Posted on 4 Απριλίου, 2025

Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
Ἀπό τήν ὅλη ἔρευνα τοῦ θέματός μας προέκυψε, νομίζουμε, μέ σαφήνεια ὅτι ὁ Λούθηρος διαμόρφωσε καί εἰσηγήθηκε μιά νέα διαδικασία γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ἐνῶ εἶναι κατά βάθος διαμετρικά ἀντίθετη πρός τήν ἀντίστοιχη ρωμαιοκαθολική διδασκαλία, δέ θά μποροῦσε νά ταυτιστεῖ μέ τή σωτηριολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἡ ἔρευνα στή σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου περνᾶ ἀπαραίτητα μέσα ἀπό τήν ἀνθρωπολογική διδασκαλία του. Ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση εἶναι κατά τό Λούθηρο πλήρως καί βαθιά διεφθαρμένος, δέν ἔχει πλέον ἐλεύθερη ἀλλά δούλη καί διεστραμμένη λογική καί θέληση. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ ν’ ἀποφασίσει ὅ,τί σχετίζεται μέ τή σωτηρία του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἔργο αποκλειστικώς τῆς ἀμετάβλητης θελήσεως τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀμετάβλητη αὐτή θέληση τοῦ Θεοῦ θεμελιώνεται ὁ ἀπόλυτος διπλός προορισμός. Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ Λουθήρου γιά τίς ἀνθρωπολογικές συνέπειες τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας δέ συμπίπτει καθόλου μέ τήν ἀντίστοιχη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία περιορίζει τίς ὀντολογικές συνέπειες τῆς πτώσεως στήν ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα. Ἀλλά τό ἀμαυρωμένο κατ’ εἰκόνα καί ἀκόμη ειδικότερα τό ἀμαυρωμένο αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ἔχει προσδιοριστική σημασία γιά τήν ὅλη μεταπτωτική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή χάρη σ’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιλέξει ἤ νά μήν ἐπιλέξει τή σωτηρία του.
Ἡ θεία χάρη, ἡ πίστη στό Χριστό, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας στή θεολογική σκέψη τοῦ Λουθήρου ἀποτελοῦν τήν ἀδιαίρετη ἐκείνη ἑνότητα τῶν θεμελιωδῶν παραγόντων, πού προσδιορίζουν τήν παρεχόμενη ἀπό τό Θεό σωτηρία.
Ειδικότερα θεωρώντας ὁ Λούθηρος τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀποκλειστικό ἔργο τοῦ Θεοῦ τή συνδέει καταρχήν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπιτιθέμενος μάλιστα ἐναντίον τοῦ κτιστοῦ χαρακτῆρα τῆς θείας χάριτος, πού ὑποστήριζαν οἱ Σχολαστικοί, φαίνεται νά ὑποστηρίζει ἔμμεσα τόν ἄκτιστο χαρακτῆρα της. Παρά ταῦτα δέν κατορθώνει ν’ ἀποδεσμευτεῖ εξολοκλήρου ἀπό τίς θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ Σχολαστικισμοῦ καί ταυτίζει τήν ἄκτιστη θεία οὐσία μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πίστη στό Χριστό ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα τῆς σωτηριολογίας τοῦ Λουθήρου. Ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τή σωτηρία ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί μόνον ἀπό αὐτήν. Τό sola fide ἀποτελεῖ τό κριτήριο τῆς διδασκαλίας τοῦ Λουθήρου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας του γιά τή δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ μόνη τήν πίστη ὁ Λούθηρος ἐμφανίζεται ἄλλοτε νά ἐξαρτᾶται ἀπό τή δικαιική σκέψη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καί ἄλλοτε νά προσεγγίζει τήν πατερική θεολογική σκέψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Διαφοροποιεῖται ὅμως ριζικώς ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅταν συνδέει τό σωτηριολογικό περιεχόμενο τῆς πίστεως μέ τίς εκκλησιολογικές του πεποιθήσεις.
Μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἔρχεται κατά τό Λούθηρο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, γεννιέται ἡ πίστη στό Χριστό καί παρέχεται ἡ σωστική δύναμη στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται τόσο αφετηριακά ὅσο καί τελικά ἀπό τό λόγο τοῦ κηρύγματος καί ἀπό τό λόγο τῶν μυστηρίων, μιά καί ἡ ἐνέργειά τους εἶναι μία καί ἡ αὐτή. Παρά τό μυστηριακό ὅμως χαρακτῆρα πού προσδίδει ὁ Λούθηρος στό λόγο τοῦ Θεοῦ περιορίζει τό λόγο αὐτό στίς συγκεκριμένες βιβλικές ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους μέ συνέπεια νά μήν μπορεῖ νά κατανοήσει τόν ὅλο μυστηριακό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργικῶν ἐκφάνσεών της. Γι’ αὐτό καί ἀπομονώνει τά μυστήρια ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τό βάπτισμα κατά τό Λούθηρο παρέχει τήν ἄφεση ὄχι ὅμως καί τήν κατάργηση τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας. Ἡ «ὑπολειπόμενη» ἀπό τό βάπτισμα ἁμαρτία ἀπομακρύνεται καθημερινῶς μέ τή μετάνοια, ἀλλά ἡ ὁριστική κατάργησή της θά γίνει μέ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀντίθετα κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ ν’ ἀποτελεῖ ὀντολογικό γνώρισμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἱστορική παρουσία τους στή γῆ, ἐπειδή στό βάπτισμα ἡ ἁμαρτία ἔχει νεκρωθεῖ οντολογικώς καί εξολοκλήρου.
Ἡ ἄφεση τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας ἀποτελεῖ κατά τό Λούθηρο τή θεμελιώδη προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς «ἀληθινῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας». Ἡ νέα αὐτή πραγματικότητα, πού ἔχει ὡς βασικό χαρακτηριστικό της τήν παραμονή τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως σέ αἰχμαλωσία καί δουλεία πρός τό Χριστό, χαρακτηρίζεται ἀπό τό Λούθηρο ὡς «βασιλική ἐλευθερία» τοῦ χριστιανοῦ. Ὅταν ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ Λουθήρου γιά τή «βασιλική ἐλευθερία» ενταχθεί ὀργανικά στήν ὅλη ἀνθρωπολογική καί σωτηριολογική διδασκαλία του, δέν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ τήν ὀρθόδοξη ἄποψη γιά τή χαρισματική ἐλευθερία τῶν πιστῶν. Συγκεκριμένα ἡ «βασιλική ἐλευθερία» τῶν πιστῶν περιορίζεται σημαντικά, ἄν δέν ἀμφισβητεῖται κιόλας σέ ὀντολογικό ἐπίπεδο, τόσο ἐξαιτίας τῆς «ὑπολειπόμενης» ἀπό τό βάπτισμα ἁμαρτίας ὅσο καί ἐξαιτίας τοῦ servum arbitrium.
Ὁ Λούθηρος συνδέει στενά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν πραγμάτωση τῶν καλῶν ἔργων. Ὡς καλά ἔργα χαρακτηρίζει ἐκεῖνα πού πηγάζουν ἀπό τή δωρηθεῖσα στόν πιστό δύναμη τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Συνδέοντας τά καλά ἔργα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὑποστηρίζει ὅτι κατά τήν πραγμάτωση τῶν καλῶν ἔργων ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ὁ ἐνεργῶν ἄλλα ὁ ἐνεργούμενος. Τά καλά ἔργα εἶναι καρποί τῆς πίστεως καί δηλώνουν τήν ἐν πίστει ἀποδοχή τῆς δικαιώσεως. Μέ τήν τοποθέτηση αὐτή ἔναντι τῶν καλῶν ἔργων ὁ Λούθηρος ἔρχεται σέ φανερή ἀντίθεση μέ τό σχολαστικό καί δικανικό πνεῦμα τῆς ρωμαιοκαθολικῆς σωτηριολογίας, ἐνῶ ταυτόχρονα φαίνεται νά προσεγγίζει σέ κάποιο βαθμό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τά καλά ἔργα. Στήν πραγματικότητα ὅμως, ἐπειδή προϋποθέτει τήν παραμονή τῆς ἁμαρτίας στά καλά ἔργα μέ τή μορφή τῆς φιλαυτίας καί παράλληλα ἐπειδή ἀρνεῖται τήν ἐλεύθερη συνεργία τοῦ πιστοῦ στήν πραγμάτωση τῶν καλῶν ἔργων, ἀποκλίνει σαφῶς ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Τή διδασκαλία γιά τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Λούθηρος τή θεμελιώνει στό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, πρᾶγμα πού προσδίδει στή θέωση κατεξοχήν ὀντολογικό χαρακτῆρα. Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου πραγματώνεται μέ τή μετοχή τῆς θείας φύσεως. Μέτοχος ὅμως τῆς θείας φύσεως γίνεται ὁ ἄνθρωπος στήν παροῦσα ζωή μόνον ἐν πίστει καί ελπίδι ἐνῶ ἀναμένει οὐσιαστικά τή γεύση τῆς θεώσέώς του μετά τήν τελική κρίση. Θεμελιώνοντας ὁ Λούθηρος τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου στό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως φαίνεται νά προσεγγίζει τήν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς θεώσεως. Ἡ προσέγγιση ὅμως αὐτή ἀμβλύνεται σημαντικά, ὅταν ὁ Λούθηρος ἀρνεῖται τή βίωση τῆς θεώσεως στήν ἐπίγεια ζωή. Γιατί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί πνευματική ἐμπειρία ἡ θέωση, πού πραγματώνεται ακτίστως καί ανερμηνεύτως ἀπό τή θεοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει στήν παροῦσα ζωή μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ὁλοκληρώνεται στή μέλλουσα ζωή.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου κατά τό Λούθηρο βρίσκεται ὁλοκληρωτικά ἔξω ἀπό τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος οικειώνεται τή δικαίωση κατά «παθητικό» τρόπο καί δέν κάνει τίποτε γιά νά παραμείνει σ’ αὐτήν. Ὁ «παθητικός» αὐτός χαρακτῆρας τῆς δικαιώσεως πού ὑποστηρίζει ὁ Λούθηρος δέ συμπίπτει μέ τήν ἀντίστοιχη ὀρθόδοξη ἄποψη, ἐπειδή ὁ Λούθηρος προϋποθέτει πάντοτε τό servum arbitrium. Ἀντίθετα ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑποστηρίζει ὅτι ὁ πιστός «πάσχει» τή σωτηρία του, προϋποθέτει τήν ἐλεύθερη συνεργία του στό υπερφυές γεγονός τῆς σωτηρίας πού πραγματώνει ὁ Θεός.
Ἀκόμη ἡ ἐν Χριστῶ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου κατά τό Λούθηρο δέν ἀποτελεῖ μιά τετελεσμένη κατάσταση ἀλλά ἕνα δυναμικό γεγονός. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στή διαδικασία καί στήν κίνηση τῆς δικαιώσεως. Στήν παροῦσα ζωή ὁ πιστός εἶναι «ταυτόχρονα ἁμαρτωλός καί δίκαιος» ἤ «ταυτόχρονα ἀσθενής καί ὑγιής». Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς δικαιώσεως καί ἡ πλήρης ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναμένεται στά ἔσχατα. Ἡ θέση αὐτή τοῦ Λουθήρου, πού ἐκφράζει μέ συνέπεια τή σωτηριολογία του, ἀποκλίνει σαφῶς ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Καί τοῦτο γιατί ἡ θέση αὐτή τοῦ Λουθήρου προϋποθέτει τή νομική ἑρμηνεία τῆς σωτηρίας, πού συνοψίζεται στό μή καταλογισμό τῆς ἰσοβίως παραμένουσας στόν πιστό ἁμαρτίας. Σύμφωνα ὅμως μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά ἔχει ταυτόχρονα ἀρρωστημένη καί ὑγιαίνουσα φύση. Ἡ θεραπεία τόσο ἀπό τήν προπατορική ὅσο καί ἀπό τήν μεταπατορική ἁμαρτία δέν ἀναμένεται στό εσχατολογικό μέλλον ἀλλά παρέχεται πλήρως μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν παροῦσα ζωή.
Τέλος, ἀξιολογώντας τίς παρατηρούμενες προσεγγίσεις ἀνάμεσα στή σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου καί στήν ἀντίστοιχη δογματική διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θά μπορούσαμε βάσιμα νά ὑποστηρίξουμε ὅτι αὐτές ἐμφανίζονται κάτω ἀπό διαφορετικές θεολογικές, ἀνθρωπολογικές καί εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Ἀκόμη θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Λούθηρος, παρά τίς ἀδιαμφισβήτητες θεολογικές ἐξόδους του ἀπό τά δικαιικά πλαίσια τῆς ἐποχῆς του, κατά τήν ἀνάπτυξη ὁρισμένων πτυχῶν τῆς σωτηριολογίας του φαίνεται νά παραμένει σημαντικά ἐξαρτημένος ἀπό τή σχολαστική θεολογική σκέψη. Καί στό σημεῖο αὐτό ἀκριβῶς ἔχουμε τή γνώμη ὅτι βρίσκεται ἡ τραγικότητα τῆς σωτηριολογίας του.
Πηγή: Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου (πρόσβαση 2/4/2025).
Βιβλίον: Δημητρίου ‘Ι. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου – Συμβολή στή μελέτη τῆς Θεολογίας τοῦ Λουθήρου ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη – ἐκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1991.
Το είδα: analogion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου