Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

ΟΙ ΘΕΙΟΙ ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΕΣ



π. Δημητρίου Μπόκου 

«Τὴν καταβᾶσαν φύσιν τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς 

ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς ἀνήγαγες» 

(Ἰδιόμ. Ἀναλήψεως) 

Ἕνα μικρὸ αὐτοκίνητο σταμάτησε μπροστὰ στὸ μεγάλο ἀεροδρόμιο τῆς πόλης. Τρεῖς ἄντρες κατέβηκαν. Οἱ δυὸ νεότεροι προχώρησαν καὶ παρέδωσαν τὶς ἀποσκευές. Στάθηκαν γιὰ λίγο καὶ οἱ τρεῖς στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς. 

-  Ἐπιμένουμε νὰ σᾶς συνοδεύσουμε, κύριε, εἶπε ὁ ἕνας γυρνώντας πρὸς αὐτὸν ποὺ στεκόταν στὴ μέση. 

-  Εἶστε οἱ ἐκλεκτοί μου φίλοι καὶ συνεργάτες, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Μὰ αὐτὴ ἡ δουλειά, ὅπως σᾶς ξανάπα, εἶναι ἀποκλειστικὰ δική μου. Ἐσεῖς φροντίστε γιὰ ὅσα ἄλλα προβλέπονται στὸ σχέδιο. Μὴν ἀνησυχεῖτε γιὰ μένα. Ἀντίο λοιπόν, φίλοι μου, κι ἐλπίζω νὰ τὰ ξαναποῦμε σύντομα. 

Ὑποκλίθηκαν μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν ἀποχαιρέτησαν. 

Ἐκεῖνος προχώρησε πρὸς τὸ ἀεροπλάνο ποὺ ζέσταινε ἤδη τὶς μηχανές του. Οἱ φοβεροὶ βρυχηθμοὶ ἀπὸ τοὺς θηριώδεις κινητῆρες του σκέπασαν σὲ λίγο τὰ πάντα. Καθὼς τὸ τεράστιο τζέτ, ἀνυψώνοντας τὸ πελώριο ρύγχος του, ἴδιο γιγάντιο πτηνό, χυνόταν σὰν βέλος στὸν οὐρανό, ἐκεῖνος ἅπλωνε μπροστά του ἕνα χάρτη, μελετώντας ξανὰ τὴν πορεία ποὺ σκόπευε ν’ ἀκολουθήσει. 

Σήκωσε τὸ κεφάλι του καθὼς ἡ ἀεροσυνοδὸς στάθηκε μπροστά του μὲ τὸν δίσκο σερβιρίσματος. 

Μὲ φωτεινὰ χρώματα, καρφιτσωμένο στὸ στῆθος της, φιγουράριζε τὸ σῆμα τῆς ἑταιρείας: «International Airways - E. B.». Ὅπου κι ἂν γύριζε τὸ βλέμμα του ἔβλεπε παντοῦ τὸν ἴδιο τίτλο. Χαμογέλασε ἀδιόρατα. Ἦταν τὸ ὄνομα τῆς δικῆς του αὐτοκρατορίας. Ταξίδευε μὲ τὶς δικές του ἀερογραμμές. Ὅλα ἐκεῖ ἦταν δικά του. Καὶ τὸ ἀεροσκάφος καὶ πολλὰ παρόμοια ἀεροσκάφη. Ἕνας στόλος ὁλόκληρος. 

Ἡ κοπέλλα τὸν σέρβιρε κι ἀνυποψίαστη προχώρησε. Μαῦρα γυαλιά, ψεύτικο γενάκι, μουστάκι, περούκα, ὅλα τὸν ἔκαναν ἀγνώριστο. Γιατὶ ναί, σήμερα ταξίδευε ἰγκόγκνιτο. Σκοπός του νὰ περάσει ἀπαρατήρητος. Ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἐπιβάτης τρίτης θέσης. 

Τὸ πασίγνωστο σῆμα τῆς ἑταιρείας του ἦταν κρυμμένο στὴν πιὸ βαθειά του τσέπη. Δὲν ἦταν σήμερα ὁ βασιλιὰς τοῦ οἰκονομικοῦ κολοσσοῦ ποὺ πήγαινε γιὰ ἐμπορικὲς συμφωνίες καὶ κερδοφόρα συμβόλαια. Σήμερα ἦταν μόνο πατέρας. Ἕνας βαθιὰ πονεμένος πατέρας ποὺ ἔψαχνε τὸ παιδί του. Τὸ χαμένο παιδὶ πού, ζητώντας ἐλευθερία, ἔφυγε ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ σπίτι τους, χωρὶς νὰ ξαναδώσει σημεῖα ζωῆς. 

Ὁ δυστυχισμένος πατέρας μάζεψε τὶς πληροφορίες του, ὅσες μπόρεσε, ἔφτιαξε τὸ σχέδιό του καὶ ξεκίνησε. Θὰ πήγαινε πολὺ μακριά. Στὸ ἄλλο ἡμισφαίριο. Στὴν ἄκρη τῆς γῆς. Μὰ ἄξιζε τὸν κόπο. Πάνω ἀπ’ ὅλα ἦταν πατέρας. Μποροῦσαν νὰ περιμένουν οἱ μπίζνες. 

Ἡ πτήση κράτησε ἀτέλειωτες ὧρες. Ὅταν πάτησε ξανὰ στὴ γῆ, ἕνα αὐτοκίνητο τὸν περίμενε στὴν ἔξοδο τοῦ ἀεροδρομίου. Ἕνα παλιό, μεταχειρισμένο αὐτοκίνητο. Καλὸ ὅμως γιὰ τὸν σκοπό του. Ἔτρεξε μ’ αὐτὸ χιλιάδες χιλιόμετρα. Μέσα σὲ κατοικημένες καὶ ἀκατοίκητες περιοχές. Μέχρι τὸ τελευταῖο ὁδικῶς προσβάσιμο σημεῖο. Παραπέρα ἁπλωνόταν ἄγρια ἐρημιά. Ἄβατη στὰ τεχνικὰ ἀνθρώπινα μέσα. Μὰ ὁ ἄνθρωπός του μὲ δυὸ δυνατὰ ἄλογα τὸν περίμενε ἐκεῖ. Συνέχισε ἔτσι τὸ ταξίδι του ὥσπου τὰ ἐγκατέλειψε κι αὐτά. 

Εἶχε φτάσει στὸ χεῖλος ἑνὸς μεγάλου γκρεμοῦ. Ἕνα μόνο φιδωτὸ μονοπάτι, κλωστὴ στὸν ἄνεμο, κατέβαινε στὸ ἀπόκρημνο χάος. Μὰ ἔπρεπε νὰ τὸ περάσει κι αὐτό. Κατάμονος, νικώντας τὸν ἴλιγγο, κατέβηκε σιγὰ-σιγὰ τὸ ἀβυσσαλέο κενό. Στὸ τέρμα τοῦ χάους ἕνας κόσμος ἀλλιώτικος, φρικιαστικός, ὑπόγειος ἀνοίχτηκε μπροστά του. 

Σ’ ἕνα μεγάλο ἄνοιγμα σπηλιᾶς ἕνα κοπάδι ἀνθρώπων φάνηκε νὰ πηγαινοέρχεται στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Ρακένδυτοι, σκελετωμένοι, ξυπόλητοι, φαντάσματα, σκιὲς τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερία τους, γιὰ τὸν δικό του λόγο ὁ καθένας, καὶ εἶχαν καταντήσει σκλάβοι στὸ πιὸ σκληρὸ ἀφεντικό. Ἐργάτες στὰ παράνομα κρυφά ὀρυχεῖα του στὰ βάθη τῆς γῆς, χωρὶς νὰ βγαίνουν ποτὲ στὴν ἐπιφάνεια, στὸν ἀέρα, στὸ φῶς. Ἄνθρωποι σὲ ἔσχατη ἐξαθλίωση, σὲ ἀπέραντο πόνο. 

Εἶχε μάθει πὼς μέσα στὸ μεγάλο πλῆθος τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν βρισκόταν χαμένος κι ὁ γιός του. 

Ντύθηκε μεταλλωρύχος χωρὶς δισταγμό. Πῆρε μὲ τὴ θέλησή του καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ κανένας τὴ μορφὴ τοῦ δούλου-ἐργάτη γιὰ νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει τὸ παιδί του. Πέρασε μέρες σκληρῆς δουλειᾶς καὶ κακουχίας ἀφάνταστης χωρὶς νὰ γογγύσει. Πείνασε, δίψασε, πληγώθηκε, κουράστηκε, δέχτηκε ἀμέτρητες προσβολὲς χωρὶς νὰ μετανοιώσει. Σὲ ὅλα ἄντεξε. Καὶ κάποια στιγμὴ ἄγγιξε τὸν σκοπό του. 

Εἶδε τὸν γιό του ἀνάμεσα σὲ μιὰ ὁμάδα σκλάβων ποὺ ἔτρεχαν μπροστά του κάτω ἀπ’ τὸ μαστίγιο τῶν φρουρῶν. Εἶχε προετοιμασθεῖ γιὰ ὅ,τι θ’ ἀντίκρυζε. Μὰ σὰν ἀτένισε τὸ σκέλεθρο τοῦ παιδιοῦ του, τὸ σὸκ ἦταν ἀφάνταστο. Δὲν ἄντεξε. Ἡ καρδιά του ἀναλύθηκε σὲ μυστικὸ λυγμό, τὰ μάτια του γέμισαν ζεστὰ δάκρυα. Τραβήχτηκε σὲ μιὰ γωνιὰ κι ἔκλαψε πικρά. 

-  Γιέ μου, παιδί μου! Πόσες φορὲς προσπάθησα γιὰ σένα, μὰ πάντα μὲ ἀπόδιωχνες. Καὶ νάτο τώρα τὸ κατάντημά σου! 

Ἡ ὁμάδα δούλευε ἐσπευσμένα, καθὼς τὰ βαγονέτα ἀνέβαιναν φορτωμένα ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ὀρυχείου. Ἀνὰ δύο οἱ σκλάβοι σήκωναν στοὺς ὤμους τους μιὰ βαρειὰ κάσα μὲ τὰ ἐξορυσσόμενα ὑλικά. Τὰ φορτία στοιβάζονταν σὲ μικρὰ φορτηγά, μεταφέρονταν ὑπόγεια σὲ μυστικὰ σημεῖα τῶν ἀκτῶν καὶ φορτώνονταν κρυφὰ σὲ πλοῖα. 

Οἱ κινήσεις τῶν σκλάβων ὅλο καὶ δυσκόλευαν, καθὼς ὁ κόπος βάραινε τὰ καταπονημένα καὶ πληγωμένα κορμιά τους. Τὰ βήματα τοῦ γιοῦ του γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἀσταθῆ. Σὲ λίγο κατέρρευσε ὁριστικά, παρασύροντας στὴν πτώση του καὶ τὸν σύντροφό του. Τὸ φορτίο τους ἔγειρε, ξέφυγε ἀπ’ τὰ χέρια τους καὶ κυλώντας στὰ πρανῆ τῆς σπηλιᾶς χάθηκε στὸ βάραθρο. Οἱ φρουροὶ λύσσαξαν. 

Ὁ ἄτυχος σκλάβος, ποὺ μόλις ἀνέπνεε, στήθηκε ἀμέσως στὸν στύλο. Μὲ μιὰ κίνηση τοῦ μαστιγίου τὸ λερωμένο του πουκάμισο σκίστηκε. Ἡ μαστίγωση ἦταν ἡ πιὸ ἄμεση ὅσο καὶ σκληρὴ τιμωρία γιὰ κάθε λάθος, ἀπροσεξία ἢ παράβαση. 

Τὰ μαστίγια ὑψώθηκαν καὶ σφύριξαν στὸν ἀέρα. Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ταλαίπωρος πατέρας βρέθηκε μπροστά τους. 

-  Θὰ πάρω ἐγὼ τὴ θέση του! εἶπε ἤρεμα, μὰ ἀποφασιστικά. Μαστιγῶστε ἐμένα ἀντὶ γι’ αὐτόν. 

Οἱ φρουροὶ τά ’χασαν. Δὲν τοὺς εἶχε ξανασυμβεῖ κάτι παρόμοιο. Τοὺς ἦταν ἀδιανόητη μιὰ τέτοια κίνηση. Μὰ τί εἶχαν νὰ χάσουν; Γέλασαν περιφρονητικά. 

-  Κανένα πρόβλημα γιὰ μᾶς! γρύλλισαν ἄγρια. Φάε τὸ κεφάλι σου ἂν τὸ θές. Ἐμπρὸς λοιπόν, πλήρωσε ἐσὺ γι’ αὐτόν! 

Ὁ πατέρας δέθηκε στὸν στύλο καὶ πάραυτα τὰ μαστίγια ὄργωσαν πρόθυμα τὴν πλάτη του. Τὸ χῶμα βάφτηκε κόκκινο. Ὅταν τὸ μακάβριο ἔργο τελείωσε, αἱμόφυρτος, σχεδὸν λιπόθυμος, ἐγκαταλείφθηκε σὲ μιὰν ἄκρη. Ἔκαμε ὧρες νὰ ξανασταθεῖ στὰ πόδια του, μά, ὅταν σηκώθηκε, ἀπαίτησε ἀμέσως νὰ παρουσιασθεῖ στὸ ἀφεντικό. Καὶ σὰν βρέθηκε μπροστά του, ζήτησε τὴν ἄμεση ἐξαγορὰ τοῦ γιοῦ του. 

-  Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Καὶ τί μπορεῖ νὰ δώσει ἕνας σκλάβος γιὰ ἄλλο σκλάβο; μὲ ὑπεροψία καὶ σαρκασμὸ μίλησε ὁ τύραννος. 

-  Δὲν εἶμαι καθόλου σκλάβος σου! ἀποκρίθηκε θαρρετὰ ὁ πατέρας. Καὶ δὲν ἔχεις καμμιὰ ἐξουσία πάνω μου. Μόνος μου θέλησα νὰ ἀναλάβω τὸ ἔργο ποὺ κάνω ἐδῶ. 

Πέταξε ἀμέσως τὸ ψεύτικο γενάκι, τὴν περούκα, τὸ μουστάκι. Τράβηξε ἀπὸ τὴν τσέπη του τὴ μυστικὴ ταυτότητα τοῦ προέδρου τῶν «International Airways - E. B.» καὶ τὴν κόλλησε στὸ πρόσωπο τοῦ ἀλαζόνα. 

Ὁ δικτατορίσκος ἔμεινε ἄναυδος. Ἀναγνώρισε τὸν παγκόσμια γνωστὸ καὶ πανίσχυρο μεγιστάνα-ἰδιοκτήτη τῶν «Διεθνῶν Ἀερογραμμῶν - Ε. Β.». Γνώριζε καλὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κατάστικτος ἀπ’ τὶς πληγὲς φάνταζε ἐκεῖ μπροστά του μικρὸς καὶ ἀδύναμος. Δὲν διέθετε τὸ σθένος νὰ τὸν ἀντιπαλαίψει. Ἔνιωσε ξαφνικὰ ἐντελῶς ἐξουθενωμένος καὶ ἀσήμαντος. 

Ὁ πατέρας ὑπέγραψε ἀμέσως τὸ τσὲκ μὲ τὸ ποσὸ τῆς ἐξαγορᾶς. Πῆρε στὰ χέρια του τὸ συμβόλαιο τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τὸ ἔσκισε. Ὁ γιός του ἦταν ἐλεύθερος! 

Τὸν ἔφεραν μπροστά του. Μετὰ βίας στεκόταν στὰ πόδια του. Ὁ πατέρας τὸν ἀγκάλιασε τρυφερά. Ὅταν κατάπληκτος ἐκεῖνος τὸν ἀναγνώρισε καὶ κατάλαβε τί συμβαίνει, 

-  Πατέρα, ἐσύ; ψέλλισε μονάχα ἀδύναμα καὶ σωριάστηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ χῶμα. 

Ὁ πατέρας τὸν σήκωσε μὲ προσοχὴ στοὺς αἱμόφυρτους ὤμους του καὶ προχώρησε πρὸς τὴν ἔξοδο τῆς σπηλιᾶς. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς ἄρχισε. 

Μὲ ὑπεράνθρωπη προσπάθεια καὶ ἀπερίγραπτο κόπο ἀνέβασε σιγὰ-σιγὰ τὸ μισοπεθαμένο παιδί του μέσα ἀπ’ τὸ δυσανάβατο μονοπάτι τοῦ φοβεροῦ γκρεμοῦ. Τὸν ἔφερε ὣς ἐκεῖ ποὺ τὸν περίμενε ὁ ἄνθρωπός του μὲ τὰ ἄλογα. Τὸν φόρτωσαν προσεκτικὰ στὴ σέλλα καὶ διασχίζοντας ξανὰ τὴν ἀφιλόξενη ἐρημιὰ τὸν ἔφεραν στὴν κοντινότερη κατοικημένη περιοχή. 

Ἕνα πρόχειρο μικρὸ θεραπευτήριο ἦταν κιόλας στημένο. Ὁ γιός του θὰ ἔμενε ἐκεῖ μέχρι νὰ ἀναρρώσει ἐντελῶς. 

-  Παιδί μου, εἶπε ὁ πατέρας του πρὶν φύγει. Ἡ δική μου ἀποστολὴ τελείωσε. Ὅ,τι ἦταν νὰ γίνει ἀπὸ μένα, ἔγινε. Σοῦ ξανάδωσα τὴ ζωή, τὴν ἐλευθερία σου. Τὰ πάντα τώρα ἐξαρτῶνται ἀπὸ σένα. Ὅλοι μας σὲ περιμένουμε μὲ λαχτάρα. Τὸ σπίτι μας εἶναι καὶ δικό σου σπίτι. Ἡ πόρτα μας θά ’ναι πάντα ἀνοιχτή. Σοῦ ἐξασφάλισα κάθε δυνατότητα γιὰ νὰ μπορεῖς, ἂν τὸ θελήσεις, νὰ ἐπιστρέψεις. Σοῦ ἐμπιστεύομαι τὸ σῆμα αὐτὸ μὲ τὴ σφραγίδα μου. Θὰ σοῦ ἐξασφαλίσει τὰ πάντα στὸ ταξίδι σου. Ἂν πάλι δὲν θέλεις, κανένας δὲν θὰ σὲ ἀναγκάσει γιὰ τίποτε. Ἡ ἀπόφαση εἶναι στὸ δικό σου χέρι καὶ μόνο. 

Τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε τρυφερὰ κι ἔφυγε. 

Οἱ μέρες πέρασαν καὶ ὅταν ὁ γιὸς αἰσθάνθηκε πὼς βρῆκε πιὰ τὸν ἑαυτό του, εἶπε: 

-  Ὁ πατέρας μου ἔκαμε καὶ ἔπαθε τόσα γιὰ μένα. Πλήρωσε ἀκόμα καὶ μὲ τὸ αἷμα του. Δὲν μπορῶ νὰ μείνω ἀναίσθητος στὴν τόση ἀγάπη. Θὰ γυρίσω στὸν πατέρα μου καὶ δὲν μὲ νοιάζει πιά, ἂν θά ’μαι ἀκόμα κι ὁ τελευταῖος μέσα στὸ σπίτι μας. 

Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς, χάρη στὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, ἦταν παντοῦ ἀνοιχτός. 

Ἡ νύχτα σκέπαζε ἀκόμα τοὺς λόφους, ὅταν ἔφτασε στὸ πατρικό του. Ἤξεραν γιὰ τὴν ὥρα τοῦ ἐρχομοῦ του, καθὼς ἔστειλε τὸ τελευταῖο του μήνυμα πρὶν πάρει τὴν τελική του πτήση. Ὅμως τὸ σπίτι ὑψωνόταν μπροστά του σιωπηλό, ὁλοσκότεινο. Πουθενὰ φῶς, καμμιὰ ἔνδειξη ἀνθρώπινης παρουσίας, κανένα σημάδι πὼς τὸν περίμεναν. 

Κατέβασε τὸν μικρὸ ταξιδιωτικὸ σάκκο ἀπ’ τὸν ὦμο του καὶ τὸν ἀκούμπησε στὸ πεζούλι. Τὸ σκοτεινὸ περίγραμμα τοῦ μεγάλου σπιτιοῦ διαγραφόταν καθαρὰ στὸν ἀνέφελο οὐρανό, ὅπου τρεμόπαιζαν μὲ τὸ λαμπύρισμά τους ἀπειράριθμα τ’ ἄστρα. 

Χτύπησε ἐπανειλημμένα τὸ κουδούνι. Τίποτε. Κίνηση καμμιά. 

Ἔριξε μὲ ἀμηχανία τὸ βλέμμα γύρω του. Ἡ ἀμφιβολία τρεμούλιασε φευγαλέα τὰ φυλλοκάρδια του. Μήπως δὲν ἤθελαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν ἐρχομό του; Μὰ ἀπόδιωξε μὲ ἀποστροφὴ τὴ σκέψη αὐτή. Ὅμως, γιατί δὲν τὸν περίμενε κανείς; 

Ἔφερε ἕνα γύρο τὴ μάντρα μὲ τὶς κλειστὲς αὐλόπορτες. Ἂν καὶ νύχτα, γνώριζε καλὰ τὰ μέρη. Ἐδῶ μεγάλωσε, ἤξερε τὴν κάθε γωνιά. Μποροῦσε νὰ πάει ὁπουδήποτε μὲ τὰ μάτια κλειστά. Ὁ ἐλαφρὸς ἄνεμος σάλευε τὰ δέντρα τοῦ κήπου. Ἔνιωσε τὴ νυχτερινὴ ψύχρα καὶ κουμπώθηκε. Κάθισε λίγο παράμερα συλλογισμένος. 

Μὰ πρὶν ἀκόμα προλάβει γιὰ τὰ καλὰ νὰ τὸν τυλίξει ἡ ἀνησυχία, κουβέντες, θόρυβοι καὶ φῶτα ἀπ’ τὴ μεριὰ τοῦ δρόμου τράβηξαν τὴν προσοχή του. Μιὰ μεγάλη παρέα ἐρχόταν ἀπ’ ἔξω καὶ κατευθυνόταν μὲ ἔκδηλη τὴν εὐθυμία πρὸς τὸ σπίτι. Δὲν ἄργησε οὔτε στιγμὴ νὰ τοὺς ἀναγνωρίσει. Οἱ δικοί του ἦταν. Μεμιᾶς ἀδέλφια, γονεῖς, ἡ οἰκογένεια ὁλόκληρη, βρέθηκαν γύρω του. 

Ἡ μητέρα του τὸν ἕσφιξε πρώτη στὴν ἀγκαλιά της πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐτυχία. Ἔπεσαν ὅλοι πάνω του ὁρμητικὰ μὲ τὴ χαρὰ νὰ λάμπει στὰ πρόσωπά τους. Τὸν ἀγκάλιαζαν, τὸν φιλοῦσαν. Τὸ σπίτι φωτίστηκε στὸ λεπτό, ἔλαμψε ὁλόκληρο. Χύθηκαν ὅλοι γεμάτοι ἐνθουσιασμὸ νὰ ἑτοιμάσουν μεγάλη γιορτή, νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Τὸ μεγάλο τραπέζι στρώθηκε σιγὰ-σιγά, γιὰ νὰ πανηγυρίσουν τὸ μεγάλο γεγονός. 

Χιλιάδες μνῆμες τὸν πλημμύριζαν καθὼς ἀντίκρυζε τὴν κάθε ἀγαπημένη του γωνιά. Μεταξὺ ὀνείρου καὶ πραγματικότητας θυμήθηκε κάποτε νὰ ρωτήσει: 

-  Μὰ ποῦ εἴχατε πάει; Δὲν πήρατε τὸ μήνυμά μου; 

-  Βεβαίως καὶ τὸ πήραμε! Μὰ ξεχνᾶς τί εἶναι σήμερα, γιέ μου; εἶπε ἡ μητέρα του ἀγκαλιάζοντάς τον τρυφερὰ μὲ τὸ βλέμμα της. 

-  Ὤ, μὰ ναί, Χριστούγεννα! ἀναφώνησε σὰ νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ λήθαργο. Ὦ Θεέ μου, τὰ ξέχασα ὅλα! 

-  Ναί, γλυκέ μου! συνέχισε ἡ μητέρα του. Καὶ κάναμε ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκαμες κι ἐσύ. 

Τὴν κοίταξε ἀπορημένος. 

-  Ἔ, νά! στὴ Λειτουργία πήγαμε. 

-  Μὰ τί σχέση μπορεῖ νά ’χει ἡ Λειτουργία μὲ τὸν δικό μου γυρισμό; Καὶ ἦταν πιὸ σημαντικὸ αὐτό, τὴ στιγμὴ ποὺ ξέρατε ὅτι ἐρχόμουν; 

-  Ἀπόλυτα σημαντικό, παιδί μου! πῆρε τὸν λόγο ὁ πατέρας. Καὶ τόσο ἁπλό, ἂν τὸ σκεφθεῖς. Σήμερα εἶσαι συνδαιτυμόνας στὸ τραπέζι μας, ἐπειδὴ σκέφτηκες στὰ σοβαρὰ τὴν πρόσκλησή μας καὶ θέλησες νὰ ’ρθεῖς ξανὰ κοντά μας. Ἀλλιῶς, ἂν ἤσουν μακριά, δὲ θά ’τρωγες, δὲ θά ’πινες, δὲ θὰ χαιρόσουνα μαζί μας. Τί θά ’νιωθες ἀπὸ τὴ θάλασσα ἀγάπης ποὺ σὲ κυκλώνει σήμερα; Θὰ ἤσουν ἔξω ἀπ’ τὴ γιορτή μας. Μόνος, κατάμονος στῆς ἀνθρώπινης ἐρημιᾶς τὴν παγωνιά. 

-  Δὲν θά ’θελα ποτὲ νὰ ξαναζήσω κάτι τέτοιο! 

-  Ἂς πᾶμε τώρα καὶ στὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει καὶ ἐδῶ μιὰ παρόμοια ἀνοιχτὴ πρόσκληση γιὰ ὅλους μας. Μᾶς ἀναζητεῖ κι αὐτὸς ὅπου κι ἂν πέσουμε, ἀκόμα καὶ στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, στὰ ὑποχθόνια. Μᾶς σηκώνει στοὺς ὤμους του, μᾶς ξαναφέρνει στὴ ζωή. Μᾶς προσκαλεῖ ξανὰ στὸ σπίτι, στὸ τραπέζι του. Μᾶς κάνει τὴν τιμὴ νὰ γίνουμε συνδαιτυμόνες του. «Ἐλᾶτε», μᾶς λέει. «Ὅλα τὰ ἔχω ἕτοιμα. Ἔσφαξα τὰ “σιτιστά” μου, τὰ πιὸ καλοθρεμμένα μου μοσχάρια καὶ σᾶς περιμένω. Ὅλους μαζὶ γιὰ νὰ γιορτάσουμε». Στὴ Λειτουργία πήγαμε λοιπόν, γιατὶ εἴμαστε καλεσμένοι τοῦ Θεοῦ. Νὰ φᾶμε στὸ τραπέζι του γιὰ νὰ ζήσουμε. Πῶς θὰ γευτοῦμε ὅμως τὸ θεϊκὸ αὐτὸ μενού, ἂν δὲ θελήσουμε νὰ πᾶμε ὣς ἐκεῖ; Θὰ φᾶνε μόνο καὶ θὰ γιορτάσουν ὅσοι παρακαθίσουν, καὶ μάλιστα ἀδελφωμένοι, στὸ τραπέζι του. 

-  Ὅμως γιατί νὰ μὴν ἐπιδιώξω κάτι δικό μου, ἀτομικό, μὲ τὸν Θεό; Μιὰ σχέση ὅπως ἐγὼ τὴ νιώθω καὶ ὅπως ἐγὼ τὴν ἐννοῶ; 

-  Μὰ ὁ Θεὸς ἔχει πολλοὺς στὴν οἰκογένειά του, εἶναι πατέρας, μᾶς θέλει ὅλους γύρω του. Μόνος ἐσὺ γιατί, καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους; Ἀρκεῖ, θαρρεῖς, αὐτό; Ἂν εἶσαι χωρισμένος ἀπ’ τοὺς ἄλλους, δὲν θά ΄σαι οὔτε καὶ μὲ τὸν Θεὸ ποτέ. Ἀπὸ τὴ μόνωση αὐτὴ πασχίζει νὰ μᾶς βγάλει ὁ Θεός. Καὶ τὸν Θεὸ δὲν θὰ τὸν βροῦμε λέγοντας κουβέντες μόνο εὔκολες γι’ αὐτόν, ποὺ δὲν κοστίζουν τίποτε, ἀλλὰ μονάχα ἂν ζητήσουμε εἰλικρινὰ νὰ γίνουμε ὁμοτράπεζοι, συνδαιτυμόνες του, παρόντες ὅλοι ἑνωμένοι ἐκεῖ ποὺ μᾶς καλεῖ, στὸ θεϊκὸ τραπέζι του. Αὐτὰ τὰ δυὸ διαφέρουν μεταξύ τους ὅσο ἡ μέρα ἀπὸ τὴ νύχτα. Τί νὰ τὰ κάνει ὁ πεινασμένος τὰ λόγια καὶ τὶς θεωρίες, ἂν δὲν εἶναι προσωπικὰ παρὼν ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ καὶ τὸ νερό; Δὲν ὑπάρχει ὑποκατάστατο γι’ αὐτό. Θὰ ζήσουμε μονάχα, ἂν τρῶμε καὶ πίνουμε ἀπ’ τὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ. Ἔξω ἀπ’ αὐτὸ λιμοκτονοῦμε. Πεθαίνουμε. Ζήτημα ζωῆς ἢ θανάτου δηλαδή. Ἁπλό, μὰ τόσο σημαντικό! 

-  Καὶ ποιὸ εἴπαμε πὼς εἶναι τὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ; 

-  Γιὰ ὅσο ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ, εἶναι ὁ Δεῖπνος του ὁ Μυστικός, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του, ἡ Λειτουργία του. Αὐτὴ ποὺ φέρνει ἐδῶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας προκαταβολικὰ τὴ μέλλουσα ζωὴ τῆς Βασιλείας του. Ἐκεῖ μονάχα ὑπάρχει ἡ ἀθάνατη τροφή, «βρῶσις καὶ πόσις ἀληθῶς». Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἐκεῖ, μὲ ὅλους τοὺς οἰκείους του, πηγαίνουμε κι ἐμεῖς, στὴ Λειτουργία, στὸ τραπέζι του, νὰ φᾶμε γιὰ νὰ ζήσουμε. Ὅπως κι ἐσὺ ἦρθες σὲ μᾶς, γιὰ νά ’σαι στὸ τραπέζι μας καὶ στὴ χαρά μας σήμερα, νὰ ζήσεις, ἀντὶ ν’ ἀργοπεθαίνεις στὴ θανατερή σου μοναξιά. 

-  Δὲν τό ’χα σκεφθεῖ ποτὲ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ψιθύρισε συλλογισμένος ὁ γιός. 

-  Μακάρι, ὅπως σήμερα ἐδῶ, ἔτσι παντοτινὰ νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε καὶ στὴν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! φώναξε κάποιος ἀπ’ τὴν παρέα τῶν συνδαιτυμόνων. 

-  Ἀμήν! ἀπάντησαν μὲ μιὰ φωνὴ ὑψώνοντας γεμάτα τὰ ποτήρια ὅλοι τους. 

…Καὶ τότε φωτεινὴ τρεμόπαιξε στὰ μάτια τους μιὰ ἀχτίνα μυστικὴ καὶ ἀντιφέγγισε στὰ πρόσωπά τους, …σὰ νὰ ξεγλίστρησε ἀπ’ τὸ θεϊκὸ καὶ πανευφρόσυνο τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, …λὲς κι εἶχαν γίνει ἀπὸ τώρα κιόλας θεῖοι συνδαιτυμόνες… στὸν Παράδεισο. 

Κι ὅλα γύρω τους… σὰ νὰ βουτήχτηκαν σὲ ἀλλόκοσμη, …ἀνεξήγητη ὀμορφιά… 

Χριστούγεννα 2010 








Διαδίδω τὴν «Ἀντιύλη» 

Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails


Δεν υπάρχουν σχόλια: