Της Μερόπης Σπυροπούλου
῾Η σχολική χρονιά εἶχε προχωρήσει καί, ἤδη, στά μέσα σχεδόν τοῦ Μαρτίου, ἡ Μαρίνα, μαθήτρια τῆς Τρίτης Λυκείου, τό εἶχε πάρει ἀπόφαση. Παρά τήν μεγάλη της προσπάθεια καί τά ἀμέτρητα ξενύχτια μέ διάβασμα, οἱ διακρίσεις καί τά βραβεῖα δέν ἦταν γι’ αὐτήν. ῎Ισως, θά ἔπρεπε νά διαγράψει καί τήν ἐλπίδα γιά σπουδές στό Πολυτεχνεῖο. Εἶχε κάποιο ταλεντάκι στήν ζωγραφική καί ἀρκετή φαντασία. Θά μποροῦσε, φοιτώντας σέ μιά ἰδιωτική Σχολή, νά γίνει μιά καλή γραφίστρια, μέ προοπτική νά δουλέψει στόν κλάδο τῶν διαφημίσεων.
῞Ομως, κάθε φορά πού τά σκεπτόταν αὐτά, ἕνα μικρό ἀλλά μυτερό ἀγκάθι λές καί τρύπωνε βαθιά μέσα της. ῎Εβλεπε καί τόν ἑαυτό της ἀπέναντι, νά τῆς χαμογελᾶ εἰρωνικά καί νά τῆς λέει·
«Πᾶς νά ξεφύγεις πονηρούλα καί νά ξεχάσεις τό ὄνειρο πού σέ παιδεύει τίς νύχτες. Προσπαθεῖς νά τό καταχωνιάσεις στά ὑπόγεια τῆς ψυχῆς σου κι ὅλο καμώνεσαι πώς δέν ὑπάρχει. ῞Ομως, ἀπό τήν ἡμέρα πού εἶδες τόν παππού σου νά δακρύζει, τό ξέρεις καλά πώς, τό ὄνειρο μένει ἐκεῖ, ξάγρυπνο».
***
῏Ηταν ἀλήθεια. Τόν γεραρό καί λεβέντη παππού της, ἡ Μαρίνα τόν λάτρευε. ῾Η σχέση τους εἶχε ἕναν, πολύτιμο γι’ αὐτήν, ἀλληλοσεβασμό καί μιά ζεστασιά, πού τῆς ἔδινε μιά ἀπερίγραπτη αἴσθηση ἀσφαλείας. ᾿Ακόμα κι ὅταν - εὐτυχῶς σπανίως - τῆς ἔκανε κάποια παρατήρηση, ἡ Μαρίνα τήν δεχόταν χωρίς τίς συνηθισμένες, πρός τούς γονεῖς της, ἀντιδράσεις. ῎Ηξερε καλά καί τό εἶχε πιά ἐντελῶς παραδεχθεῖ μέσα της πώς, «ὁ παππούς εἶχε πάντα δίκιο καί... πολλή ἀγάπη».
Τήν ἡμέρα, λοιπόν, πού εἶδε τά μάτια του νά βουρκώνουν, καθώς παρακολουθοῦσε στήν τηλεόραση τίς μεγάλες ταραχές πού εἶχαν ξεσπάσει στό κέντρο τῆς ᾿Αθήνας, ἡ Μαρίνα ἀνησύχησε κι ἔτρεξε νά τόν ἀγκαλιάσει.
– Παππού, τί ἔπαθες; Τί ἔχεις;
Τήν κοίταξε μέ μάτια γεμάτα θλίψη. Προσπάθησε νά συγκρατήσει τήν τρεμούλα πού βασάνιζε τά χείλη του καί μέ φωνή ραγισμένη ψιθύρισε·
– Τί νἄχω παιδί μου; Βλέπω πού καῖνε τήν Σημαία μας καί καίγεται ἡ καρδιά μου. Πῶς ν’ ἀντέξω νά βλέπω αὐτό τό ἔγκλημα, ἐγώ πού, στήν ἡλικία σου, ματωμένος, κρατοῦσα ψηλά αὐτό τό ἱερό πανί στό κοντάρι μέ τόν σταυρό καί, μέσα στά χιόνια, ἔτρεχα κατά πάνω στόν ἐχθρό φωνάζοντας ΑΕΡΑ; Πῶς ν’ ἀντέξω; Μπορεῖ αὐτοί νά ὀνομάζονται ῞Ελληνες; Μπορεῖ ν’ ἀγαποῦν τήν πατρίδα μας;
Αὐθόρμητα, ἡ Μαρίνα πῆγε νά τοῦ ἀπαντήσει, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτά πού ἔλεγαν μερικοί ἀπό τούς συμμαθητές της, ὅταν συζητοῦσαν γιά παρελάσεις καί ἄλλα «πατριωτικά». ῞Οτι δηλαδή· «Αὐτές εἶναι παλιομοδίτικες καί ξεπερασμένες ἰδέες. ῾Η Σημαία δέν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό ἕνα δίχρωμο πανί». Βλέποντας, ὅμως, τά δάκρυα πού κυλοῦσαν στά χλωμά του μάγουλα, κρατήθηκε.Τότε ἦταν πού ἐκεῖνος, σάν νά διάβασε τήν σκέψη της, τῆς εἶπε τόν λόγο πού σφράγισε τήν ψυχή της.
– ᾿Εμεῖς, Μαρίνα μου, κάποτε, σ’ αὐτό τό πανί ὁρκιζόμασταν. Καί πιστεύαμε ὅτι τήν Σημαία ἀξίζει νά τήν κρατοῦν στά χέρια τους ἐκεῖνοι πού εἶναι ἕτοιμοι ἀκόμα καί νά πεθάνουν γι’ αὐτήν. ῎Ας ἦταν, παιδί μου, ν’ ἀξιωνόμουν μιά μέρα νά σέ δῶ ἐσένα σημαιοφόρο, νά κρατᾶς στά χέρια σου τήν Γαλανόλευκη, αὐτό τό ἱερό - ξαναλέω - σύμβολο τῆς ἀγαπημένης μας πατρίδας, καί νά πῶ τό «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου...».
῾Η Μαρίνα θυμᾶται ὅτι εἶχε παγώσει. Ποτέ ἄλλοτε ὁ ἀγαπημένος της παππούς δέν τῆς εἶχε μιλήσει ἔτσι. Ποτέ δέν τῆς εἶχε κάνει παρατήρηση, ἀλλά οὔτε κἄν ὑπαινιγμό, γιά τούς βαθμούς της, σεβόμενος τήν εὐαισθησία της. Τώρα ὅμως; Τί λόγια βγῆκαν ἀπό τήν καρδιά του; Πόσο θἄθελε νά μποροῦσε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. Πόσο...
Ξεροκατάπιε. ῎Εσκυψε κι ἀκούμπησε τό κεφάλι της στά γόνατά του σιωπηλή, γιατί ἤξερε καλά πώς ποτέ δέν θά γινόταν αὐτή σημαιοφόρος σέ μιάν ᾿Εθνική Γιορτή.
Βάλθηκε, ὅμως, ἀπό τότε - γιά χατίρι τοῦ παπποῦ ἄραγε ἤ ἀπό μιά δική της κρυφή φιλοδοξία πού ξύπνησε ξαφνικά; - νά κάνει μιάν ἀποφασιστική προσπάθεια γιά νά βελτιώσει τίς ἐπιδόσεις της στά μαθήματα. Καί ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι, φέτος, ἀπό τό 13 πού εἶχε βγάλει στό Α´ Δίμηνο, ὡς μέσον ὅρο βαθμολογίας, κατάφερε, στό τέλος Φεβρουαρίου, στό Γ´ Δίμηνο, νά ξεπεράσει τό 17, εἰσπράττοντας πολύ ἐπαινετικά σχόλια, τόσο ἀπό τούς γονεῖς της, ὅσο καί ἀπό τούς καθηγητές της καί τόν Διευθυντή.
᾿Αλλά, καί στά μάτια τοῦ παπποῦ - δέν εἶχε κάνει λάθος - εἶχε διαβάσει μιά σιωπηλή ὁλόθερμη ἐπιδοκιμασία.
῾Ωστόσο, ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατον νά συναγωνιστεῖ τούς πέντε καλύτερους μαθητές τῆς Τάξεως, πού ἔβγαζαν συνέχεια μέσον ὅρο πάνω ἀπό 19. Πῶς, λοιπόν, νά ὀνειρευτεῖ καί νά ἐλπίσει ὅτι θά μποροῦσε νά γίνει αὐτή σημαιοφόρος στήν Γιορτή τῆς 25ης Μαρτίου, πού ἦταν καί ἡ τελευταία γιά τήν σχολική της ζωή;
«Καημένε παππού», σκεπτόταν. «Καλύτερα νά μήν ἔρθεις φέτος στήν Γιορτή κι ἄς εἶναι ἡ τελευταία μου. Συμμετέχω, βέβαια, στό μικρό δρώμενο πού ἑτοιμάζουμε. ῞Ομως..., τήν Σημαία δέν θά τήν κρατήσω ἐγώ. Νἄξερες πόσο πολύ λυπᾶμαι...».
***
Μιά ἑβδομάδα πρίν ἀπό τήν ᾿Εθνική Γιορτή, ὁ Σύλλογος τῶν Καθηγητῶν συνεδρίασε ἐκτάκτως. Εἶχαν, μόλις, πληροφορηθεῖ ὅτι, ἡ πρώτη μαθήτρια, ἡ ὁποία, κατά παράδοση, ἔπρεπε νά εἶναι ἡ σημαιοφόρος, θά ἔλλειπε τήν ἡμέρα τῆς Γιορτῆς. ῎Εδινε κάποιες ἐξετάσεις, γιά νά γίνει δεκτή γιά σπουδές σ’ ἕνα ξένο Πανεπιστήμιο.
Κατά τήν συζήτηση πού ἔγινε, σχετικά μέ τό ποιός θά τήν ἀντικαθιστοῦσε ὡς σημαιοφόρο, ὁ Διευθυντής πρότεινε νά εἶναι ὁ μαθητής ἤ ἡ μαθήτρια πού εἶχε τήν ἀμέσως χαμηλότερη βαθμολογία. Παρενέβη ὁ νεαρός Γυμναστής καί ὑποστήριξε ὅτι, μᾶλλον, θά ἦταν καλύτερα νά ἐπιλεγεῖ αὐτός ἤ αὐτή πού εἶχε τό καλύτερο παράστημα καί μποροῦσε νά σηκώσει μέ λεβεντιά τήν Σημαία. ῾Η ῾Υποδιευθύντρια, ὅμως, διεφώνησε, θεωρώντας ὅτι τό κριτήριο αὐτό δέν εἶχε ἐκπαιδευτικό περιεχόμενο καί σ’ αὐτό συμφώνησαν οἱ περισσότεροι καθηγητές.
Τότε, μιά νεοδιορισμένη φιλόλογος, ἡ ὁποία εἶχε δείξει ἐξαιρετικό ζῆλο στήν δουλειά της, ζήτησε, δειλά, τόν λόγο καί εἶπε·
– ῎Ας κάνουμε κάτι λίγο ἀσυνήθιστο ἀλλά, κατά τήν γνώμη μου, πολύ ὠφέλιμο γιά τά παιδιά. ῎Ας δώσουμε τήν Σημαία σέ ὅποιον, μέ ἀντικειμενικά κριτήρια, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου μέχρι σήμερα, ἔκανε τήν μεγαλύτερη προσπάθεια βελτίωσης στήν ἐπίδοσή του. ῎Ετσι, θά ἀναδείξουμε τήν σημασία τῆς οὐσιαστικῆς, γιά κάθε ἄνθρωπο, προσπάθειας γιά αὐτοβελτίωση. Καί τά παιδιά θά καταλάβουν ὅτι, τελικῶς, ἀναγνωρίζεται καί ἐπιβραβεύεται ἡ ἀπόφασή τους νά βάζουν ὡραίους στόχους καί νά δίνουν τόν ἀγώνα τόν καλό γιά νά τούς πετύχουν.
῾Η πρόταση, πού στήν ἀρχή τούς ξάφνιασε, μετά ἀπό ζωηρή συζήτηση, ἔγινε τελικῶς δεκτή ἀπό ὅλους, μέ φανερή ἱκανοποίηση.
***
῎Ετσι, ἡ Μαρίνα, ξαναεῖδε τόν παππού της νά δακρύζει, ὅταν πέρασε ἀπό μπροστά του καμαρωτή, κρατώντας ψηλά τήν Γαλανόλευκη. Αὐτήν τήν φορά ὅμως, τά δάκρυά του ἦταν ἀπό εὐλογημένη χαρά.
Τότε, τήν καρδιά της πού, ἀσυγκράτητη, πήγαινε νά σπάσει στό στῆθος της, φωνάζοντας θαρρεῖς «Σ’ εὐχαριστῶ παππού», τήν πλημμύρισε ἕνα πρωτόγνωρο συναρπαστικό συναίσθημα. Νά ἦταν αὐτό πού ἁπλά ὀνομάζουμε θάρρος ἤ, μήπως, αὐτοπεποίθηση; Ποιός νά ξέρει;
Πάντως, τόν ἑπόμενο χρόνο, ἡ Μαρίνα γιόρτασε πανηγυρικά αὐτήν τήν ᾿Εθνική μας Γιορτή, ὡς πρωτοετής φοιτήτρια στήν Σχολή ᾿Αρχιτεκτόνων τοῦ Πολυτεχνείου.
῞Ομως, κάθε φορά πού τά σκεπτόταν αὐτά, ἕνα μικρό ἀλλά μυτερό ἀγκάθι λές καί τρύπωνε βαθιά μέσα της. ῎Εβλεπε καί τόν ἑαυτό της ἀπέναντι, νά τῆς χαμογελᾶ εἰρωνικά καί νά τῆς λέει·
«Πᾶς νά ξεφύγεις πονηρούλα καί νά ξεχάσεις τό ὄνειρο πού σέ παιδεύει τίς νύχτες. Προσπαθεῖς νά τό καταχωνιάσεις στά ὑπόγεια τῆς ψυχῆς σου κι ὅλο καμώνεσαι πώς δέν ὑπάρχει. ῞Ομως, ἀπό τήν ἡμέρα πού εἶδες τόν παππού σου νά δακρύζει, τό ξέρεις καλά πώς, τό ὄνειρο μένει ἐκεῖ, ξάγρυπνο».
***
῏Ηταν ἀλήθεια. Τόν γεραρό καί λεβέντη παππού της, ἡ Μαρίνα τόν λάτρευε. ῾Η σχέση τους εἶχε ἕναν, πολύτιμο γι’ αὐτήν, ἀλληλοσεβασμό καί μιά ζεστασιά, πού τῆς ἔδινε μιά ἀπερίγραπτη αἴσθηση ἀσφαλείας. ᾿Ακόμα κι ὅταν - εὐτυχῶς σπανίως - τῆς ἔκανε κάποια παρατήρηση, ἡ Μαρίνα τήν δεχόταν χωρίς τίς συνηθισμένες, πρός τούς γονεῖς της, ἀντιδράσεις. ῎Ηξερε καλά καί τό εἶχε πιά ἐντελῶς παραδεχθεῖ μέσα της πώς, «ὁ παππούς εἶχε πάντα δίκιο καί... πολλή ἀγάπη».
Τήν ἡμέρα, λοιπόν, πού εἶδε τά μάτια του νά βουρκώνουν, καθώς παρακολουθοῦσε στήν τηλεόραση τίς μεγάλες ταραχές πού εἶχαν ξεσπάσει στό κέντρο τῆς ᾿Αθήνας, ἡ Μαρίνα ἀνησύχησε κι ἔτρεξε νά τόν ἀγκαλιάσει.
– Παππού, τί ἔπαθες; Τί ἔχεις;
Τήν κοίταξε μέ μάτια γεμάτα θλίψη. Προσπάθησε νά συγκρατήσει τήν τρεμούλα πού βασάνιζε τά χείλη του καί μέ φωνή ραγισμένη ψιθύρισε·
– Τί νἄχω παιδί μου; Βλέπω πού καῖνε τήν Σημαία μας καί καίγεται ἡ καρδιά μου. Πῶς ν’ ἀντέξω νά βλέπω αὐτό τό ἔγκλημα, ἐγώ πού, στήν ἡλικία σου, ματωμένος, κρατοῦσα ψηλά αὐτό τό ἱερό πανί στό κοντάρι μέ τόν σταυρό καί, μέσα στά χιόνια, ἔτρεχα κατά πάνω στόν ἐχθρό φωνάζοντας ΑΕΡΑ; Πῶς ν’ ἀντέξω; Μπορεῖ αὐτοί νά ὀνομάζονται ῞Ελληνες; Μπορεῖ ν’ ἀγαποῦν τήν πατρίδα μας;
Αὐθόρμητα, ἡ Μαρίνα πῆγε νά τοῦ ἀπαντήσει, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτά πού ἔλεγαν μερικοί ἀπό τούς συμμαθητές της, ὅταν συζητοῦσαν γιά παρελάσεις καί ἄλλα «πατριωτικά». ῞Οτι δηλαδή· «Αὐτές εἶναι παλιομοδίτικες καί ξεπερασμένες ἰδέες. ῾Η Σημαία δέν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό ἕνα δίχρωμο πανί». Βλέποντας, ὅμως, τά δάκρυα πού κυλοῦσαν στά χλωμά του μάγουλα, κρατήθηκε.Τότε ἦταν πού ἐκεῖνος, σάν νά διάβασε τήν σκέψη της, τῆς εἶπε τόν λόγο πού σφράγισε τήν ψυχή της.
– ᾿Εμεῖς, Μαρίνα μου, κάποτε, σ’ αὐτό τό πανί ὁρκιζόμασταν. Καί πιστεύαμε ὅτι τήν Σημαία ἀξίζει νά τήν κρατοῦν στά χέρια τους ἐκεῖνοι πού εἶναι ἕτοιμοι ἀκόμα καί νά πεθάνουν γι’ αὐτήν. ῎Ας ἦταν, παιδί μου, ν’ ἀξιωνόμουν μιά μέρα νά σέ δῶ ἐσένα σημαιοφόρο, νά κρατᾶς στά χέρια σου τήν Γαλανόλευκη, αὐτό τό ἱερό - ξαναλέω - σύμβολο τῆς ἀγαπημένης μας πατρίδας, καί νά πῶ τό «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου...».
῾Η Μαρίνα θυμᾶται ὅτι εἶχε παγώσει. Ποτέ ἄλλοτε ὁ ἀγαπημένος της παππούς δέν τῆς εἶχε μιλήσει ἔτσι. Ποτέ δέν τῆς εἶχε κάνει παρατήρηση, ἀλλά οὔτε κἄν ὑπαινιγμό, γιά τούς βαθμούς της, σεβόμενος τήν εὐαισθησία της. Τώρα ὅμως; Τί λόγια βγῆκαν ἀπό τήν καρδιά του; Πόσο θἄθελε νά μποροῦσε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. Πόσο...
Ξεροκατάπιε. ῎Εσκυψε κι ἀκούμπησε τό κεφάλι της στά γόνατά του σιωπηλή, γιατί ἤξερε καλά πώς ποτέ δέν θά γινόταν αὐτή σημαιοφόρος σέ μιάν ᾿Εθνική Γιορτή.
Βάλθηκε, ὅμως, ἀπό τότε - γιά χατίρι τοῦ παπποῦ ἄραγε ἤ ἀπό μιά δική της κρυφή φιλοδοξία πού ξύπνησε ξαφνικά; - νά κάνει μιάν ἀποφασιστική προσπάθεια γιά νά βελτιώσει τίς ἐπιδόσεις της στά μαθήματα. Καί ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι, φέτος, ἀπό τό 13 πού εἶχε βγάλει στό Α´ Δίμηνο, ὡς μέσον ὅρο βαθμολογίας, κατάφερε, στό τέλος Φεβρουαρίου, στό Γ´ Δίμηνο, νά ξεπεράσει τό 17, εἰσπράττοντας πολύ ἐπαινετικά σχόλια, τόσο ἀπό τούς γονεῖς της, ὅσο καί ἀπό τούς καθηγητές της καί τόν Διευθυντή.
᾿Αλλά, καί στά μάτια τοῦ παπποῦ - δέν εἶχε κάνει λάθος - εἶχε διαβάσει μιά σιωπηλή ὁλόθερμη ἐπιδοκιμασία.
῾Ωστόσο, ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατον νά συναγωνιστεῖ τούς πέντε καλύτερους μαθητές τῆς Τάξεως, πού ἔβγαζαν συνέχεια μέσον ὅρο πάνω ἀπό 19. Πῶς, λοιπόν, νά ὀνειρευτεῖ καί νά ἐλπίσει ὅτι θά μποροῦσε νά γίνει αὐτή σημαιοφόρος στήν Γιορτή τῆς 25ης Μαρτίου, πού ἦταν καί ἡ τελευταία γιά τήν σχολική της ζωή;
«Καημένε παππού», σκεπτόταν. «Καλύτερα νά μήν ἔρθεις φέτος στήν Γιορτή κι ἄς εἶναι ἡ τελευταία μου. Συμμετέχω, βέβαια, στό μικρό δρώμενο πού ἑτοιμάζουμε. ῞Ομως..., τήν Σημαία δέν θά τήν κρατήσω ἐγώ. Νἄξερες πόσο πολύ λυπᾶμαι...».
***
Μιά ἑβδομάδα πρίν ἀπό τήν ᾿Εθνική Γιορτή, ὁ Σύλλογος τῶν Καθηγητῶν συνεδρίασε ἐκτάκτως. Εἶχαν, μόλις, πληροφορηθεῖ ὅτι, ἡ πρώτη μαθήτρια, ἡ ὁποία, κατά παράδοση, ἔπρεπε νά εἶναι ἡ σημαιοφόρος, θά ἔλλειπε τήν ἡμέρα τῆς Γιορτῆς. ῎Εδινε κάποιες ἐξετάσεις, γιά νά γίνει δεκτή γιά σπουδές σ’ ἕνα ξένο Πανεπιστήμιο.
Κατά τήν συζήτηση πού ἔγινε, σχετικά μέ τό ποιός θά τήν ἀντικαθιστοῦσε ὡς σημαιοφόρο, ὁ Διευθυντής πρότεινε νά εἶναι ὁ μαθητής ἤ ἡ μαθήτρια πού εἶχε τήν ἀμέσως χαμηλότερη βαθμολογία. Παρενέβη ὁ νεαρός Γυμναστής καί ὑποστήριξε ὅτι, μᾶλλον, θά ἦταν καλύτερα νά ἐπιλεγεῖ αὐτός ἤ αὐτή πού εἶχε τό καλύτερο παράστημα καί μποροῦσε νά σηκώσει μέ λεβεντιά τήν Σημαία. ῾Η ῾Υποδιευθύντρια, ὅμως, διεφώνησε, θεωρώντας ὅτι τό κριτήριο αὐτό δέν εἶχε ἐκπαιδευτικό περιεχόμενο καί σ’ αὐτό συμφώνησαν οἱ περισσότεροι καθηγητές.
Τότε, μιά νεοδιορισμένη φιλόλογος, ἡ ὁποία εἶχε δείξει ἐξαιρετικό ζῆλο στήν δουλειά της, ζήτησε, δειλά, τόν λόγο καί εἶπε·
– ῎Ας κάνουμε κάτι λίγο ἀσυνήθιστο ἀλλά, κατά τήν γνώμη μου, πολύ ὠφέλιμο γιά τά παιδιά. ῎Ας δώσουμε τήν Σημαία σέ ὅποιον, μέ ἀντικειμενικά κριτήρια, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου μέχρι σήμερα, ἔκανε τήν μεγαλύτερη προσπάθεια βελτίωσης στήν ἐπίδοσή του. ῎Ετσι, θά ἀναδείξουμε τήν σημασία τῆς οὐσιαστικῆς, γιά κάθε ἄνθρωπο, προσπάθειας γιά αὐτοβελτίωση. Καί τά παιδιά θά καταλάβουν ὅτι, τελικῶς, ἀναγνωρίζεται καί ἐπιβραβεύεται ἡ ἀπόφασή τους νά βάζουν ὡραίους στόχους καί νά δίνουν τόν ἀγώνα τόν καλό γιά νά τούς πετύχουν.
῾Η πρόταση, πού στήν ἀρχή τούς ξάφνιασε, μετά ἀπό ζωηρή συζήτηση, ἔγινε τελικῶς δεκτή ἀπό ὅλους, μέ φανερή ἱκανοποίηση.
***
῎Ετσι, ἡ Μαρίνα, ξαναεῖδε τόν παππού της νά δακρύζει, ὅταν πέρασε ἀπό μπροστά του καμαρωτή, κρατώντας ψηλά τήν Γαλανόλευκη. Αὐτήν τήν φορά ὅμως, τά δάκρυά του ἦταν ἀπό εὐλογημένη χαρά.
Τότε, τήν καρδιά της πού, ἀσυγκράτητη, πήγαινε νά σπάσει στό στῆθος της, φωνάζοντας θαρρεῖς «Σ’ εὐχαριστῶ παππού», τήν πλημμύρισε ἕνα πρωτόγνωρο συναρπαστικό συναίσθημα. Νά ἦταν αὐτό πού ἁπλά ὀνομάζουμε θάρρος ἤ, μήπως, αὐτοπεποίθηση; Ποιός νά ξέρει;
Πάντως, τόν ἑπόμενο χρόνο, ἡ Μαρίνα γιόρτασε πανηγυρικά αὐτήν τήν ᾿Εθνική μας Γιορτή, ὡς πρωτοετής φοιτήτρια στήν Σχολή ᾿Αρχιτεκτόνων τοῦ Πολυτεχνείου.
http://synodoiporia.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου