Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Ου γαρ ακροαταί του νόμου δικαίοι παρά Θεώ αλλά οι ποιηταί


Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Έντονη είναι η συζήτηση στην κοινωνία σχετικά με την ηθική. Οι περισσότεροι άνθρωποι, βλέποντας και μαθαίνοντας για τα τεκταινόμενα στον κόσμο, συζητούν για τις συμπεριφορές των άλλων και ιδίως των ταγών της κοινωνίας και κρίνουν τα πάντα με βάση την γνώση του Νόμου, είτε του ηθικού είτε του κοινωνικού είτε του γραπτού, που ο καθένας έχει. Βεβαίως αυτή η γνώση δεν οδηγεί τον άνθρωπο στο να αναδιφήσει τον εαυτό του και να διακριβώσει κατά πόσον ο ίδιος είναι συνεπής στην τήρησή του. Γιατί είναι εύκολη η κριτική στους άλλους, οι οποίοι αυτονόητα θεωρούνται ως υποδείγματα για τους πολλούς, ενώ προσπερνιέται εύκολα η προσωπική ευθύνη.

Το ίδιο συμβαίνει και στην θρησκευτική και πνευματική ζωή. Ο άνθρωπος πάσχει συνήθως από μία εξωστρεφή θέαση της πραγματικότητας της ζωής, ιδίως στον πνευματικό τομέα. Και εύκολα υποπίπτει στην κρίση των άλλων και ενίοτε και στην κατάκρισή τους, δηλαδή στην καταδίκη τους. Αναλαμβάνει ο ίδιος τον ρόλο του κριτή Θεού και αποφαίνεται σχετικά με την τήρηση από τους άλλους του νόμου και των εντολών του Θεού, όχι γιατί ζητά να μετανοήσουν, αλλά γιατί με την καταδίκη τους διαχωρίζει τον εαυτό του από εκείνους. Αυτοδικαιώνται και επαναπαύεται, χωρίς να μπαίνει στον πνευματικό κόπο και να αγωνιστεί προσωπικά ο ίδιος, αλλά και να προσευχηθεί για τους άλλους να έχουν μετάνοια και την ίδια στιγμή, αν μπορεί, να σκεπάσει τα σφάλματά τους από αγάπη, όπως πράττει αληθινά ο Θεός.

Βεβαίως η απαίτηση για συνέπεια λόγων και έργων, όπως επίσης και η κρίση όσων δεν ακολουθούν αυτόν τον δρόμο, αποτελούν όψεις του περί δικαίου αισθήματος που διακατέχει τον άνθρωπο. Την ίδια στιγμή ο καθένας μας, εάν δεν έχει υιοθετήσει ένα αξιακό σύστημα, το οποίο τον καθοδηγεί στη ζωή του, τότε δεν μπορεί να προσανατολιστεί. Και το αξιακό σύστημα για την πίστη είναι το Ευαγγέλιο και η ζωή της Εκκλησίας, όπως ο Χριστός και οι απόστολοι δίδαξαν, αλλά και η παράδοσή μας στα πρόσωπα των Αγίων μας βίωσε και βιώνει. Το αξιακό σύστημα γεννά και συντηρεί το περί δικαίου αίσθημα. Γι’ αυτό και η ανομία στη ζωή μιας κοινωνίας ξεκινά από την απουσία ή την περιφρόνηση αξιακού συστήματος, η οποία γεννά σύγχυση σχετικά με το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι και τι είναι δίκαιο και τι όχι. Αυτή η σύγχυση οδηγεί στην σχετικοποίηση των αξιών, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην γνωρίζει τι καλείται να υιοθετήσει ως στάση ζωής και τι πρέπει να κάνει. Γίνεται ακροατής αλλά όχι ποιητής. Και αρκείται στην ακρόαση, γιατί η κοινωνία έχει συνηθίσει σε έναν κηρυγματικό λόγο, χωρίς να αναδεικνύει, ιδίως στην εποχή μας, εκείνους που κάνουν πράξη τα λόγια.

Ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του είναι σαφής. Επισημαίνει ότι ενώπιον του Θεού δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να μην κριθεί. Και η κρίση του Θεού δεν θα έχει ως βάση μόνο τον νόμο που ο Ίδιος έδωσε, γιατί τότε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων θα είχε ως επαρκή δικαιολογία το ότι δεν του δόθηκε ο νόμος ούτε τον διδάχτηκε. Υπάρχει ο φυσικός νόμος, αυτός που οι άνθρωποι εκ φύσεως γνωρίζουν ότι τους βοηθά να διακρίνουν τι είναι σωστό και τι όχι και την ίδια στιγμή αυτός ο νόμος περνά μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση, που είναι η φωνή του Πνεύματος του Θεού εντός τους. Άρα, «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά Θεώ, αλλά οι ποιηταί», επισημαίνει ο απόστολος των Εθνών (Ρωμ. 2, 13). Ο Θεός δεν δικαιώνει αυτούς που ακούνε απλώς τον νόμο του, είτε αυτός είναι εκ φύσεως, είτε εκ συνειδήσεως είτε εκ διδαχής και εντάξεώς τους στην Εκκλησία, αλλά εκείνους που γίνονται ποιητές του, τον εφαρμόζουν έμπρακτα.

Πώς εφαρμόζεται ο φυσικός νόμος; Με την επίγνωση της ισότητας όλων των ανθρώπων έναντι του Θεού και της ζωής. Όταν ο καθένας μας καταλαβαίνει πως δεν είναι ανώτερος από τους άλλους, αλλά μετέχει στην κοινή ανθρώπινη φύση, στα υποστατικά της ιδιώματα, είναι κτιστός και φθαρτός, γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει, αναπτύσσει τις δυνατότητες και τα χαρίσματά του, όμως δεν είναι κάτι περισσότερο από τους άλλους μέσα στην διαφορετικότητά του. Άρα, αυτός που ακολουθεί το φυσικό νόμο σέβεται τον συνάνθρωπό του και τον θεωρεί «σύνδουλό» του ενώπιον του Θεού. Δεν συμπεριφέρεται με έπαρση και αλαζονεία έναντί του, αλλά συνυπάρχει. Και την ίδια στιγμή επιδιώκει να γνωρίσει τον πλησίον του και να τον κατανοήσει, για να μπορέσει να δημιουργήσει μαζί του μία υγιή κοινωνία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.

Πώς εφαρμόζεται ο νόμος της συνειδήσεως; Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να κατανικήσει την αμαρτία και το κακό, ό,τι δηλαδή τον χωρίζει από τον πλησίον του, που είναι η ιδιοτέλεια και το συμφέρον, ό,τι τον καθιστά ανήμπορο να συγχωρήσει τον άλλον, ό,τι είναι δείγμα αδικίας έναντί του, δηλαδή εκμετάλλευσής του προς ίδιον όφελος. Και την ίδια στιγμή, η συνείδηση οδηγεί τον άνθρωπο να μην παρανομεί, όχι από φόβο για τιμωρία ή ενοχή, αλλά από επιλογή ελευθερίας, γιατί γνωρίζει ότι μόνο όταν ο καθένας επιλέγει να σέβεται τους κανόνες και τις αξίες μπορούν αυτές να εφαρμοστούν αληθινά.

Υπάρχει και ο νόμος της διδαχής κατά Θεόν. Αυτός έχει να κάνει με την καινή εντολή της αγάπης, η οποία συνδυάζει τους δύο άλλους νόμους. Αυτός που πιστεύει στο Θεό και διδάσκεται το θέλημά Του, κατανοεί ότι καλείται να αγαπήσει όχι απλώς έναν συνάνθρωπο με τον οποίο είναι ίσος έναντι της φύσης και της ζωής, αλλά έναν συνάνθρωπο που είναι πρόσωπο, εικόνα Θεού, για τον Οποίο ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και την ίδια στιγμή δεν παρανομεί όχι μόνο επειδή φοβάται το Θεό, αλλά και γιατί νιώθει ότι δεν έχει δικαίωμα να βλάψει, να πειράξει, να κάνει κακό στον άλλο, αλλά μάλλον το αγαθό, να ακολουθήσει δηλαδή τον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της θυσίας, της προσφοράς, της συγχώρεσης, της ταπείνωσης και της ζωής με γνώμονα και τον πλησίον. Αυτός που ακολουθεί τον νόμο της διδαχής κατά Θεόν υπάρχει γιατί αγαπά.

Το περί δικαίου αίσθημα λοιπόν οδηγεί στην κρίση των άλλων. Το κατά Θεόν δίκαιο, χωρίς να αρνείται την κρίση, την αφήνει στο Θεό και την ίδια στιγμή προτείνει την βίωση της διδαχής της αγάπης. Εκεί όπου δεν χρειάζονται οι νόμοι της φύσης και της συνείδησης, καθώς η αγάπη καλύπτει τα πάντα. Εκεί όπου ο χριστιανός δεν φοβάται τον κρατικό νόμο και την κοινωνική αποδοκιμασία, διότι ακολουθεί τον νόμο του Θεού που απορρίπτει κάθε παρανομία ως ένδειξη απουσίας αγάπης. Και προσδοκά την τελική κρίση του Θεού όχι για να αισθανθεί δικαιωμένος έναντι του κόσμου και των άλλων ανθρώπων, αλλά για να ζήσει την τελείωση της αγάπης που δεν θα γνωρίζει φθορά και ματαιότητα, ούτε θα απειλείται από την κακία και την αμαρτία. Βεβαίως ο χριστιανός δεν αρνείται κάθε ανθρώπινο νόμο ο οποίος δεν εκμεταλλεύεται τον πλησίον, ούτε οδηγεί στην αμνήστευση της αμαρτίας, της απομάκρυνσης δηλαδή του ανθρώπου από το Θεό. Όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτόν, αλλά αγωνίζεται να γίνει και ακροατής και τηρητής του νόμου του Θεού, καθιστώντας κάθε ανθρώπινο και κοσμικό νόμο περιττό.

Ζούμε σε μία εποχή εύκολης κατάκρισης των άλλων και σύγχυσης σχετικά με το τι επιτρέπεται. «Όλα επιτρέπονται» χωρίς Θεό. Ας ξαναγίνουμε ακροατές του νόμου Του και την ίδια στιγμή ποιητές του, με γνώμονα την αγάπη. Για να επέλθει αλλαγή νοοτροπίας στη ζωή μας και στη ζωή όσων σχετιζόμαστε. Αυτός είναι και ο τελικός δρόμος της ιεραποστολής που ξεκινά μετά την Πεντηκοστή και μετά την πρόταξη των Αγίων ως προτύπων. Αυτός είναι ο δρόμος της αποστολικής διδαχής και διαδοχής. Στο χέρι μας είναι να τον ακολουθήσουμε με κάθε τρόπο και μέσο.

http://synodoiporia.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: