Εκκλησία: Είναι η
συνάθροιση των δημοτών των αρχαίων δήμων δηλαδή η Εκκλησία του δήμου. Η συνέλευση των πολιτών σαν η ανώτερη εξουσία
της αρχαίας πολιτείας με σκοπό να ληφθούν αποφάσεις που αναφέρονται στα δημόσια
πράγματα. Εκκλησία είναι και ο τόπος στον
οποίο συνέρχεται ο δήμος. Από την εμφάνιση
του χριστιανισμού ο όρος αποδίδεται στο σύνολο των ανθρώπων που
πιστεύουν στον Χριστό.
Αρχαιολογία:
η Εκκλησία του δήμου, η συνέλευση δηλαδή των πολιτών με σκοπό να
εκφράσουν την γνώμη τους στα δημόσια ζητήματα ήταν πανάρχαιος θεσμός σε όλες
τις ελληνικές πόλεις, είτε είχαν δημοκρατικό πολίτευμα είτε αριστοκρατικό. Την
συναντάμε ακόμη και στους ηρωικούς χρόνους οπότε ονομάζεται αγορά. Είναι
δύσκολο να ορίσουμε μέχρι πού έφτανε η δικαιοδοσία της. Το βέβαιο είναι μόνο ότι περιορίζει αισθητά
τα δικαιώματα των βασιλέων και των αρχόντων και αυτό δεν ήταν καθόλου ασήμαντο
κυρίως όταν μετά από νικηφόρους πολέμους οι άρχοντες γίνονται αυταρχικοί και
αυθαίρετοι. Για να συγκληθεί η Εκκλησία
κήρυκες καλούσαν το πλήθος να προσέλθει το πρωί, γιατί δεν θέλανε να έρχονται
μεθυσμένοι μετά το απόγευμα, να κάθονται γιατί αν ήταν όρθιοι αυτό θεωρείτο
δείγμα ανησυχίας και να ακούν με προσοχή τους ρήτορες. Μπροστά στο πλήθος οι Βασιλείς εξέθεταν τα θέματα αφού
προηγουμένως τα είχαν συζητήσει με τη Βουλή και αγόρευαν και οι υπόλοιποι
άρχοντες. Το δικαίωμα της αγόρευσης δεν
το είχε κανείς από τον Δήμο. Η επιδοκιμασία ή η αποδοκιμασία εκφράζεται δια
βοής.
Οι συνελεύσεις των
πολιτών των διαφόρων πόλεων δεν είχαν φτάσει στο ύψος της αθηναϊκής Εκκλησίας
του δήμου αλλά είχαν τα κοινά και ουσιώδη βασικά χαρακτηριστικά: η αθρόα συμμετοχή των ελεύθερων πολιτών -
αποκλείονται μόνο οι άτιμοι όσοι δηλαδή είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα
για σοβαρούς λόγους.
Η αλία όπως
λέγονταν οι εκκλησίες των δωρικών πόλεων πλησίαζαν περισσότερο την σπαρτιατική
απέλλα. Σε αυτήν συμμετείχαν εκείνοι που
είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος ηλικίας τους και μπορούσαν να συνεισφέρουν
στα συσσίτια. Επειδή συνδέεται με το
χρήμα οι φτωχοί δεν συμμετείχαν στην απέλλα η οποία αποφάσιζε μόνο δια βοής σε
θέματα πολέμου. Πριν έρθει ένα θέμα στην
απέλλα συζητείται στην γερουσία. Οι γερουσιαστές ήταν ισόβιοι.
Αντικαθίσταται δια βοής μετά τον θάνατο κάποιου από αυτούς και έπρεπε να
είναι τουλάχιστον 60 ετών και να μην έχει πιεσθεί για να αναλάβει την
υποψηφιότητά του. Τότε μερικοί από τους
πολίτες εκλέγονται και κλείνονται σε ένα οίκημα που ήταν κοντά. Οι υποψήφιοι
παρελαύνουν μπροστά από την απέλλα και γίνονται δεκτοί δια βοής. Αυτοί που
είναι στο οίκημα ακούνε ποιοι έχουν τις περισσότερες επευφημίες και αυτόν
επιλέγουν.
Στην απέλλα κανείς
πολίτης δεν δικαιούται να αγορεύσει.
Εξαίρεση είναι η κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου όπου λόγω της
σοβαρότητας η απόφαση πάρθηκε μετά από ψηφοφορία και όχι δια βοής.
Η Εκκλησία για τους χριστιανούς. Είναι το
σύνολο των πιστών στο Χριστό. Εντούτοις τον όρο Εκκλησία χρησιμοποίησαν
προηγουμένως οι εβδομήκοντα στην
ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με την έννοια της συνάθροισης της
Θεοκρατικής κοινωνίας του λαού που πιστεύει στον Θεό. Οι πατέρες και οι θεολόγοι ονόμασαν Εκκλησία
το σύνολο των ανθρώπων που αποτελούν τον λαό του Θεού, ζώντων και νεκρών. Από εδώ πηγάζει η διάκριση
της Εκκλησίας σε στρατευομένη και σε θριαμβεύουσα στην οποία συμπεριλαμβάνονται
οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης και οι άγγελοι.
Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό ο Οποίος είναι η κεφάλι της. Η
Καινή Διαθήκη δίνει στην Εκκλησία και τις ονομασίες: βασιλεία του Θεού, βασιλεία του Χριστού,
βασιλεία των ουρανών, Μήτηρ των πιστών, νύμφη του Χρήστου, πόλις του Θεού, σώμα
Χριστού και άλλα. Η Εκκλησία επειδή
ιδρύθηκε από τον Χριστό είναι Θεοσύστατη δηλαδή δεν είναι δημιούργημα
ανθρώπινο. Σκοπός της Εκκλησίας είναι η συνέχιση του έργου του Χριστού, δηλαδή
η σωτηρία των ανθρώπων με το κήρυγμα του θείου λόγου τα μυστήρια και την
διοίκηση των πιστών. Η Εκκλησία πήρε από τον Χριστό, μέσω των Αποστόλων την εντολή να κηρύττει την
αλήθεια να επιτελεί τα μυστήρια να διευθύνει και να οδηγεί τους πιστούς στην
αιώνια ζωή. Για τον λόγο αυτό είναι ανεξάρτητη από την Πολιτεία και δεν
δικαιούνται οι πολιτικοί άρχοντες να αναμειγνύονται στα δογματικά της Εκκλησίας. η Εκκλησία διά του Αγίου
Πνεύματος προφυλάσσεται από κάθε πλάνη, είναι αλάθητος και με τους ποιμένες της
επιτελεί θείο έργο από τα αρχαία χρόνια.
Η Εκκλησία είναι ορατή και αόρατη. Εφόσον υπάρχουν όλα τα ορατά στοιχεία όπως
είναι τα μέλη της η εξωτερική οργάνωση τα μυστήρια και λοιπά είναι ορατή. Είναι
αόρατη εφόσον υπάρχουν τα αόρατα στοιχεία της, όπως η θεία χάρη η πίστη η
ελπίδα τα χαρίσματά του Αγίου Πνεύματος και λοιπά. Τα δύο αυτά στοιχεία ορατά
και αόρατα συνυπάρχουν στην Εκκλησία και δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Το σύμβολο της πίστεως απονέμει τέσσερις
ιδιότητες στην Εκκλησία: είναι μία Αγία καθολική και Αποστολική. Είναι μία διότι μια ίδρυσε ο Χριστός. οι
Απόστολοι κηρύττουν μία μόνο Εκκλησία και οι πατέρες προτρέπουν τους πιστούς να
υποταχθούν στην μία και μόνο μία Εκκλησία. Επομένως οι αιρετικοί και οι
σχισματικοί δεν μπορούν να αποτελούν μέλη της μίας Εκκλησίας. Είναι Αγία διότι υπάρχει
σε αυτήν η θεία Χάρις έχει κεφαλή τον Χριστό και της δίνει δύναμη ζωής το Άγιο
Πνεύμα. Η αγιότητα της Εκκλησίας έχει την αφετηρία στους πρώτους χριστιανούς οι
οποίοι ήσαν άγιοι εφόσον με το βάπτισμα έγιναν μέλη αυτής, αποχώρησαν από τον
αμαρτωλό κόσμο και αφιερώθηκαν στον Θεό για να γίνουν με την θεία χάρη και την
διδασκαλία άμεμπτοι και ηθικοί. Η Εκκλησία
είναι και καθολική διότι προορίζεται για όλον τον κόσμο κάθε εποχής και κάθε
τόπου. Τέλος η Εκκλησία είναι Αποστολική
διότι την ίδρυσε ο Ιησούς και την διέδωσαν οι Απόστολοι σε όλο τον κόσμο.
Εξαρχής η Εκκλησία χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες
τον κλήρο και τον λαό ή αλλιώς την ιεραρχία (ποιμένες) και το ποίμνιο. Ο κλήρος
διαδέχθηκε τον Χριστό και τους Αποστόλους στο έργο της Σωτηρίας που το συνεχίζει
μέχρι σήμερα.
Σχέση Εκκλησίας πολιτείας
Οι σχέσεις της Εκκλησίας και της πολιτείας
εμφανίζονται ιστορικά με δύο
μορφές: της ενότητας και της διακρίσεως ή χωρισμού. Η ενότητα παρουσιάζεται με τα εξής συστήματα
1 ιερό Κρατικό 2 Πολιτικοκρατικό.
Η μορφή της διάκρισης εμφάνισε τρία συστήματα
1 τις ομοταξίας 2 της νόμου κρατούσης πολιτείας 3 του τέλειου χωρισμού.
Το ιεροκρατικό
σύστημα υπήρξε το σύστημα της υποταγής της πολιτείας στην Εκκλησία και
εφαρμόστηκε στην παπική Εκκλησία από τον 11ο έως τον 14ο αιώνα. Παρόλο που αυτό
το σύστημα έπαψε να υπάρχει η ρωμαϊκή Εκκλησία παραμένει θεωρητικά σε αυτό και
στις αρχές του.
Το πολιτικοκρατικό σύστημα υπήρξε το
αντίρροπο του Ιεροκρατικού συστήματος που αναπτύχθηκε από το 14ο έως τον 18ο
αιώνα με θεμελιώδη αρχή την υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος.
Το σύστημα της ομοταξίας υπήρξε εκείνο όπου ούτε η πολιτεία επεμβαίνει
στα της Εκκλησίας ή στην εξουσία της ούτε η Εκκλησία επιβάλλεται στο κράτος. Τα
όρια Εκκλησίας και πολιτείας καθορίζονται με κοινή συναίνεση.
Το σύστημα της νόμω κρατούσης πολιτείας είναι
εξέλιξη του προηγούμενου και ανεπτύχθη τον 19ο αιώνα. Αναγνωρίζεται ότι η φύση
της Εκκλησίας και της πολιτείας είναι διαφορετικές οι προορισμοί τους είναι
διαφορετικοί και επομένως χωρίζονται νομικά ως προς την αρμοδιότητα και τις
ενέργειές τους. Ο χωρισμός αυτός γίνεται με τη νομοθεσία της πολιτείας.
Το σύστημα του τελείως διαχωρισμού πολιτείας
και Εκκλησίας είναι εκείνο που θεωρεί την Εκκλησία ιδιωτική υπόθεση ενώ την εκκλησιαστική
κοινωνία σαν ένα απλό ιδιωτικό σωματείο. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθούν
πράξεις εγκληματικές ως θρησκευτικές υποθέσεις και να εμποδιστεί η παρέμβαση
της πολιτείας για την προστασία των πολιτών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου