ΤΟ ΔΙΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
ΕΚΑΤΟ ΔΡΑΜΙΑ ΦΑΚΕΣ
(Ἡ γερόντισσα μιλᾶ βαριὰ Κοζανίτικα καὶ ἔτσι ἔχει διασωθεῖ ὁ διάλογος μαζί της)
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ «ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»
(Ἐβδομαδιαία ἐφημερίδα Κοζάνης 1965)
ceb5cf83cf84ceb9ceb1-cf84cebfceb9cf87
Ἕνα πρωϊ ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της στὴν Ἑστία Συσσιτίων, ποὺ εἶχε δημιουργήσει ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον τοῦ πατέρα Αὐγουστίνου, μιὰ γριούλα, διπλωμένη στὰ δυὸ ἀπ’ τὸ βάρος ποὺ τῆς ἔδιναν τὰ χρόνια ποὺ σήκωνε στὴν καμπουριασμένη ράχη της, ἀργοσέρνοντας τὰ πόδια της καὶ κρατώντας στὰ χέρια της ἕνα σακουλάκι, ἐνῶ μὲ τ’ ἄλλο στηρίζονταν στὸν τοῖχο, νὰ μὴ γονατίση ἀπ’ τὴν πεῖνα. Πλησίασε ἕνα νεαρὸ ποὺ στεκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἑστίας καὶ τὸν ρώτησε:
―Ἀμπρέ, πιδόπλουμ’, ἰδῶ εἶνι οὐ παπα-Βγαστίνους;
―Πατέρα Αὐγουστῖνο τὸν λένε, διώρθωσε ὁ νεαρός.
―Μὴ μὶ συνιρίζισι, γιέ μ’ ! Ἀγράμματ’ γυναῖκα εἶμι κι δὲν τὰ κλώθου καλά. Κι ἄν κάμνου κι κάναν ἀλάθους, ἂς μὶ σχουρέσ’ οὐ Θός!
―Δὲν πειράζει… Μέσα εἶναι. Τί τὸν θέλεις, γιαγιά;
―Χαλέβου νὰ τοὺν γ’ ἰδῶ ψίχα, κὶ νὰ τοὺν δώσου κὰτ’ ἀπ’ τοὺν φιρα…
―Ἔλα μαζί μου...
Τὴν ἔπιασε ἁπαλὰ ἀπ’ τὸ μπράτσο καὶ τὴν ὡδήγησε στὸ γραφειάκι, ποὺ βρισκόταν στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς. Πλησίασε τὴ θύρα καὶ φώναξε στὸν πατέρα Αὐγουστῖνο.
―Γέροντα! Μιὰ γριούλα ζητάει νὰ σὲ δῇ.
―Ἂς περάση, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ του ἀπὸ μέσα.
―Ἔλα, γιαγιά! Καὶ τὴν πέρασε στὸ γραφειάκι.
Μόλις ἡ γριούλα εἶδε τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο, αὐθόρμητα ἔσκυψε νὰ τοῦ φιλήσῃ τὸ χέρι. Ἐκεῖνος τὸ ἀποτράβηξε μαλακὰ καὶ πιάνοντας τὸ δικό της χέρι, τῆς τὸ φίλησε μὲ σεβασμό. Ξαφνιάστηκε ἡ γριούλα ἀπὸ τούτη τὴ χειρονομία του. Τὰ ‘χασε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ σὰν συνῆλθε λιγάκι, εἶπε:
―Μπᾶ, γιέ μ’! Τ’ ἦταν ἰτούτου πάλι! Παπᾶς νὰ φ’λάῃ τοῦ χέρ’! Ποιὸς τούειδιν κὶ πῶς νὰ τ’ ἀκούσ’ν οἱ ἄλλοι;
―Τὸ δικό σου χέρι ἀξίζει νὰ φιλήσω, μητέρα, ἀπάντησε μὲ ἤρεμη φωνὴ ὁ πατέρας Αὐγουστῖνος. Κ’ εἶναι σὰ νὰ φιλῶ τὰ χέρια ὅλων τῶν μανάδων, ποὺ ὑποφέρουν στὶς σημερινὲς δύσκολες στιγμὲς ποὺ περνάει τὸ Ἔθνος μας, καὶ δὲν μπορῶ, δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ τὶς βοηθήσω, ὅπως πρέπει κι ὅσο θἄθελα.
―Δὲν εἶνι ἁμαρτία ἰτούτου; εἶπε σὰν φοβισμένη ἡ γριούλα.
―Ἁμαρτία εἶνε ὅταν μισοῦμε, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ γέροντα, κι ὄχι ὅταν ἀγαποῦμε. Καὶ σὺ ἀγαπᾶς, μητέρα, γιὰ νὰ κάνῃς τὸν κόπο νὰ ῤθῇς ἴσαμε ᾿δῶ. Κάθησε.
Καὶ σὰν κάθησε ἡ γριούλα σ’ ἕνα κασόνι, ποὺ χρησίμευε καὶ γιὰ καρέκλα.
―Κάτι ἤθελες νὰ μοῦ πῇς.
―Ἰά, ἦρθα νὰ σ’ ἰδῶ ποιὸς εἶσι, ἀπ’ σιουμουλουγοῦν οὐόλ’ κι νὰ μ’ ἰβλογήισ’ς. Σ’ φιρα κι ψίχα φακὴ νὰ τ’ μαειρέψ‘ γιὰ τ’ς φτουχοί! Κι ἀνοίγοντας τὸ σακουλάκι, τοῦ ἔδειξε τὰ ἑκατὸ δράμια φακὲς ποὺ ἔφερνε μαζί της.
―Κράτησέ την γιὰ τὸν ἑαυτό σου, μητερούλα! τῆς εἶπε γεμᾶ―τος συγκίνηση ὁ πατέρας Αὐγουστῖνος. Καὶ γιὰ τοὺς πτωχοὺς θὰ βρεθοῦν ἄλλοι ποὺ θὰ ἐνισχύσουν τὰ συσσίτιά μας.
―Ἰμένα, δὲν μὶ χράζιτι τόσ’ πουλὴ φακὴ. Ἰγὼ τώρα ἰέφαγα τὰ ψουμιά μ’. Λίγ’ ζουὴ ποὺ μὶ ἀπόμκιν ἀκόμα, κ’τσά-στραβὰ τὰ τ’ν ἀπιράσου. Οἱ νιώτιαρ’ νὰ τηρῆστι νὰ χουρταὶν τώρα ἀπ’ δὲν βρίσκιτι κὰν τίπουτας!
―Κράτησέ την, ἐπέμεινε ὁ γέροντας. Καὶ δὲν θὰ ᾿χῃς χρήματα ν’ ἀγοράσῃς ἄλλες φακές.
―Δὲν τ’ν ἀγόρασα! Μὶ ‘ν ἰέδουκαν ἀπ’ αὐτοῦ, ἀπ’ δὶν’ν τὰ τρουφίματα. Πὰρ’ την, γιέμ’, κὶ μὴ μὶ κακουκαρδίζ’ς!…
―Καλά, θὰ τὶς κρατήσουμε. Ἀπὸ αὔριο ὅμως, νὰ ‘ρχεσαι καὶ σὺ νὰ τρῶς στὴν Ἑστία μας.
―Ἰφχαριστῶ, γιέμ! Οὐ Θὸς νὰ σὶ βουηθάη, νὰ κάμ’ς οὐόλου τοὺ καλό! Καλὸ βράδ’…
Καὶ σηκώθηκε νὰ φύγῃ.
―Εὐλογημένη νὰ ᾿σαι, μητερούλα!
Ἡ γριούλα ἔκανε τὸ σταυρό της, τοῦ χαμογέλασε, καὶ κούτσα-κούτσα βγῆκε ἀπ’ τὴν Ἑστία. Καὶ δὲν ξαναφάνηκε...
Ἑκατὸ δράμια φακές, ἕνα φτωχικὸ γεῦμα γιὰ μιὰ πεινασμένη γριούλα, φυτεύτηκαν στὴν Ἑστία συσσιτίων, καὶ μέσα σ’ ἕνα χρόνο φύτρωσαν, κάρπισαν καὶ γέμιζαν ὀκτὼ χιλιάδες πιάτα, γιὰ νὰ χορταίνουν ὀχτὼ χιλιάδες πεινασμένοι ἄνθρωποι!…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου