Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεκτα,πέσουν καιροί οργισμένοι,Κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα,για τίποτε άλλο δε φελάν, παρά για μετερίζια.Μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι!Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι,κόφτο, και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.Από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Παιδί, το περιβόλι μου!»Με προφανή θλίψη και απογοήτευση πληροφορηθήκαμε ότι με διάταξη του Ειρηνοδικείου Φλώρινας (27/28-7-2022) αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά ως νόμιμη η σύσταση και λειτουργία του αμφιλεγόμενου σωματείου με την προκλητική επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», που εδρεύει στον ομώνυμο δήμο. Το Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα αποτελεί τοπική μη κυβερνητική οργάνωση, η οποία ιδρύθηκε το 2022, χωρίς ακόμη να διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες για τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην σύστασή του. Σύμφωνα με το καταστατικό του, ως επιδιωκόμενος σκοπός του σωματείου ορίζεται η διατήρηση και καλλιέργεια της «μακεδονικής γλώσσας» στην Ελλάδα, καθώς και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την προαιρετική (αρχικά) εισαγωγή του μαθήματος της «Μακεδονικής γλώσσας» στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, αρχής γενομένης από τις διοικητικές περιφέρειες της Μακεδονίας και της Θράκης. Μεταξύ των υπολοίπων απαράδεκτων σκοπών του νεοσύστατου σωματείου συμπεριλαμβάνεται ακόμη και η διεξαγωγή δημόσιων εκστρατειών για την προώθηση της δημόσιας χρήσης της «μακεδονικής γλώσσας» στην Ελλάδα καθώς και η παράλληλη χρήση της (μαζί με την ελληνική) για τον προσδιορισμό των παραδοσιακών τοπωνυμίων στην Βόρεια Ελλάδα. Αξίζει να τονιστεί ότι μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Ελληνικό στρατό κατά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό, τα παραδοσιακά τοπωνύμια στην λεγόμενη «σλαβομακεδονική» τοπική διάλεκτο (η οποία χρησιμοποιείτο παράλληλα με την ελληνική γλώσσα) περιήλθαν σε πλήρη αχρησία και έχουν πια ολότελα ξεχαστεί καθώς αντικαταστάθηκαν από τα σημερινά ελληνικά τοπωνύμια. Με άλλα λόγια, τα μέλη διοικήσεως του σωματείου θα επιχειρήσουν χρησιμοποιώντας ύπουλες και δόλιες μεθοδεύσεις να αναβιώσουν ιδίως στην εθνικά ευαίσθητη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας την παλαιά και ξεχασμένη ονομασία των τοπωνυμίων που χρησιμοποιούνταν από το τοπικό σλαβόφωνο αλλά με ελληνική εθνική συνείδηση πληθυσμό (τον οποίο οι Βούλγαροι κομιτατζήδες αποκαλούσαν περιφρονητικά ως «γραικομάνους»). Ο συγγραφέας Αρχιμ. Χρίστος Κυριαζόπουλος στο εξαιρετικό πόνημά του με τον τίτλο «Η Ελληνικότητα της Μακεδονίας» παραθέτει χρήσιμα στοιχεία και πληροφορίες που συμβάλλουν στην κατανόηση της γέννησης, διαμόρφωσης και εξελικτικής πορείας της λεγόμενης «Μακεδονικής Γλώσσας», καταρρίπτοντας την επιχειρηματολογία των εμπνευστών του «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας» που φιλοδοξούν να εισαγάγουν την διδασκαλία της στα ελληνικά σχολεία. Διαβάζουμε:
Συνεπώς καθίσταται σαφές ότι η τοπολαλιά, δηλ. το σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα που ίσως να ομιλείται ακόμη από ελάχιστα άτομα προχωρημένης ηλικίας στα ορεινά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, απέχει παρασάγγας από την καθομιλουμένη γλώσσα των Σκοπιανών. Επομένως, το Ειρηνοδικείο Φλώρινας όφειλε κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου να απορρίψει την αίτηση για την σύσταση του πιο πάνω σωματείου με την αιτιολογία ότι ο σκοπός του αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθόσον με την χρήση αναληθούς και παραπλανητικής επωνυμίας επιχειρεί να πλαστογραφήσει την ιστορική αλήθεια, εμφανίζοντας ψευδώς ως ομιλούμενη στην Ελλάδα την γλώσσα του κρατιδίου των Σκοπίων! Ως εκ τούτου, κρίνεται πολύ πιθανό η δράση των μελών του σωματείου να αποδειχθεί υπονομευτική της κοινωνικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, καθόσον η προσπάθειά τους να επαναφέρουν τα παλαιά, ξεχασμένα τοπωνύμια που πλέον δεν χρησιμοποιούνται από κανέναν θα προσκρούσει στην εναντίωση του τοπικού πληθυσμού, προκαλώντας προστριβές και συγκρούσεις. Συνεπώς, η εκ του πονηρού επιδίωξη του σωματείου να απαιτήσει από τους αυτοδιοικητικούς φορείς την διπλή αναγραφή των τοπωνυμίων της Βόρειας Ελλάδας (στην ελληνική και την «μακεδονική» γλώσσα) μπορεί να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό, δημιουργώντας άνευ λόγου έριδες και διαμάχες στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας. Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι το Ειρηνοδικείο Φλώρινας όφειλε κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου να απορρίψει την αίτηση για την σύσταση του υπό εξέταση σωματείου με την αιτιολογία ότι η υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού προσκρούει επιπλέον και στην δημόσια τάξη, καθόσον η επίτευξή του δύναται να αποτελέσει την αιτία πρόκλησης ταραχών και επεισοδίων που θα πλήξουν το έννομο αγαθό της κοινωνικής ειρήνης. Αν το ελληνικό κράτος ή η τοπική αυτοδιοίκηση υποκύψουν στην άθλια αξίωση του «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας» και προχωρήσουν στην υλοποίηση της διπλής αναγραφής των τοπωνυμίων στην ελληνική και «μακεδονική γλώσσα» σε αυτή την περίπτωση θα έχουν προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον προπαγανδιστικό μηχανισμό των Σκοπίων να προκαλέσει διπλωματικό θόρυβο, εγείροντας ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων της «μακεδονικής μειονότητας» που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα! Η υπεράσπιση του καλώς νοούμενου εθνικού συμφέροντος επιβάλλει την άμεση κινητοποίηση των τοπικών φορέων, πολιτιστικών συλλόγων, ανεξάρτητων προσωπικοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας που καλούνται να αφυπνίσουν την τοπική κοινωνία, ζητώντας από την Εποπτεύουσα Αυτοδιοικητική Αρχή να προβεί στις κατάλληλες νόμιμες ενέργειες, προκειμένου στο πλαίσιο της έννομης τάξης να επιτευχθεί δικαστικώς η διάλυση του σωματείου. Η πιο πάνω θλιβερή δικαστική εξέλιξη σαφώς συνδέεται με την πραξικοπηματική κύρωση της επαίσχυντης και προδοτικής συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο, περιφρονώντας την πάνδημη πατριωτική βούληση του Ελληνικού λαού και παραβιάζοντας έτσι την συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως διατρανώθηκε στα ογκώδη συλλαλητήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, προχώρησε στην ολοκλήρωση μιας εθνικά καταστροφικής διαπραγμάτευσης, απότοκος της οποίας είναι η σημερινή διαταγή αναγνώρισης του εν λόγω σωματείου από το Ειρηνοδικείο Φλώρινας². Στις αρχές του 20ού αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Φλώρινας δραστηριοποιούνταν οι γενναιότεροι και οι επιφανέστεροι γηγενείςΜακεδονομάχοι οπλαρχηγοί (ο καπετάν Κώττας από την Ρούλια, –που μετονομάστηκε προς τιμήν του «Κώττας»–, ο καπετάν Βαγγέλης από το Στρέμπενο, ο Νικόλαος Πύρζας –ο υπαρχηγός του Παύλου Μελά–, ο παπά Σταύρος Τσάμης από το Πισοδέρι και πολλοί άλλοι) εορτάζοντας με ιδιαίτερη λαμπρότητα κάθε χρόνο την ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα και αποτίοντας φόρο τιμής σε όσους υπερασπίστηκαν με το αίμα τους την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Στο πλαίσιο όμως του σατανικά ανεστραμμένου κόσμου η πόλη της Φλώρινας που αποτέλεσε ένα από τα προπύργια του Μακεδονικού Έπους επιλέγεται ως έδρα του «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας», το οποίο θα επιδιώξει με μαθηματική βεβαιότητα προϊόντος του χρόνου την αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» ως μειονοτικής, ώστε διά μέσου της εργαλειοποίησης της γλώσσας να υποστηρίξει μεταγενέστερα την ύπαρξη «μακεδονικής εθνικής μειονότητας». Το Ελληνικό κράτος, κυρώνοντας την επονείδιστη Συμφωνία των Πρεσπών, αναγνώρισε (έστω και με την χρήση σύνθετης ονομασίας) το γειτονικό κρατίδιο των Σκοπίων με την συνταγματική του ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», πυροδοτώντας τον «μακεδονικό μεγαλοϊδεατισμό» των Σκοπιανών, ώστε σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας, να καγχάζουν λέγοντας με κομπασμό «Μπαίνουμε στην Ε.Ε. ως Μακεδόνες». Στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος του κράτους των Σκοπίων Ντάρκο Καέφσκι δήλωσε τα εξής:
Και συνέχισε λέγοντας περιχαρής τα εξής:
Δυστυχώς όμως, στο πλαίσιο της συμφωνίας των Πρεσπών, δεν περιοριστήκαμε μόνο στην (ανεπίτρεπτη) εκχώρηση του πανάρχαιου ελληνικού ονόματος της Μακεδονίας, αλλά επιπλέον συναινέσαμε με πρωτοφανή επιπολαιότητα και εθνική ασυνειδησία (αν όχι και με εθνικά κακουργηματικό δόλο) να αποδοθεί στους πολίτες των Σκοπίων «μακεδονική ιθαγένεια» και η γλώσσα τους να χαρακτηριστεί ως «μακεδονική», θέτοντας οριστικά ταφόπλακα στα προ αιώνων κεκτημένα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Για να αποκτήσει ο αναγνώστης ένα μέτρο σύγκρισης της «μέχρι μυελού οστέων» διεφθαρμένης, παρασιτικής και ξενόδουλης ελληνικής πολιτικής ηγεσίας εν σχέσει προς την πολιτική ηγεσία της Βουλγαρίας, αξίζει να τονίσουμε εμφατικά τα εξής: Τα τελευταία δύο χρόνια η Βουλγαρία είχε κατορθώσει να μπλοκάρει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων με την Ε.Ε. εξαιτίας εθνικών, γλωσσολογικών και ιστορικών διαφορών μεταξύ των δύο κρατών, γεγονός που θορύβησε τους ευρωπαϊκούς κύκλους εξαναγκάζοντας την Γαλλία (που κατείχε την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) να καταρτίσει συμβιβαστική διπλωματική πρόταση, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της Σόφιας και να άρει το βέτο στις «ευρωσκοπιανές» συνομιλίες. (Τελικώς η Βουλγαρία απέσυρε το βέτο, αφού προηγουμένως το κράτος των Σκοπίων υποχώρησε στις βουλγαρικές αξιώσεις και αποδέχθηκε να τροποποιήσει το σύνταγμά του, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας που ζει στην χώρα!). Η πολιτική ηγεσία της Βουλγαρίας εξέθεσε ανεπανόρθωτα την αντίστοιχη της Ελλάδας παραδίδοντας μαθήματα πολιτικής αξιοπρέπειας, καθώς υπερασπίστηκε σθεναρά τα βουλγαρικά εθνικά συμφέροντα και λέγοντας όσα δεν διανοήθηκε να πει ποτέ η δεύτερη. Οι Βούλγαροι πολιτικοί υποστήριξαν ότι η γλώσσα των Σκοπίων δεν είναι παρά μια διάλεκτος των βουλγαρικών (!), καθώς και ότι το «βορειομακεδονικό έθνος» στην πραγματικότητα αποτελείται από άτομα βουλγαρικής καταγωγής (!!) ενώ η κρατική υπόσταση των Σκοπίων οφείλεται σε λανθασμένη σύλληψη των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Η επιχειρηματολογία των πολιτικών εκπροσώπων της Βουλγαρίας έφθασε στο αποκορύφωμά της, υποστηρίζοντας ανυποχώρητα ότι:
Έτσι άφησαν άναυδους τους Έλληνες πολίτες που αδυνατούν να συλλάβουν το μέγεθος της προδοσίας της Μακεδονίας από την ελληνική πολιτική τάξη και για όσα δεν τόλμησαν να ψελλίσουν ποτέ τα χείλη των Ελλήνων πολιτικών. Όφειλαν δηλαδή οι Έλληνες πολιτικοί, ακολουθώντας (τουλάχιστον) το παράδειγμα των Βουλγάρων συναδέλφων τους, να καταγγείλουν erga omnes (δηλ. έναντι πάντων) ότι οι Σκοπιανοί υφαρπάζουν την μακραίωνη ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας! Εκείνοι όμως επέλεξαν να μην διαπραγματευτούν αλλά, υπακούοντας πειθήνια στα ξένα αφεντικά τους, «έστησαν» την ιλαροτραγωδία των Πρεσπών, πετώντας στον «κάλαθο των αχρήστων» Ελληνική Ιστορία 2.500 χρόνων! Δυστυχώς, αποτελεί θλιβερή διαπίστωση ότι η ελληνική πολιτική ελίτ καταξεσκίζει τις σάρκες του Ελληνικού λαού, καταποντίζοντας το διεθνές κύρος της πατρίδας μας και καθιστώντας την ανυπόληπτη και αξιοθρήνητη μεταξύ εχθρών και φίλων, όταν αναλογιστούμε ότι το εθνικό κοινοβούλιο της Βουλγαρίας ψηφίζοντας υπέρ της άρσης του βέτο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις του κράτους των Σκοπίων με την Ε.Ε. δήλωσε ρητά ότι δεν αναγνωρίζει την «μακεδονική γλώσσα» την οποία η Σόφια θεωρεί βουλγαρική διάλεκτο!⁵ Το Ελληνικό κράτος όμως έσπευσε πρόθυμα και ξεδιάντροπα να την δωρίσει στους παραχαράκτες της Ιστορίας! Αξίζει να σημειωθεί ότι στην συμφωνία των Πρεσπών υπάρχει συστηματική αποφυγή του όρου «Μακεδονία» ως γεωγραφικού διαμερίσματος της Ελλάδας και αντ’ αυτού προκρίνεται ο αόριστος, γενικός και αφηρημένος όρος «βόρεια περιοχή». Η εσκεμμένη παράλειψη του ονόματος της ελληνικής περιοχής από την συμφωνία των Πρεσπών θα επιφέρει ως μελλοντική οδυνηρή συνέπεια την ιστορική λήθη του όρου «Μακεδονία» ως διακριτού γεωγραφικού διαμερίσματος της ελληνικής επικράτειας, αφού θα επιλέγεται η χρήση του σύνθετου όρου «Βόρεια Ελλάδα», με αποτέλεσμα το κράτος των Σκοπίων συν τω χρόνω να οικειοποιηθεί αποκλειστικά το ιστορικό όνομα της Μακεδονίας.
Η καλλιέργεια, διάδοση και διδασκαλία της «μακεδονικής γλώσσας» εντός της ελληνικής επικράτειας, η αναγραφή τοπωνυμίων στην ελληνική και «μακεδονική» γλώσσα, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, η ίδρυση πολιτιστικών «Μακεδονικών συλλόγων», ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, οδηγώντας σε εθνικά επικίνδυνες και απρόβλεπτες καταστάσεις που μεταφράζονται σε πιθανή απόπειρα αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια καθώς και στην αποδυνάμωση της κρατικής κυριαρχίας επί εθνικού εδάφους. Στην καθόλου αμελητέα πιθανότητα της εκδήλωσης σοβαρών εθνοτικών ταραχών στο γειτονικό κρατίδιο, μεταξύ του αλβανικού και σλαβικού πληθυσμού, κρίνεται πιθανό οι διωκόμενοι από τους Αλβανούς Σλάβοι να καταφύγουν για την προστασία τους στην Μακεδονία, οπότε σε αυτήν περίπτωση το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας», λειτουργώντας ως δούρειος ίππος ξένων συμφερόντων και προβάλλοντας μια αλλοιωμένη δημογραφικά σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας, μπορεί να θέσει εκ του μη όντος ζήτημα αυτοδιάθεσης της «μακεδονικής μειονότητας», με σκοπό την υλοποίηση τριών πρωταρχικών επιδιώξεων:
Κρίνεται πολύ πιθανό η λειτουργία και δράση του «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας», όπως προκύπτει από το καταστατικό του να αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της συνοχής του Έθνους, προωθώντας τις επιδιώξεις ξένων κέντρων εξουσίας που απεργάζονται σχέδια αποσταθεροποίησης της Μακεδονίας, διά της εργαλειοποιήσεως δήθεν μειονοτικών ζητημάτων. Αξιολογώντας τους επιδιωκόμενους σκοπούς του σωματείου, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι η εν γένει λειτουργία και δράση του συνδέεται με τους εθνικιστικούς κύκλους των Σκοπίων (και της Βουλγαρίας;) που επιδιώκουν την αναζωπύρωση του λεγόμενου «Μακεδονικού ζητήματος», νοσταλγώντας την «Μακεδονία του Ίλιντεν» και γυρίζοντας το ρολόι της Ιστορίας στο 1903, στην εποχή κατά την οποία οι πατριαρχικοί (Έλληνες) και οι εξαρχικοί (Βούλγαροι) είχαν αποδυθεί σε έναν σφοδρό πολιτικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και εν τέλει ένοπλο ανταγωνισμό με σκοπό τον τελικό έλεγχο της Μακεδονίας, μετά το πέρας της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το Ελληνικό κράτος, εκχωρώντας (ενάντια στην κυρίαρχη βούληση του ελληνικού λαού) το αδιαπραγμάτευτο ελληνικό όνομα της Μακεδονίας στο γειτονικό κρατίδιο (έστω και με σύνθετη ονομασία) και συναινώντας στην de facto αναγνώριση της «Μακεδονικής εθνότητας», προσέφερε την βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε από τους Σκοπιανούς το ψευτοϊδεολόγημα του «μακεδονικού αλυτρωτισμού». Οι βασικοί πυλώνες του παραμένουν η ιθαγένεια και η γλώσσα, που αξιοποιούνται από τα Σκόπια ως μηχανισμοί προβολής των επεκτατικών τους βλέψεων σε βάρος της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Τα τελευταία λόγια του γηγενούς σλαβόφωνου θρυλικού μακεδονομάχου Καπετάν Κώττα (λίγο πριν απαγχονιστεί από τους Τούρκους στο Μοναστήρι) –ο οποίος γνωρίζοντας ελάχιστα ελληνικά βροντοφώναξε περήφανα στην τοπολαλιά του– «Νταζίβε Γκρίτσκι», που μεταφράζεται «Να ζήσει η Ελλάδα», αποτελούν σχεδόν εκατόν είκοσι χρόνια μετά από τον ηρωικό θάνατό του, ένα ηχηρό ράπισμα σε όσους πιθανώς εμπλέκονται σε ύποπτα παιχνίδια αποσταθεροποίησης και επαναχάραξης των συνόρων στα Βαλκάνια, καθώς αποδεικνύουν ότι το πύρωμα της καρδιάς, η ελληνική εθνική συνείδηση και η αγάπη για την γενέθλια γη θα είναι πάντοτε –έως της συντελείας του αιώνος– οι ακοίμητοι φρουροί της Μακεδονίας. 1 Ίδετε σχετικώς: Αρχιμ. Χρίστος Κυριαζόπουλος, Η Ελληνικότητα της Μακεδονίας μέσα από τον αλάνθαστο λόγο της Ιστορίας, Εκδόσεις «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2017, σελ. 44, 45 και 46. 2 Ίδετε σχετικώς παλαιότερο άρθρο του γράφοντος με τον τίτλο «Η επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και η οφειλόμενη στάση του ελληνικού λαού». 3 4 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου