Η Φλώρα είναι πόρνη. Εδώ και μερικά χρόνια κάνει τη δουλειά αυτή για να ζήσει τα δύο της παιδιά. Ξεκίνησε όταν ο άνδρας της την παράτησε για κάποια τραγουδίστρια. Μην έχοντας άλλο τρόπο να επιβιώσει, αποφάσισε να βγει στο δρόμο. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, όμως με τον καιρό έγινε μια ρουτίνα. Δεν την ένοιαζε πια εάν ο πελάτης είναι νέος ή γέρος, κίτρινος ή μαύρος. Σημασία είχε να πληρώνουν.
Ο άνδρας ήταν ιδιαίτερα ευγενικός. Της μίλησε λες και απευθυνότανε σε κυρία.
-Καλησπέρα σας κυρία, της είπε χαμηλόφωνα. Έμοιαζε σχεδόν φοβισμένος. Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με συνοδέψετε για μία περίπου ώρα;
Η Φλώρα ξέχασε πότε την αποκάλεσαν για τελευταία φορά «κυρία» και της μίλησαν στον πληθυντικό. Φαντάσθηκε ότι είναι κάποιος ιδιαίτερα βιτζιόζος πελάτης. Είχε συνηθίσει στις ιδιαίτερες επιθυμίες.
- Θέλετε να έλθετε μέσα; του απάντησε το ίδιο ευγενικά και η ίδια, δείχνοντάς του το ξενοδοχείο πίσω της. Έμαθε να παίζει το παιχνίδι των πελατών της. Εάν την θέλουν «κυρία», θα είναι «κυρία».
- Θα προτιμούσα να περπατήσουμε της είπε. Δεν θα πάμε μακριά.
- Θα σας κοστίσει ένα κατοστάρικο για μια ώρα του είπε και αν θέλετε έξτρα κάτι παραπάνω.
Συμφώνησε αμέσως ο άνδρας και η Φλώρα χάρηκε γιατί του είπε διπλάσια τιμή για να τα βρουν στα παζάρια, αλλά ευτυχώς δεν χρειάσθηκαν. Καλό μεροκάματο απόψε σκέφτηκε.
- Πως θέλετε να σας φωνάζω κύριε; τον ρώτησε.
- Αλέξανδρο και είναι το πραγματικό μου όνομα.
Προχώρησαν κάπου ένα τέταρτο. Η Φλώρα άρχισε να ανησυχεί. Που την πηγαίνει αυτός ο παράξενος άνθρωπος; Κάποια στιγμή φθάνουν σε ένα ερειπωμένο κτίριο. Απ’ έξω υπάρχει μια πολύ παλιά σκουριασμένη ταμπέλα που γράφει «Θέατρο Παλλάς». Ο Αλέξανδρος σπρώχνει την παλιά πόρτα που ανοίγει τρίζοντας με δυσκολία. Της κάνει ευγενικά τόπο να περάσει. Η Φλώρα αρνείται να μπει μέσα.
- Τόσα σπίτια και ξενοδοχεία υπάρχουν. Στα ερείπια μ’ έφερες; Τί βίτσιο είναι αυτό;
- Θα σου εξηγήσω της λέει ο άνδρας. Είμαι παλιός ηθοποιός. Όλη μου τη ζωή την έζησα στη σκηνή. Σήμερα ο γιατρός μου είπε ότι έχω καρκίνο και μου έδωσε λίγους μήνες ζωής. Όσο ακόμη μπορώ και στέκομαι όρθιος θέλω να παίξω για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό. Αν δεν σε πειράζει, θέλω να είσαι εσύ το κοινό μου. Δεν θέλω να είναι άδεια η αίθουσα. Θα μου δώσεις το τελευταίο χειροκρότημα, που θα το πάρω μαζί μου. Σε παρακαλώ βοήθησε με.
Η Φλώρα συγκινείται. Η τροπή που πήρε η ζωή της, δεν της έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ποτέ μία θεατρική παράσταση. Το να κάνει τη χάρη σε αυτόν τον ευγενικό άνθρωπο, θα είναι και μια δική της ευχαρίστηση, θα πληρωθεί κιόλας.
Το εσωτερικό του θεάτρου είναι σε άθλια κατάσταση. Η εγκατάλειψη και οι λεηλασίες το έχουν καταντήσει σχεδόν άδειο κουφάρι. Μόνο η σκηνή στέκει ακόμη με ξεσκισμένα τα πανιά της αυλαίας και κάτω μερικά καθίσματα τα περισσότερα σπασμένα. Η Φλώρα καθαρίζει ένα κάθισμα και κάθεται. Στη σκηνή ανεβαίνει ο Αλέξανδρος. Σπρώχνει με το πόδι του μερικούς σοβάδες και ξεκινά με έναν μονόλογο από την "Όπερα της Πεντάρας" του Μπέρτολτ Μπρεχτ, όπου η Τζένη η πόρνη εκφράζει την κυνική της στάση και την ωμή πραγματικότητα της ζωής της, ενώ παράλληλα φωτίζει τη σκληρότητα και την υποκρισία της κοινωνίας.
"Α!, νομίζεις πως έχεις δει την κόλαση, έτσι δεν είναι; Νομίζεις πως η δική σου ζωή είναι σκληρή, πως σε πατάνε και σε εκμεταλλεύονται. Έχεις ιδέα πώς είναι να είσαι γυναίκα σαν κι εμένα; Κανείς δεν θέλει να ξέρει το όνομά σου, κανείς δεν σε κοιτά στα μάτια. Όλοι θέλουν κάτι από σένα, αλλά κανείς δεν θέλει να μάθει τι χρειάζεσαι εσύ. Και όταν έρθει η ώρα να σε κρίνουν, όλοι στέκονται στο ύψος τους, όλοι αγνοούν πόσο αναγκαίο είναι να έχεις φωνή μέσα στη νύχτα. Σ' αυτόν τον κόσμο, εμείς είμαστε τα εύκολα θύματα. Όμως, μην κάνεις το λάθος να με λυπάσαι. Γιατί εγώ θα επιβιώσω. Κι όταν εσείς θα έχετε φύγει, εγώ θα είμαι ακόμα εδώ. Κι ίσως τότε, να κοιτάξετε πίσω και να δείτε πως ήμουν πιο αληθινή απ’ όλους εσάς μαζί."
Η Φλώρα νιώθει κάθε στοίχο, κάθε λέξη, κάθε κίνηση να περιγράφουν τη δική της ζωή. Από τα μάτια της τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα, για τη χαμένη της ζωή, για την αδυναμία και την ερημιά της
Όταν τελειώνει ο Αλέξανδρος υποκλίνεται και η Φλώρα τον χειροκροτεί με ενθουσιασμό.
- Ευχαριστώ πολύ καλή μου. Είσαι καλό ακροατήριο. Να σε πληρώσω τώρα.
Η Φλώρα δεν δέχεται πληρωμή. Πιστεύει ότι εάν του έπαιρνε χρήματα θα ευτέλιζε μία από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής της.
- Μπορούμε να βρεθούμε και αύριο; του ζητάει ικετευτικά.
- Αν και ο γιατρός μου ζήτησε να μην κουράζομαι να το ξανακάνουμε αύριο. Την ίδια ώρα να βρεθούμε εδώ;
Την άλλη μέρα, όταν ο Αλέξανδρος μπαίνει στο θέατρο, βλέπει ότι στα σπασμένα καθίσματα βρίσκονται καμιά δεκαριά πόρνες. Μόλις τον βλέπουνε σοβαρεύουν. Η Φλώρα του χαμογελά και του κουνά το χέρι. Αυτός σχηματίζει με τα χείλη του τη λέξη ευχαριστώ.
Ανεβαίνει στη σκηνή. Υποκλίνεται και αρχίζει τον μονόλογό της πόρνης Εστέλ από το μονόπρακτο "Κεκλεισμένων των Θυρών" του Ζαν Πολ Σάρτρ:
"Τι είναι η κόλαση, αν όχι οι άλλοι που μας κοιτάζουν χωρίς ποτέ να μας βλέπουν; Ήθελα απλώς να αγαπηθώ, να είμαι κάτι περισσότερο από μια σκιά που χορεύει για να ευχαριστεί τους άλλους, για να τους κάνει να νιώθουν ανώτεροι και δικαιωμένοι. Μας περιγελούν και μας κρίνουν, μας φορούν ετικέτες, μα όταν κλείνουν οι πόρτες, δεν έχουμε τίποτα να μας στηρίξει. Όλοι είμαστε λίγο πολύ φυλακισμένοι στη φήμη μας, στην εικόνα που δημιούργησαν οι άλλοι για εμάς, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν τι υπάρχει στην καρδιά μας."
Οι πόρνες σηκώνονται και τον χειροκροτούν. Τα πρόσωπα ξεβάφουν από τα δάκρυα, αλλά ποιος νοιάζεται. Ο Αλέξανδρος υποκλίνεται. Η πιο νεαρή από όλες του πηγαίνει μια ανθοδέσμη. Το καλύτερο κοινό του έλαχε στην τελευταία του παράσταση. Νιώθει ευτυχισμένος και ευγνώμων που πήρε το τελευταίο του χειροκρότημα, από αυτό το ξεχωριστό ακροατήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου