Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Περί ελευθερίας της τέχνης: από την ελεύθερη παραγωγή στην αυστηρά χειραγωγούμενη προαγωγή

 Περί ελευθερίας της τέχνης: από την ελεύθερη παραγωγή στην αυστηρά χειραγωγούμενη προαγωγή


Άσε με πια ελεύθερο εγώ να σε ταΐζω,
ώστε να τρως ελεύθερα αυτό που σε ταΐζω

Με αφορμή τη δυναμική και ανατρεπτική αντίδραση βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου, ο οποίος αποκαθήλωσε και πέταξε στο πάτωμα πίνακες κάποιας έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη, προκλήθηκε ευρείας έκτασης δημόσιος διάλογος περί «ελευθερίας της τέχνης». Στη μια μεριά τοποθετούνται αυτοί που θεώρησαν την ενέργεια του βουλευτή επίθεση κατά της «ελευθερίας της τέχνης».  Στην άλλη, αυτοί που δικαιολογούν ‒ή ακόμα και επικροτούν‒ την ενέργειά του, καθώς τα συγκεκριμένα έργα είναι βλάσφημες απεικονίσεις ιερών προσώπων του Χριστιανισμού.

Επομένως, η δημόσια αντιλογία αντιμετώπισε το συμβάν σχεδόν στο σύνολό της ως ζήτημα «ελευθερίας της τέχνης». Εν πολλοίς, οι δημόσιες τοποθετήσεις πάνω στο ζήτημα που ακούστηκαν ή γράφτηκαν, από το κοινοβούλιο έως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από το βήμα της τελετής απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων έως τα κοινωνικά δίκτυα, αποδέχονται το ερώτημα περί «ελευθερίας της τέχνης» ως βάση εκκίνησης των συλλογισμών τους.

Επειδή θεωρώ ότι το συγκεκριμένο ερώτημα είναι πρόδηλα ανυπόστατο, η λογική μου επαναστατεί με αυτήν την παραδοξότητα. Το ερώτημα μού φαίνεται τόσο ασυνάρτητο, όσο το ερώτημα περί ελευθερίας των νεφών στον ουρανό. Θέλω να πω, πως όσο προφανές είναι ότι τα σύννεφα είναι ελεύθερα στον ουρανό, άλλο τόσο είναι και το ότι η καλλιτεχνική δημιουργία γεννιέται και υπάρχει από τη φύση της ελεύθερη! Κανείς δεν δύναται να λογοκρίνει έναν συγγραφέα, έναν ζωγράφο, έναν γλύπτη ή έναν μουσικό, όταν δημιουργεί το έργο του ιδιωτικά ‒ή ακόμα και εν κρυπτώ, εάν οι συνθήκες το επιτάσσουν‒ στο εργαστήριό του. Επομένως, η τέχνη υφίσταται εξ ορισμού ελεύθερη.

Εάν, όμως, η άσκηση της τέχνης καθαυτή και η δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου, είναι ‒ή τουλάχιστον σχετικά εύκολα μπορεί να είναι‒ ελεύθερη και ανεμπόδιστη, η πραγμάτωση του σκοπού της δεν είναι. Ως πραγμάτωση του σκοπού της τέχνης εννοώ την έκθεση του καλλιτεχνικού δημιουργήματος στην κοινωνία. Γιατί, είτε το παραδέχεται είτε όχι, νομίζω ότι ο κάθε δημιουργός, αυτό που επιθυμεί φανερά ή ενδόμυχα, συνειδητά ή υποσυνείδητα, είναι να μοιραστεί το έργο του με τους συνανθρώπους του και να τους αγγίξει, να τους συγκινήσει, να τους παιδαγωγήσει, να τους επηρεάσει· να επιδράσει, τελικά, στην κοινωνία κατά το δυνατόν περισσότερο. Η τέχνη είναι, τελικά, μια αγαπητική πράξη επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο που έχει, ανεξάρτητα με τον βαθμό στον οποίο το επιθυμεί ο καλλιτέχνης, διδακτικό χαρακτήρα.

Αυτή η επικοινωνία, θεωρητικά στις δημοκρατίες είναι ελεύθερη, εφόσον δεν παραβιάζονται το Σύνταγμα και οι νόμοι. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι και τόσο ελεύθερη, αφού επηρεάζεται και εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες που μπορεί να την προάγουν ή, αντίθετα, να την περιορίσουν. Η πρόσβαση της τέχνης στο κοινό ‒ή του κοινού σε ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα‒ μπορεί να επηρεαστεί σε τρία επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο συγχέεται ως έναν βαθμό με το στάδιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και σχετίζεται κυρίως με αυτές τις μορφές της που έχουν υψηλό κόστος και απαιτούν χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, στην τέχνη της υποκριτικής, ένας θίασος μπορεί ελεύθερα να παίξει ένα θεατρικό έργο οπουδήποτε, χωρίς θεατές ή με κάποιους θεατές. Έτσι, πράγματι, στον πυρήνα της, ακόμα και η τέχνη της υποκριτικής, ασκείται ελεύθερα ‒ είναι ελεύθερη. Για να ανέβει, όμως, μια μεγάλη παράσταση, την οποία θα παρακολουθήσει περισσότερος κόσμος ή, ακόμα χειρότερα, για να δημιουργηθεί, δηλαδή για γυριστεί όπως λέγεται, μία ταινία, απαιτούνται χρήματα. Επομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως παραδείγματος χάριν η δημιουργία μιας κινηματογραφικής ταινίας ή ενός γλυπτού πολύ μεγάλων διαστάσεων, η καλλιτεχνική δημιουργία εξαρτάται από την εξωγενή παράμετρο της χρηματοδότησης, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει γενικότερα ότι η υποκριτική ή η γλυπτική δεν μπορούν να ασκηθούν ελεύθερα.

Το δεύτερο επίπεδο σχετίζεται με τη δυνατότητα δημοσιοποίησης ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Δηλαδή, ένας λογοτέχνης που έγραψε το λογοτέχνημά του, θα πρέπει να βρει τρόπο να το εκδώσει, αν θέλει να το μοιραστεί με αναγνώστες. Αντιστοίχως, ένας εικαστικός καλλιτέχνης θα πρέπει να εκθέσει τα έργα του σε κατάλληλο χώρο και ένας μουσικός θα πρέπει να βρει τρόπο να ακουστεί. Αν και το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διευκολύνουν πια τη δημοσιοποίηση των καλλιτεχνικών έργων, το κύρος, η αίσθηση και η αισθητική και, τελικά, το αποτύπωμα μιας τέτοιας δημοσιοποίησης υστερεί σε σχέση με τους παραδοσιακούς τρόπους. Η ανάρτηση ποιημάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι το ίδιο με το τύπωμά τους σε βιβλίο. Οι φωτογραφίες ζωγραφικών πινάκων στο διαδίκτυο δεν είναι το ίδιο με μια έκθεση ζωγραφικής. Και η ερασιτεχνική ανάρτηση ενός τραγουδιού στον προσωπικό λογαριασμό του τραγουδοποιού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν συγκρίνεται με το σύνολο των τρόπων προβολής ενός τραγουδιού, όταν αυτή υποστηρίζεται από δισκογραφικές εταιρείες και το σύστημα των επαγγελματιών αυτού του χώρου. Επιπλέον, η ίδια η ευκολία της ανάρτησης στο διαδίκτυο σε έναν βαθμό προβάλλει το δημιούργημα, αλλά σε έναν άλλον το κρύβει μέσα στην πληθώρα ‒ή μάλλον στον χαοτικό αριθμό‒ των αναρτήσεων που υπάρχουν.

Ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση που ένας μη προβεβλημένος καλλιτέχνης καταφέρει να δημοσιεύσει το έργο του με κάποιον από τους παραδοσιακούς τρόπους και, επιπλέον, δραστηριοποιηθεί προβάλλοντάς το και στο διαδίκτυο, τελικά, εάν δεν υποστηριχτεί με συστηματικούς τρόπους, το μοίρασμα της τέχνης του θα γίνει μεταξύ ενός μικρού σχετικά κύκλου φίλων και γνωστών. Αυτό το πράγμα είναι μεν σημαντικό, αλλά ανεπαρκές, γιατί δεν ικανοποιεί την καλή κι ευγενική, αλλά συνήθως μαξιμαλιστική, φιλοδοξία μιας καλλιτεχνικής ψυχής.

Ανεξάρτητα, βέβαια, από τις προσωπικές φιλοδοξίες ενός καλλιτέχνη, η κατάσταση αυτή θα ήταν μάλλον φυσιολογική και αναμενόμενη, εάν το πέρασμα της προβολής του έργου του από τον χώρο των γνωστών και φίλων σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό γινόταν με βάση την αξία του ίδιου του έργου. Δεν αξίζουν όλα τα έργα τέχνης την ευρεία αποδοχή, ούτε όλοι οι καλλιτέχνες την καταξίωση. Ωστόσο, με την παραδοχή ότι αρκετές φορές η αξία στην τέχνη ενέχει κάποιον μικρότερο ή μεγαλύτερο υποκειμενισμό, η αίσθηση είναι πως στην εποχή μας πολλά έργα και καλλιτέχνες, ενώ αξίζουν, παραμένουν στην αφάνεια, ενώ άλλα που δεν αξίζουν και τόσο, προβάλλονται υπερβολικά. Μάλιστα, φαίνεται ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο στις μέρες μας είναι ιδιαίτερα οξύ. Αυτό, βέβαια, σχετίζεται με το τρίτο επίπεδο ρύθμισης της προβολής και διάδοσης μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας στο ευρύ κοινό.

Αυτό, το τρίτο επίπεδο παραγόντων που επιδρούν στην προαγωγή της έκθεσης του έργου ενός καλλιτέχνη στο ευρύ κοινό, είναι το σημαντικότερο. Εδώ θα βρει κανείς τα σχετικά με τις ευκαιρίες προβολής ή διαφήμισης του έργου από κρατικούς ή μη κρατικούς φορείς, ιδρύματα και ενώσεις και, βέβαια, από τα μέσα ενημέρωσης στο σύνολό τους. Επίσης, τις κριτικές και τα αφιερώματα στο έργο από ακαδημαϊκούς ή άλλες προσωπικότητες και από κύκλους επαϊόντων του χώρου. Η προβολή και η ανάδειξη της προσωπικότητας του δημιουργού με αφορμή το έργο του, είναι, φυσικά, πολύ σημαντική. Οι συνεντεύξεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο ή σε διαδικτυακά κανάλια και οι προσκλήσεις για δια ζώσης ομιλίες καταξιώνουν τον καλλιτέχνη στα μάτια του κόσμου. Ακόμα περισσότερο, βέβαια, τον καταξιώνουν τα βραβεία και οι διακρίσεις από κρατικούς, θεσμικούς και άλλους φορείς. Τέλος, υπάρχει και η συμβολή στην προώθηση του έργου από τους επιχειρηματίες εκείνους για τους οποίους το συγκεκριμένο έργο αποτελεί με νόμιμο τρόπο εμπορικό προϊόν. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν τις συνθήκες και τους κανόνες λειτουργίας ενός οικοσυστήματος που οδηγεί, μέσω κάποιου είδους «φυσικής επιλογής» (εν είδει χλωρίδας και πανίδας), κάποιους καλλιτέχνες και τις δημιουργίες τους  σε ακμή και ευδοκίμηση, εκεί που άλλοι βρίσκονται σε αφάνεια, ως «είδη υπό εξαφάνιση».

Με βάση τα παραπάνω, νομίζω, πως κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με το γεγονός ότι ενώ η τέχνη είναι εκ των πραγμάτων ελεύθερη, η διάχυσή της στο ευρύ κοινό δεν γίνεται ελεύθερα, αλλά υπόκειται σε προϋποθέσεις και περιορισμούς. Επομένως, η όλη συζήτηση περί «ελευθερίας της τέχνης» είναι άστοχη, ανεδαφική και παρελκυστική. Ορθότερα, η συζήτηση θα έπρεπε να εστιάζει, στις ανισότητες που υπάρχουν και στις πάσης φύσεως και αιτίας ευνοιοκρατικές πρακτικές που ακολουθούνται, στα σχετικά με την προβολή των καλλιτεχνών και του έργου τους.

Πώς γίνεται, όμως, σχεδόν πανθομολογούμενα, η πρόσφατη επέμβαση του βουλευτή στην Εθνική Πινακοθήκη να θεωρείται ως επίθεση εναντίον της «ελευθερίας της τέχνης» και όχι ως επίθεση εναντίον των πρακτικών προβολής και διάχυσής της στο κοινό; Η εξήγηση κρύβεται στον ορισμό του όρου «τέχνη» στη συνάφεια της έκφρασης «ελευθερία της τέχνης». Φαίνεται ότι προσωπικά εκπλήσσομαι από τη συγκεκριμένη διαλεκτική, γιατί εκλαμβάνω τον όρο «τέχνη» αυστηρά και κυριολεκτικά ως «καλλιτεχνική δημιουργία». Έτσι, αναγνωρίζω το προφανές και αυταπόδεικτο: ο καλλιτέχνης, του οποίου τα έργα αποκαθηλώθηκαν με συμβολικό και απαξιωτικό τρόπο από τον βουλευτή, δεν στερήθηκε ούτε στερείται την ελευθερία της άσκησης της τέχνης του και της δημιουργίας των όποιων έργων τού κάνει κέφι να δημιουργήσει στο εργαστήριό του. Κατ’ επέκταση, θεωρώ ότι ο βουλευτής δεν έδρασε εναντίον της ελευθερίας του καλλιτέχνη να δημιουργεί τα έργα του, γιατί ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος δύναται να πετύχει κάτι τέτοιο παρά μόνο σε συνθήκες πλήρους παραβίασης της ιδιωτικής ζωής σε ένα «οργουελικού» τύπου ολοκληρωτικό καθεστώς που παρακολουθεί τους πάντες, παντού και σε πραγματικό χρόνο. Με αυτήν την παραδοχή γίνεται σχεδόν αυταπόδεικτο το ότι ο βουλευτής δεν έδρασε εναντίον της «ελευθερίας της τέχνης», αλλά εναντίον της κρατικής εξουσίας που πρόκρινε τη δημόσια προβολή των συγκεκριμένων έργων στο ευρύ κοινό, εξαιτίας των μηνυμάτων που αυτά περιέχουν και της αίσθησης που αποπνέουν.

Παρ’ όλα αυτά, όπως προαναφέραμε, ο δημόσιος διάλογος πάνω στο θέμα, εν πολλοίς συνεχίζει να περιλαμβάνει αυτούς που κατακρίνουν τον βουλευτή, γιατί θεωρούν ότι πρόσβαλλε την «ελευθερία της τέχνης» και αυτούς που τον υπερασπίζονται θεωρώντας ότι η τέχνη πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς και δεν μπορεί να είναι τελείως ελεύθερη. Πάντως, και για τα δύο στρατόπεδα η λέξη «τέχνη» στη συνάφεια του όρου «ελευθερία της τέχνης», δεν μπορεί λογικά να αναφέρεται στην καλλιτεχνική δημιουργία καθαυτή. Για να βγάζει νόημα ο διάλογός τους, «τέχνη» γι’ αυτούς θα πρέπει να είναι: η προβεβλημένη καλλιτεχνική δημιουργία και μάλιστα αυτή που είναι διαδεδομένη στο ευρύ κοινό, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τον προσωπικό κύκλο φίλων και γνωστών του καλλιτέχνη.

Είναι ξεκάθαρο, νομίζω, ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο μετάθεσης ή ‒αν θέλετε‒ αλλοίωσης του νοήματος μιας λέξης. Σύμφωνα με το παραγόμενο αποτέλεσμα αυτής της μετάθεσης σε βάθος χρόνου και στο σύνολο της κοινωνίας, τέχνη πια θα θεωρείται μόνον η αρκούντος προβεβλημένη και ευρέως διαδεδομένη. Επομένως, ένας εξαιρετικός πίνακας ενός νέου, αλλά άγνωστου μέχρι στιγμής, ταλαντούχου ζωγράφου που βρίσκεται ολοκληρωμένος στο εργαστήριό του, δεν είναι τέχνη ‒ δεν υπάρχει ως τέχνη ή απλώς δεν υπάρχει! Το εξαιρετικό κείμενο ενός συγγραφέα που ολοκληρώθηκε και βρίσκεται στο συρτάρι του, εάν μείνει εκεί και δεν δημοσιευθεί και δεν προβληθεί και διαδοθεί αρκετά, δεν υπάρχει. Κυριολεκτικά: δεν υφίσταται!

Ο παραλογισμός και η παραβίαση των κανόνων της κοινής λογικής είναι πασίδηλα. Ο ζωγραφικός πίνακας και οι σελίδες του κειμένου των παραδειγμάτων μας υπάρχουν. Είναι απτά, πραγματικά. Μπορεί κανείς να τα δει και να τα πιάσει στα χέρια του, να τα ψηλαφήσει. Κάποιοι, φίλοι και γνωστοί του δημιουργού, ίσως να το έχουν κάνει ήδη. Ωστόσο, στην καινούργια πραγματικότητα που δημιουργεί η προπαγάνδα των συστηματικών μεταθέσεων του νοήματος των λέξεων, τα έργα αυτά δεν υπάρχουν. Τα έργα, όμως, υφίστανται! Η αξία τους μπορεί να συζητηθεί και να εκτιμηθεί. Μπορεί να είναι μηδαμινή, μικρή, μέτρια ή μεγάλη, αλλά, όμως, υπάρχουν, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό.

Ας μην κάνει το λάθος κανείς να υποτιμήσει το φαινόμενο που περιγράφω, επειδή καταλαβαίνει ‒με τον απλουστευμένο τρόπο που θέτω τα πράγματα‒ το προφανές του παραλογισμού. Ας μην θεωρήσει ότι είμαι σχολαστικός ή υπερβολικά ακριβολόγος ή ακόμα και εμμονικός με την ορθή ετυμολογία των λέξεων και του νοήματος που φέρουν. Γιατί, αυτό που φαίνεται προφανώς παράλογο, έχει ήδη επικρατήσει. Αυτό που είναι ψευδαίσθηση έχει γίνει ‒το έχουμε κάνει εμείς οι ίδιοι‒ πραγματικότητα· μια νέα πραγματικότητα. Τέτοια είναι η δύναμη των λέξεων και των νοημάτων που φέρουν, που δημιουργούν νοοτροπίες και, τελικά, καινούργιες προσλήψεις των πραγμάτων και των φαινομένων. Έτσι, κάτι που απέχει από την πραγματικότητα, γίνεται να παράγει πραγματικά αποτελέσματα στην πράξη και μέσα στη ζωή που μας επηρεάζουν όλους λίγο, πολύ ή δραματικά.

Ποιο, όμως, είναι το αποτέλεσμα που παράγεται με τη συγκεκριμένη αλλοίωση του νοήματος της λέξης «τέχνη»; Αρχικά, οι πολίτες της χώρας, δηλαδή οι εν δυνάμει αποδέκτες των νοημάτων και των αισθημάτων της κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας, αποκτούν τον αυτοματισμό να υποτιμούν, γενικεύοντας αυθαίρετα, κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα και τους καλλιτέχνες που δεν αποκτούν ευρεία δημοσιότητα με την έννοια της φήμης. Εάν κάτι άξιζε, θα προβαλλόταν, θα επιβραβευόταν από την πολιτεία, τους φορείς, τους φημισμένους επαΐοντες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από τη στιγμή που ένας καλλιτέχνης ή ένα έργο δεν προβάλλεται, είναι πρακτικά ανύπαρκτος. Έτσι, η μόνη τέχνη που υπάρχει είναι αυτή που φτάνει ετοιμοπαράδοτη στο κοινό, αυτή η οποία προβάλλεται με κάθε τρόπο. Η άλλη, απλώς δεν υπάρχει είτε επειδή δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς με αυτήν είτε επειδή, και να υπάρχει, είναι τόσο ουτιδανή που δεν αξίζει να ονομαστεί τέχνη. Η ροπή προς την ακολουθία του εσμού είναι πανίσχυρη με αποτέλεσμα, τελικά, να χάνεται ακόμα και η υποψία ότι μπορεί να υπάρχει καλλιτεχνική δημιουργία και δημιουργοί, πέρα από αυτούς που προβάλλονται. Η παντελής έλλειψη αυτής ‒έστω!‒ της υποψίας και η απουσία αναζήτησης δημιουργεί συνθήκες μηδενικής πίεσης στους κρατούντες για μια κάπως πιο ισότιμη, ανοιχτή, ευρεία και δίκαιη πολιτική προβολής του καλλιτεχνικού έργου. Το πεδίο είναι ελεύθερο για ασύδοτη εννοιοκρατία. Οι ευκαιρίες προβολής ανήκουν αποκλειστικά στους εκλεκτούς της εξουσίας.

Αξίζει, βέβαια, να εντρυφήσουμε και στο γιατί η συγκεκριμένη αλλοίωση του νοήματος της λέξης «τέχνη» είναι τόσο διαβολικά έξυπνη και πετυχημένη στη στόχευση και στην αποτελεσματικότητά της. Αυτό συμβαίνει, επειδή, πράγματι, η καταπίεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και η επίθεση εναντίον της είναι πράξη καθομολογούμενα αισχρή και χαρακτηρίζει μόνο βάναυσα και απάνθρωπα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η ανθρώπινη φύση απεχθάνεται αυθόρμητα και εξεγείρεται αυτόματα στην περίπτωση της καταπίεσης, του περιορισμού, της λογοκρισίας και της απροκάλυπτης επίθεσης στην ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο στο επίπεδο της συστηματικής και θεσμικής προβολής ή μη μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εκεί το κοινό σε μια οργανωμένη κοινωνία δέχεται και καταλαβαίνει ότι το κράτος και κάθε ενεργός πολίτης όχι μόνο δεν πρέπει να προβάλλει, αλλά πρέπει να δρα αποτρεπτικά σε περιπτώσεις απόπειρας προβολής μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας που, για παράδειγμα, προσβάλλει τα «δικαιώματα των άλλων και παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», για να δανειστούμε ορολογία από την πρώτη παράγραφο του πέμπτου άρθρου του Συντάγματος της χώρας μας.

Η μετάθεση του νοήματος της λέξης «τέχνη» που εξετάζουμε εδώ, λοιπόν, είναι ιδιοφυής ως προπαγανδιστικό εφεύρημα, γιατί μεταφέρει δυσδιάκριτα το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο που έχει μια περίπτωση καταστολής της καλλιτεχνικής δημιουργίας καθαυτής (η οποία είναι πάντοτε, χωρίς εξαιρέσεις, απεχθής και απαράδεκτη), σε μια περίπτωση καταστολής, όχι της ίδιας, αλλά της δημόσιας προβολής της (η οποία είναι σε αρκετές περιπτώσεις αποδεκτή ή ακόμα και επιβεβλημένη τόσο θεσμικά όσο και ηθικά).

Τελικά, ο όρος «ελευθερία της τέχνης» ουσιαστικά κατάντησε να σημαίνει «απαγόρευση της διαμαρτυρίας απέναντι στην καταιγιστική, παρατεταμένη και ανεμπόδιστη προβολή της ευνοιοκρατικά επιλεγμένης από την εξουσία τέχνης». Στην πράξη, δηλαδή, εκείνη η καλλιτεχνική δημιουργία που, έτσι κι αλλιώς, απολαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα της θεσμικής προβολής και επιβράβευσης, δεν ανέχεται την παραμικρή όχληση της κριτικής από κάποιους λίγους αντικαθεστωτικούς αντιρρησίες που επιμένουν να πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα. Η οποιαδήποτε διαμαρτυρία με λόγια ή έργα, ήπια ή δυναμική, διαλεκτική ή ακτιβιστικού τύπου, που αμφισβητεί την καθεστωτική θέση αυτής της προβεβλημένης τέχνης, δεν είναι διαμαρτυρία που στρέφεται κατά των ευνοιοκρατικών πρακτικών προβολής, αλλά κατά της ίδιας της «τέχνης». Ως εκ τούτου, παρελκυστικά μεν, αποτελεσματικά δε, της φορτώνεται η απέχθεια και η κατακραυγή μιας ενέργειας κατά της καλλιτεχνικής δημιουργίας καθαυτής, χωρίς να είναι τέτοια.

Το προπαγανδιστικό αυτό τέχνασμα δεν εκπλήσσει, καθώς προέρχεται από ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα και τα ενεργούμενά του που απολαμβάνουν στους καιρούς μας την καθεστωτική κυριαρχία τους στον χώρο της τέχνης και του λεγόμενου «πολιτισμού». Όπως κάθε ολοκληρωτικού τύπου καθεστώς που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το δικό μας σήμερα, ελέγχει στυγνά και απόλυτα τους μηχανισμούς της προβολής και διάδοσης της τέχνης στο κοινό, για να επηρεάσει τη συνείδηση, τη νοοτροπία και το φρόνημα των πολιτών. Σε αντίθεση με άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα στην ιστορία του ανθρώπου, βέβαια, τούτο εδώ καταφέρνει να ασκεί την απόλυτα ευνοιοκρατική, μεροληπτική και αυταρχική πολιτική του στην προβολή της εκλεκτής του τέχνης «εις το όνομα της ελευθερίας της τέχνης». Αναμενόμενη είναι η προσέγγιση αυτή, βέβαια, από ένα σύστημα κομματικού φεουδαλισμού με αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά που ασκεί τη φεουδαρχική εξουσία του σε κάθε τομέα της πολιτικής και της δημόσιας ζωής της χώρας «εις το όνομα της δημοκρατίας».

Αυτού του είδους η αναίσχυντη υποκρισία, να παραβιάζεται, δηλαδή, η κάθε αξία «εις το όνομα» της ίδιας, αυτής της αξίας, αποτελεί την τελική έκβαση μιας πορείας εκφυλισμού. Από τη διαφθορά, περάσαμε σταδιακά στη διαστροφή και τελικά σήμερα σε κάτι που μοιάζει πια καθαρά δαιμονικό, καθώς φέρει τα εξόχως απάνθρωπα χαρακτηριστικά του αρχέκακου πονηρού πατέρα του κάθε ψεύδους και της διαβολής. Μοιραία, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι η κρατική και η παρακρατική εξουσία στις μέρες μας, με τους πάσης φύσεως μηχανισμούς και τα όργανά της, κατ’ εξοχήν χρηματοδοτεί, υποστηρίζει, προβάλλει και βραβεύει εκείνη την καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία που είτε κινείται εμφανώς αντίχριστα είτε προσβάλει το ορθόδοξο δόγμα και ήθος είτε αντίκειται σε αυτά είτε τα αλλοιώνει ή παραπληροφορεί για τα χαρακτηριστικά αυτών αμυδρά ή ακόμα και χονδροειδώς.

Με βάση αυτά που αναλύθηκαν παραπάνω, η ενέργεια του βουλευτή που προαναφέραμε και όλα τα παρεπόμενα αυτής (από τον δημόσιο διάλογο έως την επίσημη στάση της πολιτείας και της δικαιοσύνης) είναι αποκαλυπτικά και εξόχως εμβληματικά. Ο καταιγισμός της προπαγάνδας και της διαβολής θα άφηνε έκθαμβο κι αυτόν το ίδιο τον γερο-διάολο.

Οι προνομιούχοι συνεργάτες του κομματικού φεουδαλισμού που απολαμβάνουν αποκλειστικά και μπροστά στα μάτια όλων μας την κάθε υποστήριξη, επιβράβευση, χρηματοδότηση και προβολή, εμφανίζονται ‒την ίδια στιγμή που βρίσκονται πάνω στον πολυτελή θρόνο της εξουσίας τους‒ ως ανυπεράσπιστα θύματα. Οι στυγνοί εξουσιαστές και τύραννοι που διαφεντεύουν αυταρχικά τον χώρο του πολιτισμού, κλείνοντας τον δρόμο σε τόσα και τόσα αυθεντικά ταλέντα και καταδικάζοντας το ψυχοφελές έργο τόσων άλλων άξιων καλλιτεχνών στην αφάνεια, εμφανίζονται ως δημοκράτες.

Τα έργα του συγκεκριμένου εικαστικού συνεχίζουν να εκτίθενται, όχι σε καμιά ιδιωτική περιφερειακή γκαλερί, αλλά στην Εθνική Πινακοθήκη μετ’ επαίνων, ενώ ο βουλευτής που προς στιγμήν τα αποκαθήλωσε, διώκεται στο όνομα «της ελευθερίας της τέχνης», δοκιμάζοντας το πικρό «κώνειο» του σκοταδιστικού ψευτο-διαφωτισμού και του αντίχριστου και ανελεύθερου ψευτο-φιλελευθερισμού.

Ο βουλευτής ως μέλος του νομοθετικού σώματος της χώρας υποχρεούται κατ’ εξοχήν να υπηρετεί την αρχή της ευνομίας και το Σύνταγμα. Έτσι, είναι πράγματι, εμβληματικό το περιστατικό στο οποίο εμπλέκεται, καθώς άπτεται μιας θεμελιώδους επιλογής του πνευματικού δρόμου που πήρε η χώρα, ολισθαίνοντας και χωρίς σαφή λαϊκή εντολή. Η όλη συζήτηση συνοψίζεται χρήσιμα με ‒και καθορίζεται εν πολλοίς από‒ την ερμηνεία της πρωμετοπίδας του Συντάγματος: «Εις το όνομα της Aγίας και Oμοουσίου και Aδιαιρέτου Τριάδος».

Μεγάλη συζήτηση και μπόλικο επιστημονικό μελάνι έχει χυθεί από συνταγματολόγους της χώρας που καλλιέργησαν την αντίληψη ότι η πρωμετοπίδα τοποθετήθηκε εκεί συμβολικά, ήγουν για ομορφιά. Έτσι, υποστηρίζουν ότι δεν έχει νομικό χαρακτήρα και αντίκτυπο και καμία κανονιστική ισχύ. Ο καθένας, όμως, που γνωρίζει πέντε πράγματα για τον κάθε είδους γραπτό λόγο καταλαβαίνει πως η πρωμετοπίδα τοποθετήθηκε εκεί από τους πατέρες της ελευθερίας του Έθνους ως αυτό που οι φιλόλογοι ονομάζουν «μότο». Εκεί που βρίσκεται και όπως είναι, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά το «μότο» του κειμένου που ακολουθεί. Ως γνωστόν, το «μότο» στην αρχή ενός κειμένου τοποθετείται εκεί από τον συγγραφέα ως  «κλειδί» της ερμηνείας του κειμένου που ακολουθεί και είναι αποκαλυπτικό του πνεύματος από το οποίο αυτό εμφορείται. Επομένως, ένα Σύνταγμα που αφιερώνεται στο όνομα «της Aγίας και Oμοουσίου και Aδιαιρέτου Τριάδος» θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κανείς ότι περιλαμβάνει διατάξεις που δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε αρμονία με το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και ήθος. Κατ’ επέκταση, οι νόμοι (που πρέπει να συμφωνούν με το Σύνταγμα) δεν θα πρέπει κι αυτοί να αντίκεινται στο Ορθόδοξο πνεύμα και ήθος. Προφανώς, εξαιτίας της φύσης και του συνόλου των χαρακτηριστικών του αυθεντικού Ορθοδόξου πνεύματος και ήθους, η παραπάνω συνθήκη ουδόλως καταργεί την ανεξιθρησκεία και τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες των πολιτών, ούτε σημαίνει πως το πολίτευμά μας είναι θεοκρατία.

Είναι αυτονόητο πως ως έθνος και ως λαός, έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε τα ταυτοτικά μας στοιχεία και επομένως και τη γενικότερη κατεύθυνση της παιδείας των νέων μας. Από την πρωμετοπίδα του Συντάγματος φαίνεται πως οι πρωτοπόροι συντάκτες του, επέλεξαν το Ορθόδοξο δόγμα και ήθος ως κεντρικό στοιχείο της ταυτότητάς μας. Αυτή η επιλογή, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι, βρίσκεται (σήμερα που μιλάμε) σε ισχύ, αν και παραβιάζεται από τις κυβερνήσεις διαρκώς και παντοιοτρόπως και ‒προπάντων‒ χωρίς σαφή και ξεκάθαρη λαϊκή εντολή.

Με αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, ο εικαστικός και όσοι τον υποστηρίζουν, συμπεριλαμβανομένου του εξουσιαστικού κλάδου του πολιτικού μας συστήματος και των παντοιοτρόπως αμειβόμενων παρακρατικών υπηρετών του, δεν σέβονται, αλλά παραβιάζουν και καταλύουν το κεντρικό, το θεμελιώδες πνεύμα του Συντάγματος. Ο δε βουλευτής όπως έχει την υποχρέωση και αυτός, αλλά και κάθε πολίτης, υπερασπίστηκε την τήρηση του Συντάγματος δείχνοντας τον απαιτούμενο πατριωτισμό. Όπως δικαιούται ‒ή μάλλον υποχρεούται‒ αντιστάθηκε με κάθε πρόσφορο μέσο, κλιμακώνοντας την αντίδραση του, εναντίον αυτών που καταλύουν το Σύνταγμα και ασκούν μια ιδιότυπης μορφής βία με χαρακτηριστικά που κάθε καλοπροαίρετος και ανιδιοτελής πολίτης διαπιστώνει τόσο στην καθημερινότητά του όσο και στα δημόσια πράγματα.

Θεόφιλος Πουταχίδης, Καθηγητής Κτηνιατρικής, ΑΠΘ                     

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Η σχεδία της Μέδουσας", 1819) είναι έργο του, γάλλου, Τεοντώρ Ζερικώ.

Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: