Από τις 20 Απριλίου του 1941 και μετά, οι πληροφορίες για την κάθοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα είχαν λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος την αληθινή είδηση, από την προπαγάνδα ή τη φήμη.
Του Στέφανου Μίλεση, απο το Πειραιόραμα
Από τον μεγάλο βομβαρδισμό του λιμανιού και την ανατίναξη του φορτηγού πλοίου «ΚΛΑΝ ΦΡΑΪΖΕΡ» της 6ης Απριλίου, ο πληθυσμός του Πειραιά επεδίωκε με κάθε τρόπο την απομάκρυνση από μια πόλη που ήταν στόχος διότι ήταν λιμάνι. Όμως από τις 20 Απριλίου η απομάκρυνση αποτελούσε αναγκαιότητα λόγω της επικείμενης άφιξης των γερμανικών στρατευμάτων.
Πανικός επικρατούσε μεταξύ των κατοίκων που αναζητούσαν να βρουν μέσο για να φύγουν προς τα νησιά και κύρια προς την Κρήτη. Οι εφημερίδες της 24ης Απριλίου αλλά και της επομένης ημέρας, προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τον κόσμο με παροτρύνσεις που δημοσίευαν στις πρώτες τους σελίδες.
Εκτός των τμημάτων στρατού που προσπαθούσαν να μετακινηθούν προς τη μεγαλόνησο για να συνεχίσουν τον αγώνα, τον ίδιο προορισμό είχαν θέσει και πολλοί άλλοι, χιλιάδες απλοί πολίτες, κυρίως γυναικόπαιδα. Οι φήμες για πλοία που από τον Πειραιά θα αναχωρούσαν για Κρήτη έδιναν και έπαιρναν. Πλοία υπήρχαν, ήταν όμως δεσμευμένα για την μεταφορά των συμμαχικών και των ελληνικών στρατευμάτων. Άλλα είχαν μετατραπεί σε νοσοκομειακά, τα οποία βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά, με αποστολή την φόρτωση τραυματιών.
Τα πλοία που απέμεναν τελικώς για την μετακίνηση του κόσμου ήταν από λίγα έως ελάχιστα! Ανάμεσά τους το ατμόπλοιο «Ελλάς», για το οποίο είχε διαδοθεί η είδηση ότι από την 23η Απριλίου θα επέτρεπε την επιβίβαση επιβατών με δύο όμως προϋποθέσεις.
Η πρώτη ήταν θα επιβιβάζονταν σε αυτό 300 τραυματίες στρατιώτες για την Κρήτη. Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν ότι οι άμαχοι που θα επέβαιναν δεν θα έφεραν μαζί τους αποσκευές. Και μόνο η διάθεση κάποιων θέσεων για τους πολίτες, έστω και με αυτές τις προϋποθέσεις αποτελούσε λόγο μαζικής προσέλευσης κόσμου. Πολλές οικογένειες έλαβαν την απόφαση να αναχωρήσουν για τα νησιά ή για την Κρήτη πιστεύοντας ότι εκεί η κατάσταση θα είναι ηπιότερη. Άλλες οικογένειες που δεν είχαν αυτή την δυνατότητα εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στις πρώτες, για να τα οδηγήσουν σε μέρη με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Η επιβίβαση
Άμαχος πληθυσμός, κυρίως γυναικόπαιδα, συγκεντρώθηκε ώρες πολλές πριν τον απόπλου, από την προηγούμενη κιόλας ημέρα, μπροστά από το ατμόπλοιο «Ελλάς» που βρισκόταν μπροστά από το κτήριο του Ηλεκτρικού Σταθμού. Η κλίμακα του πλοίου άνοιξε στις δύο το μεσημέρι της 24ης Απριλίου του 1941, αν και το ταξίδι θα ξεκινούσε στις οκτώ το βράδυ. Το «Ελλάς» θα ταξίδευε νύχτα για μεγαλύτερη προστασία από τα γερμανικά αεροπλάνα και θα αποτελούσε μέρος μιας νηοπομπής.
Με το που γεφύρωσε η κλίμακα το πλοίο με την αποβάθρα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, πανικός μεγάλος επικράτησε. Επιβιβάστηκαν πρώτα οι 300 τραυματίες στρατιώτες. Στη συνέχεια ο κόσμος που συνέρρεε και καθόταν όπου έβρισκε ελεύθερο χώρο πάνω στο πλοίο. Άλλοι πάνω στα ξάρτια, στη τσιμινιέρα και στο λεβητοστάσιο.
Το «Ελλάς» στέναζε κάτω από το βάρος των επιβατών του οι οποίοι είχαν φτάσει να αριθμούν περισσότερα από 600, 700 ή ακόμα και 800 άτομα, στο μεγαλύτερο μέρος τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Κανείς δεν καταμετρούσε όσους ανέβαιναν στο πλοίο.
Ο κυβερνήτης Λουκάς Αδαμόπουλος βλέποντας ότι ο κόσμος δεν σταματούσε την επιβίβαση παρά την πληρότητα του πλοίου, διέταξε την απόσυρση της κλίμακας επιβίβασης. Η ώρα ήταν 06.20’, μιάμιση δηλαδή ώρα πριν τον απόπλου. Ο κόσμος περίμενε υπομονετικά να έρθει η ώρα της αναχώρησης. Παράλληλα με την επιβίβαση των αμάχων στο «Ελλάς» οκτώ ακόμα επιβατηγά θα αναχωρούσαν για την Κρήτη. Η επιβίβαση είχε αρχίσει από τις πέντε το απόγευμα με τάξη όμως, καθώς σε αυτά θα επιβιβάζονταν στρατιώτες, σε αντίθεση με την αταξία των πλοίων που θα μετέφεραν αμάχους.
Ο βομβαρδισμός
Στις 19.35’ ώρα οι σειρήνες της πόλης άρχισαν να ουρλιάζουν δαιμονισμένα, πριν ακόμα τα Γερμανικά αεροπλάνα εμφανιστούν στον ορίζοντα. Μερικά λεπτά αργότερα τα πυροβολεία του Προφήτη Ηλία, της Πλατείας Καραϊσκάκη, της Ψυττάλειας και του Ναυστάθμου, επιβεβαίωναν την εγκυρότητα του συναγερμού, καθώς άρχισαν να βάλλουν δαιμονισμένα.
Στο μεταξύ ο κυβερνήτης του «Ελλάς» με το πλήρωμά του, προσπαθούσαν να εκκενώσουν το κατάφορτο πλοίο, βλέπονταν το τι επρόκειτο να συμβεί. Κραύγαζαν από τα μεγάφωνα του πλοίου για την εκκένωσή του, αλλά κανείς από τους επιβάτες δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει την οδηγία. Κάθε επιβάτης θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που είχε καταφέρει πρωτίστως να επιβιβαστεί, πόσο μάλλον όταν είχε εξασφαλίσει καμπίνα ή κάποια θέση στο σαλόνι του επιβατικού ατμόπλοιου. Κανένας δεν κίνησε να κατέβει ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του πληρώματος.
Τα αεροπλάνα προσέγγιζαν ολοένα και περισσότερο. Την ίδια αδυναμία εκκένωσης των επιβατών παρουσίαζαν και το διπλανό ατμόπλοιο το «Σάμος».
Ο κόσμος δεν είχε καταλάβει την θανάσιμη παγίδα στην οποία είχε εμπλακεί. Ένα ακίνητο επιβατικό πλοίο, δεμένο στην προβλήτα και μάλιστα κατάφορτο αποτελούσε τον πιο εύκολο στόχο για τους εμπειροπόλεμους πιλότους των Στούκας.
Ο Κυβερνήτης Αδαμόπουλος βλέποντας το μάταιο των ανακοινώσεων, έκοψε τους κάβους και κίνησε να απομακρυνθεί από την αποβάθρα.
Τριάντα πέντε με σαράντα γερμανικά αεροπλάνα έφτασαν πάνω ακριβώς από το λιμάνι. Από την ειδοποίηση των σειρήνων της παθητικής αεράμυνας μέχρι τη ρίψη της πρώτης βόμβας, είχαν μεσολαβήσει κάποια πολύτιμα λεπτά, χρόνος που δεν ήταν ικανός για την πλήρη εκκένωση του πλοίου, οπωσδήποτε όμως ήταν αρκετός για να αποβιβαστεί τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος. Ωστόσο, όλοι βρίσκονταν ακίνητοι στις θέσεις τους.
Τα γερμανικά αεροπλάνα εμφανίστηκαν αρχικά πολύ ψηλά στον ορίζοντα. Ξαφνικά το ένα μετά το άλλο, άρχισαν τις θανατηφόρες βουτιές τους. Εφορμούσαν καθέτως και φτάνοντας μέχρι τα 200 ή και τα 100 μέτρα, εξαπέλυαν το φονικό τους φορτίο. Από την πρώτη στιγμή όλα τα πλοία που θα αποτελούσαν τη νυχτερινή νηοπομπή βρέθηκαν στο στόχαστρο. Οι δύο πρώτες βόμβες που πέφτουν στην θάλασσα αστοχούν αλλά προκαλούν πανικό και μόνο με τους πίδακες νερού που σηκώνεται από την έκρηξη. Τότε μόνο όλοι καταλαβαίνουν την επικινδυνότητα της παραμονής τους πάνω στο πλοίο.
Αρχίζει ένας νέος πανικός, αλλά με την αντίθετη αυτή την φορά κατεύθυνση. Οι ίδιοι που στριμώχνονταν να ανέβουν στο πλοίο για τη σωτηρία τους, στριμώχνονται τώρα να κατέβουν, πάλι για τον ίδιο λόγο. Όμως η μια στενή κλίμακα, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα πάνω από 600 άτομα, κατ΄ άλλους 800 άτομα, που επιβαίνουν στο «Ελλάς». Κάποιοι πηδούν στη θάλασσα. Οι περισσότεροι όμως καθώς φέρουν πάνω τους χρήματα, έγγραφα, κοσμήματα διστάζουν να πέσουν.
Τα γερμανικά αεροπλάνα διαγράφουν κύκλους πάνω από την Ακτή Μιαούλη και επιτίθενται χρησιμοποιώντας ακόμα και τα πυροβόλα που φέρουν πάνω τους. Τα πέντε πλοία της Ακτής Τζελέπη γίνονται παρανάλωμα του πυρός με πλήθος θυμάτων μεταξύ των επιβαινόντων στρατιωτικών.
Το «Ελλάς» πλήττεται
Μεγάλη πυρκαγιά ξεσπά μετά από έκρηξη, κάνοντας το πλοίο να φλέγεται από την πλώρη έως την πρύμνη. Ωστόσο, αν και φλεγόμενο ακολουθούσε αργά σχεδόν ανεπαίσθητα την πορεία που είχε χαράξει προς την έξοδο του λιμανιού, λίγα λεπτά μόλις πριν ο Κυβερνήτης του.
Οι βολές τόσο των αεροπλάνων όσο και των αντιαεροπορικών συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό. Γύρω από το «Ελλάς» ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό εμφανίζονται άνθρωποι στην επιφάνεια της θάλασσας που φλεγόταν. Για το ένα τρίτο των επιβατών του «Ελλάς» ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
Λόγω της τραγικότητας των στιγμών, της καθημερινής καταβύθισης πολλών ελληνικών πλοίων και του χάους που επικρατούσε γενικότερα, ο προσδιορισμός του αριθμού των θυμάτων διαφέρει ανάλογα με την πηγή από 400 έως και 800 άτομα!
Το ατμόπλοιο κάηκε ολοσχερώς αλλά έμεινε στην επιφάνεια τη θάλασσας να επιπλέει μισοβυθισμένο. Τις επόμενες ώρες ένα εξοπλισμένο και επιταγμένο ρυμουλκό από το φόβο μήπως το πλοίο παρασυρθεί από τα ρεύματα και κλείσει την είσοδο-έξοδο του ελεύθερου ακόμα πειραϊκού λιμανιού, έριξε πέντε βολές στα πλευρά του και το καταβύθισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου