Posted on 14 Απριλίου, 2025

«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὐποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας» (Ματθ. 23,27-28)
Ο γέροντας ἐπίσκοπος ποὺ σᾶς ὁμιλεῖ, ἀγαπητοί μου, εἶνε πλέον πολὺ μεγάλος, ἐνενήντα ἐτῶν. Ἄρχισα τὸ κήρυγμα νέος, τριανταπέντε ἐτῶν, στὸ Μεσολόγγι, τὴν ἱστορικὴ πόλι ποὺ ἔχει μερικὰ κοινὰ μὲ τὴν ἀκριτική μας Φλώρινα. Πέρασαν ἀπὸ τότε ἑξηντα-πέντε χρόνια. Κήρυξα σὲ πόλεις, σὲ χωριά, σὲ στρατόπεδα, σὲ φυ λακές, σὲ μαθητὰς καὶ μαθήτριες, παντοῦ. Ἐργάστηκα ἀρκετὰ χρόνια. Κάθε κήρυγμά μου διαρκοῦσε πάνω ἀπὸ ἕνα τέταρτο, μερικὰ κρατοῦσαν μία ὥρα καὶ πλέον. Τώρα ἴσως θὰ ἔπρεπε πιὰ λόγῳ γήρατος νὰ ἔχω σταματήσει. Παρ᾽ ὅλες τὶς δυσκολίες συνεχίζω νὰ μιλῶ ὅπως μπορῶ. Τώρα ὅμως δὲν κάνω μεγάλα κηρύγματα· περιώρισα τὴ διάρκεια σὲ λίγα λεπτά.
Ἀκούω ἀπόψε, ὅπως κ᾽ ἐσεῖς, τοὺς ὕμνους τῆς ἀκολουθίας τοῦ Νυμφίου, τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τρίτης, ποὺ ψάλλουν οἱ ψαλτάδες, καὶ νιώθω ἐ πιταγή· μοῦ θυμίζουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιτάσσει νὰ ἐργάζωμαι. Διαβάστε πάλι τὸ δοξαστικὸ τῶν αἴνων, τὸ ὁποῖο λέει· «Τοῦ κρύψαντος τὸ τάλαντον τὴν κατάκρισιν ἀκούσασα, ψυχή, μὴ κρύπτε λόγον Θεοῦ· κατάγγελλε τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἵνα πλεονάζουσα τὸ χάρισμα εἰσέλθῃς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (δοξ. αἴν. Μ. Τρ.) . Ὁ ὑμνογράφος μονολογεῖ· στρέφεται στὴν ψυχή του καὶ λέει·
Ἄκουσες, ψυχή μου, στὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 25,14-30. Λουκ. 19,11-27) πῶς κατακρίθηκε ἐκεῖνος ὁ ἀμελὴς δοῦλος ὁ ὁποῖος, ἀντὶ νὰ ἀξιοποιήσῃ ὅσο μποροῦσε τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ Θεός, αὐτὸς πῆγε καὶ τό ᾽κρυψε μέσα στὸ χῶμα. Μὴν ἀμελεῖς λοιπὸν καὶ μὴν κρύβεις μὲ τὴ σιωπή σου τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κήρυττε τὰ μεγαλεῖα του· ὥστε, αὐξάνοντας ἔτσι τὸ χάρισμα ποὺ ἔλαβες, ν᾽ ἀξιωθῇς νὰ μπῇς καὶ σὺ στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου.
Ἂς συνεχίσω λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ σήμερα τὸ κήρυγμα κ᾽ ἐσεῖς δεχτῆτε τὸν πενιχρό μου λόγο (καὶ παρακαλῶ νὰ προσεύχεστε γιὰ ᾽μένα στὸ Θεὸ, νὰ ἔχω τέλος χριστιανικό). Πρέπει νὰ κηρύξω, ἀλλὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν ἀθλιότητά μου καὶ σκέπτομαι· «τίς ἱκανὸς λαλῆσαι τὰς δυναστείας σου», Θεέ μου; (θ. Λειτ. Μ. Βασ., εὐχ. ἁγ. ἀναφ.) .
Βάσις εἶνε τὸ τρίπτυχο ἁμαρτία-Χριστός-μετάνοια, ποὺ ὰναλύεται σὲ τρεῖς ἁπλὲς προτάσεις. Πρῶτον, τί εἶνε ἁμαρτία· εἶνε τὸ φοβερώτερο κακό. Δεύτερον· μόνο ὁ Χριστὸς νίκησε τὴν ἁμαρτία, τὸ θάνατο καὶ τὸν διάβολο. Καὶ τρίτον· ἡ μετάνοια εἶνε τὸ ἰσχυρὸ ὅπλο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος νικᾷ τὴν ἁμαρτία καὶ εἰσέρχεται στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει νὰ μετανοοῦμε. Νὰ πιστεύουμε σ᾽ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ λέμε μαζὶ μὲ τὸν εὐγνώμονα λῃστὴ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ὁ λῃστὴς μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά του σώθηκε· οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους δίκαιο, κολάζονται.
Ἀκούσαμε ἀπόψε, ἀδελφοί μου, τὸν Κύριο νὰ ἐλέγχῃ αὐστηρά. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὐποκριταί», εἶπε, «ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔ σωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομί ας» (Ματθ. 23,27-28). Ὁ Χριστὸς μίλησε καὶ εἶπε, ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ὑποκριταὶ ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Αὐτοὶ ἔκρυβαν τὰ πραγματικὰ φρονήματά τους, ἔλεγαν ἄλλα ἀντὶ ἄλλων, ἦταν παραδείγματα κακίας καὶ διαφθορᾶς.
Μὴν εἶστε ὑποκριταί, λέει ὁ Χριστός, νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς. Νὰ φροντίζετε ὄχι γιὰ τὸ ἔξω, τὴν ἐμφάνισι, ἀλλὰ γιὰ τὸ μέσα, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο, γιὰ τὸ τί κρύβει ἡ καρδιά.
Αὐτὸ λοιπὸν εἶνε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει ἐγὼ νὰ προσέξω πολύ, ἀγαπητοί μου· ὄχι τὸ τί δείχνω καὶ πῶς φαίνομαι, ἀλλὰ τὸ τί πραγματικὰ εἶμαι· ὄχι τὸ φαίνεσθαι ἀλλὰ τὸ εἶναι.
Φαινόμαστε καλοί. Ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἀνάβουμε κερί, προσκυνοῦμε, κοινωνοῦμε· αὐτὰ εἶνε τὸ φαίνεσθαι. Ἀλλὰ τὸ εἶναι, τὸ πραγματικό, τὸ ἐσώτερο τῆς ψυχῆς, ποιό εἶ νε; τί σκεπτόμαστε, τί φρονοῦμε, τί ἐπιθυμοῦμε, τί πράττουμε; Αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο. Βλέπε, ψυχή, τὸν ἑαυτό σου, ἐρεύνησε καλὰ τὰ βάθη τῆς καρδίας. Ὁ Χριστὸς μίλησε αὐστηρὰ στοὺς φαρισαίους. Τοὺς εἶπε, ὅτι ἐπειδὴ εἶνε ὑποκριταὶ βλέπουν τὸ «ἔξωθεν», κι ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ «ἔσωθεν». Μοιάζουν μὲ τάφους ποὺ ἀπ᾽ ἔξω εἶνε ὡραῖοι, ἀσπρισμένοι μὲ ἀσβέστη, ἀλλ᾽ ἀπὸ μέσα εἶνε πλήρεις ἀηδίας (βλ. Ματθ. 23,25,27).
Ὄχι ἔτσι, ὄχι ὑποκριταί, λέει ὁ Κύριος. Καὶ ὡς δεῖγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας περιμένει νὰ τοῦ φέρουμε ἔργα. Εἴμαστε κλήματα μέσα στὸν ἀμπελῶνα του. Ὅπως αὐτὸς ποὺ περιποιεῖται τὸ ἀμπέλι περιμένει νὰ τρυγήσῃ σταφύλια, καὶ αὐτὸς ποὺ φυτεύει συκιὰ περιμένει νὰ φάῃ σῦκα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος, ζητάει ἔργα. Πῆγε κάποτε σὲ μιὰ συκιά, ἔψαξε γιὰ κανένα σῦκο καὶ δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα. Καὶ τὴν καταράστηκε· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ματθ. 21,18-19) .
Μᾶς θέλει καρποφόρα δέντρα, νὰ ἐπιμελούμεθα τὸν ἀγρό μας, ὥστε νὰ φέρῃ καρπὸ μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ στὸ τέλος θὰ λογοδοτήσουμε. Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ξεγελᾶμε, τὸ Θεὸ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξεγελάσῃ.
Ἡ ὑποκρισία, ἄλλο δηλαδὴ νὰ εἶσαι κι ἄλλο νὰ φαίνεσαι, εἶνε ὅ,τι χειρότερο. Μία Κυριακὴ ἕνας ἀσκητὴς μὲ διορατικὸ χάρισμα στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ παρατήρησε τοὺς Χριστιανοὺς πῶς μπῆκαν καὶ πῶς βγῆκαν· ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ὅλοι μαῦροι μπῆκαν – μαῦροι βγῆκαν. Ὁ ἕνας ὅμως ἐκεῖνος εἶχε μετάνοια, γι᾽ αὐτὸ βγαίνοντας ἔλαμπε. Διότι ἡ Ἐκκλησία εἶνε κιβωτός, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε. Στὴν κιβωτὸ ἐκείνη ὅλα ζῷα μπήκανε – ζῷα βγήκανε, ἐνῷ στὴν Ἐκκλησία μπαίνουν ἁμαρτωλοὶ – βγαίνουν ἅγιοι, μπαίνουν κοράκια – βγαίνουν περιστέρια, μπαίνουν λύκοι – βγαίνουν ἀρνιά.
Χρειάζεται λοιπὸν νὰ προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχει ἐκδοθῆ ἕνα βιβλίο ποὺ μεταφράστηκε ἀπὸ τὰ ῥώσικα στὰ ἑλληνικά. Λέγεται Πνευματικὸς Καθρέπτης. Κάθε σπίτι ἔ χει καθρέφτη. Θυμᾶμαι –δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα· μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἕναν λατρεύω καὶ προσκυνῶ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τὸν παρακαλῶ νὰ μ᾽ ἀξιώσῃ νὰ ζήσω μέχρι τέλους ὅπως θέλει ὁ Θεός– θυμᾶμαι λοιπόν, ὅτι πρὸ ἐ τῶν πέρασε ἀπὸ τὴ μητρόπολί μας ἡ Δήμητρα Λιάνη μὲ τὸν σύζυγό της. Εἶπα σ᾽ ἐκεῖνον ὡρισμένα πράγματα, ὄχι κομματικὰ ἀλλὰ πνευματικά. Τῆς ἄρεσαν καὶ μοῦ λέει· Σ᾽ ἐμένα τί θὰ πῇς; Θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι λέει ὁ λαός· Εἶσαι ὡραία. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Πλάτωνα τὸ κάλλος εἶνε δύο εἰδῶν, σωματικὸ (πρόσκαιρο) καὶ ψυχικό (ποὺ μένει ἀθάνατο). Τώρα εἶσαι ὡραία. Ὅταν ὅμως περάσουν 10, 20, 30 χρό νια, θὰ εἶσαι μιὰ γριὰ ποὺ δὲν θὰ γυρίζῃ νὰ τὴν κοιτάξῃ κανένας. Τὸ πνευματικὸ κάλλος, ποὺ μένει ἀγέραστο, εἶνε οἱ ἀρετές.
Ὁ Πνευματικὸς Καθρέπτης λοιπὸν παρουσιάζει μιὰ ψυχή, ποὺ ἔχει καταληφθῆ ἀπὸ τὸ σατανικὸ πνεῦμα καὶ πέφτει στὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα· λαιμαργία, πορνεία, θυμὸ κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ ὅταν αὐτὴ μετανοῇ, τότε φεύγουν πλέον ὅλα τὰ δαιμόνια καὶ ἀπὸ κατοικία δαιμόνων γίνεται σκήνωμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ κατοικία ἀγγέλων. Ἂς παρακαλοῦμε λοιπόν· «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12).
Ὅταν ἦρθα, ἀδελφοί μου, στὴ Φλώρινα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν συνεργατῶν μου κτίσαμε τὴν ὡραία αὐτὴ ἐκκλησία, φροντίσαμε ν᾽ ἀποκτήσουμε ἱερεῖς καὶ πνευματικοὺς πατέρες, ν᾽ ἀκούγεται κήρυγμα Εὐαγγελίου καὶ διδασκαλία ὀρθή. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσῃ, νὰ μᾶς δώσῃ δυνάμεις νὰ περάσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα· ὅ,τι εἴπαμε στὰ λίγα αὐτὰ λεπτά, νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε.
Τὸ κήρυγμα τοῦτο συνοψίζεται σὲ μία πρότασι· μὴν εἴμαστε ὑποκριταί, ἄλλοι νὰ εἴμαστεκαὶ ἄλλοι νὰ φαινώμαστε. Αὐτὸ λέγεται ὑποκρισία καὶ ὁ Χριστὸς ἤλεγξε τὴν ὑποκρισία αὐστηρά. Στὴν ἐξομολόγησι, ποὺ πηγαίνουμε, νὰ ζητήσουμε συγχώρησι καὶ νὰ ποῦμε· Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων εἴθε νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς σώσῃ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου