«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά. Ο ανεπανάληπτος μέγας πολέμαρχος του ιερού Αγώνα, ο θρυλικός κλέφτης, η εξοχότερη πολεμική φυσιογνωμία της νεότερης ιστορίας μας. Μετά την αποτυχία της ορλοφικής επανάστασης, η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό της το Λιμποβίσι της Καρύταινας, της σημερινής Γορτυνίας, και να καταφύγει στη Μεσσηνία. Τότε γεννήθηκε ο Κολοκοτρώνης, κάτω από ένα δένδρο, στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας, τη Δευτέρα του Πάσχα (5-4-1770). Πατέρας του ήταν ο θρυλικός κλέφτης Κωσταντής, που σκοτώθηκε το 1780 κατά την ηρωική έξοδο των Κολοκοτρωναίων από τον πύργο της Καστάνιτσας. Σκοτώθηκαν κι άλλοι πολλοί τότε από το σόι τους. Ο δεκάχρονος Θοδωρής γλίτωσε με τη μητέρα του Ζαμπιά, το γένος Κωτσάκη, και με το θείο του Αναγνώστη, που τους πήρε για προστασία. Αργότερα, το 1785, εγκαταστάθηκαν κοντά στο Λοντάρι. Μα την ίδια χρονιά ο Θοδωρής, δεκαπέντε χρονών παλικάρι, έγινε κλέφτης και μετά αρματωλός στην επαρχία Λονταρίου.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με την παλικαριά, την αξιοσύνη του και την εξυπνάδα του γλίτωνε από όλες τις παγίδες που του έστηναν οι Τούρκοι, για να τον ξεκάμουν. Πατρογονικό ήταν το μίσος των Κολοκοτρωναίων προς τον κατακτητή. Ποτέ δεν είχαν συμβιβαστεί με την τυραννία, από την εποχή που ο Μοριάς έπεσε στους Τούρκους. Γιατί οι ρίζες των Κολοκοτρωναίων φτάνουν μέχρι και την Ενετοκρατία. Και μια και δεν κατάφεραν να τον εξοντώσουν, τον έκαμαν από δυο φορές αρματολό στο Λοντάρι και στην Καρύταινα και τον αναγνώρισαν δερβέναγα του Μοριά (1787). Τους μισθούς που έπαιρνε τότε, τους μοίραζε σ’ όλα τα καπετανάτα του Μοριά.Κάποτε όμως οι Τούρκοι θέλησαν να ξεπαστρέψουν την κλεφτουριά. Ο Σoυλτάνος υποχρέωσε τον Πατριάρχη να εκδώσει αφοριστικό έγγραφο (1805), όχι μόνο για τους κλέφτες, μα και για όσους τους έκρυβαν και τους περιέθαλπαν. Και υποχρέωνε το έγγραφο τους Ρωμιούς σαν καλούς ραγιάδες να τους προδίδουν και να τους καταδιώκουν. Αλίμονο σ’ εκείνους που προσέφεραν προστασία στους επικηρυγμένους κλέφτες. Οι Τούρκοι σούβλιζαν ομαδικά τους γιατάκηδες. Έτσι τους έλεγαν, όσους παρείχαν άσυλο στους κλέφτες. Οι διωγμοί άρχισαν το Γενάρη του 1806. Έπεσε μεγάλος φόβος. Όλοι φοβούνταν το μαχαίρι του τυράννου και τις κατάρες του πατριαρχείου. Η κλεφτουριά δέχτηκε τέτοιο κτύπημα, που δεν μπόρεσε να ξανασηκώσει κεφάλι μέχρι το 1821.
Άλλοι χάθηκαν κι άλλοι κατέφυγαν στα Επτάνησα. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που κατέφυγε στη Ζάκυνθο τον Μάιο του 1806. Μα και πάλι δεν ησύχασε, μόνο με ένα καραβάκι και όπως αλλιώς μπορούσε πολεμούσε εναντίον των Τούρκων με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1807). Ύστερα υπηρέτησε στον Αγγλικό στρατό με το βαθμό του μαγιόρου (Ταγματάρχη). Κατάλοιπο της υπηρεσίας εκείνης ήταν η γνωστή σ’ εμάς εντυπωσιακή περικεφαλαία.
Στη Φιλική Εταιρεία κατηχήθηκε από τον Αναγνωσταρά στη Ζάκυνθο (1818). Εκείνη την εποχή έκανε τον ζωέμπορο και τον χασάπη, για να ζήσει την οικογένειά του, γιατί από το 1816 δεν ήταν πια αξιωματικός των Άγγλων, αφού οι τελευταίοι διέλυσαν τα Ελληνικά τάγματα μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Ο Κολοκοτρώνης είχε παντρευτεί είκοσι χρονών την Κατερίνα Καρούτσου, της οποίας τον πατέρα, πρόκριτο Λονταρίου, είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι. Μ’ αυτήν είχε αποκτήσει τρεις γιους και δυο θυγατέρες. Ζούσε ακόμα κι η μάνα του η Ζαμπία. Και ούτε πείνασε η οκταμελής οικογένειά του, ούτε ο ίδιος έγινε βάρος σε κανέναν, αλλά εργαζόταν και εξοικονομούσε τίμια το ψωμί τους. Τώρα πια περίμενε την ώρα του σηκωμού.
Τον Γενάρη του 1821 από τη Ζάκυνθο πέρασε στην Καρδαμύλη της Μάνης, όπου φιλοξενήθηκε από τον πατρικό του φίλο Παν. Μούρτζινο. Συμφιλίωσε τους Μανιάτες και συνεργάστηκε με τον Νικηταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και άλλους ενόψει της επανάστασης. Στο εξής η δράση του είναι έντονη και συνεχής. Συμμετείχε στην κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου) και στη συνέχεια πολιόρκησε την Τριπολιτσά, πιστεύοντας πως έπρεπε να πέσει στα χέρια των Ελλήνων η πρωτεύουσα του Μοριά, για να ορθοποδίσει ο αγώνας. Έτσι, παρά την αντίθετη γνώμη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλων, ξεκίνησε με 300 περίπου εναντίον της Τρίπολης, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Παπαφλέσας με τον Νικηταρά.
Η πρώτη μάχη του αγώνα δόθηκε από τον Κολοκοτρώνη έξω από την Καρύταινα (27 Μαρτίου), όπου σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στον Αλφειό ποταμό 500 περίπου από τους Τούρκους, που τρέχανε για να σωθούν στην Τρίπολη. Αλλά στη συνέχεια οι Τούρκοι με γιουρούσια απωθούσαν τους Έλληνες, οι οποίοι σκόρπιζαν εδώ κι εκεί, μαθημένοι στον κλεφτοπόλεμο, χωρίς να πειθαρχούν. Ο Κολοκοτρώνης, ύστερα από πρόταση του Κανέλλου Δεληγιάννη, ανέλαβε να οργανώσει τα γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα, να εμπνεύσει πειθαρχία στα παλικάρια και να σκάψει λαγούμια. Αποτέλεσμα της στρατηγικής του Γέρου ήταν να κερδίσουν οι Έλληνες λαμπρή νίκη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου) και κατόπιν στα Δολιανά και στα Βέρβενα. Ο κλοιός γύρω από την Τρίπολη άρχισε να σφίγγει, οργανώθηκε και το στρατόπεδο των Τρικόρφων, έφτασε μετά και ο Δημήτριος Υψηλάντης και η Τρίπολη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 23 Σεπτεμβρίου. Εκεί φάνηκαν οι οργανωτικές και στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη.
«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν».
Theodoros Kolokotronis – Lithography by Karl Krazeisen (1794-1878)
Στη συνέχεια ήθελε να πάει στην Πάτρα, με την ελπίδα ότι οι έγκλειστοι στο κάστρο Τουρκαλβανοί θα παραδίδονταν, επειδή μόνο αυτόν εμπιστεύονταν. Όμως, οι άρχοντες της Αχαΐας έγραψαν να μην πάει, επειδή ανησυχούσαν από τις επιτυχίες των στρατιωτικών και ήθελαν να κάμουν κι εκείνοι κάτι. Ο Κολοκοτρώνης τελικά δεν πήγε, μια και απειλούσαν κιόλας, με αποτέλεσμα η Πάτρα να παραμείνει στα χέρια του εχθρού μέχρι το τέλος της επανάστασης. Έτσι φάνηκε η ανικανότητα των πολιτικών στα πεδία της μάχης και ο φθόνος, τον οποίο έτρεφαν προς τους στρατιωτικούς με τα λαμπρά κατορθώματά τους. Γιατί και την επόμενη χρονιά έτρεξε στην πολιορκία της Πάτρας, αλλά η κυβέρνηση που είχε προκύψει από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντί να τον ενισχύσουν με κάθε τρόπο, του δημιουργούσαν προβλήματα και υπονόμευαν τη στρατηγική του, μέχρι που έληξε άδοξα η πολιορκία της Πάτρας και ο Κολοκοτρώνης αποσύρθηκε προσωρινά στην Τρίπολη. Εν τω μεταξύ είχε καταλάβει την Ακροκόρινθο, χωρίς να νοιαστεί για όσα γίνονταν στην Επίδαυρο από τους πολιτικούς κατά την Α΄ Εθνοσυνέλευση, που ενδιαφέρονταν μόνο για τα αξιώματα και τις υψηλές θέσεις.
Εκεί όμως όπου ο Κολοκοτρώνης δοξάστηκε σώζοντας την επανάσταση από τη στρατιά του Δράμαλη, ήταν τα Δερβενάκια (26-28 Ιουλίου 1822, Εφάρμοσε τη στρατηγική της καμένης γης στο Άργος και ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Και όμως ο Κολοκοτρώνης δεν πίστεψε τον προδότη που ορκιζόταν πως ο Δράμαλης θα προχωρούσε για την Τρίπολη. Ο Γέρος μάζεψε τα παλικάρια, τους μίλησε και τα έκανε να χλιμιντράνε σαν άλογα. Ακολούθησε η λαμπρή νίκη στα Δερβενάκια, τη στιγμή που οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι είχανε μπει στα καράβια, για να γλιτώσουν. Αυτή τη δόξα οι πολιτικοί την «αντάμειψαν» στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, χαρίζοντας το βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους, για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη. Είναι φανερό πως ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι ανησύχησαν τόσο πολύ από τις συνεχείς επιτυχίες των στρατιωτικών και του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα, που δεν τους ενδιέφερε καλά καλά η πορεία του αγώνα όσο η προσωπική τους εξασφάλιση.
Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος (1824), ο οποίος τόσο ζημίωσε την επανάσταση. Ο Κολοκοτρώνης έχασε στον εμφύλιο το γιο του Πάνο (13-11-1824) και ο ίδιος, συντριμμένος από την απώλεια του γιου του, παραδόθηκε στους εχθρούς του, οι οποίοι τον φυλάκισαν στην Ύδρα (Φεβρ. 1825). Την εποχή εκείνη ξεμπάρκαραν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο Μοριά. Στη δύσκολη στιγμή ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, γιατί δεν υπήρχε άλλος τόσο ικανός ν’ αντιμετωπίσει το φοβερό εχθρό, ο οποίος κατέστρεφε τον Μοριά και έσπερνε παντού τον πανικό. Ο λαός κοίταζε πώς να γλιτώσει, εγκαταλείποντας χωριά και πόλεις, και ο Κολοκοτρώνης πάσχιζε μέσα από πολλές δυσκολίες να μαζέψει παλικάρια και να συγκροτήσει στρατό. Αλλά δεν μπορούσε να κτυπήσει τον Ιμπραήμ και περιοριζόταν στην τακτική του κλεφτοπολέμου. Παράλληλα κοίταζε πώς να κρατήσει το ηθικό του πληθυσμού. Γιατί ο κόσμος υπέκυπτε και δήλωνε υποταγή στον Ιμπραήμ. Οπότε ο Γέρος έδωσε μάχη και κατά του προσκυνήματος με το καλό και με το άγριο («φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»).
«O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Ο Κολοκοτρώνης στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια όπως και πολλοί άλλοι τίμιοι αγωνιστές και πατριώτες (Νικηταράς, Πλαπούτας, Κανάρης κ.ά.π.). Κι όμως λίγο αργότερα κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του θρόνου και της αντιβασιλείας, τον συνέλαβαν (Σεπτ. 1833) και τον φυλάκισαν στην Ακροναυπλία. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με τον Πλαπούτα, που είχε θεωρηθεί συνένοχος. Την απόφαση δεν υπέγραψαν οι έντιμοι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης. Ο κόσμος αγανάκτησε στην είδηση και οι ξένοι δεν τόλμησαν να σκοτώσουν τους αγωνιστές.
Η κατακραυγή του πλήθους των απλών Ελλήνων ανάγκασε τον βασιλιά Όθωνα – με το πρόσχημα του γιορτασμού της ενηλικίωσής του– να τους χορηγήσει αμνηστεία (Μάιος 1835). Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε τ’ απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη. Ο ίδιος ήξερε να διαβάζει — αγαπούσε πολύ την ιστορία –, αλλά με δυσκολία έγραφε. Το έργο του διακρίνεται για το κοφτό ύφος και τη συντομία στην έκφραση και είναι πολύτιμη ιστορική πηγή, για πολλούς λόγους, αλλά και διότι όσους τον αδίκησαν και τον έβλαψαν τους κρίνει μεγαλόψυχα χωρίς κανένα πάθος και χωρίς μνησικακία. Γι’ αυτό πιστεύεται ότι είναι γραμμένο αμερόληπτα.
Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο κορυφαίος του μεγάλου Αγώνα και η συμβολή του στην υπόθεση της ελευθερίας μοναδική και ασύγκριτη. Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1843 σε ηλικία 73 ετών από συμφόρηση. Τον έθαψαν στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας. Τα οστά του σήμερα βρίσκονται στο ηρώο της Τρίπολης, στο πεδίο του Άρεως.
Η δίκη του Κολοκοτρώνη
Στις 16 Απριλίου του 1834, ξεκίνησε η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που φυλακίστηκε. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί στο Ναύπλιο.
Αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, ο Κολοκοτρώνης έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων κυρίως του Ι. Κωλέττη. Συν τοις άλλοις, η βαυαρική αντιβασιλεία (ο Όθων ήταν ακόμη ανήλικος) δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν κατά τη δεκαετία του 1830 μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του ρωσόφιλου κομματικού σχηματισμού. Κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Τον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε. Επίσης, ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γεννημένος το 1770, υπήρξε ο σημαντικότερος Πελοποννήσιος στρατιωτικός αρχηγός κατά της διάρκεια της Επανάστασης. Ήταν γόνος της μεγάλης οικογένειας κλεφτών, των περίφημων Κολοκοτρωναίων.
Το 1807 συμμετείχε στην άμυνα της Λευκάδας που οργανώθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, πρόσωπο που αργότερα στήριξε ως πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία που είχε ξεκινήσει να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, ενώ ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα Απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ:Αρνήθηκαν να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των Θ. Κολοκοτρώνη – Δ. Πλαπούτα
Η δίκη του Κολοκοτρώνη έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Κράτησε πολλές μέρες και τελείωσε στις 26 Μαϊου 1834. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν ο Γέρος του Μοριά, ο εξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας, πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές.
Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Αδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν.
Η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Ομως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, Μακεδόνας. Απ όσα είχε ακούσει αυτές τις μέρες ήταν σχεδόν βέβαιος για την ενοχή των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς είχαν καταφέρει να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Ηθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Οθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων.
Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο εξ Ζακύνθου Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον Μάσoν.
Οταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη.
Συνέβη, όμως ο Πολυζωίδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν.
Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Εγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
Ο Σχινάς συνεννοείται με τον Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη.
«Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Εξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα.
Την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.
Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Οθων -αυτός «ο νεαρός Βαυαρός βλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ- έδωσε χάρη.
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Εζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο:
«Μ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου