Του Μητροπ. Διοκλείας Κάλλιστου Ware*
Αν ήμουν γιατρός
και ζητούσαν τη συμβουλή μου,
θα έπρεπε να απαντήσω:
Δημιουργήστε σιωπή!
και ζητούσαν τη συμβουλή μου,
θα έπρεπε να απαντήσω:
Δημιουργήστε σιωπή!
Soren Kirkegaard
Πολλοί από σας θα έχετε διαβάσει το αξιόλογο μυθιστόρημα Silence του Γιαπωνέζου συγγραφέα Shusaku Endo, στο οποίο μιλά για τη σιωπή του Θεού· αναμφίβολα δε, θα γνωρίζετε και το έργο του Joseph Pieper The Silence of St Thomas. Αναρωτιέμαι συχνά γιατί κανείς δεν έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Η σιωπή της Μαρίας. Πρόσφατα, με μεγάλη χαρά, έμαθα ότι υπάρχει όντως ένα τέτοιο βιβλίο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο·[1] επειδή όμως είναι γραμμένο στα Ισπανικά και δεν έχει μεταφραστεί, δεν το έχω ακόμη διαβάσει. Η σιωπή της Μαρίας είναι ασφαλώς ένα θέμα που αξίζει να διερευνηθεί. Διότι η σιωπή δεν είναι απλώς μια άρνηση, μια απουσία ήχου, μια παύση του λόγου. Η σιωπή είναι γόνιμη και δημιουργική, μια απ’ τις βαθύτερες πηγές του είναι μας, πρωταρχική, αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί ή να αντικατασταθεί από οτιδήποτε άλλο. είπαν ότι «η σιωπή είναι θεμελιώδες δομικό υλικό του ανθρώπου»[2] χωρίς τη διάσταση της σιωπής, δεν είμαστε γνήσια ανθρώπινοι. Η ευλογημένη Θεοτόκος λοιπόν, ως αρχέτυπο και πρότυπο ανθρώπου -μετά βεβαίως από τον Χριστό, τον Υιό της, το κάτοπτρο εντός του οποίου βλέπουμε να ανακλάται το δικό μας αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο- πρέπει ασφαλώς να αποτελεί παράδειγμα αυτής της ουσιαστικής ανθρώπινης ιδιότητας της σιωπής.
Υπάρχει, πιστεύω, μια ημέρα στο Εκκλησιαστικό έτος, που μπορεί να θεωρηθεί ως εορτή της σιωπής της Μαρίας: Τα Εισόδια της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου. Είναι αλήθεια ότι η Ανατολική Ορθοδοξία την έχει εντάξει στις δώδεκα μεγάλες εορτές του Βυζαντινού λειτουργικού έτους, στην πραγματικότητα όμως είναι λίγο παραμελημένη, δεν έχει την ίδια προβολή με τον Ευαγγελισμό, στις 25 Μαρτίου, ή με την Κοίμηση, στις 15 Αυγούστου, ή ακόμα και με το Γενέσιον της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου. Για δε το Λατινικό τυπικό, ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια δευτερεύουσα εορτή.
Πρωτο-εμφανίζεται στην Ανατολή, και παρ’ ότι οι απαρχές της είναι άγνωστες, αναμφίβολα πρόκειται για μια αρχαία εορτή. Φαίνεται ότι συνδέεται ειδικώς με τη βασιλική της Αγίας Μαρίας της Νέας, στην Ιερουσαλήμ, η οποία καθαγιάστηκε στις 21 Νοεμβρίου του 543 και δεν αποκλείεται να άρχισε ως επέτειος των εγκαινίων του συγκεκριμένου ναού. Κατά το δεύτερο ήμισυ του εβδόμου αιώνα έφθασε να εορτάζεται σε όλη την Ιερουσαλήμ γενικά και μέχρι τις αρχές του ογδόου αιώνα είχε καθιερωθεί και στην Κωνσταντινούπολη.[3] Στη Δύση εμφανίζεται πολύ αργότερα, ίσως προς τα τέλη του δεκάτου τετάρτου αιώνα. Ένα Γάλλος ευγενής, εξοικειωμένος με τις ελληνικές λατρευτικές συνήθειες, ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ, ενόσω ήταν αντιπρόσωπος του βασιλέα της Κύπρου στην Παπική Αυλή, έπεισε τον Πάπα Γρηγόριο τον Έκτο να εισαγάγει τη γιορτή στους εορτασμούς της Αβινιόν, όπως και έγινε για πρώτη φορά στις 21 Νοεμβρίου του 1372. Παρ’ ότι στο Λατινικό Τυπικό παρέμεινε δευτερεύουσας σημασίας, κάποιοι κύκλοι την τιμούσαν ιδιαιτέρως: στην Εταιρεία του Αγίου Σουλπικίου, για παράδειγμα, είναι έθιμο να ανανεώνουν τις μοναχικές τους υποσχέσεις στις 21 Νοεμβρίου, ενώ το Τάγμα της Μαρίας της Κυρίας Ημών, που ιδρύθηκε στο Μπορντώ από τον άγιο Ιωάννη του Εστονάκ, το 1607, κάνει παρέλαση στους κήπους του σχολείου, κατά την ημέρα αυτή, η οποία τελειώνει με μια ειδική τελετή αφιέρωσης των κοριτσιών στην Παναγία. Είναι κάπως παράξενο, αλλά στην Πρωσσία του δεκάτου ενάτου αιώνα η εορτή αποτελούσε δημόσια αργία.[4]
Για τον σημερινό πιστό, είτε στην Ανατολή είτε στη Δύση, η εορτή των Εισοδίων έχει το μειονέκτημα ότι δεν θεμελιώνεται πουθενά στη Γραφή, καθώς οι πληροφορίες αντλούνται αποκλειστικά από μια απόκρυφη πηγή, το Πρωτευαγγέλιο του αγίου Ιακώβου.[5] Το ελληνικό αυτό έργο, το οποίο χρονολογείται από τα μέσα του δευτέρου αιώνα -ήταν πιθανόν γνωστό στον Ιουστίνο τον Μάρτυρα και στον Κλήμεντα Αλεξανδρείας, και ασφαλώς στον Ωριγένη- διαμόρφωσε τόσο την τιμή που αποδίδεται στη Θεοτόκο όσο και τη λειτουργική πρακτική. Το Πρωτευαγγέλιο, το οποίο αποτελεί τη βάση και των λειτουργικών κειμένων που χρησιμοποιεί το βυζαντινό τυπικό της 8ης Σεπτεμβρίου, αρχίζει με την περιγραφή της θλίψης του ηλικιωμένου ζεύγους Ιωακείμ και Άννας, οι οποίοι με απογοήτευση έβλεπαν ότι δεν θα αποκτήσουν παιδί. Στην προσευχή της, η Άννα υποσχέθηκε στον Θεό ότι, αν της χάριζε ένα παιδί, είτε αγόρι είτε κορίτσι, εκείνη θα το αφιέρωνε στον Κύριο. Προς μεγάλη της χαρά, πολύ σύντομα συνέλαβε και κυοφόρησε την Μαρία. Όταν το παιδί έφθασε στην ηλικία των τριών ετών, η Άννα αισθάνθηκε ότι είχε έρθει η στιγμή να εκπληρώσει την υπόσχεσή της· αποφάσισαν λοιπόν να οδηγήσουν την Μαρία στον Ναό, για να κατοικεί εκεί. Ο Ιωακείμ όμως δεν ήθελε το παιδί του να χωριστεί από τους γονείς του σε ατμόσφαιρα λύπης, γι’ αυτό και συγκέντρωσε τα νεαρά κορίτσια της γειτονιάς και τους ζήτησε να τη συνοδέψουν κρατώντας αναμμένες λαμπάδες. Το σχέδιο πέτυχε. Το κοριτσάκι, συνεπαρμένο από τις λαμπάδες, ακολούθησε χαρούμενο τα άλλα παιδιά στον Ναό, χωρίς ούτε στιγμή να κοιτάξει πίσω τους γονείς της ή να κλάψει, καθώς προχωρούσε στην καινούρια της κατοικία. Ο αρχιερέας Ζαχαρίας την υποδέχτηκε κατά την είσοδό της στο ιερό, βάζοντάς την να καθίσει στο «τρίτο σκαλοπάτι του βωμού». Έμενε μέρα και νύχτα στα Άγια των Αγίων, τρεφόταν θαυματουργικά από το χέρι αγγέλου. Όταν έφθασε στην ηλικία των δώδεκα ετών, οι ιερείς θεώρησαν ότι δεν ήταν πλέον πρέπον να παραμένει στον ιερό χώρο κι έτσι ο Ζαχαρίας την αρραβώνιασε με τον Ιωσήφ. Τι μας χρειάζεται αυτή η ιστορία; Μπορεί όντως να έχει μια ιστορική βάση. Η Ελισάβετ, η σύζυγος του Ζαχαρία, ήταν συγγενής της Μαρίας· έτσι, ο Εβραίος ιερέας -παρεμπιπτόντως στη διήγηση του ευαγγελιστή Λουκά πουθενά δεν αναφέρεται ως αρχιερέας- μπορεί όντως να έπαιξε κάποιο ρόλο στην ανατροφή της κατά τα πρώτα χρόνια. Ομολογουμένως, όλα αυτά είναι απλώς εικασίες. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχει ασφαλώς κάποια ιστορική βάση για το ότι η Μαρία έζησε επί εννέα χρόνια στα Άγια των Αγίων. Πράγματι, ο μη ιστορικός χαρακτήρας της διήγησης έχει από παλιά αναγνωριστεί, γι’ αυτό ο Πάπας Πίος V (1566-72) αφαίρεσε την εορτή από το ρωμαιοκαθολικό εορτολόγιο, παρ’ ότι ο Πάπας Σίξτος V την ενέταξε και πάλι το 1585. Αλλά και ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες για την ιστορικότητα του Πρωτευαγγελίου, παρά τις έντονες αντιδράσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Πράγματι, ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1356/60) αφορίστηκε, επειδή υποστήριξε ότι η Παρθένος δεν ήταν δυνατόν να έχει εισέλθει στα Άγια των Αγίων.[6]
Ωστόσο (κι εδώ είναι το λεπτό σημείο), η κυριολεξία και η ιστορικότητα δεν είναι η μόνη μορφή της αληθείας. Δεν μπορεί άραγε να υπάρχει κρυμμένο στην ιστορία της παιδικής ηλικίας της Μαρίας στον ναό ένα άλλο επίπεδο αληθείας, συμβολικό μεν, αλλά όχι λιγότερο πραγματικό; Για την πιθανότητα να πάρουμε μια απάντηση είναι φυσικό να κοιτάξουμε πρώτα την υμνογραφία της εορτής στα Βυζαντινά λειτουργικά βιβλία.[7] Η πίστη μας εκφράζεται στην προσευχή μας. Ο Χριστιανισμός είναι λατρευτική θρησκεία. Η λατρεία προηγείται, τα δόγματα και η Κανονική Τάξη ακολουθούν. Πώς λοιπόν αντιλαμβάνονται τα λειτουργικά κείμενα την είσοδο της Μητέρας του Θεού στον Ναό; Ας μην περιμένουμε να βρούμε μια απλή απάντηση, δεδομένου ότι η βυζαντινή λατρεία έχει σύνθετες επιστρώσεις νοημάτων. Τουλάχιστον πέντε θέματα επανέρχονται συνεχώς στην Ακολουθία της εορτής:
1) Πρωτίστως και καταφανώς, Η Μαρία θεωρείται η ίδια ως ο αληθινός ναός. Το όντως θυσιαστήριο δεν είναι το κτίσμα από πέτρα και ξύλο, αλλά ο «ζωντανός ναός», δηλαδή το πρόσωπο της Αγίας Παρθένου. Το κοντάκιον Την ονομάζει «καθαρώτατον ναὸν τοῦ Σωτῆρος», ενώ στους ύμνους περιγράφεται ως «κιβωτός», «ἁγία τῶν ἁγίων», «κατοικητήριον τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ» και «φωταυγὲς ἐνδιαίτημα» και «θεοχώρητος ναός».[8] Το κατοικητήριο του Σαρκωθέντος Θεού δεν είναι ένας χειροποίητος ναός, αλλά ο βωμός του σώματος και της ψυχής της Μαρίας.
2) Αναπτύσσοντας με διαφορετικό τρόπο το θέμα του ναού, η υμνογραφία μιλά για την Παρθένο, ως θυσιαστική προσφορά αφιερωμένη στον Θεό: είναι «τὸ καθαρώτατον ἁγίασμα», «ἡ τριετίζουσα δάμαλις».[9] Παρομοιάζεται επίσης με «χρυσοῦν θυμιατήριον»,[10] «ἱερὸν ἀνάθημα καὶ εὐῶδες θυμίαμα»[11]: «Ἐν τῷ Ναῷ τῷ νομικῷ Κυρίῳ γὰρ σήμερον προσφέρεται, εἰς ὀσμὴν εὐωδίας τὼν δικαίων καὶ καρπὸς πνευματικός».[12]
3) Τόσο σε αυτή, όσο και σε τόσο πολλές άλλες εορτές, τα λειτουργικά κείμενα ερευνούν τον συμβολισμό του φωτός. Η Μητέρα του Θεού συγκρίνεται με λύχνο που καίει εντός του Ναού: «Φῶς σε τὸ τριλαμπὲς (της Θεότητος) ἀνάψαν, Θεοτόκε, ἐν τῷ Ναῷ τῆς δόξης…».[13]«Μαρία, ἡ φωτοφόρος θεία λαμπάς» και «Σὲ οἱ Προφῆται προεκήρυξαν λυχνίαν…».[14] Ονομάζεται «λυχνία πολύφωτος», πολύ συχνά δε παρομοιάζεται με τα λυχνάρια και τις αναμένες λαμπάδες που κρατούσαν τα νεαρά κορίτσια της πομπής: «Αἱ νεάνιδες χαίρουσαι καὶ λαμπάδας κατέχουσαι, τῆς λαμπάδος σήμερον προπορεύονται τῆς νοητῆς καὶ εἰσάγουσιν Αὐτὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων…».[15] «Τῷ θείῳ δὲ Ναῷ, ὡς θεῖος ὄντως ναός, ἐκ βρέφους καθαρῶς, μετὰ λαμπάδων φαιδρῶν ἀποδοθείσα, ὤφθης δοχεῖον τοῦ ἀπροσίτου καὶ θείου φωτός».[16]
4) Πολύ εκτενέστερα παρουσιάζεται στα λειτουργικά κείμενα το θέμα του προορισμού και της προετοιμασίας. Η μοναδική κλήση της Μαρίας, όπως τονίζεται, δεν αρχίζει μόνο κατά τον Ευαγγελισμό, αλλά είναι η «πρὸ τῶν αἰώνων προορισθεῖσα Μητέρα» και «προορισθεῖσα Παντάνασσα». Το δοξαστικό του εσπερινού μάς προσκαλεί να υμνήσουμε την «προεκλεχθεῖσαν ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν εἰς κατοικητήριον τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ». Έχει προορισθεί και επιλεγεί από τον Θεό, πριν ακόμη από την δημιουργία του κόσμου, όλη δε η Παλαιά Διαθήκη Αυτήν υποδεικνύει. Την αλήθεια αυτή υπογραμμίζουν και τα λειτουργικά κείμενα της 8ης Σεπτεμβρίου, της εορτής δηλαδή της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Προ-επιλεγμένη λοιπόν κατ’ αυτό τον τρόπο από την αιωνιότητα, υπήρξε το ειδικό αντικείμενο της θείας προνοίας από τη στιγμή που εισήλθε στον κόσμο. Από την πρώιμη παιδική της ηλικία, ο Θεός την προετοίμασε για το προορισμένο γι’ Αυτήν έργο· ο εγκλεισμός της στον Ναό υπήρξε μέρος αυτής της προετοιμασίας. Όπως της λέει, σε ένα από τα Απόστιχα του Εσπερινού, η μητέρα Της η Άννα, «Εἴσελθε εἰς τὰ ἄδυτα, καὶ γνῶθι μυστήρια, καὶ ἑτοιμάζου γενέσθαι τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον, τερπνὸν καὶ ὡραῖον…».
5) Την όλη υμνογραφία της ημέρας διαποτίζει και διανθίζει μια πανταχού παρούσα αίσθηση χαράς και εορτασμού. Για την Ορθοδοξία, η Μητέρα του Θεού είναι κατ’ εξοχήν ένα σημείο και μια έκφραση χαράς. Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ψάλλουμε «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», ενώ στον Ακάθιστο Ύμνο «Χαῖρε πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη», στην δε εικονογραφία προσδιορίζεται με τίτλους όπως «Τῶν Θλιβομένων ἡ Χαρά», «Ἡ Πάντων Χαρά» ή η «Ἀπροσδόκητος Χαρά». Η ίδια αίσθηση της χαράς της Μαρίας διαπνέει και ολόκληρη την εορτή της 21ης Νοεμβρίου. Τα κείμενα της ημέρας επανειλημμένως αναφέρονται στη χαρά του Ιωακείμ και της Άννας, στη χαρά του Ζαχαρία, στη χαρά των νεανίδων της εόρτιας πομπής… Χαίρουν και τα Άγια των Αγίων: «Τὰ τῶν Ἁγίων Ἅγια ἀγάλλονται», κυρίως όμως χαίρει η ίδια η Παρθένος. Εδώ η υμνογραφία δανείζεται τα ωραία λόγια του Πρωτευαγγελίου: «Ο ιερεύς την υποδέχτηκε και την ασπάστηκε και την ευλόγησε… Και ο Κύριος την χαρίτωσε και εκείνη έκανε κινήσεις με τα πόδια της σαν να χόρευε».[17] Η Μαρία, λένε οι ύμνοι της εορτής, «Χαίρει εισερχομένη ἐν τῷ Ναῷ», «Καὶ σώματι καὶ πνεύματι ἔχαιρε», «περιχορεύουσα εἰς θεῖα σκηνώματα».[18] Και τη χαρά που γεύεται την μοιράζεται μ’ εμάς: Αυτή είναι «ἡ πάντων χαρά» και «χαρᾶς τοῦ κόσμου ἡ πρόξενος». Καθώς δε εισέρχεται, «Ἀγγέλων τὰ τάγματα καὶ τῶν βροτῶν ἡ πληθύς» βοούν και λέγουν: «ἐν τῷ Ναῷ εἰσάγεται ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύτρωσις».[19]
Αυτό που σε κάθε περίπτωση τα λειτουργικά κείμενα δεν αναφέρουν σαφώς είναι η σιωπή της Μητέρας του Θεού. Η σιωπή όμως αυτή αποτελεί τον πυρήνα της μεγαλύτερης ενδεχομένως ομιλίας που έχει συντεθεί για την εορτή των Εισοδίων, αυτής του Γρηγορίου Παλαμά Εις την προς τα Άγια των Αγίων Είσοδον της Υπερευλογημένης Θεοτόκου.[20] Κατά τον βιογράφο του Παλαμά, τον Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, η ομιλία αυτή ανήκει στα πρώτα έργα του αγίου, συνετέθη δε περί το έτος 1334, όταν διέτριβε στο Άγιο Όρος, πολύ πριν εμπλακεί στην αντιγνωμία με τον Βαρλαάμ από την Καλαβρία σχετικά με το θείο φως του Θαβώρ και τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Ο Κόκκινος προσθέτει ότι ο Παλαμάς παρακινήθηκε να γράψει την ομιλία, επειδή κάποιοι, που δεν τους κατονομάζει, «με απερισκεψία και αμαθή γλώσσα τόλμησαν να προσβάλουν τοιαύτα μυστήρια»,[21] υπονοών πιθανόν τον σκεπτικιστή Γρηγορά.[22] Στην πραγματικότητα όμως, ο Παλαμάς στην ομιλία του, δεν κάνει καμιά προσπάθεια να αποδείξει την ιστορικότητα των γεγονότων που τιμούμε στις 21 Νοεμβρίου. Αντιθέτως θεωρεί την Είσοδο της Μαρίας στον Ναό ως συμβολισμό της μυστικής αναβάσεως της ψυχής προς τον Θεό, ερμηνεύοντας την ιστορία περίπου όπως ερμηνεύει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την άνοδο στο Σινά στο έργο του Η ζωή του Μωυσή. Φαίνεται ότι πρόκειται για μια πρωτότυπη ιδέα του ιδίου του Παλαμά, καθώς, παρ’ ότι ερεύνησα, δεν έχω βρει παρόμοια θεώρηση σε προηγούμενες σχετικές με την εορτή ομιλίες.[23]
Προηγουμένως, αναφερθήκαμε στα χρόνια που η Μαρία πέρασε στον Ναό ως χρόνο προπαρασκευής, κατά τον οποίο ετοιμάστηκε για το μελλοντικό Της έργο ως Θεοτόκου. Αλλά, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε, ποια συγκεκριμένη μορφή πήρε αυτή η προετοιμασία; Προετοιμάσθηκε, απαντά ο Παλαμάς, αποκτώντας το εσωτερικό εκείνο βάθος το οποίο επιδαψιλεύει η σιωπή. Ο Παλαμάς τη βλέπει ως τη μεγαλύτερη ησυχάστρια, Εκείνη η οποία επέτυχε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την αληθινή ησυχία ή σιωπή της καρδιάς. Εισερχόμενη στον Ναό, διέκοψε όλους τους δεσμούς με τα εγκόσμια και γήινα πράγματα, παραιτούμενη από τον κόσμο «Θεῷ ζῶσα μόνῳ, Θεῷ βλεπομένη μόνῳ»·[24] επέλεξε την κεκρυμμένη βιοτή, την αόρατη για τα μάτια των έξω, μια «ζωή ησυχίας».[25] Κατοικούσε στα Άγια των Αγίων και η ζωή Της έμοιαζε με τη ζωή των ερημιτών και των ασκητών που κατοικούν εν «ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Εβρ. 11:38).[26] Η περίοδος που έζησε στον Ναό ήταν έτσι μια εμπειρία «ερήμου», μια προτύπωση του μοναχισμού. Εκεί έμαθε να υποτάσσει τον «ἡγεμόνα νοῦν» στον Θεό,[27] ζώντας «τὴν κατ᾿ ἀγγέλους πολιτείαν»,[28] επιτυγχάνοντας την θεωρία[29] και ασκώντας την αδιάλειπτη προσευχή: «συνῆψε τὸν νοῦν τῇ πρὸς ἑαυτὸν στροφῇ καὶ προσοχῇ καὶ τῇ ἀδιαλείπτῳ θείᾳ προσευχῇ».[30] Μεταμορφούμενη από το θείο φως, είδε τον άκτιστο Θεό να αντανακλάται στο κάτοπτρο της καθαρότητος της καρδιάς Της.[31] Και τα μέσα της προσβάσεώς της σε όλα αυτά τα μυστήρια της εσωτερικής προσευχής ήταν ακριβώς η ησυχία:
«Τὴν ἱερὰν ἡσυχίαν εὑρίσκει χειραγωγόν· ἡσυχίαν τὴν νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθην τῶν κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν νοημάτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον ἀπόθεσιν· αὔτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἢ θεοπτίας. {…} Μόνη γὰρ ἀπάντων, ἐξ οὕτω πάνυ παιδὸς ὑπερφυῶς ἡσυχάσασα {…} καινὴν καὶ ἀπόρρητον ὁδὸν εἰς οὐρανοὺς ἐδείματο τήν, ἵν᾿ οὕτως εἵπω, νοητὴν σιγήν».[32]
Μερικοί από σας ίσως αισθάνεστε ότι η εύγλωττη αυτή προσωπογραφία της Μαρίας της ησυχάστριας, το πρότυπο της θεωρητικής ενώσεως, μικρή σχέση έχει με το απλό κορίτσι της Ναζαρέτ που περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Ωστόσο, μήπως τελικά αυτά τα δυο συνδέονται; Ησυχία ή σιωπή της καρδιάς δεν είναι ουσιαστικά τίποτε άλλο παρά μια στάση προσεκτικής ακρόασης. Με τους λόγους του Max Picard, «Η ακρόαση είναι εφικτή μόνον όταν υπάρχει ησυχία εντός του ανθρώπου: ακρόαση και ησυχία ανήκουν η μία στην άλλη».[33] «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψαλμ. 45:10): η φράση του Ψαλμωδού συγκεφαλαιώνει την ουσία της σιωπής. Όταν σιωπώ εν προσευχή σημαίνει ότι αφουγκράζομαι τον Θεό. «Η σιωπή είναι παρουσία», θα πει ο George Bernanos, «στην καρδιά της βρίσκεται ο Θεός». Εάν θεωρηθεί έτσι, η σιωπή δεν είναι κενό αλλά πλήρωμα, δεν είναι απουσία λόγου, αλλά επίγνωση της αμεσότητος του Θεού. Σιωπή είναι προσμονή του Θεού. Και στα Ευαγγέλια η Μαρία απεικονίζεται ακριβώς ως εκείνη η οποία ακροάται: Εκείνη η οποία άκουσε το λόγο του Θεού κατά τον Ευαγγελισμό (Λουκ. 1:38, 11:28), Εκείνη η οποία «συνετήρη τὰ ρήματα ταῦτα, συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2:19, 2:51), Εκείνη η οποία είπε στους υπηρέτες κατά τον εκ Κανά γάμο να ακούουν τον Υιό της (Ιω. 2:5). Η Μαρία του Γρηγορίου Παλαμά, η Μαρία η ησυχάστρια εντός του Ναού, τελικά δεν αποδεικνύεται τόσο διαφορετική από την Μαρία του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, η οποία ακροάται τον θεό με ταπεινή και επαγρυπνούσα σιωπή.
Αυτό λοιπόν είναι το συμβολικό της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. μας μιλά για τη χαρά: Ο Χριστιανισμός, μας υπενθυμίζει, ήρθε στον κόσμο ως άγγελμα «χαράς μεγάλης» (Λουκ. 2:10) κι αν αυτή τη μεγάλη χαρά δεν τη νιώθουμε μέσα μας, τότε δεν είμαστε αληθινοί Χριστιανοί. Ωστόσο, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, μας μιλά για τη δημιουργική σιωπή. «Να κατανοείς δια της ησυχίας», λέει ο Dag Hammarskjöld, «να ενεργείς δια της ησυχίας, να κατακτάς εν ησυχία». Αυτό ακριβώς είναι το μάθημα που έχουμε να μάθουμε από την παρούσα εορτή.
Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει με τη σιωπή του». Η ρήση του Von Hϋgel μπορεί καλύτερα να ερμηνευθεί μέσα από αυτό που έχει γράψει ο G. K. Chesterton: «Ο άνθρωπος είναι άντρας, αλλά η Ανθρωπότητα είναι γυναίκα». Η Μαρία είναι η ανθρώπινη εικόνα και το παράδειγμά μας. Μέσα απ’ όσα έκανε με τη σιωπή της -αυτή τη σιωπή που η ιστορία των παιδικών της χρόνων στον Ναό προβάλλει ενώπιόν μας συμβολικά- αποτελεί πρότυπο και έμπνευση για όλους μας.
Παραπομπές
[3] Βλ. H. Leclercq, Dictionnaire d’ Archéologie Chrétienne et de Liturgie XIV (paris 1948), cols 1729-31 · E. Mercenier and G. Bainbridge, La prière des Eglises de rite ByzantinII, I (Β΄ Έκδοση Chevetogne 1953), 142 · Ι. Ε. Αναστασίου, στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια V (Αθήνα 1964), συλλογές. 451-4.
[4] K.A.H. Kellner, Heortology: A History of the Christian Festivals from the Origin to the Present Day (London 1908), 266 · O. Caudron, στο dictionnaire de Spiritualité XII (1984), συλλ. 1311.
[5] Ελληνικό κείμενο στο C. Tischendorf, Ευαγγέλια Απόκρυφα (2η έκδοση, Leipzig 1876), 1-50. Η περιγραφή της εισόδου της Μαρίας στον Ναό βρίσκεται στις παραγράφους vii-viii. Πρβλ. και Hilda Graef, Mary: A History of Doctrine and Devotion I (London 1963), 35,7.
[6] F. Miklosich and I. Mϋller, Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi I (Vienna 1860), 490: πράξη αφορισμού υπό του Μητροπολίτου Σηλυβρίας Φιλοθέου (ημερομηνία άγνωστη).
[20] Ομιλία ΝΓ΄: Εκδ. Π. Κ. Χρήστου, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 79, Θεσσαλονίκη 1986, 260-347. Η Ομιλία ΝΒ΄ (238-57), η οποία εγράφη προφανώς αργότερα, περί το 1350, όταν ο Παλαμάς ήταν Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, είναι επίσης αφιερωμένη στην εορτή των Εισοδίων, δεν αναφέρεται όμως καθόλου στη σιωπή της Μητέρας του Θεού.
[21] Εγκώμιον εις τον Βίον του Γρηγορίου Παλαμά, iv, 38 (Migne, PG 151, 581C) εκδ. Π. Κ. Χρήστου, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 70 (Θεσσαλονίκη, 1984), 148. Ο Χρήστου όμως (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 79, σελ. 14) θεωρεί ότι στην παρούσα της μορφή η Ομιλία ΝΓ χρονολογείται πιθανόν από το 1341.
[23] Ερεύνησα τις δύο ομιλίες του αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (634-729) εις τα Εισόδια (PG 98, 291-320), την ομιλία του αγίου Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (730-806) (PG 98, 1481-1500), τις τρεις ομιλίες του Γεωργίου Νικομηδείας (τέλη ενάτου αιώνος) (PG 100, 1401-56) και τις ομιλίες υπό Λέοντος VI του Σοφού (886-912) (PG 107, 12-21), του Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας (απεβ. 1126) (PG 126, 129-44), του Ιακώβου Κοκκινοβάφου (PG 127, 600-32) και του Ισιδώρου Θεσσαλονίκης (1342-96) (PG 139, 40-72). Σε καμία από αυτές δεν θεωρείται η Μαρία ως πρότυπο του ησυχαστικού βίου ούτε υπογραμμίζεται η σιωπή Της εντός του Ναού, παρ’ ότι ο Ισίδωρος μιλά για τη διαρκή κοινωνία Της με τον Θεό (παράγραφος 22 [64Β]).
Κάλλιστος Ware, Το έσχατο μυστήριο: Κείμενα για την Υπεραγία Θεοτόκο, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου