Posted on 21 Νοεμβρίου, 2025

Ἱεροθέου Κρητικοῦ,
Ἱεροδιακόνου Ἱ. Μ. Κυθήρων & Ἀντικυθήρων
Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα σέ ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων κατά τήν 21η Νοεμβρίου 2025.
Στόν κύκλο τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν περιέχεται καί ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἤ ὅπως ἀλλιῶς ἀναγράφεται στά λειτουργικά κείμενα «ἡ ἐν τῷ Ναῷ Εἴσοδος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου». Ὁ ἀκριβής χρόνος καθιέρωσης αὐτῆς τῆς ἑορτῆς δέν μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ μετά βεβαιότητας. Ἄν καί φαίνεται ὅτι τό γεγονός αὐτό ἦταν γνωστό στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, μόλις μετά τόν 5ον αἱ. ἐμφανίζεται θεσμοθετημένη ἑορτή σέ ἀνάμνησή του. Ἡ θεσμοθέτηση καί καθιέρωση τῆς ἑορτῆς σχετίζεται μέ τά ἐγκαίνια (20 Νοεμβρίου 543) τοῦ ναοῦ τῆς «Νέας Ἐκκλησίας» ἀπό τόν Ἰουστινιανό στά Ἱεροσόλυμα, πού ἀνεγέρθηκε πρός τιμή τῆς Θεοτόκου στή νότια πλευρά τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα. Λόγῳ τῆς θέσης του, ἐκεῖνος ὁ ναός συνδυάσθηκε μέ τή μαρτυρούμενη τότε διήγηση τῶν Εἰσοδίων, πού νοηματοδότησε τήν ἑορτή τῶν ἐγκαινίων. Ὅταν ὅμως ἕναν αἰώνα ἀργότερα, τό 638, ὁ ναός καταλύθηκε ἀπό τούς Ἄραβες, τή θέση τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων ἔλαβαν τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, μία ἡμέρα ἀργότερα (21 Νοεμβρίου).
Τό θέμα τῆς ἑορτῆς πηγάζει ἀπό τά ψευδεπίγραφα εὐαγγέλια καί μάλιστα ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου , στό ὁποῖο γίνεται προσπάθεια νά καλυφθοῦν ὁρισμένα κενά τῶν κανονικῶν Εὐαγγελίων. Γιά λήψη πληροφοριῶν περί τῆς Θεοτόκου ἀπό ἀπόκρυφα κείμενα ὁμιλεῖ καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, σημειώνοντας τό ἑξῆς: «Καὶ ἂν εἰποῦμε κάτι ἀπὸ τὰ Ἀπόκρυφα, αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπίσης ἀληθὲς καὶ ἀπηλλαγμένον πλάνης καὶ θὰ ἔχη γίνει ἤδη ἀποδεκτὸν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας» . Μάλιστα, ὁ ἴδιος πατήρ παραπέμπει στόν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, πού ὁμιλεῖ κι ἐκεῖνος γιά τήν ἀνάγνωση ἀξιοπρόσεκτου σημείου σχετικά μέ τό βίο τῆς Θεοτόκου σέ ἕνα ἀπόκρυφο βιβλίο . Γενικῶς, ὅσες πληροφορίες σχετικά μέ τή Θεοτόκο ἐκφράζονται ἀπό τούς Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς καί ἀπουσιάζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, «ἑδράζονται ἐπί τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν σχετικῶν περί τῆς Θεοτόκου διηγήσεων τοῦ Πρωτευαγγελίου».
Τό Πρωτευαγγέλιο διηγεῖται τή στειρότητα τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης, τή θλίψη καί τήν ταπείνωση τοῦ Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος, μήν μπορώντας νά προσφέρει θυσία στόν ναό λόγῳ τῆς ἀτεκνίας του, ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο γιά σαράντα ἡμέρες, προσευχόμενος. Παράλληλα, ἡ Ἄννα παρακαλοῦσε θερμῶς τόν Θεό στόν κῆπο της (κεφ. 1-2), ὅταν Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε καί στούς δύο χωριστά, ἀναγγέλλοντας ὅτι θά ἀποκτήσουν τέκνο, πού θά εἶναι εὐλογημένο ἀπό τόν Θεό. Ἡ Ἄννα πλημμυρισμένη χαρά, ὑποσχέθηκε νά προσφέρει τό παιδί στόν Κύριο, πού θά τόν ὑπηρετεῖ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς του (κεφ. 3-4). Ἀφοῦ περιγράφεται ἡ γέννηση τῆς Μαρίας, ἡ παιδική της ἡλικία καί τό πῶς μεγάλωσε μέσα στό σπίτι, ἀναφέρεται ὅτι, κατά τό τάμα τῶν γονέων, ἑτοιμάστηκε γιά νά ἀφιερωθεῖ στόν ναό. Ὅταν ἔγινε τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς τή συνόδευσαν μέ παρθένες λαμπαδηφόρους μέχρι τό ἱερό, ὅπου ὁ ἱερέας Ζαχαρίας τήν ὑποδέχθηκε καί εὐλόγησε (κεφ. 5-7). Σημειώνεται ὅτι «ἦν δὲ Μαριὰμ ὡσεὶ περιστερὰ νεμομένη ἐν τῷ ναῷ κυρίου καὶ ἐλάμβανε τροφὴν ἐκ χειρὸς ἀγγέλου», δηλαδή ἡ Μαριάμ διέμενε στόν ναό τοῦ Κυρίου ἁγνή σάν περιστερά καί δεχόταν τήν τροφή της ἀπό τά χέρια ἀγγέλου. Ὅταν ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, παραδόθηκε ἀπό τούς ἱερεῖς κατόπιν σημείου στόν Ἰωσήφ γιά φύλαξη (κεφ. 8-9).
Καί ἐνῶ αὐτά, ἐδῶ σέ ἁδρές γραμμές, ἀναφέρονται μέ κάποιες λεπτομέρειες στό Πρωτευαγγέλιο, ἄς δοῦμε, ἐν ἐκτάσει, τά μνημονευόμενα καί ἐξιστορούμενα ἀπό Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς σχετικά μέ τήν εἴσοδο καί παραμονή τῆς Θεοτόκου στά ἅγια τῶν ἁγίων. Ὅπως, σαφῶς, θά καταστεῖ ἀντιληπτό στή συνέχεια, ἡ βυζαντινή γραμματεία, μέ τή ρητορική πού χαρακτήριζε πολλούς συγγραφεῖς της, διάνθισε τή διήγηση τοῦ Πρωτευαγγελίου ποικιλοτρόπως, διατηρώντας τά βασικά στοιχεῖα ἐκείνης.
Ἀλλά, προκειμένου νά κατανοηθεῖ αὐτός ὁ σταθμός στή ζωή τῆς Θεοτόκου, χρειάζεται, παρενθετικά, νά σημειωθεῖ τό ζήτημα τῆς κατά χάριν ἐκλογῆς της. Συγκεκριμένα, ἡ ἐκ κοιλίας μητρός ἁγιότητα τῆς Παναγίας σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, κατά τήν προγνωστική του δύναμη, ἐξέλεξε ἐκείνη πρός ἐπιτέλεση τοῦ ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφου μυστηρίου, διότι θά ἀναγνωριζόταν ἱκανή γιά ἐκεῖνο, δηλαδή τήν ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας οἰκονομίας του. Μέ ἄλλα λόγια, «ὁ Θεός ἐταξινόμησε τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας προαιωνίως, διότι προεγνώριζεν ὅτι ἡ Μαρία θά ἀνταποκριθῇ πλήρως εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ […] Ὁ προορισμός τῆς Παρθένου Μαρίας προέρχεται ἐκ τῆς προγνώσεως τοῦ Θεοῦ ὅτι θά γίνῃ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἀξία» . Ἑπομένως, ἡ ἁγιότητα τῆς Θεοτόκου, μέ ἕνα δυναμικό χαρακτήρα, ἀρχίζει ἀπό τήν κοιλία τῆς μητέρας της, εὐρύνεται στήν οἰκεία τῶν γονέων της καί προσαυξάνεται στόν ναό τοῦ Κυρίου.
Ἐπί τοῦ προκειμένου, αἰτία τῆς ἀφιέρωσης τῆς Παρθένου Μαρίας στόν ναό εἶναι ἡ ὑπόσχεση τῆς μητέρας της, Ἄννας, νά ἀφιερώσει στόν Θεό τό δῶρο πού θά τῆς ἔδινε, τό τέκνο, λύνοντας τήν ἀτεκνία της . Καταγράφεται ὅτι οἱ γονεῖς τῆς Θεοτόκου ἄκουσαν φωνή κατά τήν ὁποία ἡ ἀναμενόμενη θυγατέρα τους συνιστᾶ δόξα γιά ὅλο τόν κόσμο καί εἶναι ἡ εὐαγγελίστρια τῆς χαρᾶς ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ἡ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὅταν, λοιπόν, ἡ Παρθένος ἔγινε τριῶν ἐτῶν ὁδηγήθηκε ἀπό τούς γονεῖς της στόν ναό , ὅπου τήν ἀνέμεναν «ἄγγελοι κύκλῳ δορυφοροῦντες καὶ πᾶσαι ὑπερκόσμιαι δυνάμεις συγχαίρουσαι», διακηρύσσοντας τήν καθαρότητά της, καί κρατώντας λαμπάδες πού φώτιζαν ὅλο τόν ναό . Ἡ πομπή πρός τόν ναό ἔγινε μέ τή συνοδεία λαμπαδηφόρων παρθένων , συγγενῶν, γειτόνων καί φίλων, πού τήν περιστοίχιζαν σάν τά ἀστέρια τή σελήνη . Ἡ παράδοσή της στόν ναό σέ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν δέν στερεῖται ἑρμηνείας. Γιατί λοιπόν προσάγεται τριετής ἡ Παρθένος στόν ναό; Εἴτε διότι ἡ προσαγωγή γίνεται «ὡς Τριάδος ἀχωρίστου νύμφης» , εἴτε «διὰ τοῦ ἀριθμοῦ μυστικῶς τῆς Τριάδας ἐμφαινομένης» , δηλαδή ἀποτελοῦσε μιά μυστική θεολογική φανέρωση τῆς Τριάδας, εἴτε διότι ἐξ αὐτῆς θά γεννιόταν ὁ ἕνας τῆς Τριάδας, εἴτε ἐπειδή ὁ ἀριθμός τρία θεωρεῖται ὡς ἀριθμός φανερώσης τῆς δύναμης τῆς Τριάδας.
Παρατηρεῖται καί ἐξυμνεῖται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἡ διάθεση τῆς τριετοῦς Παρθένου νά παρουσιαστεῖ στόν ναό, ἀπομακρυνόμενη ἀπό τούς γονεῖς της. Παρουσιάζεται νά ἔχει πλήρη ἀντίληψη τῶν τελουμένων, ὅθεν ἡ θέση ὅτι δέν ὁδηγεῖται ἀκουσίως στόν ναό, ἀλλά αὐτή μόνη της μέ ἐλεύθερη γνώμη ὁδηγεῖται πρός τόν Θεό, συνεχομένη ἀπό θεῖο ἔρωτα, γνώση καί αἴσθηση τῆς ἀξίας εἰσόδου καί ἐνδιαίτησής της στά ἅγια τῶν ἁγίων .
Ἡ εἴσοδος καί παραμονή τῆς Παρθένου στά ἅγια τῶν ἁγίων δημιούργησε, εἰκότως, ἐρωτήματα στόν ἀρχιερέα. Μολαταῦτα ἐκεῖνος, εὑρισκόμενος σέ κατάσταση θείας ἔκστασης καί φωτισμοῦ, ὅπως λεπτομερῶς ἀποδίδει ὁ ἅγ. Θεοφύλακτος Βουλγαρίας , καί διαπιστώνοντας ὅτι ἡ Θεόπαις, ἀποτελοῦσα «καταγώγιον θείων χαρίτων ἀληθῶς», εἶναι πιό ἄξια ἀπ’ ἐκεῖνον νά ἐμφανίζεται συνεχῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νά εἰσάγει στά ἅγια τῶν ἁγίων τό ἀφιέρωμα (τή Μαρία), πράγμα πρωτοφανές καί δίκαιο πού ὑπερβαίνει τόν νόμο . Χάριν, λοιπόν, τῆς ἐνοικούσης, παραπάνω ἀπό ὅλους, σ’ ἐκείνη θεοειδοῦς χάριτος, «ἐν τοῖς ἁγίοις ἀδύτοις οἷόν τις τοῦ Θεοῦ θησαυρὸς ἀπετέθη δικαίως» . Ἄλλωστε, ἡ πατερική σκέψη, προάγοντας ἔτι περαιτέρω τήν ἁρμόζουσα εἴσοδο καί παραμονή τῆς Θεοτόκου στά ἅγια τῶν ἁγίων, κάνει λόγο γιά τιμή πρός τόν χῶρο ἀπό ἐκείνη· ἰδίως δέ ὅταν θεωρηθεῖ ὅτι μέσω ἐκείνης εἰσάγεται ἡ θεία χάρη, ἀφοῦ εἰσάγει τόν ἀναμάρτητο, ἀλλά καί ἐπειδή ὅλα τά ἐκεῖ εὑρισκόμενα ἀναφέρονταν καί ὁδηγοῦσαν σέ ἐκείνη.
Ἡ Θεοτόκος κατά τήν παραμονή της στόν ναό τρεφόταν μέ οὐράνια τροφή πού τῆς κόμιζε ἄγγελος Κυρίου . Ἐκεῖ φύλασσε τό θυσιαστήριο καί τόν ναό, διακονώντας τούς ἱερεῖς , προσκαρτερώντας στήν προσευχή, στήν ἀνάγνωση, στή νηστεία, στό ἐργόχειρο καί γενικῶς στήν ἀρετή, διδάσκοντας καί πολλές γυναῖκες . Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος ἔλαβε πείρα παραδόξων πραγμάτων καί μυστηρίων, ὅπως «ἡ παράδοξος τροφή, ἡ τῶν χαρίτων ἀφθονία, αἱ τῶν ἀγγέλων συνομιλίαι, αἱ θειότεραι ἐλλάμψεις, ἡ ἐν τοῖς ἀδύτοις διατριβή, ἡ ἐν ἁγίοις παρρησία» . Μέ ἄλλα λόγια ζοῦσε σάν στόν Παράδεισο, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, θεοφιλῶς καί θεομίμητα, διανύοντας βίο πού ἅρμοζε ἐντός ἐκείνου.
Ἀναμφιβόλως, ἡ παραμονή τῆς Θεοτόκου στόν ναό ἦταν καίριας σημασίας ὅσον ἀφορᾶ στήν προετοιμασία της ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Στόν ναό συντελεῖτο ἡ αὔξηση τῆς καρποφορίας στήν ἀρετή καί στήν ἁγιότητα, ἀφοῦ ἡ Μαρία «πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονε πάσης βιοτικῆς καὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας τὸν νοῦν ἀποστήσασα καὶ οὕτω παρθένον τὴν ψυχὴν τηρήσασα σὺν τῷ σώματι, ὡς ἔπρεπε τὸν Θεὸν ἐγκόλπιον ὑποδέχεσθαι μέλλουσαν· ἅγιος γὰρ ὢν ἐν ἁγίοις ἀναπαύεται. Οὕτω τοίνυν ἁγιωσύνην μετέρχεται καὶ ναὸς ἅγιος καὶ θαυμαστὸς τοῦ ὑψίστου Θεοῦ ἀναδείκνυται ἀξίως» . Ὡς ἀκολούθως ἡ Θεοτόκος διατηρώντας τήν κάθαρση τοῦ νοῦ της ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό του, πού ἄρχισε ἤδη ἀπό τήν παιδική της ἡλικία, καί βαδίζοντας τόν δρόμο τῆς τελειώσεως (ὄχι ὅτι εἶχε κάποια φυσική ἁγιότητα), κατασκεύαζε τό κατάλυμα γιά τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου , παρασκεύαζε τή γαστέρα της «καθάπερ λειμῶνα πρὸς οἴκησιν» . Σέ αὐτό συνέτεινε, φυσικά, καί ἡ ἀπουσία κάθε τί ἀνθρώπινου στά ἅγια τῶν ἁγίων, πού θά ἀποσποῦσε τήν προσοχή της ἀπό τό νά ἐνδιατρίβει στό θεῖο.
Σέ συνάφεια πρός τά ἀνωτέρω καταγραφέντα ἀπό τούς Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς θά πρέπει νά σημειωθεῖ, ἐπιπροσθέτως, τό πνευματικό καί ἠθικό νόημα τῆς ἑορτῆς· ἐξάλλου τά ἱστορικά γεγονότα δέν παύουν νά εἶναι καί διδακτικά. Κατ’ ἀρχήν τό θεολογικό νόημα τῆς ἑορτῆς συμπυκνώνεται ἀπό τόν ἅγιο Γερμανό Α΄ Κωνσταντινουπόλεως σέ μιά παράγραφο, πού παραθέτει προσαγόρευση τοῦ Ζαχαρία πρός τή Θεοτόκο, ἐγκωμιάζοντάς την, ἀποκαλύπτοντας τόν ἐξαίρετο ρόλο πού διεδραμάτισε στό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ἀποκαλύπτοντας συνάμα τό σωτηριολογικό νόημα τῆς ἑορτῆς, ὁδηγώντας ἀπό τά αἰσθητά στά μυστικώτερα καί θεολογικώτερα:
«Δεῦρο πρόκυψον εἰς ἄδυτον καὶ φρικῶδες ταμιεῖον, ἡ κειμήλιον ἄπλετον καὶ ἀνεξερεύνητον γενησομένη. Εἴσελθε τοῖς τοῦ βήματος προθύροις, ἡ τοῦ θανάτου τὰ πρόθυρα συνθλῶσα. Εἴσβλεψον ἐπὶ τὸ καταπέτασμα, ἡ τοὺς τῇ ἀμβλυοποιῷ γεύσει τετυφλωμένους τῇ σῇ ἀστραπῇ φωτίζουσα. Δίδου μοι χεῖράς σε ποδηγοῦντι ὡς βρέφος, καὶ κράττει μου χεῖρα τῷ γήρᾳ κεκμηκότι καὶ τῇ τῆς ἐντολῆς παρεκδόσει γεήφρονι ζήλῳ νενευκότι, καὶ ἄξοις με πρὸς ζωήν».
Σέ ὅλα βεβαίως τά γεγονότα τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου, ὁ προνοῶν, ὁ οἰκονομῶν, ὁ κυβερνῶν, ὁ τεταγμένος ἐφ’ ὅλοις, ὁ κατευθύνων, ἐν τέλει, ἐκεῖνα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί μέ μιά πρόταση θά πεῖ ὁ ἴδιος πατήρ:
«Οὕτω τὰ τῆς θείας μυσταρχίας τελεσιουργήματα δι’ ἐκβάσεως θεόθεν εἴχοντο» .
Τό ἠθικό νόημα τῆς ἑορτῆς ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ ἀφιέρωση στόν Θεό μέ κάθε τρόπο καί ἡ ταπεινή ὑπηρεσία τοῦ θελήματός του , κατά μίμηση τῆς Θεοτόκου. Ὁ «συνεπὴς πνευματικὸς ἑορτασμὸς τῶν Εἰσοδίων ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς, δηλαδὴ τὴ συνάντηση τῆς Θεοτόκου –ἐκπροσώπου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους- μὲ τὸ Θεὸ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων» . Ὡς ἔπεται, καθείς πιστός καλεῖται νά συναντήσει καί νά ἑνωθεῖ, μυστηριακά-ἐνεργειακά, μέ τόν Θεό. Ἡ «παρθενία τῶν ψυχῶν», ἡ «καθαρότητά τους ἀπό κάθε κακό», τό «ἄναμμα τῶν λαμπάδων τῆς φιλανθρωπίας», μέ σκοπό τῶν ἁγιασμό τῶν ἑορταζόντων τήν ἐν λόγῳ ἑορτή εἶναι ἐκεῖνα πού προστίθενται στό διδακτικό μέρος ἐκείνης ἀπό τόν ἅγιο Θεοφύλακτο Βουλγαρίας . Δέν παραλείπεται νά τονισθεῖ ἡ ἀναγκαιότητα ἀποφυγῆς τῆς στειρότητας τῆς ψυχῆς, μέσω τῆς ἄσκησης, πού θά αὐξήσει τήν πίστη καί θά ὁδηγήσει στή θέα τοῦ Θεοῦ:
«Μὴ μόνον τὰ τῆς ἑορτῆς κατοπτεύσωμεν, καὶ τιμήσωμεν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἑορτὴ γενώμεθα, ἢ ἑορτῆς ὑπόθεσις. Ἔσται δὲ πῶς; Χθὲς ἦσθα στεῖρα ψυχὴ καὶ ἄκαρπος, μηδὲ τέκνον γεννῶσα ζωῆς φωτὸς ἄξιον; σήμερον ἐν τῇ γαστρὶ λάβε τὸν Δεσπότην φόβον, νηστείας χρησταῖς, δάκρυσιν, ἐξομολογήσεσι, τοῖς ἀγαθοῖς ὄντως σπέρμασι, καὶ Πνεῦμα σωτηρίας σεαυτῷ ἀπογέννησον, καὶ τρέψον τέκνον, καὶ αὔξησον τῆς σεβασμίας Τριάδος πίστει […] Ἐπιλαμπέτω σοι καὶ τὸ τῆς παρθενίας φῶς, ἢ σωφροσύνης, ἀκατάσβεστον, καὶ οὕτως ἄξιος ἔσῃ τοῦ εἰσελθεῖν, ἢ εἰσάγειν εἰς τὰ Ἅγια· ἁγιασμοῦ γὰρ χωρὶς καὶ καθαρότητος, οὐδεὶς τὸν Κύριον ὄψεται, Παύλῳ λέγοντι μετὰ τοῦ Κυρίου πείσθητι».
Ἀσφαλῶς, αὐτή ἡ θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐφικτή μόνον χάριν τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου, καθότι ἐκείνη ἀπετέλεσε τό μεθόριο κτιστῆς καί ἄκτιστης φύσης. Κανείς δέν θά μπροσοῦσε νά ὁδηγηθεῖ πρός τόν Θεό παρά μόνο μέσω ἐκείνης καί τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος μεσίτου .Ἐκείνη, ἀφοῦ δέχθηκε πρῶτα τό πλήρωμα τοῦ πληροῦντος τά σύμπαντα, τό καθιστᾶ σέ ὅλους χωρητό, ἀπονέμοντας στόν καθένα ἀνάλογα μέ τή δύναμη καί τό μέτρο τῆς καθαρότητάς, ἀφοῦ καταστάθηκε πρώτη ταμεῖο καί πρύτανης τοῦ πλούτου τῆς θεότητας. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ θεῖος φωτισμός στίς ἀγγελικές δυνάμεις καί στούς ἀνθρώπους παρέχεται κατά τό μέτρο τοῦ ἀπαθοῦς θείου πόθου καί ἔρωτος καί τῆς εἰλικρινοῦς ἐφέσεως στή Θεοτόκο.
1. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Λογικὴ λατρεία, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 300. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1959, σσ. 44 κ.ἑ. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», ΘΗΕ 5 (1964) 452. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΑ, Οἱ θεομητορικές ἑορτές στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, σσ. 59-63. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Εορτές· Εορτή των Εισοδίων», ΜΟΧΕ 7 (2012) 206.
2. Σχετικά μέ τό Πρωτευαγγέλιον βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἑλληνική Πατρολογία· Γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμών, τ. Β΄, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19912, σσ. 235-237.
3. ΜΑΞΙΜΟΥ OΜΟΛΟΓΗΤΟY, Ὁ βίος τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐκδ. Ἱερὸν Κελλίον Ἁγ. Νικολάου «Μπουραζέρη», Ἅγιον Ὄρος, 20244, σ. 28.
4. Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1137D.
5. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΟΝΤΑΚΗ, Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῆς ὀφειλομένης πρός αὐτήν τιμῆς, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 245. Βλ. γιά τίς πηγές περί τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου στό ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΑ, Οἱ θεομητορικές ἑορτές στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, σσ. 13 κ.ἑ. Γιά τήν ἔλλειψη ἐπαρκῶν πληροφοριῶν περί τῆς Θεοτόκου στά Εὐαγγέλια σημειώνεται σέ ἔργο τοῦ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ὅτι «οἱ δὲ ἄγιοι ἀπόστολοι περὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου τὴν σπουδὴν ἐποιήσαντο· καὶ εἰς τὰς τούτου πράξεις ἐσχόλασαν. Περὶ ταύτης δὲ (τῆς Θεοτόκου) ὀλίγα τινὰ εἰπόντες, εὐθέως παρέδραμον· οὕτω τοῦ Πνεύματος οἰκονομήσαντος» (Περὶ τοῦ βίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν τῆς αὐτῆς χρόνων, PG 120, 185A).
6. The Protevangelium of James: Critical Questions of the Text and Full Collations of the Greek Manuscripts. [Jewish and Christian Texts in Contexts and Related Studies, vοl. 18], ἔκδ. G.T. Zervos, T. & T. Clark, London 2023, σσ. 50-63.
7. ΜΙΧΑΗΛ ΝΑΖΜ, Ἡ Θεοτόκος κατά τόν Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν (θεολογική θεώρησις), δ.δ., Θεσσαλονίκη 1984, σ.28. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, [κείμενο-μετάφραση-εἰσαγωγή-σχόλια ΝΙΚΟΥ ΜΑΤΣΟΥΚΑ], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 376 (PG 94, 1156A): «Αὔτη γὰρ τῇ προαιωνίῳ προγνωστικῇ βουλῇ τοῦ Θεοῦ προορισθεῖσα…». Ὁ ἅγ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ ἀναφέρει περί τῆς κατά χάριν ἐκλογῆς τῆς Θεοτόκου: «Ὁ δὲ Θεὸς ἅτε μᾶλλον ταύτην γινώσκων, ὡς ἂν εἰς καρδίαν βλέπων καὶ ὦν παρ’ αὐτῷ τυγχάνειν ἀξιοχρέως εἴη, μόνος μὲν ἐπιστάμενος, μόνος δὲ δυνάμενος χορηγεῖν, τοῖς ὡς ἀγαθῶς αὐτῆς ἀξίοις αὐτὴν ἐκόσμει» (Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου γέννησιν, λόγ. α΄, 12, στό Ἡ Θεομήτωρ, Τρεῖς Θεομητορικές ὁμιλίες, [κείμενο-μετάφραση-εἰσαγωγή-σχόλια Π. Νέλλα], ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1989, σ. 92. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜA, Εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων Εἴσοδον τῆς Πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὁμιλ. ΝΒ΄, 8, ΕΠΕ 11, 248.
8. Ἐνδόμυχη προσδοκία κάθε Ἰσραηλίτη ἦταν ὅτι ἴσως ἀπό ἐκεῖνον ἤ ἀπό τούς ἐπιγενόμενούς του γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας. Οἱ ἄπαιδες ἀποθαρρύνονταν μιᾶς τέτοιας προσμονῆς, γι’ αὐτό καταφρονοῦνταν, ἀλλά καί, κατά τόν μωσαϊκό νόμο, δέν δικαιούνταν νά προσφέρουν τά δῶρα τους στόν ναό. Περὶ τῆς αἰτίας ἀφιερώσεως βλ. ΓΕΡΜΑΝΟΥ Α΄ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, 5, PG 98, 296D. ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 4, PG 98, 1485B. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, Ἐγκώμιον εἰς τὴν ἀπόδοσιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ ναῷ καὶ ἀφιέρωσιν τῷ Θεῷ κατὰ τὴν ἱστορίαν, PG 100, 1413Β. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου· ὅτε προσηνέχθη τῷ ναῷ παρὰ τῶν γεννητόρων αὐτῆς, Ε΄, PG 126, 136C.
9. ΜΑΞΙΜΟΥ OΜΟΛΟΓΗΤΟY, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 30. Βλ. χαρακτηριστικῶς καί ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 5, PG 98, 1485: «Εἰσήκουσεν ὑμῶν ὁ Ὕψιστος τῆς δεήσεως, καὶ ἐν ὁλίγῳ χρόνῳ τέξεσθε θυγατέρα, τὴν ἐκ πασῶν γενεῶν μακαρίαν, ἐκλελεγμένην εἰς Θεοῦ κατοικητήριον».
10. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 31. ΓΕΡΜΑΝΟY Α΄ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἐγκώμιον εἰς τὴν ἁγίαν Θεοτόκον· ὅτε προσηνέχθη ἐν τῷ ναῷ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τριετίζουσα, ὑπὸ τῶν αὐτῆς γονέων, 4, PG 98, 316C: «τριετίζουσα μὲν τῷ χρόνῳ τῆς ἡλικίας, ὑπερτελὴς δὲ τῇ χάριτι τῇ θείᾳ ὡς ἅτε προεγνωσμένη καὶ προωρισμένη καὶ ἐκλελεγμένη τῷ πάντων Θεῷ καὶ ταμίᾳ». ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 1, PG 98, 1481A. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 100, 1417B. Ὁ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ διαφοροποιεῖται ὡς πρός τήν τριετή ἀφιέρωση τῆς Θεοτόκου στόν ναό. Γράφει γιά προσκύνηση στόν ναό κατά τό τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας της, μέ τούς γονεῖς, της καί ἀφιέρωσή της στό ἕβδομο ἔτος (ἔνθ’ ἀνωτ., 4, PG 120, 192AB).
11. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, Λόγος εἰς τὰ εἰσόδια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 100, 1421CD.
12. ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 8, PG 98, 1488D: «δῆμον τῶν παρθένων λαμπαδηφοροῦντα συγκαλεσαμένη, κατέλαβε τὰ τῶν ἁγίων Ἅγια», στό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ἡ Θεοτόκος εἰσῆλθε στά ἅγια τῶν ἁγίων μέ ὅλη τήν πομπή της. ΓΕΡΜΑΝΟΥ Α΄ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, 5, PG 98, 297A: προσθέτει ὅτι ἡ ὅλη πομπή σχηματίστηκε ἔτσι, ὥστε νά προστεθεῖ μεγαλοπρέπεια στήν ἀφιέρωση τῆς Θεοτόκου. Ἐδῶ διαφοροποιεῖται ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο πού θεωρεῖ τή διαμόρφωση τῆς πομπῆς τοιουτοτρόπως, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ πιθανότητα ὑπαναχώρησης τῆς Θεοτόκου. Ἡ Ἄννα παρουσιάζεται νά εἶχε συνείδηση ὅτι διά τῆς εἰσόδου τῆς Παρθένου στόν ναό ἄρχιζε ἡ πραγματοποίηση τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου, ἀφοῦ ἄλλωστε εἶχε ἐνημερωθεῖ νωρίτερα ἀπό τόν ἄγγελο Κυρίου. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἄννα προτρέπει τούς συνοδούς πρός δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί ψάλλεται κατά τήν πομπή ὁ ψαλμικός στίχος 44,15 (Αὐτόθι, PG 98, 297BC). Προστίθεται ὑπό τοῦ ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ὅτι οἱ παρθένες κρατοῦσαν λαμπάδες ἀναμμένες λόγῳ τιμῆς πρός τόν Θεό, ἀλλά καί γιά νά ὁδεύουν ἥπια καί σταθερά (Λόγος ἐκλεγεὶς ἀπὸ τῶν θείων Γραφῶν εἰς τὸ «ἐγένετο τριετὴς ἡ παῖς», 4, PG 127, 601D-604A).
13.ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου· ὅτε προσηνέχθη τῷ ναῷ παρὰ τῶν γεννητόρων αὐτῆς, Ε΄, PG 126, 136B.
14.IΩΑΝΝΟΥ ΕYΒΟΙΑΣ, Λόγος εἰς τὴν σύλληψιν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, 14, PG 96, 1481A.
15.ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 8, PG 126, 140A.
16.ΓΕΡΜΑΝΟY Α΄ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 4, PG 98, 296CD. Πρβλ. IΣΙΔΩΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Εἰς τὴν εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων εἴσοδον, 14, PG 139, 53C.
17.ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 100, 1418BC: «διὰ τὸ τρισσὸν ἐν ἑαυτῇ τὸν ἄσπιλον προτιμῆσαι ἀριθμόν, δι’ ἧς τῆς ἐν κόσμῳ ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη δύναμις…δι’ ἧς ὁ τριχῇ διῃρημένος κόσμος εἰς μίαν Θεοῦ προσκύνησιν συνηρμόσθη…».
18.ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜA, ἔνθ’ ἀνωτ., 12, ΕΠΕ 11, 252.
19.Γιά ἔμπνευση τοῦ Ζαχαρίου, χάριν τοῦ προφητικοῦ του χαρίσματος, ὁμιλεῖ καί ὁ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 100, 1429B. Πρβλ. καί ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 17, PG 139, 57BC.
20.ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 6, PG 126, 136CD. Γιά τό ὅτι ἡ Παρθένος δέν εἶχε ἀνάγκη ἐξιλαστηρίων θυσιῶν καί ἄλλων καθαρμῶν, λόγῳ τῆς καθαρότητάς της, καί γιά τή σύγκριση ἐκείνης μέ τόν ἀρχιερέα πρβλ. Νικολάου Καβάσιλα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 91. Γιά τήν παραμονή τῆς Παρθένου στά ἅγια τῶν ἁγίων, πράγμα πού συνιστοῦσε «καινότατον ἐπιτήδευμα», λόγῳ τῶν ἀπαγορευτικῶν διατάξεων, πρβλ. ΓΕΡΜΑΝΟΥ Α΄ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 4, PG 98, 312C, ὅπου σημειώνεται ὅτι ἐπετράπη ἀπό τόν Ζαχαρία «ὡς προειδὼς τὸ ἐσόμενον· ἐπεὶ προφήτης ἦν». Ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή περιφανεῖς προφῆτες καί ὅλα τά ἐκ πρώην στείρων γονέων τέκνα, τοῦ σπέρματος τοῦ Ἀβραάμ, ἦταν μεγάλες πνευματικές μορφές. Γνωρίζοντας τό ἱερατεῖο τοῦ ναοῦ τή θαυμαστή γέννηση τῆς Θεοτόκου, μέ τή λύση τῆς ἀτεκνίας τῶν γονέων της, καί θεωρώντας ἐκείνην ὡς μοναδικό καί ἐπίλεκτο τέκνο τοῦ Θεοῦ, ἐπέτρεψε οὕτω πῶς τήν εἴσοδο καί παραμονή της στά ἅγια τῶν ἁγίων (βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΑ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.73). Ἡ παραμονή τῆς Θεοτόκου στόν ναό θεωρεῖται ὡς ἀναγκαία προκειμένου ἡ Θεοτόκος νά παραμείνει ἀνεπίληπτη καί ἄσπιλη γιά τήν καθοριστική συμβολή της στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικά στό ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 100, 1420A: «Ἔδει ἀμιγὲς τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν τὸ ἀκηλίδωτον φυλαχθῆναι θησαύρισμα. Ἔδει ἀκοινώνητον τῆς ἁμαρτίας, τὸ διαυγὲς τηρηθῆναι ἁγίασμα… Οὕτως τῷ ναῷ τὸ ἱερώτατον ἀνετέθη καλλιέργημα».
21.ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜA, ἔνθ’ ἀνωτ., 14, ΕΠΕ 11, 254.
22.ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, ἔνθ’ ἀνωτ., Εἰς τὴν Γέννησιν, 13, σσ. 94 κ.ἑ. Πρβλ. Κοντάκιον ἑορτῆς: «σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνεύματι Θείῳ».
23.ΓΕΡΜΑΝΟY Α΄ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 98, 316C: «ἀμβροσίῳ τροφῇ δι’ ἀγγέλου τρεφομένη, καὶ τοῦ θείου νέκταρος ποτιζομένη, μέχρι δευτέρας μεθηλικιώσεως». IΣΙΔΩΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 139, 53C. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., PG 126, 137A. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ἔνθ’ ἀνωτ., 13, ΕΠΕ 11, 254: «…τροφὴν ἄνωθεν ἀπόρρητον ἐκεῖ τῇ Παρθένῳ δι’ ἀγγέλου πέμποντος, δι’ ἧς τήν τε φύσιν κρειτόνως ἀνερρώνυτο, καὶ κατὰ σῶμα τῶν ἀσωμάτων καθαρωτέρα καὶ ὐπερτέρα καὶ συνετηρεῖτο καὶ ἐτελεῖτο, τοὺς οὐρανίους νόας ὑπηρετουμένους σχοῦσα…». Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΥ OΜΟΛΟΓΗΤΟY, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 38, ὅπου ὁ ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται ἐπιπλέον νά φροντίζει γιά τήν πνευματική κατάρτιση τῆς Παρθένου, διδάσκοντάς την.
24.ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., 6, PG 120, 192C.
25.Αὐτόθι.
26.ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Εἰς τὸ «ἐγένετο τριετὴς ἡ παῖς», 18, PG 127, 620Β.
27.ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Εἰς τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὁμιλ. ΝΓ΄, 47, ΕΠΕ 11, 322.
28.ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 378-380 (PG 94, 1160A). Ἀπόδ.: «Ἔγινε ἡ πηγὴ κάθε ἀρετῆς, ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τὸν νοῦ ἀπὸ κάθε βιοτικὴ καὶ σαρκικὴ ἐπιθυμία κι ἀφοῦ κράτησε τὴν ψυχὴ παρθενικὴ μαζί μὲ τὸ σῶμα, ὅπως ἔπρεπε σ’ ἀυτὴν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δεχτεῖ στοὺς κόλπους της τὸν Θεό· γιατὶ ἐπειδὴ εἶναι ἅγιος, ἀναπαύεται σὲ ἅγια μέρη. Ἔτσι λοιπὸν καλλιεργεῖ τὴν ἁγιωσύνη καὶ ἀναδεικνύεται ἄξια ναὸς ἅγιος καὶ θαυμαστὸς τοῦ ὑψίστου Θεοῦ». Βλ. καί ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Μαρία ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 81, ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν ρωμαιοκαθολική δοξασία «περὶ ἀρχθῆθεν καταστάσεως φυσικῆς ἁγιότητος τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐξ αἰτίας δῆθεν τῆς παντελοῦς ἀπ’ αὐτῆς ἀπουσίας τοῦ προπατορικοῦ ῥύπου» καί ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, Ἡ Παναγία· πρότυπο πνευματικῆς τελειώσεως, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 87 κ.ἑ. Πρβλ. καί Ἡ Θεογεννήτρια, Ἅγιον Ὅρος 2025, σ. 127. Νά σημειωθεῖ ὅτι στόν ὀρθόδοξο χῶρο, ἐν ἀντιθέσει μέ τή δυτική θεολογία, δέν ἀπαιτεῖται πρώτα ἡ ἄρση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος τῆς Θεοτόκου, γιά νά λειτουργήσει ὠς ὄργανο τῆς θείας βούλησης. Ἡ Θεοτόκος τελειώνεται προκόπτοντας στήν ἁγιότητα καί ἐγκεντρίζεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τόν εὐαγγελισμό της.
29.Βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, ἔνθ’ ἀνωτ., Ὁμιλ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν, σ. 128.
30.ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν, 16, PG 139, 97B.
31.ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Λόγος εἰς τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, 22, PG 139, 64B: «Ἐν γὰρ τοῖς ἀβάτοις ἡ πάνσεμνος διατρίβουσα, ἐπεὶ οὐκ ἦν τι τῶν ἀνθρωπείων ἰδεῖν, ᾦ ἂν ἑαυτὴν ὁμειώσειεν, ἀεὶ δὲ Θεὸν ἦν μόνον φανταζομένη». Ὁ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ παρατηρεῖ ὅτι σ’ αὐτό συντελοῦσε καί ἡ ἀποστολή ἀγγέλου πρός διακονία ἐκείνης: «ἀγγέλῳ γὰρ διακόνῳ πρὸς ἀνατροφὴν τῆς ἀνατεθείσης κέχρηται, καὶ τρέφει παραδόξῳ τρόπῳ τὴν τεξομένην αὐτὸν καὶ τρέψασαν, ἵνα μηδὲν αὐτῆς σχεδὸν εἴη ἀνθρώπινον, πάντα δὲ θεῖα ἐμφαίνοιτο» (ἔνθ’ ἀνωτ., 6, PG 126, 137A). Πρβλ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., 9, PG 127, 608C: «Ἀθιγὴς χῶρος τοὺς ὑπεράγνους ὑποδεχέσθω πόδας, καὶ ἀκοινώνητος διαγωγή, τὴν ἀκηλίδωτον διατηρείτω περιστεράν, καὶ ταύτην ἐγὼ παρασκευάσω σήμερον ὡς δεῖ, καὶ τὰς ὑποσχέσεσι τὸ πέρας ἐπιθήσω». ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ἔνθ’ ἀνωτ., 52-53, ΕΠΕ 11, 328-330: ὅπου τονίζεται ὅτι «διὰ τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς ἀπολυόμεθα τῶν κάτω καὶ συννεύομεν πρὸς τὸν Θεόν». Παρακάτω παρουσιάζει ὡς καρπό τῆς ἠσυχίας τήν «νοητὴ σιγὴ» τῆς Πανάγνου διά τῆς νήψεως καί προσευχῆς, καθώς καί τή θεωρία καί θεοπτία ἐκείνης (αὐτόθι, 59-60, ΕΠΕ 11, 338-340).
32.Ἔνθ’ ἀνωτ., 11, PG 98, 301D. Ἀπόδ.: «Ἔλα, προχώρησε πρός τό ἄδυτο καί φρικῶδες ταμιευτήριο, ἐσύ πού μέλλεις νά γίνεις θησαυρός ἀπέραντος καί ἀνεξερεύνητος. Εἴσελθε στά προπύλαια τοῦ βήματος, ἐσύ πού συνέτριψες τά προπύλαια τοῦ θανάτου. Κοίταξε πρός τό καταπέτασμα, ἐσύ πού μέ τήν ἀστραπή σου φωτίζεις ἐκείνους πού ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπό τήν ἀμβλυωπική γεύση. Δῶσε μου τά χέρια σου, ἐσύ πού σέ ὁδηγῶ ως νήπιο, καί κράτησε τό δικό μου χέρι, κουρασμένο ἀπό τό γῆρας καί ἀπό τό γήινο ζῆλο πού παρέκκλινε ἀπό τήν ἐντολή· καί ὁδήγησε μέ πρός τή ζωή». Πρβλ. μέ τόν ἐπίλογο, σωτηριολογικοῦ περιεχομένου, τοῦ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ: «Νῦν δὲ τὴν αὐλὴν ὑπερβᾶσα, τῷ Θεῷ συνεῖναι διηνεκῶς ἀφορίζεται, καὶ τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἀρραβὼν τῆς μετὰ ταῦτα χάριτος γίνεται· προδεικνῦσα ἐν ἑαυτῇ τὸ ἡμέτερον, καὶ προοδοποιοῦσα παντὶ τῷ γένει τὴν εἰς τὰ οὐράνια Ἅγια καὶ ἀληθινὰ ἄνοδόν τε καὶ εἴσοδον, καὶ τον νόμον αὐτόθεν φαίνουσα καταργούμενον» (ἔνθ’ ἀνωτ., 7, PG 126, 137BC).
33.Ἔνθ’ ἀνωτ., 11, PG 98, 304BC.
34.Βλ. ΙΩ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», ΘΗΕ 5 (1964) 454.
35.ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΑ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 87-88.
36.Βλ. Ἔνθ’ ἀνωτ., 12, PG 126, 144BC.
37.ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 10, PG 126, 141A-C. Ἀπόδ.: «Ἄς μή δοῦμε καί τιμήσουμε μόνο τά τῆς ἑορτῆς, ἀλλά ἄς γίνουμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἑορτή, ἤ ἡ ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς. Καί πώς θά γίνει αὐτό; Ἐχθές, ψυχή, ἤσουν στείρα καί ἄκαρπη, χωρίς νά γεννᾶς οὔτε ἕνα τέκνο ἄξιο τοῦ φωτός τῆς ζωῆς. Σήμερα, λάβε στά σπλάχνα σου τόν Δεσπότη μέ φόβο, μέ ἀγαθές νηστεῖες, μέ δάκρυα, μέ ἐξομολογήσεις, μέ ἀγαθά σπέρματα ἀληθινά, καί γέννησε γιά τόν ἑαυτό σου Πνεῦμα σωτηρίας· καί θρέψε τό τέκνο αὐτό, καί αὔξησέ το μέ πίστη πρός τή σεβασμία Τριάδα […] Ἄς λάμψει σέ σένα καί τό φῶς τῆς παρθενίας, ἤ τῆς σωφροσύνης, ἄσβηστο· καί ἔτσι θά εἶσαι ἄξιος νά εἰσέλθεις ἤ νά εἰσαγάγεις ἄλλους στά Ἅγια· διότι χωρίς ἁγιασμό καί καθαρότητα κανείς δέν θά δεῖ τόν Κύριο, ὅπως λέει ὁ Παῦλος μαζί μέ τόν Κύριο – πείσου λοιπόν».
38.ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Εἰς τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὁμιλ. ΝΓ΄, 37, ΕΠΕ 11, 308.
39,Αὐτόθι, 39, ΕΠΕ 11, 310-312. Ἐδῶ πρέπει νά προσεχθεῖ ἰδιαιτέρως ὅτι ὅσα παρέχονται διά τῆς Θεοτόκου παρέχονται χάριν τοῦ χαρακτήρα της ὡς Θεοτόκου. Ὁ Χριστός εἶναι τό σημεῖο ἀναφορᾶς. Ἡ Θεοτόκος ἔχει τόν ρόλο αὐτό, πού περιγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐπειδή ἔδωσε τήν ἀνθρώπινη φύση στό Λόγο τοῦ Θεοῦ ἤ μέ ἄλλα λόγια ἐπειδή ἀπετέλεσε τήν εἴσοδο – πύλη, μέ τή συνεργία της μέ τόν Θεό καί τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή της, μέσω τῆς ὁποίας ἦλθε ὁ Θεός στόν κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου