Ο Γιάννης περίμενε τρεις ώρες μέχρι να έλθει η σειρά του. Πλησίασε στο γκισέ. Τα δάχτυλά του έτρεμαν ελαφρά. Λίγο τα γηρατειά, περισσότερο η αγωνία και ο φόβος. Η σύνταξη για δεύτερο μήνα δεν μπήκε και πλησίαζαν Χριστούγεννα. Κι αυτό δεν ήταν μια καθυστέρηση. Ήταν ρήγμα στη ζωή του.
Από αυτήν ζούσε. Από αυτήν αγόραζε το φαγητό του και τα χάπια του και πλήρωνε και τους λογαριασμούς του. Δεν υπήρχε δεύτερη πηγή. Υπήρχε μόνο ο μήνας και στο τέλος του η σύνταξη. Κι αν αυτό το τέλος χανόταν, χανόταν κι εκείνος.
Κοίταξε την κοπέλα στο γκισέ με αγωνία. Ένιωσε τον εαυτό του να μικραίνει.
Πήρε ανάσα. Ακόμα μπορούσε. Άρα ήταν ζωντανός. Έτσι νόμιζε!!!!!
-Καλημέρα σας, είπε. Δεν πληρώθηκα τη σύνταξή μου.
Η υπάλληλος δεν σήκωσε το βλέμμα. Έκλεισε ενοχλημένη το κινητό. Πάτησε ένα πλήκτρο στον υπολογιστή. Το μηχάνημα έκανε έναν ξερό ήχο. Το σύστημα άνοιξε πριν καν ολοκληρωθεί η πρόταση.
Η οθόνη γέμισε κωδικούς, αριθμούς, πεδία. Δεν είχε πρόσωπα. Μόνο δεδομένα. Ψυχρά, τακτοποιημένα, σίγουρα για τον εαυτό τους.
Εκεί μέσα ήταν γραμμένες οι ζωές όλων. Από την πρώτη ανάσα μέχρι την τελευταία παύση. Πότε γεννηθήκαμε, σε ποιο ληξιαρχείο, σε ποιο τετράγωνο του χάρτη είναι το σπίτι μας. Πως ζούμε, αν ζούμε μόνοι ή αν κάποιος μας αντέχει ακόμα. Τι χρωστάμε στην εφορία, ποια φάρμακα παίρνουμε. Πόσα παιδιά έχουμε, αν τα δηλώσαμε σωστά, αν ποτέ κάναμε υπεύθυνη δήλωση και πότε και γιατί.
Το σύστημα δεν ρωτούσε. Ήξερε τα πάντα για όλους. Δεν αμφέβαλλε. Κατέγραφε.
Κι αν κάτι ήταν γραμμένο εκεί, τότε ήταν αλήθεια. Όχι επειδή συνέβη, αλλά επειδή καταχωρήθηκε.
-Όνομα;
-Γιάννης Παπαδόπουλος.
Η υπάλληλος πληκτρολόγησε αδιάφορα. Η οθόνη γέμισε κουτάκια. Κοίταξε την οθόνη με απορία.
-Εδώ γράφει ότι έχετε αποβιώσει.
Ο Γιάννης ένιωσε ένα ρίγος. Σταυροκοπήθηκε.
-Τι πράγμα;
-Αποβιώσας στις 9 τον προηγούμενο μήνα. Γι’ αυτό δεν πληρωθήκατε.
-Μα… είμαι εδώ.
Η υπάλληλος τον κοίταξε με κατανόηση. Σχεδόν τρυφερά. Όπως κοιτάς κάποιον που δεν έχει καταλάβει ακόμα.
-Κύριε, το σύστημα δεν κάνει λάθος.
-Δηλαδή… τι είμαι;
-Σύμφωνα με το σύστημα, νεκρός.
Ο Γιάννης άνοιξε το στόμα, το έκλεισε. Έβαλε το χέρι στο στήθος του. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά. Ευτυχώς.
-Και τότε ποιος σας μιλάει τώρα;
-Εσείς, είπε η υπάλληλος. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τα δεδομένα.
-Ποια δεδομένα;
-Τα ηλεκτρονικά. Του συστήματος.
Ο Γιάννης ακούμπησε στο μάρμαρο του γκισέ για να μην πέσει. Τα πόδια του έτρεμαν.
-Κυρία μου, αν δεν πληρωθώ, δεν έχω να φάω.
Η υπάλληλος τον κοίταξε με συμπόνια, που δεν επιτρεπόταν να γίνει φανερή.
-Το καταλαβαίνω. Αλλά αν το σύστημα λέει ότι έχετε πεθάνει, εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι.
-Ποιος το είπε στο σύστημα;
-Κάποιος υπάλληλος. Κάπου σε κάποια άλλη πόλη ίσως. Δεν έχει σημασία.
-Έχει για μένα.
-Για το σύστημα όχι.
Η υπάλληλος σηκώθηκε.
-Να φωνάξω την προϊσταμένη μου.
Η προϊσταμένη ήρθε με ύφος ανθρώπου που δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις. Κοίταξε την οθόνη. Μετά τον Γιάννη.
-Εδώ φαίνεστε αποβιώσας.
-Ζω, είπε ο Γιάννης.
Η προϊσταμένη χαμογέλασε αμήχανα.
-Δεν αμφιβάλλω ότι το αισθάνεστε έτσι.
-Όχι, ζω πραγματικά.
-Κύριε, αν δεχθούμε ότι το σύστημα έκανε λάθος, ανοίγουμε θέμα.
-Τι θέμα;
-Ασφάλειας.
Ο Γιάννης σήκωσε τα χέρια.
-Εγώ είμαι το θέμα.
-Το καταλαβαίνω. Αλλά σκεφτείτε. Αν ένας νεκρός μπορεί να είναι ζωντανός, τότε μπορεί να υπάρχουν και άλλα λάθη. Και τότε τα πάντα καταρρέουν.
Ο Γιάννης την κοίταξε. Κατάλαβε. Φοβότανε το λάθος. Τα πάντα στη χώρα εξαρτιότανε από την ακρίβεια των στοιχείων του συστήματος.
-Δηλαδή δεν μπορείτε να γράψετε ότι ζω;
Η προϊσταμένη έκανε πίσω.
-Δεν έχω αυτή την αρμοδιότητα.
-Ποιος την έχει;
-Πιθανά ο ανώτερός μου, αλλά δεν είμαι σίγουρη γι΄ αυτό.
Τον φώναξαν. Ήρθε κι εκείνος. Κοίταξε την οθόνη με σοβαρότητα.
-Αποβιώσατε. Εδώ φαίνεται καθαρά.
-Είμαι ζωντανός, είπε ο Γιάννης. Αυτή τη φορά πιο δυνατά.
Ο ανώτερος σήκωσε το φρύδι.
-Κύριε, δεν μπορούμε να βασιστούμε σε μαρτυρίες.
-Μα είμαι μπροστά σας.
-Το σύστημα δεν βλέπει.
-Να το φέρετε εδώ. Να μου το πει το ίδιο.
Σιωπή.
-Αν δεχθούμε ότι το σύστημα έκανε λάθος, είπε ο ανώτερος, τότε ακυρώνουμε τη λογική του κράτους.
-Κι αν δεχθείτε ότι είμαι νεκρός, ακυρώνετε εμένα.
Κανείς δεν απάντησε.
Ο Γιάννης ένιωσε τον φόβο να γίνεται θυμός.
-Δηλαδή τι να κάνω;
-Να περιμένετε.
-Τι;
-Να διορθωθεί.
-Πότε;
-Όταν το σύστημα το επιτρέψει.
-Κι εγώ μέχρι τότε;
Ο ανώτερος σήκωσε τους ώμους.
-Να προσέχετε.
-Μα θα πεθάνω από ασιτία.
-Τότε θα επιβεβαιώσετε ότι το σύστημα δεν κάνει λάθος.
Ο Γιάννης σηκώθηκε. Τα πόδια του λύγιζαν. Περπάτησε προς την έξοδο. Στο βάθος, σε ένα γραφείο ξεχασμένο, καθόταν ένας ηλικιωμένος υπάλληλος. Χωρίς οθόνη μπροστά του. Με χαρτιά.
Τον κοίταξε.
-Τι έχετε κύριε;
-Είμαι νεκρός, είπε ο Γιάννης.
Ο υπάλληλος χαμογέλασε.
-Κάτσε.
Άκουσε. Έλεγξε χαρτιά. Τα ξεφύλλισε με την ηρεμία ανθρώπου που δεν τον κυνηγά το σύστημα, γιατί το σύστημα τον έχει ήδη ξεχάσει. Πήρε το τηλέφωνο.
-Εδώ έγινε πάλι μπέρδεμα. Άλλος Παπαδόπουλος πέθανε και άλλον δήλωσαν. Πάλι βασανίζουν ανθρώπους, τέτοιες μέρες κιόλας. Ναι. Περιμένω. Το διόρθωσες; Ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα.
Έκλεισε το τηλέφωνο και αναστέναξε.
-Σήμερα σας αναστήσαμε. Μικρό θαύμα.
Ο Γιάννης ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
-Θα πληρωθώ;
-Ναι.
-Πότε;
-Σύντομα. Γιορτές είναι. Τα θαύματα καθυστερούν λίγο, αλλά έρχονται.
Ο υπάλληλος τον κοίταξε πιο σοβαρά, αλλά το χαμόγελο δεν έσβησε.
-Να ζεις. Και να προσέχεις. Αν σε ξανασκοτώσουν, έλα σε μένα.
Ο Γιάννης τον κοίταξε απορημένος.
-Γι’ αυτό με έχουν εδώ, απομονωμένο. Γιατί ποτέ δεν πίστεψα στο σύστημα. Το σύστημα, φίλε μου, προτιμά να σου στείλει συλλυπητήρια παρά να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Ιδίως στις γιορτές. Χαλάει το κλίμα.
Σταμάτησε για λίγο.
-Εμείς οι παλιοί κάναμε μια άτυπη ομάδα. Μας λένε γερόντους. Όχι γιατί είμαστε σοφοί. Αλλά γιατί ζούμε ακόμη στις εποχές που τα λάθη διορθώνονταν χωρίς εγκρίσεις και πλατφόρμες.
Χαμογέλασε πονηρά.
-Όλα διορθώνονται. Απλά αυτοί δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι συμβαίνουν και λάθη.
Ο Γιάννης σηκώθηκε. Αυτή τη φορά τα πόδια του τον κρατούσαν.
Βγαίνοντας, σκέφτηκε πως τελικά το μεγαλύτερο δώρο των γιορτών είναι να σε αφήνουν να ζεις. Και αυτό, σκέφτηκε, δεν είναι αστείο.
Είναι απλώς τραγικά κωμικό.
Παύλος Κωνσταντινίδης Το είδα στην ανάρτηση του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου