Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21 δεν έμειναν αμέτοχοι. Αρκετοί ήταν αυτοί από τις περιοχές της Χειμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, που είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.
Αναφέρουμε μερικά ονόματα φιλικών, όπως τα κατέγραψαν στα βιβλία τους οι: Α. Παπακώστας και Ν. Πατσέλης: Ο Μιχαήλ Λαζάρου Στέλιος, ο Ελευθεριάδης Βενιαμίν από τη Σέλτση Αργυροκάστρου, ο Επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης (ο κυριότερος εμπνευστής της εξέγερσης της Εύβοιας), οι Στέφανος και Αδάμ. Δούκας από την Πρεμετή, ο Δρύσης, ο Γούλας και ο Κανούσης από το Λεσκοβίκι και πολλοί άλλοι. Τολμηροί μαχητές ξεκίνησαν από τις προφυλακές του έθνους και κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.Στη Ρούμελη συμμετείχαν Σουλιώτες και Βορειοηπειρώτες. Ο Χειμαριώτης Σπυρομήλιος με τα αδέρφια του Ζάχο, Νικόλαο και Ιωάννη και εθελοντικό σώμα Χειμαριωτών, έλαβαν μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και στην κατάληψη της ακρόπολης των Αθηνών. Η οικογένεια των Σπυρομηλαίων πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση του ’21. Ο Σπυρομήλιος, επιστρέφοντας από τη ...
Σικελία όπου ζούσε, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα από 200 Χειμαριώτες και τον Αύγουστο του 1824 έφτασε στην Ακαρνανία και παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο. Εντυπωσίασε με την εμφάνισή του, την σεμνότητα και αξιοπρέπεια. Θα γράψει ο Κ. Μπίρης (Αρβανίτες, Αθήναι 1960, σ. 301): «Ήταν γενναίος και ανιδιοτελής και κάθε φιλέλλην που τον γνώριζε δεν μπορούσε να μη φωνάξει: Θα ήταν ευτυχής η Ελλάς, αν είχε περισσότερους άνδρας σαν αυτόν». Ήταν παρών και κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), ενώ ο Ζάχος σώθηκε και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Λίγο αργότερα τον Σπυρομήλιο τον βρίσκουμε στη Ρούμελη με τον Καραϊσκάκη. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στη μάχη της Πέτρας, κάτω από τις διαταγές του Δημ. Υψηλάντη. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της Σχολής των Ευελπίδων και αργότερα υπουργός των Στρατιωτικών.
Το Χόρμοβο, κοντά στο Τεπελένι, που ξεκληρίστηκε από τον Αλή Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1863) γράφει για τη συμβολή των Χορμοβιτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας: «Εις την Ελληνικήν Επανάστασιν συνετέλεσαν ουκ ολίγον οι Χορμοβίται. Το τμήμα της Ρίζης είναι επίσημον δια τους μαχίμους αυτής άνδρας, συντελέσαντας ουκ ολίγον εν τη επαναστάσει της Ελλάδος». Γνωστός για τη δράση του είναι ο Χορμοβίτης Κων. Λαγουμιτζής ή Νταλαρόπουλος. Την καταγωγή του διεκδικούν η Χειμάρα και η Λέκλη, χωριό του Αργυροκάστρου. Περισσότερο γνωστός είναι με το παρωνύμιο «Λαγουμιτζής», από την ικανότητα που είχε να ανοίγει «λαγούμια», υπόνομους. Βοήθησε στην άλωση της Ακρόπολης των Αθηνών και το Μεσολόγγι με τους υπόνομους που κατασκεύαζε. Γράφει σχετικιά ο συμπολεμιστής του Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Όταν κολλήσαμεν εις το Κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλάν της Πλάκας ως την αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης, και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την πατρίδα. Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άνδρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτηνού του αγωνιστή». Ο Κ. Λαγουμιτζής πέθανε το 1851 φτωχός και λησμονημένος.
Στον απελευθερωτικό αγώνα έλαβε μέρος και ο εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας. Πολέμησε στο Σούλι, στην Άρτα, στο Φανάρι και στην Κόρινθο.
Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.
Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.
Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».
Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.
Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.
Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς. Κυρίως οι Μοσχοβίτες και οι Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.
Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας».
Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Πρωινός Λόγος
aftonomi.gr
http://lithosfotos.blogspot.gr
2 σχόλια:
Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)
Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)
Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885), είπε για την Κορυτσά: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 - Translated from the French by Robert Elsie)
Ας δούμε και τί έγραφε η αλβανική εφημερίδα «Drita» που τυπώνονταν στη Σόφια για το Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο:
«Είναι θεοσεβής ο Αρχιερεύς μας, αλλά και Ιησουΐτης τέλειος, νηστεύει πάντοτε αλλά και κινεί κάθε κακοποιό ελατήριο κατά των ατυχών ημών Αλβανών ώστε να ματαιώσει κάθε εθνικό μας σκοπό, ώστε να μας προσηλυτίσει στην ελληνική ιδέα, φροντίζοντας με καταχθόνια μέσα ώστε να κλείσουν τα Αλβανικά μας σχολεία, ώστε να γίνουν έρευνες στον κάθε Αλβανό, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη μας και περιορίζοντας μας με πρόστιμα και κατάρες και αφορισμούς να μη μιλάμε την μητρική μας γλώσσα ούτε στον δρόμο, ούτε στις συναναστροφές, ούτε ακόμα και στα ίδια μας τα σπίτια! Παράλογη απαίτηση και παράτολμη αξίωση! Με άλλα λόγια να επιβάλλουμε ακόμα και στους γέροντες γονείς μας, στους παππούδες μας και στους υπόλοιπους ηληκιωμένους συγγενείς μας, να συνδιαλέγονται μαζί μας Ελληνιστί! … Αλλά με πιο δικαίωμα, Σεβασμιώτατε; Τι είστε εσείς και μας επιβάλλεστε με αυτόν τον τρόπο; Μήπως δεν είστε ένας κληρικός, ένας μισθωτός μας για τα χριστιανικά μας καθήκοντα; … Εάν τολμήσουμε να κατηγορήσουμε τη γλώσσα και τον εθνισμό σας, θα μας μισήσετε; Βεβαίως. Τότε με πιο δικαίωμα εσείς κατηγορείτε και καταδιώκετε τη γλώσσα μας και τον εθνισμό μας;» (Εφημερίδα Drita, αρ. φύλλου 74, Α.Υ.Ε. (Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών) 1906, 64. 3)
θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί πολέμησαν για το ελληνικό έθνος και όχι για το... αλβανικό. όπως και το εάν ήταν μισθοφόροι, στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται θέμα αφού μισθοφόρος μπορεί να είναι ο οιοσδήποτε. τέλος, ιστορικά η λεγόμενη αλβανική εθνότης είναι νεότερο κατασκεύασμα της αυστριακής και ιταλικής διπλωματίας προς περιορισμό της νεοσύστατης ελληνικής κρατικής οντότητας περιλαμβάνουσα έλληνες γηγενείς, γεωργιανούς, λατινόφωνους (βλάχους) και τους γενικά ονομαζομένους Ιλλυριούς - ένα άλλο ελληνικό φύλο.
Δημοσίευση σχολίου