Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Όταν η θήρα του λύκου φτάνει στο Δικαστήριο της ΕΕ

 

 on 21/11/2025

Τον Ιούνιο του 2025 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε μια ακόμη απόφαση για την προστασία της άγριας πανίδας, και ειδικότερα του λύκου, στο πλαίσιο της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ («οδηγία για τους οικοτόπους»). Η υπόθεση C‑629/23, MTÜ Eesti Suurkiskjad κατά Keskkonnaamet, προέκυψε από προδικαστικά ερωτήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Εσθονίας και αφορά τη νομιμότητα των εσθονικών ποσοστώσεων θήρας.

Σύνοψη απόφασης

Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί διαφόρων ζητημάτων σχετικών με την προστασία του λύκου (Canis lupus) δυνάμει της οδηγίας περί οικοτόπων (1) και, ειδικότερα, του άρθρου της 14 (2), το οποίο παρέχει τη δυνατότητα λήψης μέτρων όπως ο περιορισμός της θήρας του είδους, η οποία κατ’ αρχήν επιτρέπεται στην Εσθονία (3), όταν ο περιορισμός αυτός αποβαίνει αναγκαίος για τη διατήρηση του συγκεκριμένου είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

Το 2020 η αρμόδια εσθονική αρχή καθόρισε, με απόφασή της, ποσόστωση θήρας του λύκου για τη θηρευτική περίοδο 2020/2021 στην Εσθονία. Η εσθονική ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος (MTÜ Eesti Suurkiskjad) αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης αυτής, υποστηρίζοντας ότι είναι εσφαλμένη η παραδοχή στην οποία αυτή στηρίζεται, ήτοι ότι η κατάσταση διατήρησης του λύκου στην Εσθονία είναι ικανοποιητική.

Συναφώς, δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση όσον αφορά την «ικανοποιητική» κατάσταση του πληθυσμού του λύκου στη Βαλτική, ο οποίος αποτελεί τμήμα του ευρασιατικού πληθυσμού του ζωικού αυτού είδους του οποίου η περιοχή φυσικής κατανομής εκτείνεται στην Εσθονία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στη Βορειοανατολική Πολωνία, και σε ορισμένες γειτονικές τρίτες χώρες. Εντούτοις, κατά την περιβαλλοντική οργάνωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική η κατάσταση διατήρησης του περιφερειακού εσθονικού πληθυσμού, λαμβανομένης υπόψη της κατάταξής του από τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN).

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, το οποίο ορίζει την έννοια της κατάστασης διατήρησης ενός είδους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί αν η κατάσταση διατήρησης ενός είδους είναι ικανοποιητική, η κατάταξη του πληθυσμού ενός ζωικού είδους ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους στην κατηγορία «τρωτό[ς]» του κόκκινου καταλόγου της IUCN αποκλείει τον χαρακτηρισμό της κατάστασης διατήρησης του είδους αυτού στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ως «ικανοποιητικής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι η λήψη από κράτος μέλος διαχειριστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας συνεπάγεται την υποχρέωσή του να διασφαλίσει ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης του πληθυσμού του είδους αυτού στο έδαφός του ή αν το κράτος μέλος αυτό μπορεί να συνεκτιμήσει την κατάσταση διατήρησης ολόκληρου του πληθυσμού του οποίου η περιοχή φυσικής κατανομής εκτείνεται πέραν του εδάφους του και, αν ναι, σε ποιο βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις.

Στο ως άνω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν, κατά την αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης ενός είδους, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό της ανάγκης λήψεως μέτρων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων οριοθετείται από την υποχρέωσή τους να μεριμνούν ώστε η λήψη δειγμάτων ενός είδους από τη φύση καθώς και η εκμετάλλευσή τους να μην αντιβαίνουν προς τη διατήρηση του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Ειδικότερα, όταν ένα ζωικό είδος βρίσκεται σε μη ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, για τη βελτίωση της κατάστασης διατήρησης του είδους προκειμένου ο συγκεκριμένος πληθυσμός να περιέλθει στο μέλλον και μακροπρόθεσμα σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

Η ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης των πληθυσμών των οικείων ειδών στην περιοχή φυσικής κατανομής τους πρέπει να υφίσταται και να αξιολογείται, κατά πρώτο λόγο και οπωσδήποτε, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Πράγματι, αν η κατάσταση διατήρησης ενός είδους δεν είναι ικανοποιητική σε ένα κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτείνεται, τουλάχιστον δυνητικά, η περιοχή φυσικής κατανομής του, το είδος αυτό δεν μπορεί να επιτελέσει εκεί –ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να επιτελέσει πλήρως– την οικολογική λειτουργία του, ακόμη και αν ο πληθυσμός του στο εν λόγω κράτος μέλος αποτελεί τμήμα ενός πληθυσμού που βρίσκεται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

Τούτου λεχθέντος, η κατάταξη ενός είδους στην κατηγορία «τρωτό» του κόκκινου καταλόγου της IUCN δεν αποκλείει, αυτή καθεαυτήν, το ενδεχόμενο να θεωρηθεί η κατάσταση διατήρησης του είδους αυτού στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους ως ικανοποιητική αν συντρέχουν οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 1, στοιχείο θʹ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί οικοτόπων.

Ως προς το ζήτημα αυτό, οι πληθυσμοί ενός είδους, και συγκεκριμένα του λύκου, οι οποίοι βρίσκονται και στα κράτη μέλη ή τις τρίτες χώρες που γειτνιάζουν με το κράτος μέλος που σχεδιάζει τη λήψη διαχειριστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων θα έχουν σημασία για την εξακρίβωση εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού της ικανοποιητικής ή μη κατάστασης διατήρησης του ευρισκόμενου στο έδαφός του πληθυσμού του συγκεκριμένου είδους. Η σημασία τους εξαρτάται από την ύπαρξη επαφών μεταξύ των πληθυσμών αυτών, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα ο οποίος, επιδρώντας στο εν λόγω είδος, είναι δυνατόν, να αλλοιώσει μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος του ευρισκόμενου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πληθυσμού του είδους.

Στην περίπτωση που η τρέχουσα κατάσταση είναι ικανοποιητική, πρέπει επίσης να εξετάζεται η μελλοντική βιωσιμότητα της κατάστασης αυτής προκειμένου να διαπιστωθεί η ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης ενός είδους.

Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη, πρώτον, κάθε προβλέψιμη μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει τις επαφές μεταξύ του πληθυσμού που βρίσκεται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και των λοιπών πληθυσμών που αποτελούν τμήματα του ίδιου πληθυσμού. Δεύτερον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο νομικής προστασίας που απολαύει το συγκεκριμένο είδος στα γειτονικά κράτη μέλη και τρίτες χώρες. Τρίτον, η σημασία που πρέπει να αποδίδεται στις σχέσεις με τους πληθυσμούς που βρίσκονται σε άλλα κράτη είναι ακόμη πιο βαρύνουσα εάν τα εν λόγω κράτη και τρίτες χώρες όχι μόνον εφαρμόζουν παρόμοια καθεστώτα προστασίας, αλλά και συνεργάζονται για την προστασία του συγκεκριμένου είδους και συντονίζουν, παραδείγματος χάριν, τα μέτρα προστασίας τους κατά τρόπον ώστε να βελτιστοποιούνται οι επαφές μεταξύ των επιμέρους πληθυσμών.

Εξάλλου, στο πλαίσιο της μέριμνας ώστε η λήψη δειγμάτων ενός είδους από τη φύση, καθώς και η εκμετάλλευσή τους, να είναι συμβατές με τη διατήρηση του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος βρίσκεται πληθυσμός λύκων που αποτελεί τμήμα πληθυσμού του οποίου η περιοχή φυσικής κατανομής εκτείνεται πέραν του εδάφους αυτού, όταν σκοπεύει να λάβει υπόψη τις επαφές μεταξύ του πληθυσμού λύκων που βρίσκεται στο έδαφος του και των πληθυσμών που βρίσκονται στα γειτονικά κράτη ή τρίτες χώρες, μπορεί να είναι αναγκαίο να ανταλλάσσει με τα εν λόγω κράτη και χώρες πληροφορίες σχετικά με τις διασυνοριακές μετακινήσεις δειγμάτων του είδους, καθώς και σχετικά με τα διαχειριστικά μέτρα που τα εν λόγω κράτη και χώρες λαμβάνουν ή προτίθενται να λάβουν όσον αφορά τους πληθυσμούς που βρίσκονται στο έδαφος τους. Πράγματι, αφενός, τέτοιες ανταλλαγές πληροφοριών είναι ικανές να καταστήσουν ακριβέστερη την εκτίμηση, από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, του μεγέθους του πληθυσμού που βρίσκεται στο έδαφός του. Αφετέρου, η ενημέρωση σχετικά με τα διαχειριστικά μέτρα που εφαρμόζονται ή σχεδιάζονται από τα οικεία κράτη μέλη ή τρίτες χώρες μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να έχει τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι το συγκεκριμένο είδος μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται όντως σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης στο έδαφός του. Τέλος, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόζονται ή σχεδιάζονται από τα γειτονικά κράτη μέλη ή τρίτες χώρες μπορεί να του είναι αναγκαίες προκειμένου να βεβαιωθεί ότι τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για το συγκεκριμένο είδος δεν θα αντιβαίνουν προς τη διατήρησή του σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης στο έδαφός του.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν χωρεί επίκληση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών απαιτήσεων ούτε των περιφερειακών και τοπικών ιδιομορφιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, το οποίο άλλωστε δεν αποτελεί αυτοτελή παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες προστασίας που περιλαμβάνει η οδηγία, προκειμένου το κράτος μέλος να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να μεριμνά ώστε η λήψη δειγμάτων ενός είδους από τη φύση καθώς και η εκμετάλλευσή τους να μην αντιβαίνουν προς τη διατήρηση του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, υποχρέωση η οποία οριοθετεί το περιθώριο εκτίμησης που έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας. Μόνον εντός των ορίων του περιθωρίου αυτού εκτιμήσεως επιτρέπεται κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω απαιτήσεις και ιδιομορφίες.


1      Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, L 158, σ. 193) (στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων).

2      Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων: «[τ]α κράτη μέλη, όταν βάσει της εποπτείας που προβλέπει το άρθρο 11, το κρίνουν αναγκαίο, εκδίδουν μέτρα ώστε τα δείγματα των ειδών της αγρίας πανίδας και χλωρίδας που αναφέρονται στο παράρτημα V, που λαμβάνονται από τη φύση, καθώς και η εκμετάλλευσή τους, να μην αντιβαίνουν προς τη διατήρησή τους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης».

3      Δεδομένου ότι οι εσθονικοί πληθυσμοί του λύκου έχουν περιληφθεί στο παράρτημα V, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων και, κατά συνέπεια, η θήρευσή τους επιτρέπεται. Συνεπώς, οι πληθυσμοί αυτοί συνιστούν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα ότι η θήρα του λύκου κατ’ αρχήν απαγορεύεται δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας περί οικοτόπων, σε συνδυασμό με το παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, αυτής.

Πηγή: curia.europa.eu

Δεν υπάρχουν σχόλια: