Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι συχνά ποθούμε να δούμε ξεχωριστές προσωπικότητες. Να γίνουμε κι εμείς μέρος της δημοσιότητάς τους, να τονίσουμε στους εαυτούς μας και στους οικείους μας ότι κι εμείς είδαμε αυτόν ή αυτήν για την οποία γίνεται λόγος από πολλούς. Η τηλεόραση και το Διαδίκτυο άλλωστε καθιστούν ήδη προσιτή τη ζωή και την παρουσία προσώπων, τα οποία στο παρελθόν θα ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να δούμε ποτέ. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι σήμερα σπεύδουν να φωτογραφηθούν μόλις δούνε κάποιον ξεχωριστό, ενίοτε για να αναρτήσουν την φωτογραφία στο Διαδίκτυο και να μοιραστούν την δόξα. Αλλά και στην ζωή της Εκκλησίας, πόσοι άνθρωποι δεν σπεύδουν να συναντήσουν φωτισμένους ανθρώπους, γέροντες και γερόντισσες κυρίως, για να συζητήσουν μαζί τους τα προβλήματά τους ή να πάρουν την ευλογία τους, διότι θεωρούν πως το ξεχωριστό αγιάζει και βοηθά ανυπερθέτως τον άνθρωπο να προχωρήσει στη ζωή του. Έτσι όταν σπουδαίες πνευματικές μορφές αναδεικνύονται άγιοι, όσοι τις έχουν γνωρίσει σπεύδουν να καταθέσουν την μαρτυρία τους, άλλοτε από αγάπη γι’ αυτές, άλλοτε από μία μικρή ιδιοτέλεια. Ζητούνε μερίδιο από την δόξα των αγιασμένων ανθρώπων, με την αίσθηση ότι κι αυτοί στάθηκαν δίπλα τους. Με την αίσθηση ότι οι αγιασμένοι μίλησαν σ’ αυτούς. Κάποτε αυτή η αίσθηση αφίσταται πολύ από το τι είπαν οι αγιασμένοι άνθρωποι και γίνεται τεκμήριο αυθεντίας. επειδή μου μίλησε ο άγιος τάδε ή ο γέροντας δείνα ή επειδή είμαι μαθητής τους ή ακόλουθός τους, έχω δικαίωμα όχι απλώς να έχω άποψη επί παντός του επιστητού αλλά και να ζητώ η άποψή μου να έχει μεγάλη σημασία, να λαμβάνεται υπόψιν από τους πάντες. Βεβαίως, οι αγιασμένοι άνθρωποι για θέματα πνευματικά συνήθως μιλάνε, για τα πάθη, τις δυσκολίες μας, την ανάγκη για αρετή, για πίστη, για Θεό και αυτό στο οποίο μας προτρέπουν είναι η έμπρακτη μετάνοια, χωρίς να μας δίδουν την ευλογία να βαφτίζουμε δικές μας απόψεις στο δικό τους κύρος ή να γενικεύουμε γνώμες και συμβουλές, οι οποίες δίδονται για συγκεκριμένα θέματα, πρόσωπα και περιστάσεις.
Έναν τέτοιο πόθο θέασης ενός ξεχωριστού προσώπου βλέπουμε στο Ευαγγέλιο ότι είχε ένας τελώνης στην πόλη της Ιεριχούς, ο Ζακχαίος. «Εζήτει ιδείν τον Ιησούν» (Λουκ.19,3), όταν ο Κύριος επρόκειτο να διέλθει την πόλη και πλήθος ανθρώπων είχαν τον ίδιο μ’ αυτόν πόθο. Εμποδιζόταν όμως από την μικροσωμία του. Έτσι, για να εκπληρώσει τον πόθο του θα ανέβει σε μια συκομορέα, ώστε τουλάχιστον να Τον δει, αγνοώντας την ειρωνεία του πλήθους, στο οποίο ο Ζακχαίος ήταν γνωστός και πιθανότατα μισητός, λόγω του επαγγέλματός του. Οι τελώνες αποτελούσαν τους φοροεισπράκτορες της εποχής και ήταν πρόσωπα που εκμεταλλεύονταν τη θέση τους, για να βασανίζουν τους ανθρώπους και να πλουτίζουν εις βάρος τους. Ο κακός και σκληρόκαρδος τελώνης κάνει μία κίνηση αυτοεξευτελισμού, αλλά την ίδια στιγμή μία κίνηση που δείχνει τον πόθο για το Χριστό. Ένας πόθος που τον αλλάζει εσωτερικά ριζικά. Καθώς ανεβαίνει στο δένδρο , η καρδιά του αλλάζει. Και μόνο στην προσδοκία της θέασης του Κυρίου, έχει πάρει τις αποφάσεις του. Δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει, όπως ζει. Χωρίς εντιμότητα, χωρίς ευσπλαχνία, χωρίς αγάπη. Χάνει λοιπόν την αξιοπρέπειά του, αλλά την ίδια στιγμή κερδίζει την σωτηρία. Βρίσκει τον αληθινό δρόμο και το νόημα της ζωής. Κι όλα αυτά επειδή θέλησε να δει τον Ιησού, χωρίς να ελπίζει καν ότι ο Κύριος θα του μιλούσε, πόσο μάλλον να επισκεφθεί τον οίκο του. Εκεί η μετάνοια του Ζακχαίου θα ολοκληρωθεί και στην πράξη. Θα δεσμευθεί ενώπιον του Χριστού για την μετέπειτα πορεία της ζωής του. Αποκατάσταση των αδικιών, ελεημοσύνη, εντιμότητα. Ένας νέος άνθρωπος βγαίνει από την επιθυμία του να δει τον Κύριο.
Πόσο διαφέρει ο πόθος του Ζακχαίου από τον δικό μας πόθο να δούμε ξεχωριστούς ανθρώπους. Ο πόθος του τελώνη της Ιεριχούς πηγάζει όχι μόνο από την επιθυμία να συναντήσει τον Θεάνθρωπο, αλλά και από τον εσωτερικό του προβληματισμό για το πού πηγαίνει η ζωή του. Δεν θα είναι θεατής στη συνάντηση με τον Ιησού, αλλά αναδιοργανωτής της ύπαρξής του. Δεν θέλει απλώς να διηγείται στους οικείους του ότι είδε τον Μεσσία, αλλά νιώθει ότι καλείται να ζήσει σύμφωνα με τις εντολές Του. Ο τελώνης νιώθει ότι αξίζει να ταπεινωθεί, μόνο και μόνο για να δει το εφετόν και να μπορέσει να αλλάξει.
Και, βεβαίως, ο Χριστός δεν είναι για τον Ζακχαίο ένα διάσημο πρόσωπο, που θα δώσει κύρος στην ύπαρξη του ίδιου του τελώνη, αλλά ο καταλύτης για την μεταμόρφωση της καρδιάς του. Δεν είναι στιγμιαία η συνάντηση με το Χριστό, αλλά διαρκής στη ζωή του Ζακχαίου. Γι’ αυτό και θα γίνει απόστολος, επίσκοπος Καισαρείας. Και θα τον γιορτάζουμε ως άγιο, κάθε χρόνο στις 20 Απριλίου.
Επενδύουμε άραγε στη συνάντηση με το Χριστό; Ζητούμε να Τον δούμε; Γνωρίζουμε ότι η ζωή της Εκκλησίας, η Θεία Λειτουργία αποτελεί τον αγιασμό της Ιεριχούς, της πόλης των ειδωλολατρών, των άδικων και των σκληρών ανθρώπων εκείνης της εποχής και την ίδια στιγμή του κόσμου που λατρεύει σύγχρονα είδωλα, είναι φορτωμένος με ψέμα και κακία και απωθεί κάθε εντιμότητα, κάθε ευσπλαχνία, κάθε δικαιοσύνη, κάθε αλήθεια, στο όνομα της δικής μας επιβίωσης; Ή, ακόμη και στη ζωή της Εκκλησίας, διαβάζουμε για αγίους και ξεχωριστά πρόσωπα, τους συναντούμε ή θα θέλαμε να τους συναντήσουμε όχι για να αλλάξει η ζωή μας, αλλά για την εμπειρία της συνάντησης και την οικειοποίηση της δικής τους προκοπής, μόνο και μόνο για να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή μας, αλλά για να τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι επειδή τους συναντήσαμε, αυτό μας αγίασε; Η συνάντηση δεν μπορεί να ικανοποιεί την ματαιοδοξία μας, αλλά να γίνεται αφορμή μετανοίας, εύρεσης νοήματος ζωής, αφετηρία επιθυμίας για κοινωνία με το Χριστό. Αλλιώς, τα όποια πρόσωπα στην πράξη λειτουργούν ως άλλοθι για να συνεχίσει η ζωή μας να πορεύεται χωρίς ουσιαστική πνευματικότητα. Χωρίς αλήθεια. Τελικά, γίνεται μίμηση της συνάντησης με τα κοσμικά πρόσωπα, τα οποία μας δίνουν την ψευδαίσθηση της πρόσκαιρης δόξας, που κρατά για μία στιγμή. Όσο και η φωτογραφία ή η χαρά ότι τα είδαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου