Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για την θεραπεία των δέκα λεπρών.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για την θεραπεία των δέκα λεπρών.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ.17,11-19]

Όλα όσα όριζε ο παλαιός νόμος (ο μωσαϊκός) ήταν συμβολικά και τυπικά και σκιώδη· γι’ αυτό ο μωσαϊκός νόμος θεωρούσε και τη λέπρα εφάμαρτη και μιαρή και αποτρόπαια και ονόμαζε ακάθαρτους τους λεπρούς και όσους έπασχαν από βλεννόρροια και γενικά εκείνους που τους άγγιζαν [βλ. Λευίτ. 13,15: «Καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὸν χρῶτα τὸν ὑγιῆ, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ χρὼς ὁ ὑγιής, ὅτι ἀκάθαρτός ἐστι· λέπρα ἐστί (:Ο ιερέας θα δει τα υγιή μέρη του δέρματος σε αντιπαραβολή προς τα ασθενή και θα κηρύξει αυτόν ακάθαρτο, διότι πρόκειται περί λέπρας)», καθώς και εκείνους που άγγιζαν κάθε νεκρό σώμα [Αριθ.19,11: «Ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας (:Εκείνος που θα αγγίξει το σώμα νεκρού ανθρώπου, θα είναι ακάθαρτος για επτά ημέρες)»], υποδεικνύοντας με γριφώδη και ασαφή τρόπο την ακαθαρσία εκείνων που αμάρταναν απέναντι στον Θεό και αυτών που συνέπρατταν με αυτούς και συναναστρέφονταν αυτούς.

    Και μέσω της αποστροφής που όριζε προς τους λεπρούς, ο μωσαϊκός νόμος βέβαια υπαινισσόταν την αποστροφή προς τους ύπουλους και πανούργους, τους θυμώδεις και μνησίκακους· γιατί όπως η λέπρα καθιστά τραχύ και ποικιλόχρωμο το δέρμα του σώματος, έτσι η δολιότητα και η πονηριά και ο θυμός και η οργή καθιστούν ασταθές και τραχύ το λογιστικό μέρος της ψυχής. Μέσω των λεπρών λοιπόν υποδήλωνε τα αντίστοιχα πάθη της ψυχής που ήταν πολύ βαρύτερα από τη λέπρα· μέσω αυτού δηλαδή που έπασχε από βλεννόρροια υποδήλωνε τον ασελγή, ενώ μέσω εκείνων που  άγγιζαν κάποιο νεκρό σώμα ο νόμος εκείνος ονόμα­ζε «ακάθαρτους» εκείνους που με οποιονδήποτε τρόπο επικοινωνούσαν ή και συναναστρέφονταν με τους

αμαρτωλούς.

    Αφού λοιπόν ο Κύριος φάνηκε επάνω στη γη ως άνθρωπος χάρη στο απερίγραπτο πέλαγος της ευσπλαχνίας Του, για να θεραπεύσει τις ψυχικές μας νόσους και να εξαλείψει την αμαρτία του κόσμου, θεράπευσε και αυτές τις ασθένειες, τις οποίες ο νόμος ονόμαζε «ακαθαρσίες», ώστε, αν κάποιος νομίσει ότι εκείνα τα ψυχικά νοσήματα και πάθη είναι πραγμα­τικά ακαθαρσία και αμαρτία, να ομολογήσει τον Θεό που λυ­τρώνει τους ανθρώπους από αυτά, αν πάλι καλώς νομίσει ότι εκείνα είναι σύμβολα της πραγματικής ακαθαρσίας και αμαρτίας, να καταλάβει από όσα τελούνται εκ μέρους του Χριστού γύρω από αυτά τα σύμβολα, ότι αυτός ο Ίδιος είναι που και την αμαρτία του κόσμου συγχώρησε και έχει επίσης και τη δύναμη να την καθαρίσει.

    Είναι δυνατό όμως να πούμε και κάτι άλλο, καλά και αληθινά, όπως εγώ νομίζω· ότι, όπως ο Κύριος παραγγέλλει σε εμάς να επιζητούμε τα πνευματικά -γιατί λέγει:«Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ (:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά)»και όταν εμείς ζητούμε αυτά τα ψυχωφελή και σωτήρια, Εκείνος υπόσχεται να δώσει και τα σωματικά και επίγεια, λέγοντας: «καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (:και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)» [Ματθ.6,33], έτσι και Αυτός, αφού έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε από τον ουρανό, όπως ευδόκησε, στη δική μας μηδαμινότητα, για να καθαρίσει τις αμαρτίες μας, χαρίζει επιπρόσθετα και την ανόρθωση των παράλυτων και την ανάβλεψη των τυφλών και την κάθαρ­ση των λεπρών, και γενικά θεραπεύει κάθε νόσο του σώματός μας και κάθε αδυναμία, γιατί είναι πλούσιος σε ευσπλαχνία.

    Όπως λοιπόν ο ευαγγελιστής Λουκάς θα πει σήμερα: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἰς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν,καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν (:Καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από τα σύνορα της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας βαδίζοντας από δυτικά προς ανατολικά, προς τη χώρα που βρίσκεται πέρα από τον Ιορδάνη. Και την ώρα που έμπαινε σε κάποιο χωριό, Τον συνάντησαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά, επειδή σύμφωνα με τον νόμο κάθε λεπρός θεωρούνταν ακάθαρτος και δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει κανέναν. Και αυτοί τότε άρχισαν να Του φωνάζουν δυνατά)» [Λουκ.7,12-13].Σωστά επιση­μαίνει ο ευαγγελιστής ότι οι λεπροί Τον συνάντησαν όχι όταν μπήκε, αλλά την στιγμή έμπαινε στην πόλη, γιατί οι λεπροί έπρεπε να απομακρύνονται και από τις πόλεις και από τα χωριά ως ακάθαρτοι που θεωρούνταν και έτσι ζούσαν γύρω από αυτές. Αλλά και ότι «στάθηκαν μακριά» μαρτυρεί τούτο· γιατί δεν επιτρεπόταν ούτε έξω από τις πόλεις ή τα χωριά να αναμιγνύονται αυτοί με τους υγιείς.

    Ύψωσαν όμως και τη φωνή τους προς τον Ιησού, δηλαδή φώναξαν δυνατά, εξαιτίας της μεγάλης αποστάσεως μεταξύ αυτών και του Κυρίου, λέγοντας: «᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς (:Ιησού, Κύριε, σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας)» [Λουκ.17,13]. Δηλαδή «Πρόσεξε, σε παρακαλούμε, το πά­θος μας, πρόσεξε την ντροπή μας, πρόσεξε το άσχημο και βδελυρό και αφύσικο άνθος του πληγιασμένου δέρματός μας· γιατί τέτοιο είναι η λέπρα· πρόσεξε την εκτροπή της φύσεως, την αποστροφή των ανθρώπων, την απαρηγόρητη απομόνωσή μας από τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας ,και δείχνοντας έλεος απέναντί μας, πρόσφερέ μας τη θεραπεία».

    «᾿Ιησο πιστάτα, λέησον μς (:Ιησού, Κύριε, σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας)». Φαίνεται βέβαια ότι η φωνή των λεπρών είναι αξιολύπητη, δεν είναι όμως χαρακτηριστική κάποιων αληθινά πιστών και συνετών ανθρώπων· διότι Τον αποκαλούν «πιστάτη», πράγμα που δεν συνηθίζεται να λέγεται για πρόσωπα που έχουν απόλυτη και κυρίαρχη εξουσία και υπεροχή. Είναι όμως η δέηση ανθρώπων που ελπί­ζουν ότι θα δεχθούν τη θεραπεία, πράγμα που δεν είναι δείγμα ενός συνετού τρόπου σκέψης εκ μέρους τους, αν Αυτός που μπορεί, και μάλιστα από μακριά, να προσ­φέρει την κάθαρση σε δέκα λεπρούς, γι΄αυτούς δεν είναι Θεός.

   Ο Κύριος όμως, επειδή σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρεπόταν στους λεπρούς να συναναστρέφονται τα πλήθη που συνέρρεαν γύρω από Αυτόν, ώστε με τη διδασκαλία Του που θα άκουγαν και τα θαύματα που θα έβλεπαν τον Κύριο να επιτελεί, να οδηγηθούν προς την πίστη, τους προσφέρει το έλεος δωρεάν [:χωρίς να τους ζητεί πρώτα την πίστη, πριν από τη θαυματουργική θεραπεία τους] και τους καθαρίζει από τη λέπρα, ώστε, απαλλασσόμενοι από το νομικό κώλυμα για συναναστροφή μαζί Του, να μπορούν και να συνυπάρχουν και με τον Κύριο και με τους άλλους υγιείς ανθρώπους και να βελτιώνονται εγκολπώμενοι τη διδασκαλία Του.

    Και με ποιον τρόπο τους καθαρίζει; Λέγοντάς τους: «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι (:Πηγαίνετε και δείξτε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώσουν αν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου’’. Και καθώς αυτοί πήγαιναν να εξεταστούν από τους ιερείς, καθαρίστηκαν από τη λέπρα)» [Λουκ.17,14], γιατί Εκείνος που εξουσιάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του πρόσταξε να μεταβούν στους ιερείς πριν ακόμα καθαριστούν και, επειδή υπάκουσαν, τους χορήγησε και την κάθαρση.

    Όπως δηλαδή ο Δεσπότης του νό­μου, εφαρμόζοντας για χάρη μας τον μωσαϊκό νόμο, δεν προσκάλεσε κοντά Του τους λεπρούς, ούτε τους άφησε να Τον αγγίξουν, έτσι και μετά που λύγισε στις αξιολύπητες φωνές εκείνων, παρέχοντάς τους τη θερα­πεία, τους αποστέλλει προς τους ιερείς, πάλι σύμφωνα με τον μωσαϊκό  νόμο· γιατί ο νόμος αυτός πρόσταζε να μη δίνει τη μαρτυρία μόνος του ο λεπρός που καθαρίσθηκε, αλλά να προσέρχεται στους ιερείς και να δείχνει μπροστά στα μάτια εκείνων κάθε υγιές πλέον μέλος του σώματός του και από εκείνους να παίρνει τη διαβεβαίωση, ώστε να θεωρείται  στο εξής καθαρός και υγιής[ : βλ. Λευιτ. 13,6: «Καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ τὸ δεύτερον. καὶ ἰδοὺ ἀμαυρὰ ἡ ἁφή, οὐ μετέπεσεν ἡ ἁφὴ ἐν τῷ δέρματι· καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· σημασία γάρ ἐστι· καὶ πλυνάμενος τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καθαρὸς ἔσται (:Πάλι λοιπόν ο ιερέας κατά την έβδομη μέρα θα δει αυτόν για δεύτερη φορά και εάν η πληγή είναι θαμπή και όχι γυαλιστερή, και δεν έχει απλωθεί περισσότερο επάνω στο δέρμα, ο ιερέας θα τον κηρύξει καθαρό, διότι τα σημάδια πείθουν ότι δεν πρόκειται περί λέπρας. Αυτός πάλι αφού πλύνει τα ρούχα του, θα είναι καθαρός)»].

   Επειδή όμως η λέπρα υπαινίσσεται την αμαρτία, η επίδειξη στους ιερείς δείχνει οπωσδήποτε τούτο, ότι δηλαδή κανείς από αυτούς που αμαρτάνουν απέναντι στον Θεό, ακόμη και αν απομακρυνθεί από την αμαρτία, ακόμη και αν την ισοσταθμίσει με τα έργα της μετάνοι­ας, δεν μπορεί να λάβει από τον εαυτό του τη συγχώρηση και να ζει μαζί με όσους δεν έχουν να λογοδοτήσουν για κάτι, εάν δεν μεταβεί προς εκείνον που έχει από τον Θεό την εξουσία να λύνει και να απαλλάσσει[:δηλαδή στον ιερέα-εξομολόγο] και δεν δείξει σε αυ­τόν την λεπρωμένη από τις αμαρτίες ψυχή του με την εξομολόγηση και δεχθεί από εκείνον την διαβεβαίωση της συγχωρήσεως. Αυτός λοιπόν που εκτελεί και τις συμβολικές πράξεις του νόμου για μας, στέλνει για τον ίδιο λόγο και τους λεπρούς στους ιερείς για να ελεγ­χθούν, οικονομώντας και κάτι επιπλέον ακόμα: διότι ήταν ικανό το θαύμα ν’ απαλλάξει ακόμη και τους ιερείς από την απιστία προς Αυτόν.

   Πράγματι κάποτε έπαθε λέπρα και η αδελφή του Μωυσή Μαριάμ, για αιτία που δεν είναι καιρός να την πούμε τώρα, αλλά οπωσδήποτε έπαθε την ασθένεια της λέπρας· και ο Μωυσής που δοκίμασε τρομερό πόνο από το πάθος της αυτό, ζητούσε με την προσευχή τη θεραπεία της αδελφής του από τον Θεό· και την έλαβε βέβαια, αλλά έπειτα από επτά ημέρες[Αριθμ.12,15: «Κα φωρίσθη Μαριμ ξω τς παρεμβολς πτ μέρας· κα  λας οκ ξρεν, ως καθαρίσθη Μαριάμ (: Και χωρίστηκε η Μαριάμ και έμεινε έξω από την κατασκήνωση επτά μέρες. Και ο λαός δεν αναχώρησε από την Ασηρώθ, έως ότου καθαρίστηκε η Μαριάμ από τη λέπρα)»].

    Προσέξτε λοιπόν πόση υπεροχή προσμαρτυρεί το θαύμα στον Χριστό έναντι του Μωυσή. Γιατί Αυτός, στον λεπρό που Του είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι (:Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου)»,απάντησε: «Θέλω,καθαρίσθητι (:Θέλω, καθαρίσου)» [Ματθ.8,2], και αμέσως τον απάλλαξε από τη λέπρα, ενώ εδώ έδωσε τη θεραπεία σε δέκα λεπρούς που ζήτησαν από μακριά την κάθαρση, χωρίς καν να πει τίποτε, αλλά μόνο με τη συγκα­τάνευσή Του. Άρα δεν είναι φανερό σε όλους όσοι έχουν νου, ότι Αυτός είναι Εκείνος στον οποίο προσευχόταν ο Μωυσής και Τον οποίο ικέτευε ως Θεό να συγκατανεύσει στην κάθαρση της αδερφής του της Μαριάμ;

     Γι’ αυτό λοιπόν οι τόσοι αυτοί λεπροί που καθαρίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο  αποστέλλονταν στους ιερείς, για να γνωρίσουν και αυτοί μέσω του θαύματος τη δύναμη του Χρι­στού, και, αφού μάθουν από τους λεπρούς ότι ήρθαν να εκπληρώσουν τον νόμο σύμφωνα με τη γνώμη Εκείνου που έχει τόση δύναμη, να καταλάβουν ότι Εκείνου γνώμη είναι και ο δοσμένος μέσω του Μωυσή νόμος, και έτσι να πιστέψουν στον ένα αυτόν Θεό, που είναι ο Ίδιος, και του νόμου και της χάριτος, και να οδηγήσουν αυτοί τελειότερα τους καθαρισμένους λεπρούς προς την πίστη σε Αυτόν. Γιατί έτσι έπρεπε, αν και εκείνοι χωρίς σύνε­ση έπρατταν τα αντίθεταΜολονότι λοιπόν εκείνοι έπρατταν τ’ αντίθετα, ο Χριστός όμως δεν παρέλειπε ποτέ τίποτε από όσα τους είλκυαν προς τη σωτηρία· γιατί έχει αδαπάνητη και ανίκητη την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία και δεν ήταν δυνατό να νικηθεί η μακροθυμία Εκείνου με την κακία αυτών.

      Αλλά, καθώς οι λεπροί, πηγαίνοντας προς τους ιερείς, θεραπεύθηκαν στον δρόμο, «ες δ ξ ατν, δν τι ἰάθη, πέστρεψε μετ φωνς μεγάλης δοξάζων τν Θεόν, κα πεσεν π πρόσωπον παρ τος πόδας ατο εχαριστν ατ· κα ατς ν Σαμαρείτης(:ένας από αυτούς, αφού είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε δοξάζοντας τον Θεό μεγαλόφωνα και έπεσε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και Τον ευχαριστούσε. Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες)»[Λουκ.17,15].

    Σωστά είπε ο Ψαλμωδός προφήτης για τη γενιά των Ιουδαίων που ζούσαν στη δική του εποχή, ότι «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόνπάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (:Ο Κύριος έσκυψε από το ύψος του ουρανού και έριξε το βλέμμα Του για να δει τους υιούς των ανθρώπων, για να δει εάν υπάρχει κανείς μεταξύ τους, που να έχει επίγνωση Θεού ή να επικαλείται με πίστη τον Θεό και να προσπαθεί να ευαρεστεί σε Αυτόν. Αλίμονο, όλοι εξετράπησαν στην ευθεία οδό. Εξαχρειώθηκαν και διεφθάρησαν. Δεν υπάρχει κανένας που να πράττει το αγαθό. Δεν υπάρχει ούτε ένας. Ο λάρυγγάς τους, σαν ανοιχτός τάφος, αναδίδει δυσώδεις αναθυμιάσεις. Με τις πονηρές τους γλώσσες επινοούν και εκφράζουν δόλια ψεύδη και φαρμακερές συκοφαντίες. Δηλητήριο φαρμακερών ασπίδων υπάρχει κάτω από τα χείλη τους. Το στόμα τους είναι γεμάτο από κατάρες εναντίον του Θεού και από δολιότητες και πικρίες εναντίον των ανθρώπων. Τα πόδια τους τρέχουν με ταχύτητα, για να χύσουν αίμα. Στους δρόμους της ζωής τους και στις πράξεις τους σπείρουν συντρίμματα και ταλαιπωρίες εναντίον αθώων. Εσωτερική ειρήνη και ειρηνική ζωή με τους άλλους εξαιτίας της αμαρτωλότητάς τους δεν γνώρισαν. Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν τους)»[Ψαλμ.13,2-3].

     Πράγματι, αν αυτοί οι εννέα, που τόση ευεργε­σία πέτυχαν από τον Χριστό και τέτοιο θαύμα είδαν επάνω τους, δεν κατάλαβαν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, δεν επέστρεψαν για να Τον αναζητήσουν, δεν απέδωσαν τη μεγαλύτερη δοξολογία ούτε την ευχαριστία, τι είναι φυσικό να σκεφθούμε για τους άλλους; Αλλά ο Σαμαρείτης, ο Ασσύριος κατά το γένος (γιατί από αυ­τούς προερχόταν η σαμαρειτική αποικία) [βλ. Δ΄Βασ.17,24: «Καὶ ἤγαγε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐκ Βαβυλῶνος τὸν ἐκ Χουθὰ ἀπὸ Ἀϊὰ καὶ ἀπὸ Αἰμὰθ καὶ Σεπφαρουαΐμ, καὶ κατῳκίσθησαν ἐν πόλεσι Σαμαρείας ἀντὶ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν Σαμάρειαν καὶ κατῴκισαν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῆς (: Ο βασιλιάς των Ασσυρίων μετέφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα, δηλαδή ειδωλολάτρες κατοίκους των πόλεων Χουθά, Αϊά, Αιμάθ και Σεπφαρουαίμ και τους εγκατέστησε στις πόλεις της Σαμάρειας αντί των Ισραηλιτών. Αυτοί λοιπόν πήραν πλέον ως κληρονομιά τους τη Σαμάρεια και εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της)»], που ήταν ένας από αυτούς, όταν είδε το θαύμα και την ποθητή ευεργεσία που πέτυ­χε, κατανόησε αυτήν και τελειώθηκε ως προς την πίστη, και αφού επέστρεψε, λέγει και εκτελεί λόγια και πράξεις ευγνωμο­σύνης και πίστεωςπέφτοντας δημόσια με το πρόσωπο στα πό­δια του ευεργέτη και δοξάζοντας ως Θεό αληθινό Αυτόν που του χάρισε την κάθαρση από τη λέπρα του.

     Και ο Κύριος λέγει προς τους παρευρισκόμενους: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; (: Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Χάθηκαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος;)», αν και βέβαια γι’ αυτό θεράπευσε και αυτούς, για να λάβουν την άδεια και τη δυνατότητα πλέον φυσιολογικά να ζουν μαζί με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους και με όσους παρακολουθούσαν από κοντά τη διδασκαλία του Ιησού και να κερδίσουν τη θεραπεία των ψυχών τους και να δοξάσουν τον Ιατρό και των ψυχών και των σωμάτων· εκείνοι όμως δεν σκέφθηκαν ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό.

    Αλλά τι πάθος αληθινά! Γιατί από αυτό μπορεί κανείς να δει να πάσχουμε και εμείς τώρα: αφού καθαρισθήκαμε από τον Χριστό απ’ εκείνη την πρώτη κατάρα, που ήταν απλωμένη πάνω μας σαν λέπρα, και πιο βλαβερή και πιο σιχαμερή από κάθε λέπρα, καθόσον το πάθος εκτός από το σώμα μετέβαινε και στην ψυχή· αφού καθαρισθήκαμε λοιπόν απ’ αυτήν μέσω του Χριστού, και λάβαμε πάλι από Εκείνον καθαρή τη φύση μας σαν από την αρχή, δεν προσκολλόμαστε σε Αυτόν με ενάρετη ζωή προσφέροντάς Του δόξα, αλλά απομακρυνόμαστε πάλι από Αυτόν με επά­ρατα και παράνομα έργα, όπως λέγει προς Αυτόν ο Δαβίδ: «Ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ παροικήσει σοι πονηρευόμενος (: Εσύ είσαι Θεός, που ποτέ και κατά κανέναν τρόπο δεν θέλεις την καταπάτηση του νόμου Σου και την αδικία. Για τον λόγο αυτόν ούτε και προς στιγμή δεν θα παραμείνει πλησίον Σου ως προστατευόμενός Σου κανένας ασεβής άνθρωπος, ο οποίος μηχανεύεται το κακό)» [Ψαλμ.5,5].

     Γι’ αυτό πάλι ο Κύριος, ελεεινολογώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους και θρηνώντας κατά κάποιο τρόπο εκείνους και εμάς τους έπειτα από εκείνους όμοιους με εκείνους, όπως προς τον Αδάμ, όταν εξέπεσε από τη θεία εκείνη δόξα, έλεγε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ; (:Αδάμ, πού εί­σαι;)» [Γέν.3,9], έτσι έπειτα λέγει και προς αυτούς: «Οι εννέα όμως πού είναι; Δεν έκριναν αυτοί ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό, παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός;». Λέγοντας όμως τη φράση: «εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος(:παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός)»δείχνει την αχαριστία και σκληροκαρδία του γένους των Ιουδαίων, και ότι τα έθνη ήταν έτοιμα για επιστροφή, ενώ οι Ιουδαίοι ήταν τελείως αμετανόητοι προς σωτηρία. Γι’ αυτό και σε αυτόν που επέστρεψε με ευγνωμοσύνη χάρισε δίκαια και την ψυχική σωτηρία, που προτυπώνει τη σωτηρία των εθνών μέσω της πίστεως, λέγοντάς του: «Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε (:Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου σωτηρία)»ενώ εκείνους που δεν επέστρεψαν, αφού τους κατηγόρησε μόνο για τη σιωπή τους, έδειξε ότι απέτυχαν ως προς την ψυχική σωτηρία.

    Μοιάζουν βέβαια οι δέκα αυτοί λεπροί με ολόκληρο το γένος των ανθρώπων γιατί όλοι μας ήμασταν λεπρωμένοι, αφού όλοι υποπέσαμε στην αμαρτία, όπως λέγει ο θεόπνευστος Παύλος: «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (: Και δεν υπάρχει διάκριση, διότι όλοι ανεξαιρέτως αμάρτησαν και έχουν στερηθεί από τη δόξα, που έχει και μεταδίδει ο Θεός. Και συνεπώς γίνονται όλοι δίκαιοι και σώζονται δωρεάν με τη χάρη που δίνει σε μας τους καταδίκους ο Θεός ως πανάγαθος βασιλιάς. Μας απελευθέρωσε ο Θεός από την αμαρτία με την εξαγορά που  έκανε ο Ιησούς Χριστός, με το λύτρο του αίματός Του)» [Ρωμ.3,23-24].

     Όλοι λοιπόν ήμασταν έτσι πνευματικά λεπροί, αφού όμως κατέβηκε ο Κύριος από τους ουρανούς και έλαβε τη φύση μας, την ελευθέρωσε από την καταδίκη για την αμαρ­τίαΑλλά οι Ιουδαίοι βέβαια φάνηκαν αγνώμονες απέναντι σε αυτήν την ευεργεσία, όσοι όμως από τους εθνικούς επέστρεψαν από τον μάταιο δρόμο τους και από τα προηγούμενα πονηρά ήθη τους και πρόσφεραν δόξα στον Θεό, όχι ομολογώντας απλώς τη σωτηρία και ανακηρύσσοντας το μέγα έλεος Εκείνου που από το απέραντο πέλαγος φιλανθρωπίας κένωσε τον εαυτό Του μέχρι σε μας, αλλά και πείθονται στις εντολές Του και ζουν σύμφωνα με αυτές και με τη διαγωγή αυτή βαδίζουν προς ειρή­νη, δηλαδή ειρηνεύουν προς τους εαυτούς τους και μεταξύ τους και προς τον Θεό.

   Και ειρηνεύουμε προς τον Θεό, εκτελώντας τα ευάρεστα σε Αυτόν, ζώντας με σωφροσύνη, λέγοντας την αλήθεια, και πράττοντας τα δίκαια, «επιδιδόμενοι σε προσευχές και δεήσεις», και όπως προτρέπει ο απόστολος Παύλος: «Λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ(:Λαλώντας μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, άδοντας και ψάλλοντας στον Κύριο με όλη σας την καρδιά)» [Εφ.5,19], και όχι μόνο με τα χείλη.

   Προς τους εαυτούς μας ειρηνεύουμε, υποτάσ­σοντας τη σάρκα στο πνεύμα και ακολουθώντας τον τρόπο ζωής που μας υπαγορεύει ο έμφυτος νόμος της συνειδήσεώς μας και έχοντας τον εσωτερικό μας κόσμο των λογισμών κινούμενο με κοσμιότητα και ευγένεια· μεταξύ μας τέλος ειρηνεύουμε: «Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς· (:Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παράπονο εναντίον του άλλου, Όπως κι ο Χριστός σας έκανε χάρη και σας συγχώρησε, έτσι και εσείς να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο)» [Κολ.3,13].

   Ας ειρηνεύουμε και εμείς λοιπόν, αδελφοί, παρακαλώ, και ας δείχνουμε αυτή την ειρήνη με έργα και τρόπους ενάρετους και αγαπητούς στον Θεό· γιατί εξαιτίας αυτής της ειρήνης και εμείς ήρθαμε σε σας, στην Εκκλησία του Χριστού, έχοντας ορισθεί από αυτόν διάκονοι της κληρονομιάς και χάριτός Του, και πάνω από όλα ευαγγελιζόμαστε σ’ εσάς την ειρήνη σύμφωνα με την προς εμάς παραγγελία του Σωτήρα μας μέσω των Αποστόλων, και με αυτήν συνάγουμε τα σκορπισμένα μέλη προς τον εαυτό τους και την προκαλούμενη από το μίσος ασθένεια και καχεξία την βγάζουμε έξω από τις ψυχές μας.

     Είμαστε λοιπόν μαζί σας με την χάρη του Χριστού και είμα­στε πρεσβευτές του Χριστού, αφού Αυτός παρακαλεί με ενδιάμε­σους εμάς: «Καταλλάγητε τ Θε(:Συμφιλιωθείτε με τον Θεό)»[Β΄Κορ.5,20], γνωρίστε την μεταξύ σας συγγένεια που ενυπάρχει σε σας, όχι μόνο ως προς την ψυ­χή, αλλά και ως προς το σώμα, γιατί έτσι θα γίνετε και της ειρή­νης, δηλαδή του Θεού, υιοί και κληρονόμοι. Γιατί Αυτός είναι η ειρήνη μας, που έκαμε τα δυο ένα και διέλυσε τον μεσότοιχο φράκτη και κατέλυσε με τον σταυρό την έχθρα και φύτευσε την ειρήνη μέσα στις ψυχές μας. Γιατί ολόκληρο το έργο της παρουσίας Του είναι η ειρήνη, και γι’ αυτήν έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη.

    Γι’ αυτό και ο Δαβίδ προείπε γι’ Αυτόν:«Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης(:Από την πνευματική αυτή γλυκιά άρδευση θα αναβλαστήσει και θα ανθίσει επί των ημερών Του δικαιοσύνη και ειρήνη πλούσια και ατέλειωτη)» [Ψαλμ.71,7], και σε άλλον Ψαλμό λέγει πάλι γι’ Αυτόν: «Λαλήσει εἰρήνην ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ἐπιστρέφοντας καρδίαν ἐπ᾿ αὐτόν(:Θα ομιλήσει ειρηνικά προς τον λαό Του, στους αφοσιωμένους προς Αυτόν Ισραηλίτες· σε όσους επιστρέφουν με όλη τους την καρδιά προς Αυτόν)» [Ψαλμ.84,9]. Δείχνει όμως και ο ύμνος που ψάλθηκε κατά τη γέννησή Του από τους αγγέλους, ότι ήρθε σ’ εμάς φέροντάς μας από τον ουρανό την ειρήνη, λέγοντας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία (:Δοξασμένος ας είναι ο Θεός στα ύψιστα μέρη του ουρανού απ’ τους αγγέλους που κατοικούν εκεί˙ και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη απ’ την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη· διότι ο Θεός εκδήλωσε τώρα εξαιρετικά την εύνοια και την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του)» [Λουκ.2,14].

    Και Αυτός ο Ίδιος, όταν ολοκλή­ρωνε ήδη την σωτηριώδη οικονομία, αντί κληρονομιάς, την ειρή­νη άφησε στους μαθητές Του, λέγοντας προς αυτούς: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω (:Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)» [Ιω.14,27]· και επίσης: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, από το αν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας. Η αγάπη αυτή θα σας εξασφαλίσει την αναγνώριση, τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων περισσότερο από τη θαυματουργική σας δράση)»[Ιω,13,35]. Και η τελευταία προσευχή που έκανε για μας όταν ανέβαινε προς τον Πατέρα του στηρίζει την αναμεταξύ μας αγάπη· γιατί λέγει: «Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς (:Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα κι εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)» [Ιω.17,11].

    Να μην εκπέσουμε λοιπόν από την πατρική προσευχή, ούτε να απορρίψουμε την κληρονομιά του ουράνιου Πατέρα, ούτε τη σφραγίδα και το σημάδι της προς Αυτόν οικειότητας να πετάξουμε, για να μη χάσουμε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς Αυτόν μαθητεία και εκπέσουμε από την επηγγελμένη ζωή και αποκλεισθούμε από τον πνευματικό νυμφώνα του ειρηνάρχη Πατέρα, ο οποίος, για να μην πάθουμε αυτό, απέστειλε μέσω των αγίων μαθητών και Αποστόλων Του την ειρήνη σε όλον τον κό­σμο.

     Γι’ αυτό και αυτοί και στις ομιλίες τους και στα συγγράμματά τους αυτήν προβάλλουν στους προλόγους τους πριν από όλους τους λόγους: «Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ(:Χάρη σε εσάς να παρέχεται και ειρήνη από τον Θεό)» [Γαλ.1,3]. Αυ­τήν και εμείς ως υπηρέτες της διακονίας εκείνων και τώρα ευαγ­γελιζόμαστε και μαζί με τον Παύλο λέμε σ’ εσάς: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον (:Αγωνίζεστε και προσπαθείτενα επιδιώκετε ειρήνη με όλους καθώς και να αποκτήσετε και τον αγιασμό και την καθαρότητα της καρδιάς σας, χωρίς την οποία κανένας δεν θα δει τον Κύριο)» [Εβρ.12,14]. Από μας όμως κανένας να μην αποτύχει στο να δει τον Κύριο, ούτε να εκπέσει από τη θεία δόξα την εκπεμπόμενη από εκεί, αλλά, αφού όλοι συμφιλιωθούμε και συναχθούμε σ’ ένα με την μεταξύ μας κατά Θεόν ειρήνη και αγάπη και ομό­νοια, να έχουμε στο μέσο μας σύμφωνα με τη γλυκιά παραγγελία του τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που εξομαλύνει τις δυσκολίες του παρόντος βίου, και στον κατάλληλο καιρό χαρίζει την αιώ­νια ζωή και δόξα και βασιλεία.

     Αυτήν είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς με την χάρη και φιλαν­θρωπία του ειρηνοποιού και ειρηνοδώρου Θεού και Πατέρα μας και Κυρίου Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες αιώ­νων. Γένοιτο.

          ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

           επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Άπαντα τα έργα, τόμος 11, ομιλία ΞΑ΄,σελ.538-558,Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986

Δεν υπάρχουν σχόλια: