Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ ᾿Αλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ ᾿Ασίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. Τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; Ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενίας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω». Τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός. Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;» Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε. ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό. Μερικοί από τη συναγωγή η οποία λεγόταν «των Λιβερτίνων», καθώς και μερικοί Κυρηναίοι και Αλεξανδρινοί, κι άλλοι από την Κιλικία κι από την επαρχία της Ασίας άρχισαν να λογομαχούν με το Στέφανο. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε στα λόγια του. Τότε έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λεει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή και για το Θεό. Έτσι ξεσήκωσαν το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, που πήγαν και τον έπιασαν και τον έσυραν στο συνέδριο. Εκεί παρουσίασαν φευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λεει βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου ναού και εναντίον του νόμου. Τον έχουμε ακούσει να λεει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει το ναό και θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Όλα τα μέλη του συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε σαν να ήταν πρόσωπο αγγέλου. Τότε ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι είναι τα πράγματα;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Αδελφοί και πατέρες, ακούστε: Ο δοξασμένος Θεός φανερώθηκε στον πατέρα μας τον Αβραάμ όταν ήταν στη Μεσοποταμία, πριν έρθει να κατοικήσει στη Χαράν, και του είπε: “φύγε από την πατρίδα σου κι από τους συγγενείς σου, και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω. Εκείνος τότε έφυγε από τη χώρα των Χαλδαίων και πήγε να κατοικήσει στη Χαράν. Από κει, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήσει στη χώρα αυτή, που κι εσείς τώρα κατοικείτε. Όμως δεν του έδωσε ιδιοκτησία σ’ αυτόν ούτε ένα μέτρο γης, αλλά υποσχέθηκε να τη δώσει σ’ αυτόν, και μετά το θάνατό του στους απογόνους του, αν και ο Αβραάμ δεν είχε τότε παιδί. Αυτός απέκτησε την εύνοια του Θεού και ζήτησε την άδεια να χτίσει κατοικία για το Θεό του Ιακώβ. Την κατοικία αυτή του την έχτισε ο Σολομών. Ο Ύψιστος όμως δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Όπως λεει ο προφήτης: Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, Κι η γη είναι το στήριγμα για ν’ ακουμπούν τα πόδια μου. τι σπίτι θα μου χτίσετε; λεει ο Κύριος, και ποιος μπορεί να είναι ο τόπος της κατοικίας μου;Εγώ δεν τα ’φτιαξα όλα αυτά;»Σκληροτράχηλοι, με πωρωμένη την καρδιά και κλεισμένα τ’ αυτιά σας, πάντοτε αντιστέκεστε στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πατέρες σας, το ίδιο κι εσείς. »Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι προπάτορές σας; Θανάτωσαν αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες του, εσείς οι ίδιοι που λάβατε το νόμο του Θεού μέσω αγγέλων και δεν τον τηρήσατε! » Ακούγοντας αυτά εξαγριώθηκαν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε τον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού και είπε: «Βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού». Τότε αυτοί έβγαλαν μια μεγάλη κραυγή κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους· όρμησαν όλοι μαζί καταπάνω του. Τον έσυραν έξω από την πόλη και τον λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που θα ’ριχναν πρώτοι τις πέτρες, απέθεταν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νεαρού που λεγόταν Σαύλος. Ενώ αυτοί τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». Ύστερα έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε.
Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τοῦ πρωτομάρτυρος καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου (Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ)
Στέφανος, ὁ μαθητὴς καὶ ἀρχιδιάκονος, ὁ τερατουργὸς καὶ σημειοφόρος, ὁ ὁμολογητὴς καὶ ἀπόστολος, ὁ θεόπτης καὶ οὐρανοφάντωρ, ὁ πρωτομάρτυς Χριστομάρτυς, μᾶς συνήθροισε στὸν εὐλογημένο τοῦτο ναὸ τοῦ συμμάρτυρός του, ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, στὸ ἀκριτικὸ αὐτὸ χωριὸ τῆς Δένειας, γιὰ νὰ τὸν τιμήσουμε κατὰ χρέος καὶ κατὰ δύναμη, μὲ ὕμνους καὶ ψαλμοὺς καὶ ᾠδὲς πνευματικές, καὶ νὰ ἀντιλάβουμε τὴν εὐλογία καὶ Χάρη του.
Μαθητὴς λοιπὸν τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ ἀρχιδιάκονος ὁ ἅγιος Στέφανος, καθότι τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπως μᾶς διηγοῦνται οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. 6, 1-7), μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τῶν Δώδεκα ἀποστόλων, τὸν ἐξέλεξαν, πρῶτον αὐτὸν, μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι θεοφιλεῖς καὶ προεξέχοντες στὴν ἀρετὴ ἄνδρες, γιὰ νὰ διακονεῖ, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ μὲ αὐτοὺς στὴν τράπεζα, δηλαδὴ στὴν παράθεση τοῦ γεύματος στοὺς πολυάριθμους πιστοὺς τοῦ πρώτου ἐκείνου καὶ ὑποδειγματικοῦ χριστιανικοῦ κοινοβίου, ὥστε νὰ γίνονται ὅλα μὲ διάκριση καὶ εὐταξία, κι ἀκόμη νὰ ὑπηρετεῖ τὶς χῆρες καὶ τοὺς ἀπόρους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ παραμείνουν ἀπερίσπαστοι οἱ Δώδεκα ἀπόστολοι στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς διδασκαλίας. Καί, ἂς προσέξουμε ἐδῶ τὴ βαρυσήμαντη σχετικὴ ἀναφορὰ τῶν Πράξεων εἰδικὰ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Στεφάνου: «καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ἁγίου» (Πράξ. 6,5). Ὄχι λοιπὸν τυχαία ἡ ἐκλογὴ τοῦ Στεφάνου στὸ ἱερὸ τοῦτο ἔργο, καὶ μάλιστα ὡς πρώτου τῇ τάξει· διότι, ἦταν ἄνδρας γεμᾶτος μὲ πίστη καὶ Πνεῦμα ἅγιο, ὅπως περίτρανα φανέρωσαν καὶ στὴ συνέχεια τὰ ἔργα του.
Τερατουργὸς καὶ σημειοφόρος ἀκόμη ὁ Στέφανος, διότι, ἕνεκα τῆς μεγάλης του πίστης καὶ τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του, ἔλαβε πλούσιο τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, καὶ τελοῦσε ἐξαίσια καὶ μεγάλα θαύματα στὸν λαό: «Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ» (Πράξ. 6,8).
Ὁμολογητὴς καὶ ἀπόστολος ὁ Στέφανος, γιατί, μὲ τὴν πλούσια τούτη θεία Χάρη ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀκριβοδίκαιο μισθαποδότη Θεό, τόσο μὲ τὶς μεγάλες θαυματουργίες του, ὅσο καὶ τὴ θεόπνευστη εὐαγγελικὴ διαδασκαλία του, ποὺ εἶχε ἴσο τὸ κῦρος μὲ αὐτὴ τῶν Δώδεκα ἀποστόλων, στερέωνε τοὺς πιστοὺς στὴν Πίστη, ὁδηγοῦσε ἀπίστους στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγχε καὶ ἀποστόμωνε τοὺς ἀρνησίχριστους Ἑβραίους, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν στὰ θεόσοφα ἐπιχειρήματά του γιὰ τὸ ἅγιο Πρόσωπο τοῦ Μεσσία καὶ Λυτρωτῆ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καί, ὅπως προηγουμένως τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ τώρα τὸν γνήσιο μαθητή Του Στέφανο πολλοὶ λόγιοι Ἰουδαῖοι, ἡττημένοι ἀπὸ τοὺς λόγους του, τὸν συκοφάντησαν ὡς δῆθεν βλάσφημο κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνάντιο στὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. Καί, ἀναστατώνοντας τὸν λαὸ καὶ διεγείροντας ἐναντίον του καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ πρεσβυτέρους, τὸν ἅρπαξαν μὲ βία καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ παράνομο συνέδριό τους, γιὰ νὰ κριθεῖ ἐνώπιον τοῦ Ἑβραίου ἀρχιερέα, παριστῶντας συνάμα καὶ πολλοὺς ψευδομάρτυρες ἐναντίον του. Ἀλλ᾽ ὁ Κύριος, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔπασχε, τὸν δόξασε μὲ τόση φωτόμορφη Χάρη, ὥστε ὅλοι ποὺ παρακάθονταν στὸ συνέδριο «εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου». Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ μία λαμπρότατη θεόπνευστη ἀπολογία του ὁ Στέφανος, στὴν ὁποία ἀνακεφαλαίωσε ὅλη τὴν ἱερὰ ἱστορία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἀπέδειξε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, ἐλέγχοντας τοὺς Ἑβραίους γιὰ τὴ διαστραμμένη γνώμη τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄδικη θανάτωση τοῦ Χριστοῦ, τόση θεία Χάρη τὸν γέμισε, γιὰ τὴν ἀτρόμητη τούτη ὁμολογία του, ποὺ τὸν ἀνέδειξε θεόπτη καὶ οὐρανοφάντορα: Εἶδε δηλ. ἀνοιχτοὺς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν ἄχτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν Ἰησοῦ νὰ εὑρίσκεται στὰ δεξιὰ τῆς δόξας ἐκείνης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅπως στεντορίᾳ τῇ φωνῇ διακήρυξε ἐκείνη τὴν ὥρα στοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους. Κι ἐκεῖνοι, μὴ ἀντέχοντας νὰ ἀκοῦνε τὴ θεία τούτη ἀποκάλυψη, καίριο καὶ αἰώνιο ἔλεγχο τῆς ἀμετανόητης ἀπιστίας καὶ σκληροκαρδίας τους, καὶ θεωρῶντας την βλασφημία, οὐρλιάζοντας ἀπὸ μίσος καὶ ἐκδικητικότητα, ὅρμησαν σὰν λύκοι αἱμοβόροι κατὰ τοῦ προβάτου τοῦ Χριστοῦ. Καί, χτυπῶντας τον ἀνελέητα καὶ σύροντάς τον, τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴ Χριστοκτόνο καὶ προφητοκτόνο τους πόλη καὶ τὸν λιθοβόλησαν ἀνελέητα, ἀναδεικνύοντάς τον πρωτομάρτυρα Χριστομάρτυρα, μετὰ τὸν ὄντως Πρωτομάρτυρα Διδάσκαλό του Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος μὲ τὸ ἄχραντο Πάθος Του προοδοποίησε, προετοίμασε δηλ. τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος γιὰ τοὺς μετέπειτα μάρτυρές Του. Κι ὁ παναοίδιμος Στέφανος, ὁ γνήσιος μιμητὴς καθόλα τοῦ ἀμνησικάκου Διδασκάλου του, ἀφήνοντας τὴν ἄσπιλη ψυχή του στὰ πανάχραντα χέρια Του, τίποτα ἄλλο δὲν Τὸν παρακάλεσε, παρὰ νὰ συγχωρήσει τοὺς ἀνήμερους ἐκείνους φονευτές του… Καὶ γίνηκαν οἱ ἁγιοκτόνοι ἐκεῖνοι λίθοι βαθμίδες καὶ σκαλοπάτια, ποὺ ὁδήγησαν τὸ πνεῦμα του στὶς αἰώνιες ἐκεῖνες καὶ ἀκατάλυτες μονές, στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου, ὅπου ἀδιαλείπτως πρεσβεύει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τελεῖ χαρμονικά σήμερα, μεθέορτα τῶν Χριστουγέννων, τὴ μνήμη τῆς μαρτυρικῆς του τελείωσης. Συνεορτάζει τὴν ἐκδημία του ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὴν ἀνάβασή του ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Λυτρωτοῦ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ, τὴ σάρκωσή του γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅπως ὡραιότατα τὸ ᾀσματομελῳδεῖ ὁ ὑμνογράφος στὸ ἐξαίρετο ἐκεῖνο Κοντάκιό του: «Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει καὶ ὁ δοῦλος σήμερον ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γὰρ ὁ βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δὲ ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται δι᾽αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.»
Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ποὺ ἐνταφιάστηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ τοὺς πιστούς, ποὺ πολὺ τὸν θρήνησαν («ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ᾽ αὐτῷ»), ἀνευρέθηκε θαυματουργικά τὸ 415 ἀπὸ κάποιον ἱερέα, ὀνόματι Λουκιανό, μετὰ ἀπὸ ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα, καὶ κατατέθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸν ναὸ ποὺ ἔκτισε πρὸς τιμή του ἡ ἁγία αὐτοκράτειρα Εὐδοκία, σύζυγος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, ἐνῶ ἀργότερα μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ πανάρετος βίος τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ποὺ συνοπτικὰ μόλις σκιαγραφήσαμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πρόκειται σὰν φωτεινὸς ὀδοδείκτης στὴ δυσανάβατη πορεία μας στὸν οὐρανό. Οἱ πολυποίκιλες ἀρετές του στέκονται στηλογραφία, ὑπέροχο παράδειγμα πρὸς τὴν κατὰ δύναμη μίμηση, στοὺς ζοφεροὺς τούτους καιρούς, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπεφύλαξε νὰ ζοῦμε, ὁπόταν κι ἡ ὀφειλόμενη ἀληθινὴ ἀγάπη τῶν πολλῶν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον ἐψύγη. Οἱ ὅποιες ποικιλώνυμες κρίσεις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπερβληθοῦν μὲ μόνες τὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες. Ἀπαιτεῖται πρώτιστα μετάνοια γνήσια ὅλων μας, ὡς προσώπων, ὡς κοινωνίας, ὡς ἔθνους. Ἀπαιτεῖται ἐφαρμογὴ μὲ συνέπεια τοῦ θείου θελήματος, ὅπως μᾶς τὸ ὑπέδειξε καὶ τὸ βίωσε ὁ Χριστός μας, ὅπως τὸ ἐνστερνίστηκαν καὶ βίωσαν οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦτοι τοῦ Θεοῦ, οἱ πραγματικοί μας τοῦτοι φίλοι καὶ μεσῖτες στὸν Θεὸ καὶ προστάτες μας. Ζῇ Κύριος ὁ Θεός. Εἶναι ζωντανὴ καὶ τῶν ἁγίων Του ἡ παρουσία, ἀδιάψευστη μαρτυρία τῆς ἀλήθειας τῆς ἁγίας μας Πίστης. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει ἐλπίδα. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει! Φθάνει νὰ τὸν ζητοῦμε, νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεός Του μὲ μετάνοια καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα!
Ἁρμόζει δίκαιος ἔπαινος σ᾽ ἐσᾶς, τοὺς εὐλαβεῖς πιστοὺς κατοίκους τοῦ εὐλογημένου χωριοῦ τῆς Κυρᾶς Μόρφου, ποὺ ὀργανωθήκατε ἐδῶ, στοὺς τόπους τῆς προσφυγιᾶς, καὶ ἀγωνίζεσθε γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῶν ἁγίων τοῦ χωριοῦ σας, καὶ γιὰ τοῦτο ὀργανώσατε ἐδῶ τὴν ἐνιαύσια τέλεση τοῦ Ἑσπερινοῦ στὴ μνήμη τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ποὺ ναός του παλαιὸς κοσμοῦσε τὸ φιλόχριστο χωριό σας. Ὁ ναὸς τοῦτος ὁ ὑλικὸς σήμερα δὲν ὑφίσταται, γιατὶ τὸν κρήμνισε τὸ βάρβαρο χέρι τοῦ ἀνήλεου εἰσβολέα. Τὸν κρήμνισε, γιατὶ καὶ μόνη ἡ παρουσία του ἤλεγχε τὴν δεισιδαίμονα πλάνη καὶ κακοπιστία τῶν υἱῶν τῆς Ἄγαρ, ὅπως τότε ἡ ἔνσαρκη παρουσία καὶ διδασκαλία τοῦ Στεφάνου ἀποτελοῦσε ἔλεγχο καὶ ράπισμα τῆς Ἰουδαϊκῆς πλάνης. Ἀλλά, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τοὺς λόγους τοῦ πρωτομάρτυρα, «οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» (Πράξ. 7,48), δηλ. δὲν περιορίζεται ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ σὲ χειροποίητους ναούς. Ναί, σ᾽ αὐτοὺς τιμᾶται καὶ λατρεύεται, ἀλλὰ κατεξοχὴν ὁ Θεὸς κατοικεῖ, θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ κατοικεῖ στὶς καθαρὲς καὶ ἁγνὲς ψυχές: «καὶ ἐλευσόμεθα (ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου)», εἶπεν ὁ Χριστός μας, «καὶ μονὴν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰω. 14,23), σ᾽ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τηρεῖ τὸν λόγο Του. Καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ ἀνάδειξη τῶν ἁγίων σας, γιὰ ἀνάδειξη τῆς ἱστορίας τοῦ χωριοῦ σας, συντελεῖ καίρια στὴ διάσωση τῆς ἱστορικῆς μνήμης τοῦ χωριοῦ, τῶν κατεχομένων μας, ποὺ ἀποτελεῖ στέρεα καὶ ἀπαραίτητη βάση τοῦ ἀγώνα μας γιὰ ἐπιστροφὴ στὶς κατακτημένες πατρίδες μας, γιὰ τὴ δικαίωσή μας. Ἀκόμη, ἔπαινος ἰδιαίτερος ἀνήκει καὶ στὸν ἕλκοντα τὴν καταγωγὴ (ἐκ μητρὸς) ἀπὸ τὴν Κυρά, φίλτατο ἱερέα π. Ἀνδρέα Φιλίππου, πού, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, παρὰ τὰ πολλαπλᾶ οἰκογενειακὰ καὶ ποιμαντικά του καθήκοντα, πρωτοστατεῖ καὶ στὴν ὀργάνωση τῶν δραστηριοτήτων τῶν προσφύγων κατοίκων Κυρᾶς. Περαιτέρω, καθ᾽ ὑπόδειξη καὶ μὲ εὐλογία τοῦ Πανιερωτάτου μας Μητροπολίτου Νεοφύτου καὶ σὲ συνεργασία μαζί του, ἑτοίμασε ἕνα σπουδαιότατο ἔργο: Τὸν ἐκκλησιαστικὸ χάρτη τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, στὸν ὁποῖο ἀποτυπώνονται ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα της, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἁγιώνυμα τοπωνύμιά της, ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν ἐκεῖ ὕπαρξη παλαιότερα κάποιου ἐκκλησιαστικοῦ μνημείου. Ἔργο μνημειῶδες, καρπὸς μακρόχρονης καὶ κοπιώδους ἐπιτόπιας ἔρευνας, ἔργο, στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συμβάλουμε τὸ κατὰ δύναμιν ὅλοι, καὶ ποὺ θὰ συμβάλει μὲ τὴ σειρά του καίρια στὴ διάσωση καὶ διαιώνιση τῆς ἱστορικῆς μνήμης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιφέρειάς μας. Τοῦ εὐχόμαστε καλὴ δύναμη γιὰ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου του τούτου.
Νὰ εὐχόμαστε καὶ νὰ παρακαλοῦμε πάντοτε τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς ἐνισχύει μέχρι τέλους στὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς Πίστεως, στὸν προσωπικὸ καὶ ἐθνικό μας ἀγῶνα, καὶ νὰ προβάλλουμε μεσίτες τὴν Παναγία μας καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους μας, καὶ ἐξαιρέτως ἐσεῖς καὶ τὸν σήμερα ἑορταζόμενο καὶ εὐφημούμενο πρωτομάρτυρα Στέφανον, ποὺ πλουτεῖ μεγάλη στὸν Θεὸ παρρησία· γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώσει, τοῦτα τὰ μεθέορτα νὰ ἀποτελέσουν προεόρτια τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν Κυρὰ καὶ στὶς λοιπὲς κατεχόμενες πατρίδες μας, ἀλλὰ καὶ προπάντων τῆς σκήνωσής μας στὴν αἰώνια καὶ μόνιμη πατρίδα μας, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ τῷ ἐνανθρωπήσαντι Θεῷ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ τιμὴ καὶ δόξα καὶ προσκύνηση στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου