ φιλήθηκαν καὶ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καὶ προδόθηκαν, ἀλλὰ δὲν πρόδωσαν. Δὲν πρόδωσα... Ὄχι! Μπορεῖ νὰ σκλήρυνα καὶ νὰ διέταξα καὶ νὰ ἔστειλα πολλοὺς στὸν Κάτω Κόσμο, μὰ ἤμουν στρατιώτης καὶ ὁδηγοῦσα στρατὸ μέγα καὶ εἶχα μέγα Χρέος. Μὰ δὲν πρόδωσα. Ἴσως... γιατι γεύτηκα τῆς προδοσίας τὸ φαρμάκι πολὺ νωρίς. Τόσο νωρίς...που θαρρῶ πὼς τὸ ἤπια ἀνακατωμένο μὲ τῆς μάνας μου, τῆς ὄμορφης Λακώνισσας, τὸ γάλα. 

Πορφυρογέννητος ναί! Γεννήθηκα μὲς τὴν πορφύρα. Κόκκινα βαριὰ βελοῦδα. Στὸ χρυσαφένιο λίκνο. Βαθιὰ κόκκινη πορφύρα φοροῦσε καὶ ὁ Ρωμανός, ὁ αὐτοκράτορας πατέρας μου. Βαθὺ κόκκινο καὶ τὸ αἷμα του. ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Μὲ κράταγε στὰ γόνατά του. Δὲν τὸ θυμᾶμαι. Δὲν τὸν θυμᾶμαι. Ἤμουν μόλις τριῶν. Ἕνας μικρὸς ἐστεμμένος. Ἕνας μικρὸς συναυτοκράτωρ. Ἕνας πορφυρογέννητος, τυλιγμένος σὲ πορφυρᾶ βελοῦδα, ποὺ ἔσταζαν αἷμα. Καὶ προδοσία. Τὸ αἷμα, τὸ ξανάδα, τὸ ξαναγεύτηκα, τὸ συνήθισα σὰν τὸν καλὸ στρατιώτη. Γιατι ξέρετε... ἔγινα ἕνας καλὸς στρατιώτης. Κάποιοι ἔλεγαν ὁ καλύτερος! Μὰ ξέρετε...εγώ μισοῦσα τὰ πολλὰ παινέματα καὶ τὶς κολακεῖες καὶ τῶν εὐνούχων τὰ καμώματα καὶ τοὺς ψιθύρους πίσω ἀπὸ τὶς βαριὲς κουρτίνες τοῦ παλατιοῦ, τὶς βαθυκόκκινες, πορφυρὲς σχεδὸν κουρτίνες, ποὺ τὰ βελοῦδα τους ἔμοιαζαν πληγωμένα ἀπὸ τὴν προδοσία. Ἀπὸ τὴν προδοσία, ποὺ τριγύριζε ἀλαφροπάτητη - σὰν τὸ βῆμα τῆς ὡραίας μάνας, τῆς Λακώνισσας μὲ τὰ γλαυκὰ μάτια- ποὺ περπατοῦσε ἀχέρωχη καὶ μοιραῖα, ἐπάνω σὲ θρόνους, αὐτοκράτορες, στρατηγοὺς καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ γιοῦ της. Ἐπάνω στὴ δική μου καρδιά. Ἔτσι κι ἐγώ, μίσησα τὴν πορφύρα κι ἀγάπησα τὸν σάκο τοῦ στρατιώτη. Μὰ ἐπειδὴ ἤμουν αὐτοκράτορας- ἐτῶν δεκαοκτώ- μὰ αὐτοκράτορας πλέον- ἔπρεπε καὶ στὸ στρατὸ νὰ ξεχωρίζω. Ἔτσι ἡ σιδεροπλεγμένη πανοπλία μου εἶχε κεντήματα χρυσᾶ καὶ πορφυρᾶ σειρίτια. Καὶ τὸν Δικέφαλο Ἀετό, ὁλόχρυσο στὸ στῆθος. 

Αὐτός μου ἄρεσε. Πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὰ σημαντικὰ τῆς θέσης καὶ τοῦ θρόνου. Ἔβαλα καὶ τὸν κέντησαν παντοῦ. Ἀκόμα καὶ στὴ σέλα τοῦ ἀλόγου μου. Κ ἰ ὅταν ἐπέστρεφα εἰς τὴν Πόλιν- μετὰ ἀπὸ μάχες σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση- κι ὅταν ἔμπαινα νικητὴς καὶ θριαμβευτὴς περνῶντας καβαλλάρης ἀπὸ τὴν Πύλη τὴ Χρυσῆ καὶ οἱ φωνὲς κι οἱ θρίαμβοι, οἱ προσευχὲς κι οἱ ὕμνοι, οἱ καμπάνες τῶν ναῶν καὶ τὰ σήμαντρα τῆς Μεγάλης τοῦ Θεοῦ Σοφίας, οἱ ζητωκραυγὲς τοῦ πλήθους καὶ ἡ εὐωδιὰ τῶν λιβανωτῶν, ἔφθαναν ὡς τὰ οὐράνια, ἐγω... σήκωνα τὰ μάτια. Καὶ μπροστά μου ἔβλεπα τὸν Δικέφαλο περήφανο νὰ ἀνεμίζει σὲ ἕναν καταγάλανο, ἐντελῶς ἀθῶο καὶ ἀπαλλαγμένο τοῦ αἵματος τῶν μαχῶν, οὐρανό. Ἦταν αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ οὐρανὸς ποὺ περίμενε τὰ φλάμπουρα μᾶς μὲ τὸν Δικέφαλο, γιὰ νὰ χαρεῖ, ὑπερήφανος ποὺ ὁ Ἀετὸς γύριζε θριαμβευτής. Ὁ Ἀετὸς μὲ τὰ δυὸ κεφάλια: Ἀνατολὴ καὶ Δύση. 

Γιατι ἔτσι παρέδωσα τὴν αὐτοκρατορία ἐγώ,ο πορφυρογέννητος, ὁ τρίχρονος συναυτοκράτωρ, ὁ δεκαοχτάχρονος αὐτοκράτωρ, τοῦ Ρωμανοῦ τὸ ὀρφανό, ὁ γιός της Λακεδαιμόνισσας - ποὺ Πατριάρχης καὶ κλῆρος τὴν ὀνόμαζαν κρυφὰ "δαιμόνισσα"- μὰ ἐγὼ τὴν ἀγαποῦσα, γιατί ποιός γιὸς τὴ μάνα του δὲν ἀγαπᾶ; Κι ἂν τὴν μισεῖ, τὸ μῖσος πάλι ἀγάπη δείχνει. Ἀγάπη γιὰ τὴ μάνα πληγωμένη, κακοφορμισμένη πληγὴ ποὺ αἰώνια αἱμορραγεῖ καὶ δὲν ἀφήνει ἄλλη ἀγάπη νὰ ἀνθίσει. Γιὰ αὐτὸ κι ἐγώ, ὁ Βασίλειος, τῶν Μακεδόνων τὸ αἷμα, κρατήθηκα μακριὰ ἀπ’ τὴν ἀγάπη καὶ τὰ στέφανα τοῦ γάμου καὶ τοὺς ἀπογόνους. Καὶ γρήγορα ξέχασα τὰ νιᾶτα μου καὶ τὰ χρυσᾶ φιλιὰ τοῦ παλατιοῦ, γιατί ἤμουν ὁ κύρης τοῦ παλατιοῦ, τοῦ Ἱεροῦ μεγάλου Παλατιοῦ. Καὶ δὲν ἤξερα ποιά θὰ ἀγαποῦσε ἐμένα κι ὄχι τοῦ θρόνου τὰ βελοῦδα. Τὰ πορφυρᾶ. Τὰ βαθιὰ κόκκινα. Σὰν σκοτωμένο αἷμα...Σαν τοῦ Ρωμανοῦ - αὐτοκράτορα καὶ πατέρα μου τὸ αἷμα... Ὄχι. Δὲν ἤξερα κι οὔτε προσπάθησα νὰ μάθω...Πως καὶ πόσο καὶ γιὰ πόσο ἀγαποῦν οἱ μεγάλες ἀγάπες. Δὲν θέλησα νὰ μάθω. Γιατι...δεν ἄντεχα τὴν προδοσία. Ἄντεχα νὰ ὀργανώνω τὸ στρατό, τὸν στόλο, τὰ οἰκονομικά, τὴν διπλωματία. Ἄντεξα νὰ πατάξω τοὺς Δυνατούς, νὰ δώσω τόπο καὶ ἀνάσα στοὺς ἀκτήμονες. Ἄντεξα νὰ φθάσω ὡς τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ νὰ ἀνταμώσω τοὺς Ἄραβες, τοὺς Ἴβηρες, τοὺς Ἄβασγους στὴν Ἀνατολή. Τοὺς Σαρακηνούς, τοὺς Νορμανδούς, τοὺς Λογγοβάρδους στὴ Δύση. Τοὺς Φατιμίδες τῆς Αἰγύπτου στὸ Νοτιᾶ. Καὶ στὸ Βορρᾶ τοὺς πιὸ ἐπικίνδυνους ἀπ’ ὅλους: Τοὺς Βούλγαρους ποὺ κατέβηκαν ἀπὸ τὴ Μογγολία, γιὰ νὰ λουφάξουν στὴν ἀρχή, νὰ γίνουν ὀσποδάροι, κι ὕστερα σὰν τὰ καλοθρεμένα φίδια νὰ λεηλατοῦν, νὰ ρημάζουν, νὰ ἀτιμάζουν. Καὶ νὰ πίνει ὁ Κροῦμος τὸ ἐκλεκτὸ κρασί μας στὸ ἀσημένιο του ποτήρι. Μὰ δὲν ἦταν ποτήρι. Τὸ κρανίο τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου ἦταν ποὺ ὁ τουρκομάνος χαγάνος- ὁ Κουροὺμ τῶν βαρβάρων καὶ Κροῦμος γιὰ τοὺς λόγιους μᾶς - εἶχε ντύσει μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, κλεμμένα κι αὐτὰ ἀπὸ τὰ ἅγια δισκοπότηρα ποὺ ἅρπαξε, σὰν ρήμαξε τὴν Θράκη! Κι ὕστερα ὁ Συμεῶν. Ὁ εὐεργετηθεῖς ἀχάριστος Συμεῶν! Τί κι ἂν βαφτίστηκε καὶ πῆρε ὄνομα χριστιανικό; Τί κι ἂν ἀνέβηκε ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης νὰ τοὺς φέρει -ὡς ἔλεγε- στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Καλὰ ποὺ εἶχαν τὸ φόβο μας καὶ δὲν ἔγινε τὸ ὁμολογουμένως σοφὸ κεφάλι τοῦ Φώτιου, κούπα γιὰ κρασί! 

Ναί. Ἄντεξα νὰ διατάξω, νὰ πολεμήσω, νὰ χάσω, νὰ νικήσω, νὰ σκοτώσω, νὰ προστάξω ἀκρωτηριασμούς, τυφλώσεις, ἐκτελέσεις. Καὶ δὲν ξέρω ποιό ἀπὸ αὐτὰ ἦταν τὸ χειρότερο. Μά...Αυτός ἦταν ὁ σχεδὸν ἔντιμος ἀγῶνας. Στὸ πεδίο. Ἐκεῖ ποὺ ἀντιμετωπίζεις τὸν ἀντίπαλο. Αὐτὸν ποὺ ἔρχεται καταπάνω σου, ἕτοιμος νὰ σκοτώσει ἢ νὰ σκοτωθεῖ. 

Τὸν πόλεμο - τὸν σχεδὸν συνεχῆ ἐπὶ πενῆντα ἔτη πόλεμο - τὸν ἄντεξα. Ἄντεξα καὶ τὸν θρῆνο καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς τῶν ἀδελφῶν μου - τῶν ὡραίων θυγατέρων καὶ πριγκιπισσῶν. Διπλοὶ θρῆνοι καὶ ὀδυρμοὶ καὶ ἂν προσθέσεις καὶ τὶς κατάρες τῆς μάνας μας, τριπλῆ συμφορὰ στοῦ Ἱεροῦ Παλατιοῦ τὶς χρυσοστολισμένες αἴθουσες. Μὰ ἄντεξα. Μέσα σὲ τόσους ὁρκισμένους ἐχθροὺς νὰ τριγυρίζουν τὴν αὐτοκρατορία, χρειαζόμουν καὶ συμμάχους. Ἂς ποῦμε... 

Πρώτη ἔφυγε ἡ ὡραία Θεοφανὼ γιὰ τὴ Γερμανία. Καὶ ὕστερα ἡ πιὸ ἀγαπημένη, ἡ Ἄννα, τὸ φὼς τῆς Πόλης. Αὐτὴ τὴν πῆρε ὁ Βλαδίμηρος, ὄχι χωρὶς θυσίες. Βαφτίστηκε πρῶτα Χριστιανὸς κι αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ Βαράγγοι του, οἱ γίγαντες οἱ ξανθοί, οἱ κοκκινομάλληδες οἱ ροῦσοι. Κι ἔτσι τὴν πῆγε στὰ παλάτια του στὸ Κίεβο. Καὶ ἔγινε αὐτὴ βασίλισσα.. Καὶ ἔγινε αὐτὸς ἄνθρωπος. Καὶ ἔγιναν κι οἱ Ρῶσοι, ἔθνος. Καὶ εἶχα καὶ ἐγὼ συμμάχους, νὰ στέκονται ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στοὺς Φράγκους. Γιατι αὐτοὺς δὲν τοὺς ἐμπιστεύτηκα ποτέ. 

Βλέπετε τὰ πράγματα κρίνονται ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες, ποὺ λίγοι προσέχουν. Ἂς ἀναφέρουμε μία: Καὶ στὶς δυὸ ἀδελφὲς μοῦ δόθηκε προῖκα καὶ συνοδεία μεγάλη. Καὶ ἐκλεκτή: Λόγιοι, ἱερεῖς, ποιητές , παπᾶδες, διπλωμάτες, φρουροί, κυράδες τῆς τιμῆς (ποιός ξέρει...), ζωγράφοι, ἀρχιτέκτονες, μαστόροι καὶ ραφτάδες καὶ ὅ,τι ἄλλο. Γιατι δὲν πηγαίναν μόνον σὰ νύφες. Ἤτανε τὰ κορίτσια μας τὰ πορφυρογέννητα, ἡ πρώτη κι ἡ καλύτερη πρεσβεία. Κι εἶχαν ἕνα σκοπό: Νὰ κάνουν τοὺς βάρβαρους, ἀνθρώπους. Καὶ τὰ παιδιά τους νὰ μεγαλώσουν μὲ πολιτισμὸ αἰώνων. Δοκιμασμένο. Καὶ οἱ μελλοντικοὶ διάδοχοι νὰ ἀνατραφοῦν μὲ τὴν ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ παιδεία. Οἱ κόκκινοι, οἱ Ρὼς μὲ τὶς γούνινες κάπες κάτι ἔνιωσαν νὰ ἀναδεύεται μὲς τὴν ψυχὴ τῆς στέππας. Σὰν νὰ ἀγάπησαν πιὸ πολὺ τοῦ Χριστοῦ τὸ Τίμιο Αἷμα καὶ τὶς ὡραῖες πριγκίπισσες ποὺ στείλαμε γιὰ νύφες καὶ γιὰ μάνες καὶ γιὰ δασκάλες. Οἱ ἄλλοι... τί νὰ μάθουν; Νόμιζαν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα! Βέβαια, νερὸ καὶ σάπωνα δὲν γνώριζαν καὶ οὔτε ἤθελαν νὰ δοκιμ’ασουν! Ζήλεψε τοῦ Γερμανοῦ ἡ μάνα τὴν ὄμορφη Θεοφανώ, γιατί πλενόταν - λέει - κάθε μέρα! Ἄλλο θαῦμα πιὰ καὶ τοῦτο! Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε ποὺ ὁ Ὄθων τὴν ἐλάτρεψε καὶ γέμισε τὸ παλάτι μὲ λουτρά, ἀλλὰ παρήγγειλε καὶ χρυσᾶ περόνια, νὰ τρώει τὸ ἀρχοντολόϊ της Κολωνίας, ὅπως ἡ ὄμορφη Ἑλληνίδα του καὶ ὄχι μὲ τὰ χέρια! Αὐτὸ κι ἂν εἶναι θαῦμα! 


-Τί ἤθελες νὰ τὶς παντρέψεις μὲ βαρβάρους; μουρμούριζε ἡ βασιλομήτωρ σὰν ἄνοιγε τὰ χρυσᾶ βουλοκέρια ἀπὸ τὶς ἐπιστολές. Ὁ ἕνας χειρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλον! 


Μπὰς καὶ γλυτώσουμε καὶ κανὰ κρανίο αὐτοκράτορος ἀπὸ τὸ νὰ γίνει κούπα γιὰ κρασί... 

Ἔτσι εἶπα ἕνα βράδυ στὴ μάνα μου τὴ Σπαρτιάτισσα ποὺ γύριζε καὶ σφύριζε σὰν σπάνια βασιλικὴ ὀχιὰ σὲ ὅλους τοὺς διαδρόμους τοῦ Παλατιοῦ. Σὰν τὸ ἄκουσε, ἡμέρεψε ξαφνικά: 

Τὸ δικό σου κεφάλι; Ἄ! ὄχι! 

Κι ὕστερα σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς συνηθισμένες της μεταστροφές, μὲ ἅρπαξε στὴν ἀγκαλιά της καὶ μὲ ἔπνιξε στὰ φιλιὰ καὶ τὶς εὐχές. Μὰ τί νὰ τὸ κάνεις; Ἡ ἀρά, ἡ ἀρχαία κατάρα εἶχε πάρει ἤδη σειρά: 

Μοῦ παίρνεις τὰ παιδιά μου; Δίνεις τὶς θυγατέρες μου, θυσία στοὺς βαρβάρους; Γιὰ τὴν αὐτοκρατορία! Ὅλα γιὰ τὸν καταραμένο θρόνο! Ἄ! ποῦ παιδιὰ νὰ μὴν χαρεῖς καὶ ἀνάπαυση στὸ χῶμα ποτέ σου νὰ μὴν βρεῖς! 

Κι ἔτσι ἔγινε. Μὰ πέρασαν χρόνια. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντέξω. Καὶ ἄντεξα. Ὅλα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προδοσία...Αυτή δὲν τὴν συνήθισα ποτέ! 

Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ πάντα ἔρχεται στὸ τέλος μετὰ τὸν ἀχὸ καὶ τὴν ἀντάρα καὶ τὶς ἰαχὲς τῆς νίκης καὶ τὶς ἐπευφημίες, ἤθελα πάντα νὰ εἶμαι μόνος. Ἦταν ἡ δική μου ὥρα: Ἡ ὥρα τῆς ἀπόλυτης μοναξιᾶς τοῦ στρατιώτη. Τοῦ αὐτοκράτορα. Τοῦ στρατιώτη... 

Ἔτσι μόνος ἤθελα νὰ εἶμαι καὶ στὰ ἀρχαῖα πατήματα. Ὅταν μετὰ τὴ μεγάλη νίκη τοῦ Βορρᾶ, ποὺ ἔσωσα τὴν Μακεδονία μου, τὴν ἱερὴ γῆ τῶν προγόνων μου ἀπὸ τὴν ἀτίμωση καὶ τὴν καταστροφή - κι ἂς λένε ὅ,τι θέλουν οἱ ἄκαπνοι ποὺ δὲν τιμοῦν Θεὸ καὶ πίστη καὶ πατρίδα- 

πρὶν ἐπιστρέψω γιὰ τὸν θρίαμβο εἰς τὴν Πόλιν, πεθύμησα τὰ μέρη τοῦ Λεωνίδα. Ἦταν καὶ οἱ γραμματικοὶ κι οἱ λόγιοι καὶ ὁ δομέστικος ὁ μέγας ποὺ λέγαν συνεχῶς πὼς ἐκείνη ἡ νίκη στὰ στενὰ τοῦ Κλειδίου, ἦταν οἱ νέες Θερμοπύλες.. Πῆρα λοιπὸν κι ἐγὼ τὸ δρόμο τοῦ Νοτιᾶ, νὰ φτάσω ἐκεῖ ποὺ ἡ Σπάρτη τῶν προγόνων μου, ἀπὸ τῆς μάνας μου τὸ αἷμα, ἔσωσε τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν κόσμο ὅλο. Καὶ ὅταν φτάσαμε στὰ Στενά, ἔδιωξα τὴ συνοδεία μου, δὲν ἤθελα κανέναν, μήτε στρατιώτη δίπλα μου. Μόνον ἕνα ντόπιο βοσκόπουλο, ἠλιοκαμμένο, ξεμάλλιαγο, ἔκπληκτο καὶ σχεδὸν ἄφωνο ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἀντάμωμα, ἄφησα γιὰ ὁδηγό. Κι ὅταν φτάσαμε στὸ σημεῖο, τοῦ εἶπα νὰ πάει παραπέρα, νὰ γυρίσει τὴν πλάτη καὶ νὰ μὴν τολμήσει νὰ κοιτάξει κατὰ τὸ μέρος μου, μέχρι νὰ τὸν φωνάξω ἐγώ. 

Ἔβγαλα τὸ διάδημα, τὸν πορφυρὸ μανδύα, τὸ σπαθὶ ἀπ΄το θηκάρι. Τὸ κάρφωσα στὸ χῶμα. Ἔκλινα τὸ γόνυ καὶ ἀκούμπησα τὸ μέτωπο στὴ χρυσῆ λαβή, μὲ τὸν Δικέφαλο Ἀετό. 

-"Σὲ πρόδωσαν,τού εἶπα ψιθυριστά. Γιατί τοὺς ἄφησες; Ἐγὼ δὲ θὰ τοὺς ἀφήσω ποτέ!" 

Σιωπή. Δὲν ἀκουγόταν τίποτε, οὔτε πέταγμα πουλιῶν, οὔτε φύλλων θρόϊσμα. 

Σιωπή. Καὶ μὲ πόνεσε τόσο αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη σιωπή. Μὲ πόνεσε ποὺ ὁ χρόνος καὶ οἱ καιροί 

εἶχαν σιωπήσει τὸν ἀχὸ τῆς μάχης καὶ τοῦ Γενναίου τὴ λεβεντιά. Κι ὕστερα ...μὰ δὲν τὸ λέω πουθενά, γιατι εἶμαι ἄντρας καὶ στρατιώτης καὶ αὐτοκράτορας, κι ὄχι ἀλαφροΐσκιωτος καὶ νεραϊδοπαρμένος, ὕστερα... σὰν νὰ ἔπιασε νὰ φυσᾶ ἕνα ἀεράκι ἀπὸ ψηλὰ ποὺ ὁλοένα δυνάμωνε καὶ δυνάμωνε καὶ σὰ νὰ κουβαλοῦσε μιὰ φωνή: κοφτή, καθαρή, σὰν μαχαιριὰ νὰ κόβει τὸν αἰθέρα: Μολῶν λαβέ, μολὼν λαβέ, μολὼν λαβέεε.. 

Πρὶν σηκωθῶ, ἔσκυψα καὶ ἀργά, εὐλαβικὰ σὰν νὰ ἀσπαζόμουν εἰκόνα ἱερή, ἀκούμπησα τὰ χείλη μου στὸ χῶμα: 

Καὶ προδομένος τοὺς νίκησες. Καὶ νικημένος τοὺς νίκησες. Καὶ νεκρός, ζεῖς!" 


Στὴν ἐπιστροφή, ὁ μικρὸς βοσκὸς γύρισε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μὲ τὸ λαμπερό του μάτι μὲ κοίταξε. Πρὶν χαθεῖ στὶς φυλλωσιὲς εἶπε μὲ τὴν τραγουδιστὴ φωνή του: 

"Βασιλέα, ὁ βασιλιᾶς Λεωνίδας σοῦ μίλησε; Σοῦ μίλησε! Δὲν πέθανε. Ζεῖ! Καὶ μιλεὶ σ’ αὐτὸν ποὺ λογαριάζει ἄξιό του. Νὰ πᾶρε καὶ ἕνα δῶρο ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀπὸ μένα, ἀπὸ τὶς Θερμοπύλες." 

Δὲν τὸν πρόλαβα. Χάθηκε σὰν ἀερικὸ καὶ πνεῦμα τοῦ δάσους. Ἔσκυψα καὶ πῆρα τὸ δῶρο. 

Μιὰ σιδερένια αἰχμή. Ἀπὸ δόρυ. Παλιό... Φύσηξα νὰ φύγει τὸ χῶμα, τὴν ἀκούμπησα πρῶτα στὸ μέτωπό μου κι ὕστερα τὴν ἔκρυψα στὸ θηκάρι μου. 

Στερέωσα καλὰ τὸ διάδημα στὴν κεφαλή μου, ἔριξα τὸ πορφυροῦν ὠμοφόριο μὲ τὸν χρυσὸ Δικέφαλο στὴν πλάτη μου καὶ προχώρησα πρὸς τὴν συνοδεία μου ποὺ ἀδημονοῦσε: -"Ἀναχωροῦμε! Κατεβαίνουμε εἰς Ἀθήνας. Θέλω νὰ ἰδῶ τὸν Παρθενῶνα. Ἑτοιμάστε τὰ δῶρα. Γιὰ τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό. Ἡ γῆ τῶν προγόνων μᾶς ὑποδέχεται μὲ δόξα καὶ τιμή. Ἂς τὴν τιμήσουμε καὶ ἐμεῖς!" 



Γιατι τὴν τίμησα τὴν πατρίδα. Ναί! τὴν τίμησα! Καὶ σὰν κατάλαβα τὸ τέλος, δὲ θέλησα τοῦ παλατιοῦ τὶς κλάψες καὶ τὶς ψεύτικες τιμές. Τί νὰ τὰ κάνω τὰ κούφια λόγια; Ὅλοι γύρω ἀπὸ τὴν βασιλικὴ κλίνη νὰ θρηνοῦν καὶ στὸ μάτι τους νὰ γυαλίζει τοῦ χρυσαφιοῦ ἡ ἀπληστία καὶ τοῦ θρόνου ἡ λαχτάρα. Ἔτσι διέταξα - γιατι τὸ μποροῦσα ἀκόμα- νὰ χαιρετίσω τὸ στρατό μου. Καὶ πέρασε ἀπὸ μπροστά μου ἡ πεῖρα καὶ ἡ πυρὰ τῆς Πόλης: Ὁ Μέγας Δομέστιχος καὶ οἱ Δοῦκες, οἱ Πατρίκιοι, οἱ Δρουγγάριοι καὶ οἱ Κατεπάνω. Οἱ νεαροὶ ὁπλῖτες καὶ οἱ εὐθυτενεῖς ἱππεῖς. Μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι. Ἀπὸ σεβασμό; Ἢ γιατι ρωτοῦσαν μυστικά, αὐτὸ ποὺ ἕνα ἀμούστακο ψιθυριστὰ μὲ ρώτησε, σὰν ἔσκυβε ἐμπρός μου γιὰ τὸ ὕστατο χαῖρε; 

-Ποῦ πᾶς ὦ! βασιλέα; Ποῦ μᾶς ἀφήνεις; Ἄρα θὰ τρώει ὁ ἄλλος στὸ ἴδιο μὲ μᾶς τραπέζι, ὅπως ἔκαμες ἐσύ; 

Τὸν κοίταξα. Σήκωσα ἀργὰ τὸ μουδιασμένο δεξί μου χέρι καὶ τὸ ἔφερα στὴν καρδιά. Στὴν καρδιὰ αὐτὴ ποῦ σταμάτησε νὰ χτυπᾶ λίγο πρὶν τὰ Χριστούγεννα τῆς χρονιᾶς ἐκείνης. 


Διαταγή μου νὰ ταφῶ μὲ τὴν σκευὴ ἑνὸς ἁπλοῦ στρατιώτη, ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλιν εἰς τὸ Ἕβδομον, ἐκεῖ ποὺ συγκέντρωνα πεζικὸ καὶ ἱππικό, πρὶν τὶς μεγάλες ἐκστρατεῖες. Διαταγή μου νὰ εἶναι τὸ μνημεῖο ἁπλό. Διαταγή μου νὰ μὴν βάλουν στὸ μνῆμα χρυσᾶ καὶ κτερίσματα, παρὰ μόνον ἕνα σιδερένιο ξίφος. Σὲ κανέναν δὲν εἶπα πὼς πρὶν γείρω τὴν κεφαλὴ καὶ σβήσω καὶ ἐνῷ ὁ Πατριάρχης ἤδη μὲ εἶχε ἀκούσει προσεχτικὰ καὶ ἔκρινε νὰ μὲ μεταλάβει τῶν Ἀχράντων, ἔβαλα κρυφὰ στὸ στόμα μου καὶ κράτησα στὰ πίσω δόντια, ἕνα μικρὸ κομμάτι σίδερο. Μιὰ μυτερὴ ἄκρη ἀπὸ αἰχμὴ δόρατος. Ἕνα κομματάκι σίδερο παλιό, ποὺ ἕνα ἀναμαλλιασμένο βοσκόπουλο μοῦ εἶχε χαρίσει πρὶν χρόνια, ἐκεῖ στὶς Θερμοπύλες... 

Σὰν μὲ ξέθαψαν οἱ Φράγκοι, οἱ μόνοι ἀληθινοὶ ἐχθροί, οἱ δῆθεν ὁμόδοξοι, ἀπὸ τῆς φθονερῆς Δύσης τὰ σκοτεινὰ δάση καὶ τὰ βαλτωμένα πεδία, ναί! σὰν μὲ ξέθαψαν αὐτοὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἡμέρωσαν - ὅσες πριγκίπισσες κι ἂν τοὺς στείλαμε γιὰ νύφες - αὐτοὶ ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ τοὺς σταματήσω, μήτε νὰ ἀλλάξω Τὸ Θηρίο μὲ τὸ κόκκινο ὑπόδημα ποὺ τοὺς κανοναρχοῦσε καὶ τοὺς ἔστεφε καὶ τοὺς ἔστελνε ἐναντίον μας καὶ στὴ θέση καὶ τὸ θρόνο του ποὺ ζήταγε νὰ ὑψωθεῖ πάνω ἀπ’ τοῦ Χριστοῦ τὸ Θρόνο, νὰ βάλω ἄνθρωπο Φιλάγαθο, Ἰωάννη ὀνομαζόμενο, Ἕλληνα παλιό, ἀπὸ τῆς Καλαβρίας τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα, αὐτοὶ ποὺ δὲν τοὺς πρόλαβα πρὶν μᾶς προλάβουν καὶ καταστρέψουν τὴν Πόλιν, τὸ κόσμημα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ ποὺ χριστιανοὶ ὄντες, ἀνέσκαψαν μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ χρυσίου, τὸν τάφο ἑνὸς χριστιανοῦ, ἐπάνω στὸ θυμὸ καὶ τὴ λύσσα τους δὲν εἶδαν ἀνάμεσα στὰ δόντια τὸ μικρὸ κομμάτι ἀπὸ τὸ δόρυ τοῦ Μαραθῶνα. Κι ἂν κάποιος τὸ πρόσεξε μὲς τὸ μεθύσι καὶ τὴν παραλυσία, τί κατάλαβε; 

-Ἄ! ὡραῖος βασιλιᾶς ! Οὔτε ἕνα στέμμα στὸ κεφάλι, οὔτε ἕνα νόμισμα στὸ χέρι! Κι ἀντὶ γιὰ χρυσᾶ δόντια, ἔβαλε ἕνα σιδερένιο! 

Καὶ πρὶν φύγει τρεκλίζοντας κι ὁρμήσει σὲ καινούργιες λεηλασίες καὶ ἀτιμώσεις, αὐτὸς ὁ βαφτισμένος σταυροφόρος, τῆς Δύσης τὸ καμάρι καὶ τοῦ Θεριοῦ τὸ μακρὺ χέρι, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν λερή του τσέπη ἕνα ξύλινο σουραύλι. Μιὰ φλογέρα. Τὴν φλογέρα ἑνὸς μικροῦ ἀναμαλλιάρη βοσκοῦ ποὺ πρὶν λίγο εἶχε σηκώσει τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές του: 

Τί κάνετε ἐκεῖ; Κάτω τὰ χέρια ἀπ’ τὸν βασιλέα μας!" 

Ὁ μεθυσμένος ἐπίδοξος ἐλευθερωτὴς τῶν Ἁγίων Τόπων, πρὶν σφηνώσει τὴν φλογέρα ἀνάμεσα στὰ δόντια μου, κάγχασε: 

-Μωρὲ σὰν τὸ κριάρι τὸν ἔσφαξα τὸν βοσκό. Μοῦ μεῖναν καὶ τὰ πρόβατα! Μόνον ποὺ μάτωσε καὶ τὸ σουραύλι! Ἄκου βασιλέας τους! Ἕνα μάτσο κόκκαλα κι οὔτε ἕνα δαχτυλίδι,κι οὔτε ἕνα χρυσὸ δόντι! Κρῖμα τὸν κόπο! Ἄστον λοιπὸν ἐκεῖ, νὰ σφυρίζει καὶ νὰ σουραυλίζει κι ἂς περάσουν χίλια χρόνια! 

Καὶ πέρασαν. Χίλια χρόνια. Καὶ χίλιες φορὲς αὐτοὶ ποὺ ἦλθαν γιὰ ἐλευθερωτές, ρήμαξαν τὴν πατρίδα. Καὶ βρῆκαν μέσα χίλιους πρόθυμους καὶ χίλιους Ἐφιάλτες καὶ χίλιους Λεκαπηνούς. Ἕτοιμους. Νὰ προδώσουν τὴν πατρίδα. Αὐτὴν ποῦ ἐγὼ ὁ Βασίλειος, ὁ πιστὸς ἐν Χριστῷ βασιλεύς, δὲν πρόδωσα. Ποτέ. 

Μὰ ἂς εἶναι. Τὸ αἷμα τοῦ βοσκοῦ μὲ ἔθρεψε. Ἡ μικρὴ σιδερένια αἰχμὴ ἀπὸ τῶν Θερμοπυλῶν τὸ δόρυ εἶναι ἀκόμη ἀνάμεσα στὰ δόντια μου. Κι ὅταν ὁ ἀέρας φυσᾶ δὲν ξέρω ἂν εἶναι ὁ αὐλὸς ἢ κάτι ἄλλο ποὺ φέρνει τὴ φωνὴ τοῦ μεγάλου προγόνου κοντά μου: Μολῶν Λαβέ! 

Καὶ τότε σκέπτομαι πὼς ὁ Ἀετὸς μὲ τὰ δυὸ κεφάλια, στέλνει τὴ φωνὴ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση: 

Μολὼν Λαβέ! 

Καὶ ξυπνᾶ τὸ ἀρχαῖο αἷμα... 



Υ.Γ. 1ο: Στὶς 15 Δεκεμβρίου 1025 πεθαίνει ὁ αὐτοκράτωρ Βασίλειος Β΄ο ἐπονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, τῆς δυναστείας τῶν Μακεδόνων. 

Υ.Γ. 2ο: Στὶς 13 Ἀπριλίου 1204 οἱ Σταυροφόροι τῆς 4ης σταυροφορίας ἁλώνουν καὶ καταστρέφουν τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἱδρύουν λατινικό - φραγκικὸ κράτος. Ὅταν τὸ 1261 οἱ Ἕλληνες ἀνέκτησαν τὴν Πόλιν, βρῆκαν στὴν περιοχὴ Ἕβδομον, ἕναν σκελετὸ ὄρθιο στὸν ὁποῖο οἱ Φράγκοι εἶχαν βάλει περιπεκτικὰ μιὰ φλογέρα βοσκοῦ στὸ στόμα. Ἡ παρακείμενη σαρκοφάγος ἦταν κενή. Στὸ μάρμαρό της ὑπῆρχε χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. ΠΙΣΤΟΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ. 

Υ.Γ. 3ο: Τὴν 1η Αὐγούστου 1909, ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ὁλοκληρώνει τὴν ποιητική του δημιουργία ἐκ 4.000 στίχων σὲ 12 Λόγους, μὲ τίτλο: Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ .Ξεκινᾶ μὲ τὸν δεκαπεντασύλλαβο: 

Σβυσμένες ὅλες οἱ φωτιὲς οἱ πλάστρες μὲς τὴ Χώρα... 

https://arpistis.blogspot.com/2025/12/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: