- Το 1987, για άλλη μια φορά δοκιμάζονταν οι ήδη διαταραγμένες σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας. Αφορμή, ο νόμος Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία και η σύσταση του περίφημου ΟΔΕΠ, Οργανισμός Διαχείρισης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, με πρόεδρο τον π. Γεώργιο Πυρουνάκη. Νεόκοπος συντάκτης σε αθηναική εφημερίδα τότε, καλούμαι, να ταξιδέψω στην Φλώρινα, για να πάρω επείγουσα συνέντευξη από τον μακαριστό Μητροπολίτη, π.Αυγουστίνο Καντιώτη, σχετικά με το εξελισσόμενο ζήτημα. Είχαν φροντίσει κάποιοι συνάδελφοι του εκκλησιαστικού ρεπορτάζ, να μου τονίσουν ιδιαίτερα για τον »πληθωρικό» πράγματι, χαραχτήρα, αυτού του ανθρώπου, που εξ” αντικειμένου υπήρξε ένας μη στατικός, πνευματικά ασυμβίβαστος και εκκλησιαστικά Πατερικός. «Είναι σκληρός, αυστηρός, ανυποχώρητος, πονηρός, εθνικόφρων, αδιάλλακτος, όχι συνηθισμένος επίσκοπος», μου έλεγαν… και άλλοι βαρύγδουποι, επιθετικοί προσδιορισμοί, που στην πορεία φάνηκαν ανέξοδα λόγια βουτηγμένα στην ερμητικά πεταμένη, πεζοδρομιακή λάσπη της ημιμάθειας και της έρπουσας αργολογίας.
Στην Φλώρινα τον αγαπούσαν ιδιαίτερα. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι, που τον μάχονταν, επειδή μιλούσε συχνά για την μαμά Πατρίδα και κάποιοι άλλοι εκ των έσω, που δυσανασχετούσαν, γιατι…΄»βρε παιδί μου, δεν είναι σαν τους άλλους… Αντί να κυττάζει μόνο τα γραφειοκρατικά ζητήματα της Μητρόπολης, χώνεται παντού…΄΄ όπως μου τόνισε κληρικός της πόλης. Είχα συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία, προκειμένου να του εκμαιεύσω ειδήσεις ή βαρυσήμαντες δηλώσεις, τον είχα στοχοποιήσει με αφελή απόλυτότητα εκ μέρους μου, μιας και τότε, ως μη έχων ουδεμία σχέση με Εκκλησία και Χριστό, χαροποιούσα ανέκφραστα το υπερφίαλο Εγώ μου, δηλώνοντας και άθεος…Έπρεπε να περάσουν λίγα μόλις χρόνια, για να συνειδητοποιήσω, πως έξω από την Εκκλησία, τα πάντα είναι Θάνατος! Σάββατο στις 10 το πρωί, Μάρτιος μήνας, ανέβαινα τα σκαλιά της Μητρόπολης Φλωρίνης..Ο πρωτοσύγγελός του με πήγε στο γραφείο του. Όταν άνοιξε η πόρτα, αυτό που αντίκρυσα ήταν σαν πορτραίτο σχολαστικού ζωγράφου, με εμμονή στην λεπτομέρεια… Ένα χαμογελαστό, ανέκφραστα επιβλητικό πρόσωπο, που κρυβόταν πίσω από κάτι θολά, καφετί γυαλιά, που θύμιζε ασπρόμαυρη, φωτογραφική φιγούρα βγαλμένη από την εποχή του Μεσοπολέμου! »Παίρνα κυρ – δημοσιογράφε,» μου είπε,΄΄Τι νέα από την Αθήνα;΄» ΄΄Καλά Σεβασμιώτατε,» του είπα με ύφος στιγμιαίας ανακούφισης. Είχε ένα κουτί γλυκά, εργολάβους θυμάμαι και μου τα πρόσφερε, όπως είπε »για ευλογία.” “Ευγενικά αρνήθηκα, γιατι ήταν ακόμη νωρίς. Τότε ήρθε η πρώτη »σφαλιάρα», που θα ακολουθούσαν και άλλες ακόμη, περισσότερο επώδυνες, που μ” έκαναν, να αισθανθώ σαν τον μακαρίτη, τον Αλέκο Τζανετάκο στις ταινίες του αγαπημένου Φίνου Μου λέει…»Αγαπητέ μου, όταν ένας ιερεύς σου δίνει κάτι για ευλογία, σου προσφέρει ευλογία, ο ίδιος ο Χριστός! » Έμεινα, δεν τα είχα ξανακούσει αυτά. Στην συνέντευξη που ακολούθησε, προσπαθούσα επίμονα να στρέψω την κουβέντα στα εσωτερικά της Εκκλησίας, κυνηγώντας, όπως πάντα την φιλόδοξη αποκλειστικότητα και τους διθυραμβικούς υπέρτιτλους στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Είς μάτιν…»Πρέπει, να ξέρεις αγαπητέ μου, πως, όταν έχω κάτι περισσότερο, να πω, δεν βάζω κάγγελα στο στόμα μου! Είμαι ένας παππάς, που νοιάζεται για τα παιδιά του κι έγινα κατά λάθος επίσκοπος, από υπακοή στην Εκκλησία!» Τον κυττούσα αποσβολωμένος, αρχίζοντας να καταλαβαίνω, πως αυτός ο άνθρωπος ήταν διαφορετικός, είχε μια ακριβή αυθεντικότητα κι έναν ανείπωτο ρεαλισμό, που συχνά-πυκνά αναδυόταν μέσα από μια παιδικόφρονη ευαισθησία κι ένα ζεστό χαμόγελο, σαν εκείνα, που »σκάνε» τα βρέφη μες στην κούνια τους. Μιλούσε σαν να με ήξερε χρόνια, υπερτονίζοντας συχνά τις λέξεις κάθαρση και Ελλάδα, πομπώδης και λεπτομερής στον λόγο του, χρησιμοποιώντας και κάποιους στίχους ποιητών, που μ’εκαναν, ν” ανασηκώνομαι συχνά από την καρέκλα. Ένιωθες, πως ήταν πραγματικός επαναστάτης, που έβλεπε την ανατροπή στην μιζέρια του εφησυχασμού, μέσα από τον Ευαγγελικό λόγο και την αντίδραση στην πνευματικοφανή,»αυλική γάγγραινα, »μέσα από τις Πατερικές εντολές και τους Αποστολικούς κανόνες. Φοβερά ενημερωμένος, σχημάτιζε με τον λόγο του κατά συρροήν, λίαν εκφραστικές, ζωντανεμένες παραστάσεις, σαν να έβλεπες ταινία μικρού μήκους σε υπαίθριο,επαρχιακό κινηματογράφο. Ξύλινος λόγος ανύπαρκτος,»διπλωματική», δηθενική ευφυία μηδενική, ουσιαστικός, γρήγορος στην σκέψη και στην έκφραση,που δεν προλάβαινες τα χειμαρρώδη λόγια του,που έβγαιναν αβίαστα μέσα από τον καθ’όλα μη στατικό και Πατερικό του λόγο.Όταν τελειώσαμε,τον ευχαρίστησα όλως ιδιαιτέρως,μια και δεν θα τον ξανάβλεπα.»’Θα έρθεις να σου δώσω ένα φιλοδώρημα για… ευλογία,» μου είπε,γελώντας στα σκαλοπάτια,ενώ έφευγα…Τι εννοούσε, δεν κατάλαβα,το αντιλήφθηκα όμως,την άλλη μέρα το πρωί,όταν διαπίστωσα,πως έλιπε το πορτοφόλι από την τσάντα μου…Κυριακή,σχεδόν μεσημέρι,σε μια άγνωστη πόλη,με άγνωστους ανθρώπους,χωρίς καθόλου χρήματα,για να επιστρέψω στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ της γραμμής και μια εφημερίδα,που περίμενε το κλεισμένο »σαλόνι» για να τυπωθεί η συνέντευξη…Στον δρόμο, που ακροβατούσα ανάμεσα στην λύπη και την θλίψη,ένας περαστικός μου φώναξε…»Σας περιμένει ο Σεβασμιώτατος,πηγαίνετε!»Πήγα.Ήταν και τα τελευταία λόγια,που μου είπε…»Πάρε αυτό το…φιλοδώρημα για να πας στο σπίτι σου,παιδί μου.Είναι δύο χιλιάδες δραχμές.Ένα χιλιάρικο για το εισιτήρο και ένα χιλιάρικο για να πάρεις κάτι να φας!Ξέρω…με πήρε τηλέφωνο,ο κυρ-Γιάννης που δουλεύει στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και μου είπε,πως έχασες το πορτοφόλι…» Κι έτσι έφυγα…
Δύο μέρες μετά, κι αφού δημοσιεύθηκε η συνέντευξη του πατρός Αυγουστίνου, που βέβαια ήταν ποταμός, κι αυτό οφειλόταν κυριολεκτικά στον ίδιο, κάτι… δεν μου πήγαινε καλά για τον κυρ Γιάννη, που τον πήρε τηλέφωνο, όπως είπε,για να τον ενημερώσει. Σχημάτισα γρήγορα τον αριθμό του τηλεφώνου στην μικρή πανσιόν, που έμενα και στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσα ευχάριστα τον ίδιο ν” απαντάει. Τον ρώτησα, πως και πήρε τηλέφωνο τον Σεβασμιώτατο για να του πει για την ατυχία μου. Άκουσα συντετριμένος τον κυρ-Γιάννη να μου λέει…»Εγώ δεν πήρα κανένα τηλέφωνο, είχα φύγει απ” το βράδυ για το Αμύνταιο… Πέθανε ο κουνιάδος μου και πήγα στην κηδεία του…
————————
Υ.Γ.Είναι δείγμα υγιούς, πνευματικής ανδρείας να αναγνωρίζεις τον ορθώς εννοούμενο, καλό ποιμένα, από τον πνευματικά αδιάφορο και πατερικά ερμαφρόδιτο.Ο Αυγουστίνος Καντιώτης δεν υπήρξε ουσιαστικά, ποτέ επίσκοπος. Ήταν ένας καλογερόπαπας, όπως μου είπε, που έπασχε ανυπόκριτα για τα παιδιά του, πενθούσε τις άλογες, εκκλησιαστικές εκτροπές από την Πατερική Παράδοση και ασφυκτιούσε στον υπνωτισμένο εφησυχασμό σύγχρονων συνεπισκόπων του. Η ρητορική του δυνότητα ήταν καθ” όλα ανυπόκριτη και διαχρονικά επίκαιρη. Δεν ήξερε από επικοινωνιακά τερτίπια και δεικτικούς, προσδιορισμένους λόγους, για να πιάσει απ” τον λαιμό, τον συναισθηματισμό του Έλληνα. Ήξερε όμως να είναι εκπληκτικά αυθεντικός, απροσδόκητα πηγαίος και ευχάριστα χρυσοστομικός! Στην κηδεία του πήγαν πολλοί από αυτούς, που τον μάχονταν και τον λοιδωρούσαν, όσο ήταν στην ζωή,ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής του, πήγαιναν και φωτογραφίζονταν μαζί με τον παππούλη. Αν μιλούσε, είμαι σίγουρος, πως θα τους έλεγε, »Ουέ της υποκρισίας θεομπαίχτες»…
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=44179
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου