on 28/08/2025
Μονόπρακτη Κωμωδία Γεωργίου Κοτζιούλα
Το πρόστιμο του Δασικού
ΧΩΡΙΑΤΗΣ, μεσόκοπος
ΔΑΣΙΚΟΣ, με την στολή του.
Η σκηνή παριστάνει μια γυμνή κάμαρη με ένα δεμάτι κλαδιά στην άκρη
ΔΑΣΙΚΟΣ (μπαίνοντας απότομα). Ε, σ’ έπιασα βλάμη!
ΧΩΡΙΑΤΗΣ (μαζεμένος). Καλώς τον κυρ δασικό.
Δ. Εσύ μου λες καλώστον και εγώ μαλώστον
Χ. Τι έκαμε ο έρμος για να με μαλώσεις;
Δ. Δε θα σε μαλώσω, θα σε τσεκουρώσω.
Χ. Ούι, ούι χαλασιά μου, χάθηκα ο μαύρος.
Δ. Αμ τι νόμιζες! Θα παίζετε εσείς με την εξουσία.
Χ. Την εξουσία την σέβομαι και την προσκυνώ.
Δ. Και ποιος είναι η εξουσία;
Χ. Ο κυρ νωματάρχης
Δ. Άλλος;
Χ. Οι χωροφυλάκοι.
Δ. Άλλος;
Χ. Ποιος άλλος; Αυτοί κρατούν όπλα.
Δ. Και άλλοι δεν έχουν;
Χ. Τα έχουν τρυπωμένα.
Δ. Μωρέ, δε μιλάω για σας τους χωριάτες.
Χ. Αλλά για ποιούς, κυρ δασικέ;
Δ. Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.
Χ. Δεν είμαι και κανένας γραμματιζούμενος.
Δ. (βγάζοντας το πιστόλι του). Αυτό το γνωρίζεις τι είναι;
Χ. Κουμπούρα.
Δ. Κουμπούρα είναι το μυαλό σου.
Χ. Δε φταίω γώ. Έτσι μ’ έπλασε ο Θεός.
Δ. Λοιπόν, αυτό λέγεται, πιστόλι.
Χ. Ας είναι κι έτσι.
Δ. Ποιός μου το ’δωσε αυτό;
Χ. Ξέρω κι εγώ!
Δ. Το κράτος αστοιχείωτε.
Χ. Σάματι εγώ είπα όχι;
Δ. Και γιατί το φοράω αυτό;
Χ. Πού να ξέρω!
Δ. Τι ξεράθηκες και δεν ξέρεις! Αυτό το φοράω για τους κακούς ανθρώπους.
Χ. Καλά τους κάνεις κυρ δασικέ.
Δ. Για νάχω λοιπόν όπλο, πάει να πει πως κι εγώ είμαι….
Χ. Είσαι, αμή δεν είσαι;
Δ. Τι είμαι, μωρέ;
Χ. Κυρ δασικός.
Δ. Τον κακό σου τον φλάρο.
Χ. Γιατί με βρίζεις; Τί σόκαμα;
Δ. Να, μόσχασες την μπάκα.
Χ. Θάχεις παραφάει, φαίνεται.
Δ. Τον κακό σου τον καιρό.
Χ. Και τον ανάποδό μου χρόνο.
Δ. Βρε ξεροκέφαλε!
Χ. Άϊντε να δούμε, τι άλλα θα μου κατεβάσεις;
Δ. Θα σου κατέβαζα και κάναν κατακέφαλο, αλλά σε λυπάμαι
Χ. Και δεν είμαι για λύπηση;
Δ. Είσαι κούτσουρο.
Χ. Είμαι.
Δ. Δεν καταλαβαίνεις.
Χ. Τόσο μου κόβει.
Δ. Ν’ ανοίξεις τα στραβά σου και να δεις.
Χ. Καλά βλέπω. Δεν έβαλα ακόμη γυαλιά.
Δ. Τι ζωντόβολο που είσαι!
Χ. Φχαριστώ.
Δ. Βρε, γι’ άκουσε με πάλι. Είμαι κι εγώ….
Χ. Είσαι κι συ….
Δ. Τί είμαι ρε;
Χ. Άνθρωπος είσαι.
Δ. Όχι.
Χ. Αμ τί είσαι δράκος;
Δ. Θα στην κόψω τη γλώσσα.
Χ. Και πώς θα γίνει τότε κουβέντα;
Δ. Είσαι και αναιδής βλέπω.
Χ. Είμαι ότι αγαπάς.
Δ. Κι εγώ τι είμαι;
Χ. Πες το μοναχός σου.
Δ. Βρε, είμαι κι εγώ εξουσία.
Χ. Και γι’ αυτό φώναζες έτσι;
Δ. Αμ γιατί άλλο; Μ’ έκανες και ξελαρυγγύστικα τόση ώρα που δε σου πήγαινε στο νου πως είμαι κι εγώ εξουσία.
Χ. Μονάχα εξουσία; Πέντε φορές, δεκαπέντε φορές εξουσία.
Δ. Έτσι μπράβο, συνεννοούμαστε τώρα.
Χ. Είσαι ο τρανύτερος απ’ όλους.
Δ. Ε, τα παραλές.
Χ. Μπα, καθόλου, πίστεψέ με.
Δ. Μωρ’ εγώ δε δίνω πίστη σε σας. Είστε κατεργάρηδες.
Χ. Πάλι τα ίδια;
Δ. Φοβάστε μόνο τους χωροφυλάκους.
Χ. Τους φοβόμαστε λέει; Κατουριόμαστε απάνου μας.
Δ. Κι εμάς τους άλλους δε μας λογαριάζετε;
Χ. Είστε κι εσείς μεγάλα προσώπατα.
Δ. Αν οι χωροφυλάκοι έχουν το κρατητήριο, έχουμε κι εμείς τις μηνύσεις.
Χ. Θεός φυλάξοι.
Δ. Ξέρουμε γράμματα πολλά.
Χ. Ένα σακί γιομάτο.
Δ. Εγώ που με βλέπεις είμαι τελειόφοιτος του εξαταξίου δημοτικού σχολείου.
Χ. Πω, πω μανούλα μου!
Δ. Ίδρωσα να το πάρω το απολυτήριο.
Χ. Χαλάλι σου γι’ αυτό.
Δ. Ξέρω να συντάσσω μηνύσεις που δε με φτάνει ούτε ο Γρηγόρης Παπάς, ο καλύτερος δικηγόρος στην Άρτα.
Χ. Χαρά στο χεράκι σου.
Δ. Και στο μυαλό μου.
Χ. Είσαι φωστήρας.
Δ. Μπορώ να σε τυλίξω στα χαρτιά που να μην ξεμπλέκεις ποτέ σου.
Χ. Αυτό μούλειπε ακόμα.
Δ. Δε θα τ’ απογλιτώσεις. Θα στη σκαρώσω και σένα.
Χ. Αμάν, κυρ δασικέ μου.
Δ. Θα σε κανονίσω για καλά.
Χ. Λυπήσου τα παιδιά μου.
Δ. Δε σας χρειάζονται εσάς παιδιά.
Χ. Αφού γίνηκαν τώρα, να τα σκοτώσω;
Δ. Θα σε ντζερεμετίσω για να μάθεις άλλη φορά να μην παραβαίνεις τους νόμους του κράτους.
Χ. Εγώ τέτοιο πράμα;
Δ. Κάνεις την πάπια, ε;
Χ. Ούτε την πάπια ούτε την χήνα.
Δ. Θα στο βουλώσω εγώ.
Χ. Κάμε κι έτσ’.
Δ. Νομίζεις πως δε βλέπω. Με περνάς για στραβό ε;
Χ. Μπά, εσύ φαίνεσαι τετραπέρατος.
Δ. Φαίνομαι και είμαι. Το μάτι μου κόβει.
Χ. Κόβει λέει; Πετσοκόβει.
Δ. Αυτό θα πάθεις κι εσύ.
Χ. Αν είμαι φταίχτης να πάθω.
Δ. Θα στο αποδείξω αμέσως.
Χ. Μη, μη για το Θεό!
Δ. Βρε συ κουτοπόνηρε. Τι είναι αυτά εκεί πέρα;
Χ. Δεν καταλαβαίνω.
Δ. Εκείνα τα ξύλα για φέρτα εδώ.
Χ. Δεν είναι ξύλα, είναι κλαδιά.
Δ. Φέρτα εδώ και θα δούμε τι είναι.
Χ. Γι’ αυτά με φοβέριζες τόση ώρα και μούκοψες το αίμα; Έτσι πες μου να ησυχάσω (Επιστρέφει με τα κλαδιά στο χέρι).
Δ. Μαύρη ησυχία θα κάνεις. Δε μου λες, πότε τάκοψες;
Χ. Σήμερα το πρωί.
Δ. Σήμερα, ε; Και με τί;
Χ. Με τα χέρια μου (Αφήνει κάτω τα κλαδιά).
Δ. Δε σε πιστεύω.
Χ. Στην ζωή των παιδιών μου.
Δ. Καλά και δεν έχεις κλαδευτήρι;
Χ. Πού να το βρώ; Μου το πήρε ο δραγάτης. Είχε πάει η γυναίκα μου τώρα να κόψει λίγα ρίκια για το φράχτη και την έπιασε αυτός ο σκασμένος…
Δ. Πρόσεχε. Μη βρίζεις την εξουσία.
Χ. Α, ξέχασα είναι κι αυτός εξουσία;
Δ. Είναι και παραείναι. Από μας λαμβάνει διαταγές.
Χ. Του λόγου σου τον διάταξες να πάρει το κλαδευτήρι;
Δ. Μόνος το πήρε, αλλά καλά έκανε. Έπρεπε να πάρει και τη γυναίκα σου μαζί.
Χ. Ο αγροφύλακας, τη δική μου τη γυναίκα! Αμ, γιατί τόχω αυτό το μουστάκι; Θα στον άφηνα στον τόπο, τον κιαρατά!
Δ. Άσε τα νταηλίκια στην πάντα και απάντησε σε αυτό που θα σε ρωτήσω. Ήξερες πως αυτό που έκανες, να κόψεις κλάδους ελάτης, απαγορεύεται από τον Νόμο;
Χ. Όχι κυρ δασικέ μου.
Δ. Ψεύτη! Προσποιείσαι άγνοια νόμου.
Χ. Να με κάψει η Παναγιά αν λέω ψέματα.
Δ. Δεν άκουσες ποτέ σου για τον νόμο ΡΕΞ;
Χ. Τι είν’ αυτά που μου λές, φράγκικα;
Δ. Καθαρά ελληνικά
Χ. Εγώ δεν τα καταλαβαίνω.
Δ. Εσύ θα είσαι αγράμματος.
Χ. Ίσια ίσια που βάνω την υπογραφή μου.
Δ. Γι’ αυτό δεν νιώθεις την επίσημη γλώσσα, την γλώσσα των Νόμων.
Χ. Αν ένιωθα από τέτοια, θάχα γίνει κλητήρας.
Δ. Όλο κουταμάρες μου λες. Αλλά δε θα μου ξεφύγεις μ’ αυτό. Και τι τα θελες τα κλαδιά;
Χ. Να ταΐσω τη μανάρα μου.
Δ. Για να ταΐσης την μανάρα καταστρέφεις το δάσος, ε;
Χ. Εγώ να χαλάσω το δάσος; Από ένα έλατο έκοψα μια αγκαλιά κλαρί.
Δ. Θα το πληρώσεις αυτό ακριβά.
Χ. Μα τι θα πάθει το δάσος απ’ αυτό; Όλοι οι χωριανοί κόβουν από τόσα.
Δ. Μη νοιάζεσαι για τους άλλους. Τη δική σου στραβωμάρα να κοιτάς.
Χ. Άλλοι κόβουν πλατάνια και δεν τους πειράζεις.
Δ. Σώπα σου λέω. Σκασμός!
Χ. Τον άλλο μήνα ο Ξικοζύγης ο μπακάλης, έφκιασε ακέριο σπίτι μ’ ασφράγιστα ξύλα.
Δ. Μου κάνει και τον έξυπνο τώρα. Εκείνα που δε συμφέρουν εκείνα μόνο δεν καταλαβαίνει.
Χ. Αυτά πόκαμε ο Ξικοζύγης επιτρέπονταν.
Δ. Μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις. Αυτός ήξερε να κάνει τη δουλειά του.
Χ. Α! μπήκα στο νόημα.
Δ. Θα το δούμε αυτό. Λοιπόν, θέλεις τώρα να σε στείλω συστημένον «επί καταστροφή» δασικών προϊόντων;
Χ. Για ένα δεμάτι κλαδιά;
Δ. Μάλιστα. Και δε θα σου φτάσουν ούτε χίλιες δραχμές για τα έξοδα.
Χ. Χίλιες δραχμές ! Εγώ ένα εικοσιπεντάρικο έχω όλο κι όλο !
Δ. Δεν ξέρω τι έχεις και τι δεν έχεις. Εγώ το καθήκον μου ξέρω.
Χ. Ώστε θα με καταγγείλεις στα σωστά;
Δ. Αμ τι, θα σ’ αφήκω;
Χ. Για στάσ’ κυρ δασικέ. Δε γίνεται αυτό.
Δ. Θα γίνει. Θα το δεις και θα τρίβεις τα μάτια σου.
Χ. Αν το κάνεις αυτό πάω χαμένος.
Δ. (έπειτα από παύση). Δεν ξέρω, κάτι μπορεί να γίνει. Αλλά πρέπει να βοηθήσεις κι εσύ.
Χ. Για δείξε μου το μονοπάτι.
Δ. Πρέπει να το βρεις μοναχός σου.
Χ. Που να μαντέψω εγώ τι θέλει η αφεντιά σου;
Δ. Για πήγαινε έξω να σκεφτείς. Σου δίνω διορία πέντε λεφτά.
Χ. Μωρέ, και δέκα να μου δώσεις, το ίδιο κάνει.
Δ. Πρόσεξε καλά. Από σένα εξαρτάται να μείνει το ζήτημα μεταξύ μας. Άιντε πήγαινε έξω να σκεφτείς.
Χ. Να σκεφτώ και να διατανιστώ. (Φεύγει)
Δ. Μωρέ τι ξόγανα που σου είναι αυτοί οι χωριάτες! Ντιπ σκέπια. Του μιλάς μισή ώρα και αυτός σε κοιτάζει σα χαζός. Να δούμε τώρα, ύστερα από τόση διδασκαλία που του έκανα, θα βγει ο κόπος μου σήμερα ; Ταλαιπωρούμαστε και μεις οι δασικοί, τρέχουμε απάνω κάτω τσακιζόμαστε. Γι’ αυτό πρέπει να ζούμε κάπως καλύτερα από τους άλλους. Έπειτα, τι διάολο υπάλληλοι θα είμασταν αν τρώγαμε και μεις μπομπότα και λάχανα σαν τους χωριάτες; Τα μεγάλα τυχερά τα έχουν βέβαια οι χωροφυλάκοι. Αυτοί τρων και του πουλιού το γάλα. Ζωή και κότα την περνούν. Τυρί, γιαούρτι, βούτυρο, τίποτα δεν τους λείπει. Ακόμα και το μέλι τους φέρνουν μέσα στα τεντζερέδια. Εμείς ίσια ίσια π’ αλείφουμε το δάχτυλό μας. Δε μας φοβάται βλέπεις ο κόσμος και τόσο πολύ. Γι’ αυτό πρέπει να τους τρίζουμε κάπου κάπου τα δόντια, να μας πάρουν και μας από φόβο. Μονάχα έτσι μπορούμε να κολλάμε και μεις κάτι τι !

Χ. (μπαίνοντας) Ο καιρός χάλασε πάλι. Συγνέφιασε και τόχει για βροχή.
Δ. Μωρ’ άσε τον καιρό και την βροχή. Εμείς αφήσαμε την συζήτηση στη μέση.
Χ. (κουνώντας το κεφάλι του) Τέτοια συζήτηση!
Δ. Α, δε σου αρέσει κιόλας, ε; Για πες μου τώρα, σου ήρθε αυτού έξω καμιά καλή ιδέα;
Χ. Κάτι σκέφτηκα. Μα δεν ξέρω πως θα το πάρεις κυρ δασικέ.
Δ. Για λέγε.
Χ. (βγάζοντας από την τσέπη του δυο αβγά). Να, έχω εδώ ένα ζευγάρι αβγουλάκια. Αν έχει την ευχαρίστηση η αφεντιά σου…
Δ. (μετριάζοντας τον τόνο του). Μπα, δεν ήταν ανάγκη χριστιανέ μου. (Μικρή διακοπή). Αλλά ένα ζευγάρι πάλι…
Χ. Δεν έχω άλλα.
Δ. Έλα καημένε!
Χ. Να μη χαρώ το στεφάνι μου ! Μια κοτούλα έχω και τώρα, προχτές, άρχισε να γεννάει.
Δ. Για κοίτα καλύτερα στη φωλιά!
Χ. (φεύγοντας) Αχ, τι με βρήκε το μαύρον.
Δ. Τι τσιγκούνηδες που σου είναι αυτοί οι χωριάτες ! Καλά κάνω εγώ και τους βαράω κατακέφαλα. Ή θα εννοήσουν πως έχουν να κάνουν με αρχές του κράτους ή να πάνε όλοι στο διάβολο. Έννοια τους όμως, ξέρω εγώ να τους μεταχειριστώ. Ετούτος εδώ είναι φουκαράς, το μισό χρόνο πεινάει, αλλιώς θα τον συγύριζα εγώ. Ούτε με ένα καλάθι αβγά δε θα στρεγόμουν να τον απαλλάξω.
Χ. (μπαίνει κρατώντας ένα αβγό). Πάρτο κι αυτό κυρ δασικέ. Ένα είχα αφήσει όλο όλο στη φωλιά για φώλι, σου τόφερα κι αυτό πια, να γίνει η ομελέτα σου καλύτερη (Του το δίνει)
Δ. Και είναι ανάγκη να μου το λες κατάμουτρα, πως δε σούμεινε άλλο αβγό. Βάλ’ τις κότες να κάμουν περισσότερα.
Χ. Πού να τις βρώ τις μπουφιάρες. Μια έχω όλη όλη. Τις άλλες τις έφαγε η αλεπού.
Δ. Όλο να κλαίγεστε ξέρετε εσείς οι χωριάτες.
Χ. Και του λόγου σου δεν είσαι από χωριό;
Δ. Εγώ από χωριό; Σε γέλασαν, φίλε μου. Κατάγομαι από πολίχνη, δεν είμαι σαν τα μούτρα σου. Έχεις ακουστά το Κατάκωλο;
Χ. Δεν ντρέπεσαι λίγο, κυρ δασικέ ! Τι είναι αυτά που λες.
Δ. Την κακή σου και ψυχρή ! Το Κατάκωλο είναι η μεγαλύτερη πολίχνη της Πελοποννήσου. Αυτός είναι ο τόπος καταγωγής μου.
Χ. Έχω ακούσει πως είσαι Μωραΐτης, γι’ αυτό κυνηγάς και τόσο το συμφέρον.
Δ. Τολμάς να το λες μπροστά μου αυτό;
Χ. Οι άλλοι το λεν. Εγώ το άκουσα μονάχα.
Δ. Πολλά ξέρεις μπεζεβέγκη. Αλλά πάει τη γλίτωσες αυτή τη φορά. Σας λυπάμαι εγώ, έχω καλή καρδιά.
Χ. Νάσαι καλά χριστιανέ μου.
Δ. Πρόσεξε όμως να μην ξαναπέσεις στην ίδια παράβαση γιατί θα σε στείλω στον Εισαγγελέα.
Χ. Πα, πα, πα ! Τι λες κυρ δασικέ. Ούτε για σκούπα δε ματαπατάω στο λόγγο, ούτε για ξερά ξύλα.
Δ. (κινώντας να φύγει). Άιντε. Θα φύγω τώρα και να με θυμάσαι. (Φεύγει).
Χ. (μένοντας μόνος του). Θα σε θυμάμαι λέει! Θα σου ψέλνω τη μάνα και τον πατέρα. Π’ ανάθεμα το γονιό σ’ παλιοπροβιά, ντραβζίκα του διαόλ’, εδώ που μας ξεφύτρωσες κι εσύ ! Δε μας φτάνει η φτώχεια μας, που γκαβωθήκαμε από την πείνα, έχουμε κι εσάς να μας τραβάτε. Ακούς εκεί ! Τόσα που παίρνουν από το κουβέρνο δε τους φτάνουν. Θέλουν ν’ αρμέγ’ν και μας. Να μην τον ξαναδώ στην πόρτα μου, το διαστραμμένο, το σκυλί το κακό !
Δ. (ξαναμπαίνει βαστώντας ένα κοντόχοντρο ξύλο χλωρό). Ά, τώρα θάχουμε κακά ξεμπερδέματα οι δυο μας
Χ. Τι είναι πάλι.
Δ. Θα σου δείξω εγώ.
Χ. Μήπως παλάβωσες χριστιανέ μου.
Δ. Μάζεψε τη γλώσσα σου γιατί…
Χ. Αμ τι να πώ, στο Θεό σου, αφού σε βλέπω με αυτό το τρουμπούκι στο χέρι. Για μένα το κουβάλησες αυτό;
Δ. Για σένα, για ποιόν άλλον.
Χ. Καλά είπα εγώ πως θάσαι παλαβός.
Δ. Τώρα που θα σου ανάψω μια μηνυσάρα θα έρθεις στα συγκαλά σου.
Χ. Ω Χριστέ και Παναγιά ! Τί ήτανε πάλι τούτο το κακό!
Δ. Τα μάτια μου εγώ δεν τάχω για φιγούρα, ανακαλύπτω κάθε παράβαση, κάθε καταπάτηση του νόμου.
Χ. Τί άλλο έχω ν’ ακούσω.
Δ. Θ’ ακούσεις την καμπάνα από το δικαστήριο, μην ανησυχείς.
Χ. Μα τι έφταιξα, να με πάρει ο διάτανος και να με σηκώσει !
Δ. (δείχνοντας το ξύλο που το έχει αφήσει στο μεταξύ καταγής, με αυστηρό ύφος) Για πες μου τι σκεφτόσουν να το κάνεις αυτό;
Χ. Τίποτε.
Δ. Γιατί το έχεις έξω στην αυλή;
Χ. Για να στεγνώσει να το βάλω στη φωτιά.
Δ. Για αυτό το είχες φέρει;
Χ. Το είχα κόψει για κορίτο, να πίνουν οι κότες νερό. Αλλά μου τις έφαγε η αλεπού και ησύχασα απ’ αυτές.
Δ. Μου ζήτησες εμένα άδεια για να το κόψεις;
Χ. Όσο σου ζήτησε ο Θεός που έριξε τ’ αστροπελέκι.
Δ. Τι λες μωρέ ξεμωραμένε ! Για μίλα καλά.
Χ. Την αλήθεια σου λέω. Αυτό το τρουμπούκι τόβγαλα απ’ έναν έλατο αστραποκαμένο.
Δ. Είναι κι άλλοι έξυπνοι σαν εσένα;
Χ. Έκοψαν κι άλλοι απ’ το χωριό.
Δ. Άσε τους άλλους, εγώ εσένα τσάκωσα. Λοιπόν, η παράβαση αυτή είναι πολύ σοβαρή και συνεπάγεται μεγάλη τιμωρία. Είναι πταίσμα που έχεις διαπράξει καθ’ υποτροπήν.
Χ. Εγώ δεν έχω ντροπή κυρ δασικέ;
Δ. Μωρ’ άκου εμένα κι ασ’ τις κουταμάρες. Θα χρειαστεί να βάλεις δικηγόρο στο δικαστήριο.
Χ. (φέρνοντας το χέρι στο κούτελο). Ποιό δικαστήριο;
Δ. Σ’ αυτό που θα σε στείλω τώρα.
Χ. Το λες για με σκιάξεις.
Δ. Εκτελώ το καθήκον μου και τίποτ’ άλλο.
Χ. (πέφτοντας στα πόδια του). Αμάν κυρ δασικέ μη με παίρνεις στο λαιμό σου. Πάρε μου ότι θέλεις, μονάχα μη με καταγγείλεις.
Δ. Τι να σου πω βρε χαντακωμένε! (Κοιτάει γύρω γύρω). Εσύ δεν έχεις τίποτε εδώ μέσα.
Χ. Μονάχα τα κλαδιά και το τρουμπούκι.
Δ. Το πέτυχες αυτό. Για πρόσεξε τώρα. Τι σχέση έχουν αυτά τα κλαδιά με αυτό το κούτσουρο;
Χ. Αίνιγμα είναι αυτό, ένα είδος που λεν;
Δ. Χαζέ άνθρωπε: Για πρόσεξε με καλύτερα. Από πού προέρχεται αυτό το κλαδί;
Χ. Απ’ το βουνό, αλλά δεν έρχεται μοναχό του· εγώ τόφερα.
Δ. Δε μου απάντησες σωστά. Θα σου το εξηγήσω εγώ. Το κλαδί προέρχεται, πως να στο πώ, γεννιέται από το δέντρο.
Χ. Δεν έχουμε δέντρους ντούσκα εμείς εδώ !
Δ. Τι ντούσκα μου αραδιάζεις, ορέ μούσκαρε ! Αλλού θέλω να καταλήξω εγώ. Λοιπόν, όπως τα κλαδιά πατσίστηκαν με τ’ αβγά, το ίδιο και ο πατέρας τους, ο κορμός, πρέπει να συμψηφιστεί με κάτι άλλο. Ποιό είναι όμως αυτό;
Χ. Δεν έχω ιδέα από παραβολές.
Δ. Θα σε βοηθήσω πάλι εγώ. Όπως μαζί με τα κλαδιά βγήκε φταίχτης και το δέντρο, κοντά στα αβγά πρέπει να προστεθεί τώρα κι ο γεννήτοράς τους.
Χ. Δεν σκαμπάζω γρύ.
Δ. Θα σε κάνω να σκαμπάσεις, αλλιώς θα σκάσεις. Μωρέ, δεν έχεις κουκούτσι μυαλό; Ποιός κάνει τα αβγά;
Χ. Οι κότες.
Δ. Δόξα τω θεώ. Οι κότες με τον πετεινό, δεν είναι έτσι; Λοιπόν όπως για τα κλαδιά διατέθηκαν τ’ αβγά, έτσι και για το τρουμπούκι πρέπει να θυσιαστεί ο πετεινός.
Χ. Κόκορα μου ζητάς τώρα;
Δ. Μόνος σου τα λες, εγώ δεν έχω αντίρρηση.
Χ. Μωρέ τον κόκορα πρωτόφαγε η αλεπού. Δε σούπα;
Δ. Καλά, νόμιζα πως είχες. Δεν πειράζει τότε, κάνω μια συγκατάβαση. Στη θέση του κόκορα ας έρθει μια κότα.
Χ. Τι κότα! Μία έχω όλη κι όλη.
Δ. Κι εγώ μια μήνυση θα σου κάνω, όχι δύο. Φταίω εγώ που χάνω τον καιρό μου μαζί σου. (Κινάει να φύγει).
Χ. Στέκα κυρ δασικέ ! Πάω να στη φέρω.
Δ. Κουνήσου ντέ. Θα με νυχτώσεις εδώ πέρα.
Χ. Έφτασα, έφτασα, (σιγότερα) που να μη φτάσεις ζωντανός στο Μωριά. (Βγαίνει).
Δ. Ε, πάει κι έρχεται τώρα. Βγήκε ο κόπος μου και σήμερα. Καλοί είναι αυτοί οι αιφνιδιασμοί που εφαρμόζω δυο τρεις φορές την εβδομάδα. Πάντα κάτι βγαίνει. Κι εδώ μ’ όλη τη φτώχεια του δε μ’ άφησε έτσι ο άνθρωπος. Κοτόπουλο, σου λέει ο άλλος: Αριστοκρατικό φαγητό. Ε, δεν κακοπερνάμε κι εμείς εδώ στα χωριά. Έπειτα έχουμε σπουδαία αποστολή. Αν δεν είμασταν εμείς τι θα γινόταν τα δάση; (Αλλάζει ύφος). Δε λέω όμως και το άλλο. Αν έλειπαν τα δάση που θα ζητιανεύαμε εμείς. Πραγματικά από τους τόσους δασικούς κανόνες δεν είναι για δουλειά. Ψωμοζήτες θα καταντούσαμε όλοι μας με την τεμπελιά που μας έχει πιάσει. (Γελάει). Αλλά δε βαριέσαι, εμείς θα σιάξουμε το ρωμαίικο; Αφού κερνάει ο λαουτζίκος εμείς πίνουμε αβέρτα. Εις υγείαν τα κορόιδα! (Ξαναγελάει).
Χ. Εσύ γελάς και μένα μόρχεται να σκούξω.
Δ. Έλα, έχεις παράπονο τώρα; Έτσι είστ’ εσείς οι χωριάτες, αχάριστοι. Άργησες όμως.
Χ. Δεν ήταν στον κούρνο, έλειπε έξω.
Δ. Γιατί να την αφήσεις να φύγει;
Χ. Να την κλείσω μέσα. Έπρεπε να βοσκήσει.
Δ. Δεν την βλέπω όμως και τόσο παχιά. Φαίνεται πως δεν την τάιζες καλαμπόκι.
Χ. Που να βρω το καλαμπόκι. Αφού δεν έχω να φάω εγώ και τα παιδιά μου.
Δ. Πάλι τις κλάψες άρχισες, αν δεν έτρωγες θάχες πεθάνει.
Χ. Θέλεις να με δεις τούμπανο για να με πιστέψεις; Αλλά έτσι είναι ο χορτάτος δεν πιστεύει το νηστικό. Έλα τώρα να σου την δέσω, πώς θα την πάρεις;
Δ. Θέλεις να με βλέπει ο ένας κι ο άλλος. Και το σακούλι γιατί τόχω κρεμασμένο;
Χ. Α, έχεις και τρουβά σαν τους διακοναραίους.
Δ. Τι μουρμουρίζεις αυτού;
Χ. Τίποτε, τίποτε, ορμηνεύω την κότα να μην καταριέται ! (Τη χώνει στο σακούλι).
Δ. Μα γιατί βγάζει αυτές τις φωνές;
Χ. Δεν καταλαβαίνεις; Της κακοφαίνεται που την παίρνουν από τον νοικοκύρη της.
Δ. Μπαγαπόντη, όλο πονηριές μου είσαι. Τελοσπάντων, μου τη δίνεις με την καρδιά σου;
Χ. Με τα φυλλοκάρδια μου, κυρ δασικέ, (σιγότερα) που να σε σκαλώσει στο λαιμό.
Δ. Τι μουρμουρίζεις πάλι;
Χ. Τίποτε, τίποτε, δίνω ευκές.
Δ. Κι αληθινά πρέπει να μου συγχωράς τον πατέρα γιατί σ’ έσωσα σήμερα.
Χ. Βέβαια μ’ έσωσες, (σιγότερα) που να μη δόσεις να βγεις από δώ!
Δ. Πρόσεξε τώρα. Αυτό που μου δίνεις μη τυχόν το περνάς για πεσκέσι. Είναι πρόστιμο.
Χ. Πρόστιμο;
Δ. Ναι, πρόστιμο που στο επέβαλε η υπηρεσία λίαν επιεικώς.
Χ. Τι να γίνει, το καταπίνω κι αυτό.
Δ. Τι καταπίνεις μωρέ;
Χ. Το σάλιο μου, κυρ δασικέ.
Δ. Λοιπόν, φεύγω τώρα. Α, καλά που το θυμήθηκα. Μη σου βρίσκεται καμιά στάλα ρακή;
Χ. Που να τη βρώ τη ρακή, ούτε για τρίψιμο δεν έχω που με πονάει το κορμί.
Δ. Μωρέ κοίτα, κάπου θα βρεις από κανένα δικό σου. Η κότα θέλει και βρέξιμο από πάνω, καταλαβαίνεις; (Του κλείνει το μάτι όπως και στα επόμενα «καταλαβαίνεις»). Θα την φάω μαζί με τον αστυνόμο, καταλαβαίνεις. Κι ο καπετάνιος τ’ αγαπάει το τσίπουρο, καταλαβαίνεις; Για να σιγουρευτείς πρέπει να τον δέσεις κι απ’ τα δυο τον γάιδαρό σου. (Φεύγει).
Χ. (Μουντζώνει από πίσω και μιλάει προχωρώντας προς την σκηνή). Μωρέ γαιδούρια χειρότερα από σας τους δασικούς και μεγαλύτεροι κοπρίτες από τους άλλους τους σταυρωτήδες δεν υπάρχουν στον κόσμο. Π’ ανάθεμα τα πεθαμένα σας για ξουσία. Μάσαταν τον κοσμάκι κουβάρι. Αμ, παλιότερα που θυμάμαι είμασταν δέκα μεράδια καλύτερα. Ετούτοι μας άλλαξαν την πίστη, μας ρούφηξαν το αίμα. Έχουμε την ανέχειά μας, έχουμε κι αυτούς από πάνω. (Σταυροκοπιέται κοιτάζοντας ψηλά). Παναΐα μου. Κυρά μου! Δε θάρθει καιρός που το χιλιάρικο να καταντήσει ένας παράς κι αυτοί οι ψωριάρηδες να λουφάξουν στην άκρη τους, με την ουρά στα σκέλια σα τα ζαγάρια! Τότε θ’ ανασάνει η φτώχεια. Τότε θα βγάλουμε το άχτι μας κι εμείς. Αχ! Δε θα γυρίσει ποτέ ο τροχός;
κορίτος (ο) – ένα σκεύος μέσα στο οποίο βάνουν το νερό να πίνουν οι κότες.
τρουμπούκι – κορμός, κούτσουρο, όργανο βασανισμού
ντούσκα – ονομασία δάσους με βαλανιδιές. Ηπειρώτικο, τα χαμόδενδρα//νάνες βαλανιδιές πλατύφυλλες που κατά τόπους παίρνουν διάφορα ονόματα ως πλαντίτσα,μεροδένδρι και τζέρος.
ξόγανα – ξόανα (λατρευτικό άγαλμα φτιαγμένο από ξύλο. άνθρωπος μη ευφυής, περιορισμένης νοημοσύνης)
ντραβζίκα – δερμάτινος σάκος για εργαλεία
μπουφιάρα – η κότα που επειδή δεν γεννάει ή κάνει ζημιές κακολογιέται από την νοικοκυρά τάζοντάς την στον μπούφο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου