Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Σὲ μία ἐκκλησία τοῦ Γαλατὰ τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ τοῦ 1954


Σ μία κκλησία το Γαλατ τν Μεγάλη Σαρακοστ το 1954
Μία πραγματικ στορία μ κρυπτοχριστιανος τς Πόλης
Το  ρχιμανδρίτου Γαβριήλ Διονυσιάτου
Σέ μία κκλησία το Γαλατά στήν Πόλη, που συχνάζουν ο ναυτικοί καί ταξιδιται ν’ νάψουν τό κεράκι τους γιά τούς δικούς τους καί τό καλό ταξείδι πρός τίς φουρτουνιασμένες θάλασσες το Πόντου. κε τή Μεγάλη Σαρακοστή το 1954  πγε νά λειτουργήση καί νά ξομολογήση τούς Χριστιανούς κάποιος Γέρων Πνευματικός*, γιά πρώτη φορά πισκεπτόμενος τήν Πόλη.
τακτικός φημέριος, ξυπηρετν καί λλην κκλησίαν ες γειτονικόν γίασμα, φο τόν κατετόπισε ες τά το ερο Βήματος, το δωσε καί μερικές δεκάδες νομάτων «ζώντων καί τεθνεώτων», τόν δήγησε ες συνεχόμενον σκοτεινόν Παρεκκλήσιον, καί φο το δειξε μικρν κλίμακα νερχομένην λικοειδς τά κατηχούμενα το Ναο, το επεν μπιστευτικς, τι τόν περιμένουν πάνω καμμιά δεκαριά νθρωποι γιά νά ξομολογηθον καί εναι νάγκη ν’ νεβ νά τούς ξομολογήση καί μεταλάβουν ετα ες τήν Λειτουργίαν, διότι πείγονται νά φύγουν τό βράδυ μέ τό πλοον τς γραμμς, εναι ξένοι πό μακρυά. νέβαινε Γέρων συλλογιζόμενος τό δύσκολον ζήτημα τς συνεννοήσεως μετ’ ατν, φ’ σον σαν ξένοι πό μακρυά΄ ατός δέ πλήν τς λληνικς δέν γνώριζεν λλην...
γλώσσαν.
κε ες τό μίφως το περώου διέκρινε δεκάδα νδρν χωρικν μεγάλης λικίας, οτινες ες τό ντικρυσμά το βαλον λοι μετάνοιαν καί γεροντότερος το επεν ες ποντιακήν διάλεκτον:
«μες Χριστιανοί, πάτερ, σόν Πόντον, καί λαλεύομεν (φιλομεν) τά πόδα σου, νά ξαγουρεύουμεν καί μεταλάβομεν σήμερον καί πές νά λέομεν στήν γιωσύνην σου ντό θέλομεν να κι λλον».
Ετυχς τι Γέρων συναναστραφείς πρό τν μετά Ποντίων προσφύγων ν Μακεδονία νεθυμετο ρκετά της πηρχαιωμένης ατς λληνικς διαλέκτου καί ννόησε τι ήθελον, καί τί θά το λεγον ξομολογούμενοι.
μαθε λοιπόν παρ’ ατν τι λόκληρον τό χωρίον των εναι κρυπτοχριστιανοί πό πολλν τν, καί ες τήν νταλλαγήν δέν τούς πετράπη νά φύγουν ες τήν λλάδα, διότι τά «νεφούζια» τούς (ταυτότητες) σαν μέ τουρκικά νόματα, τι στό φανερό εναι θωμανοί καί Τορκοι, καί στό κρυφό εναι Χριστιανοί καί λληνες καί περιμένουν νά τούς γλυτώσει Θεός πό τήν σκλαβιά. Στά φανερά λέγονται Χασάνηδες καί Μεμέτηδες, καί τά πραγματικά  νόματά τους εναι Γεώργιος, Παναγιώτης κ.λ.π. χουν να δικό τους δθεν Χότζα, λλά οτε περιτομή κάνουν, οτε ραμαζάνια καί Μπαϊράμια΄τουναντίον, μυστικά σέ πόγειες κκλησίες ορτάζουν Χριστιανικά τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τς Παναγίας.
Πρίν τς «νταλλαγς» παιρναν Παπά πό γειτονικά χωριά καί τούς βάπτιζε, τούς στεφάνωνε, τούς λειτουργοσε τίς μεγάλες ορτές καί μετελάμβανον.
λλά τώρα δέν πάρχει πουθενά Παπάς καί ναγκαστικς ρχονται στήν Πόλη κ περιτροπς γιά δουλειές δθεν καί γίνονται Χριστιανοί.
Γέρων Πνευματικός τά κουσε σαστισμένος, το φαίνετο τι διάβαζε συναξάρι τς ποχς το Διοκλητιανο καί δέν μποροσε νά συγκρατήση τά δάκρυα πό τήν συγκίνηση.
ξωμολογήθηκαν βιαστικά, καί λοι μαζί κατέβηκαν θόρυβα ες τό σκοτεινό Παρεκκλήσι, π’ που θά κουον τήν Λειτουργίαν τν Προηγιασμένων, χωρίς κανείς νά τούς βλέπη. Καί ταν μετά τήν λξιν μετάλαβον ο λλοι κκλησιαζόμενοι, γένετο πόλυσις καί φυγε καί κανδηλάπτης, μεινε δέ μόνος λειτουργός Πνευματικός μέ τόν γνωστόν σκοπόν τς ξομολογήσεως, τότε κλείσας σωθεν τάς θύρας καί λαβν τά για εσλθεν ες τό Βμα το Παρεκκλησίου καί κάλεσε τούς μαρτυρικούς Κρυπτοχριστιανούς, να «μετά φόβου Θεο, πίστεως καί γάπης προσέλθωσι».
«Μεταλαμβάνει δολος το Θεο, Γιορίκας-Γεώργιος, τό τίμιον καί πανάσπιλον καί ζωοποιόν Σμα καί αμα το Κυρίου καί Θεο καί Σωτρος μν ησο Χριστο, ες φεσιν μαρτιν καί ες ζωήν αώνιον. μήν».
«Μεταλαμβάνει δολος το Θεο, ναστας- ναστάσιος ες….».
Μετά τήν «Εχαριστίαν» καί τήν πόλυσιν, επον ες τόν Πνευματικόν: Πάτερ, νά κάνης μς λλον κι’ ναν χάριν, χουμες δά σήν Πόλιν καί τάς καρίδας (γυναίκας) καί τέσσαρα παιδία μον, καί τό πουρνίν (αριον) νά βαπτίζης τά παιδία, νά μυρώνης τά, Πάτερ, κουρπν Πάτερ*, ποσον τά Χριστιανούς. Πουπν δά τς κκλησίας φοβόσκετεν, Πάτερ, τούς Τουρκάδες κ’ βάπτιζε τά. Ντό νά κάνουμεν, Πάτερ, σεμέτερον τήν λλάδαν κι’ φήνουν μας νά δεβαίνουμεν. Στό Χριστό καί στήν Παναγίαν τήν Σουμελν ρκίζομεν σέ, Πάτερ, ποσον τό καλόν σέ μς τά παιδία σου».
«Μά Παπάς δά επε μέ, πώς θά φύγετε τό βράδυν μέ τό παπόρ».
«Νά συγχωρέης μας, Πάτερ, λέομεν ψεματίας, σάν νά λάσκομεν τές δουλεες μας. Ντό νά κάνουμεν, Πάτερ; Θεόν νά λυπται τά μετεραν τά βάσαναν».
μειναν σύμφωνοι νά λθουν τό βράδυ μέ τάς γυναίκας καί τά παιδία, νά μείνουν στό δωμάτιο το Παπ, ποος πό μίαν πρόφασιν θά λειπε, καί τήν νύκτα μυστικά θά γινόταν βάπτισις τν παιδιν κ.λ.π.
λθον τμηματικά καί μέ προφυλάξεις τό βράδυ πρός τό σουρούπωμα, ως του καθησυχάση κόσμος. ξωμολογήθηκαν καί α γυνακες, καί πρό το μεσονυκτίου γένετο καί βάπτισις, τό μύρωμα καί κκλησιασμός τν παιδίων ες τό Παρεκκλήσιον.
Μετά τό νεοβάπτισμα κοιμηθήκανε πάνω πό τήν φύλαξιν μίας γυναικός, ο δέ λλοι ξημερώθηκαν ες τόν Ναόν…  Γέρων Πνευματικός τους καμε εχέλαιον, κατόπιν τούς κανε καί παράκλησιν τς Παναγίας, καί νόσω ατός διάβαζεν καί ψαλλεν, ατοί λοι, νδρες καί γυνακες γονατιστοί ψιθύριζον τό «Κύριε λέησον» καί «Παναγία Θεοτόκε, σσον μς».
ταν ξημέρωσε, τούς επε νά μή φύγουν, νά πνε νά συχάσουν καί τήν λλην μέραν τήν Παρασκευήν θά κάμη πάλιν Λειτουργίαν νά μεταλάβουν α γυνακες καί τά νεοβάπτιστα παιδία. Τούς φησε καί εσλθε ες τό ερόν, να ρίψη λίγον νερό ες τό πρόσωπόν του ες τόν «Νιπτήρα» καί νανήψη κ τς γρυπνίας. Ατοί νέβηκαν πάνω καί σέ λίγο κατέβηκαν πάλιν δύο, ο γεροντότεροι καί το επαν:
τώρα, Πάτερ, νά λέομεν σε έναν κι’ λλον τά’ μέτεραν τάς δουλείας. Τά πόδα σου νά λαλεύομεν, κουρμπν Πάτερ, ν’ κούης μας, σ’ μέτερον τό χωρίον Πουπν κι’ χουμεν, νάστασιν καί ξερομεν δά στά τράντα χρονίας. Ντό ψυήν νά δίομεν σόν Θεόν, Πάτερ; Τά παιδία μουν ντρέβουν χωρίς Πουπν, στεφν ποον νά θέκη τά στό φκάλ; Γκουρτσουλν (ο καϋμένοι) παποδες μας καί χασταλδες (ρρωστοι) ποθαίνουν χωρίς Λειτουργίαν, Πάτερ. χ! φωρισμένον σκλαβίαν. νέγκαμεν, Πάτερ, να σακίν μικρό, χμα τεμέτερον τό κοιμητήρ, νά διαβάζης το νά ρίξωμεν κε καί σήν τάφοιν του. Νά διής μας, Πάτερ, λειτουργίαν, νά δίομεν σαμέτερα τα παιδία, Πάσχα ρχετεν, Πάτερ, καί νά κάνης μας καί να νάστασιν, ν’ κούσουμε «Χριστός νέστη». Πάτερ, κι’ πές ς πεθάσκομεν».
Τούς επεν Πνευματικός νά λθουν πάλι καί τό βράδυ λοι τους, πως καί γινε. Καί φο κοιμήθηκαν τά παιδία, τούς επε σα δύνατο περί τς θρησκείας μας, τούς συνεβούλευσε νά εναι σταθεροί ες τήν πίστιν το Χριστο καί νά χουν ες ατόν τήν λπίδα τους, τι μία μέρα θά τελειώσουν τά βάσανά τους. Τόν διέκοπταν μέ ρωτήσεις σπαρακτικές: «Ντό κάνουν ταμέτερα τά παιδία, Πάτερ, στή Πατρίδα μας τήν λλάδα; Ντό κάνει Βασιλέαν Κωνσταντνον;…».
Το ξέφυγε καί τούς επε μέ δάκρυα στούς φθαλμούς τι Κωνσταντνον Βασιλέαν πέθανεν!….  λοι τους ρχισαν τά κλάματα, καί α γυνακες περισσότερον νά κλαίγουν λέγοντας: « Κωνσταντνον μας κι’ πεθαίνει, Βασιλέαν μς ζ, Κωνσταντνον μας θά παίρνη μας νά δεβαίνομεν στή Πατρίδα, οκον λόγον χαπάρ κι’ χουμε, Πάτερ».
Τούς καθησύχασε λέγοντας, τι Θεός θά στείλη λλον Κωνσταντνον νά τούς λευθερώση καί νά τούς πάγη που ατός θέλει, καί μόνον πομονήν καί λπίδα νά χουν καί γάπη μεταξύ των. Μετά κατέβηκαν στήν κκλησίαν καί Γέρων Πνευματικός νέγνωσε τήν νεκρώσιμον κολουθίαν μέ τά νόματατων «τεθνεώτων» πί το χώματος, πειτα τούς δωσε καί τό κλειδίον το λλου δωματίου, που μενεν ατός καί τούς στειλε νά ξεκουραστον, καί τό πρωί θά τούς ξυπνοσε διος.
ρθρου βαθέος νέβηκε καί τούς ξύπνησε, καί ως του ατοί τοιμασθον, ψαλλε τόν κανόνα το Μεγάλου Σββάτου «Κύματι θαλάσσης», κατέβηκαν καί ατοί καί πό τά γράμματα κατάλαβαν, τι θά τούς κάνη τήν νάστασιν.
κάλεσε τόν γεροντότερον καί το επε νά πάρη πό τό παγκάρι κηρία, σες ψυχές εναι ες τό χωρίον των καί νά μοιράση ες λους νά δέκα. Εσελθών δέ ες τό γιον Βμα καί φορέσας λευκά μφια ξλθεν ες τήν ραίαν Πύλην μέ ναμμένη λαμπάδα καί επε μέ φωνήν παλλομένην: «Δετε λάβετε φς», «δετε λάβετε φς», «δετε λάβετε φς κ το νασπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ναστάντα κ νεκρν».
Τούς επε καί ναψαν λα τά κηρία, νέγνωσεν πειτα τό β΄ωθινόν «Διαγενομένου το Σαββάτου» καί μετά τό «Δόξα τή γία καί ζωοποι καί διαιρέτω Τριάδι….» ψαλλε τό «Χριστός νέστη» κ τρίτου. Καί τε στρεψε να επη ες ατούς νά ψάλλουν καί ατοί, λοι τους σαν γκαλιασμένοι καί κλαιον καί κατεφιλοντο. ρπασε καί ατός ες τάς γκάλας του τά μικρά νεοφώτιστα καί τά φίλησε, ετα τούς επε παρηγορητικούς λόγους, τι «καί τό Γένος θ’ ναστηθ μίαν μέραν λόκληρον, καί νωμένον θά ορτάζη πλέον τήν νάστασιν το Κυρίου, ς μία οκογένεια». Τούς συνέστησε πειτα νά σβήσουν τά κηρία, καί ταν πάγουν ες τό χωρίον των τήν μέραν το Πάσχα νά τά μοιράσουν ες λους νά τά’ νάψουν βαπτισμένοι καί βάπτιστοι, νά ψάλλουν τό «Χριστός νέστη», καί τι σοι εναι βαπτισμένοι καί στεφανωμένοι νά μεταλάβουν πό τήν γίαν Κοινωνίαν, πού θά τούς δώση αριον νά πάρουν μαζί τους.
ως του ξημερώση καλά, διάβαζεν ες πήκοον πάντων τήν κολουθίαν τή Μεταλήψεως, ετα τήν συγχωρητικήν εχήν. λοι τους εσλθον ες τό Παρεκκλήσιον, φ’ που κουον τήν θείαν Λειτουργίαν. Ες τό τέλος μετέδωκε πρτον τά χραντα Μυστήρια ες τά νεοφώτιστα παιδία, ες τάς γυναίκας πειτα, καί κατόπιν ες τούς νδρας.
κενοι δίσταζαν: «νεται, Πάτερ, ναν καί λλον κοινωνίαν;»
«Γίνεται», τούς επε, «Σμα Χριστο μεταλάβετε, πηγς θανάτου γεύσασθε».
λα γιναν ν τάξει. Καί ταν μετ’ λίγον νέβηκε ες τό δωμάτιον καί πρόκειτο νά χωρισθον, να πρός τό σπέρας φύγουν μέ τό πλοον, θρνος καί κλαυθμός καί δυρμός πολύς, λλά σιωπηλό κατέκλυσε τήν αθουσα: Ατοί δέν θελον νά τόν φήσουν, καί ατός δέν μποροσε νά τούς ξεπροβοδίση πέραν τς κκλησίας, διότι φοροσε τά ράσα…. Καί …. Πολιτισμένη ατή χώρα δέν τά πιτρέπει. «Νά λαλεύομέν σε, Πάτερ…. Νά μνημονεύης, Πάτερ, ντό νά λέομεν σέ, Πάτερ;».
«Νά επτε τάς εχάς μου στούς Χριστιανούς μας, νά εναι καλοί Χριστιανοί, νά πιστεύουν στόν Χριστόν μας καί στήν λλάδα μας καί Θεός θά τούς ελογή, Πατρίδα μας θά τούς σκέφτεται πάντοτε καί γώ δέν θά σς λησμονήσω ποτέ».
Καί πς νά τούς λησμονήση, που τά δάκρυα των κατέβρεξαν τάς χείρας του, πς νά μήν νθυμται τήν κραν ελάβειάν των καί τά περιστατικά των, μοια πρός τά τν Χριστιανν τν πρώτων αώνων, πς νά ξεχάση τήν κατακόμβην το Παρεκκλησίου τς Γοργοεπηκόου; Πάντοτε τούς νθυμεται καί ρκεται δη ν γήρει ες τό ψαλμικόν: «Μνήσθητι, Κύριε, τς ταλαιπωρίας τν πτωχν καί το σπαραγμο τν πενήτων΄Κύριε, πίφανον τό πρόσωπόν σου καί σωθησόμεθα».
Πς νά λησμονήσω τά βάσανα τς κλεκτς ατς Φυλς, πού βρέθηκε γεωγραφικς μεταξύ λαν  βαρβάρων τήν ψυχήν, λαν νεπίδεκτων πραγματικο πολιτισμο, λαν μέ θηριώδη νστικτα!…..
(*πρόκειται γιά τόν διο τόν γράφοντα)
(*κουρμπν Πάτερ: γιε Πάτερ)
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ
γιορειτικές Διηγήσεις ρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (+)

Δεν υπάρχουν σχόλια: