Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 «Ὁ σπόρος ἐστίν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» μᾶς λέει ὁ Χριστός, σέ μία ἀπό τίς πιό ὄμορφες παραβολές πού καταγράφονται στά Εὐαγγέλια. Μέ τή φράση αὐτή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ λόγος, πού εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, μᾶς κάνει νά χτίζουμε μιά καινούργια ζωῆ μέσω τῆς καρδιᾶς ἐάν μιλᾶ γιά τόν Θεό καί ὁδηγεῖ στόν Θεό.

Ποῦ ἀνήκουμε; 

Ὁ Χριστός μᾶς περιγράφει τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Θέτει ἔτσι ἐρωτήματα στόν καθέναν μας, σέ ποιά κατηγορία ἀνήκει. Εἴμαστε μόνο τυχαῖοι ἀκροατές πού ὁ διάβολος παίρνει τόν λόγο ἀπό τήν καρδιά μας, μέ ἀποτέλεσμα νά χάνεται; Εἴμαστε καλοπροαίρετοι ἀκροατές, πού ἐνῶ χαιρόμαστε, διότι ὁ λόγος δίνει πνευματικές ἀξίες, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα πού δοκιμαζόμαστε ἄν ἔχει γεννηθεῖ ἕνας νέος τρόπος στό νά βλέπουμε τή ζωή, τίς δοκιμασίες καί τίς σχέσεις μας, διαπιστώνουμε ὅτι δέν ὑπάρχει καμία ρίζα στήν καρδιά μας, μέ ἀποτέλεσμα νά ζοῦμε καί νά δροῦμε σά νά μήν τόν ἔχουμε ἀκούσει; Εἴμαστε ἐκεῖνοι οἱ ἀκροατές πού ἀφήσαμε τόν λόγο νά καρπίσει, θέλουμε νά τόν ἐφαρμόσουμε στή ζωή μας, ὅμως διαπιστώνουμε ὅτι τά ἀγκάθια, δηλαδή οἱ φροντίδες γιά τήν ἐπιβίωση, ὁ πλοῦτος καί ἡ ἀγωνία γιά τή διατήρησή του, οἱ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, συμπνίγουν τελικά ἀκόμη καί τά ὅσα ὁ λόγος ἄρχισε νά καρποφορεῖ, συντρίβοντας τήν ψυχή μας; Ἤ ἀνήκουμε στήν ἀγαθή καί καλή γῆ, στήν καρδιά πού ἔχει τήν ἀρετή καί τήν καλοσύνη γιά νά βγάλει καρπό μέσα ἀπό τόν πόθο τῆς σχέσης μέ τόν Χριστό; Γινόμαστε σάν τό δέντρο πού προῆλθε ἀπό τόν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ καί σκιάζει καί τρέφει τά πουλιά τοῦ κόσμου καί τά βοηθᾶ νά συνεχίσουν πιό ξεκούραστα τό πέταγμά τους, δηλαδή ὅλους ὅσοι τελικά ἀναζητοῦν ἀνάπαυση, νόημα καί ἀφετηρία νά πετάξουν πρός τόν οὐρανό;

Τό Εὐαγγέλιο ἀναπαύει 

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Εὐαγγέλιο γίνεται ἴσκιος πού ἀναπαύει ἀπό τόν ἥλιο καί τόν καύσωνα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά συμπνιγεῖ στίς μυλόπετρες τῶν ἐπιθέσεων τοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τή μία καί τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τήν ἄλλη. Ὁ Θεός θέλησε νά ζοῦμε ἐντός τοῦ χρόνου καί τοῦ τρόπου τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ὅμως μᾶς κουράζουν οἱ ἀπαιτήσεις του καί τά πρότυπα τά ὁποῖα αὐτός θέτει. Μέ τά «πρέπει» του ὁ πολιτισμός μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε σάν νά μήν ὑπάρχει. Τήν ἴδια στιγμή ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός, μέ τούς λογισμούς, μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ χαρακτῆρα μας καί τίς ἀνάγκες μας, σέ συνέργεια μέ τόν διάβολο, μᾶς ἐπιτίθεται, ὠθώντας μας νά θέλουμε νά ἔχουμε ἀπό μόνοι μας τόν ἔλεγχο τῆς ζωῆς μας, χωρίς πίστη στήν Ἀνάσταση. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅμως δροσίζει τίς ψυχές μας. Μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐκτιμήσουμε ποιές εἶναι οἱ πραγματικές μας ἀνάγκες καί ἀνοίγει τόν δρόμο γιά μιά ζωή πνευματική, δηλαδή μέ προοπτικές αἰωνιότητας, πού δέν μᾶς ἀφήνει νά κουραστοῦμε ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ αἰῶνος τούτου.

Δέν εἴμαστε μόνοι 

Τό Εὐαγγέλιο τρέφει τόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγώντας στόν Χριστό καί στή σχέση μαζί του. Ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά τῆς πίστης, ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνος, ἡ βεβαιότητα τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ, ἀκόμη κι ἄν αὐτό φαντάζει ἀκατανίκητο, ἀποτελοῦν προοπτικές πού πηγάζουν ἀπό τήν υἱοθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς τῆς πηγῆς πού δίνει ζωή. Τρεφόμαστε ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί μποροῦμε νά καρποφορήσουμε καί νά δώσουμε καρπό ἑκατονταπλασίονα, καθώς ἀπό ἐμᾶς θά βγεῖ ζωή καί γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Κι αὐτό εἶναι τελικά τό νόημα πού ἀνοίγεται στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος δέν εἶναι γιά ἕναν ἤ γιά λίγους, ἀλλά ἁπλώνεται στή γῆ τοῦ διπλανοῦ μας, ἀναζωογονώντας τόν κόσμο μας.

Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ ζωή πού αὐτό προτείνει γίνεται ἀφετηρία γιά νά ξεκινοῦμε κάθε στιγμή ἀπό τήν ἀρχή. Νά προχωρᾶμε στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μέ ὑπομονή. Νά μήν ἀπογοητευτοῦμε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἀπό τήν ἔλλειψη κατανόησης. Ἀπό τή σκληρότητα τῆς ἐποχῆς. Ἀπό τά ἀδιέξοδα, τά ὁποῖα προκαλοῦν κατάθλιψη. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς κάνει ἀνθρώπους πού τά περιμένουμε ἕτοιμα. Μᾶς δείχνει ὅτι ἡ λύση στίς δυσκολίες μας δέν ἔρχεται μέσα ἀπό τίς προτάσεις τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀπό τήν πνευματική προσπάθεια. Τή συγχωρητικότητα καί τήν ταπεινότητα. Καί, ταυτόχρονα, τή δημιουργικότητα καί τήν ἐργατικότητα, καί διά τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά καί διά τῆς εὕρεσης ἐκείνων τῶν τρόπων πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά μᾶς βοηθήσουν νά περάσουμε ἀπό τόν σταυρό στήν Ἀνάσταση. Ἄλλωστε, «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. 9,23).

Ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύει 

Ὅλα αὐτά μποροῦμε νά τά ζήσουμε στήν Ἐκκλησία. Ἡ παράδοση τῆς πίστης μας, ὁ λόγος τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καθιστοῦν τό Εὐαγγέλιο αὐθεντικό ὁδηγό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἑρμηνεύεται μέ τόν νοῦ μας ὡς μοναδικό κριτήριο ἀλήθειας καί ἔμπνευσης, ἀλλά ἀπό τήν Ἐκκλησία πού μᾶς προφυλάσσει ἀπό λάθη καί τήν ὑπερηφάνεια ὅτι μόνο ἐμεῖς γνωρίζουμε. Ὁ λόγος πού καρποφορεῖ στήν καρδιά γίνεται ἀγάπη, ἀλήθεια, καινούργιο ξεκίνημα, ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί γιά τούς γύρω μας. Χρειαζόμαστε ὁδοδείκτη, φάρο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Χρειαζόμαστε ὅμως καί τήν ἀπόφαση ἡ καρδιά μας νά γίνει γῆ ἀγαθή. Κανείς δέν σώζεται μόνος του!

 π. Θ. Μ.

http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/fk/2020/41_2020.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: