Περισσότεροι από τους μισούς 15χρονους στην Ελλάδα δεν καταφέρνουν να αναλύσουν και να αξιολογήσουν ένα κείμενο και να το συσχετίσουν με την καθημερινή ζωή. Το ίδιο συμβαίνει στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Αδυνατούν να οργανώσουν ένα σχέδιο επίλυσης ενός προβλήματος, που απαιτεί συνδυασμό γνώσεων και πηγών. Ο διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ, που διοργανώνεται ανά τριετία, σκιαγραφεί με μελανά χρώματα το επίπεδο του ελληνικού σχολείου. Από τον πρώτο διαγωνισμό το 2000 έως και εκείνον του 2015 η Ελλάδα βρίσκεται καθηλωμένη σταθερά μεταξύ των χωρών με μέτριες επιδόσεις. Ενδεικτικά, με βάση τα αποτελέσματα στον διαγωνισμό του 2015 η γενική επίδοση των Ελλήνων μαθητών είναι χειρότερη από σχεδόν όλες τις χώρες της Ε.Ε. Οι μαθητές στη Σιγκαπούρη έχουν τις καλύτερες επιδόσεις από όλους. Ο μέσος 15χρονος Ελληνας μαθητής έχει τις γνώσεις και τις ικανότητες του μέσου 12χρονου μαθητή της Σιγκαπούρης. Η ίδια γενική εικόνα μέτριων αποτελεσμάτων εκτιμάται να επαναληφθεί και στον διαγωνισμό του 2018, τα αποτελέσματα του οποίου αναμένονται στις αρχές Δεκεμβρίου. Ποιος λοιπόν είναι ο στόχος του ελληνικού σχολείου, και πώς υπηρετείται στην πράξη; Η «Κ» παρουσιάζει μια ενδελεχή μελέτη του Οργανισμού Ερευνας και Ανάλυσης διαΝΕΟσις, πάνω στα ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα του PISA του 2015, τα πιο πρόσφατα πλήρη δεδομένα που είναι διαθέσιμα.
Ειδικότερα, ο PISA έχει ορίσει έξι επίπεδα εγγραμματισμού για τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Το πρώτο επίπεδο είναι το χαμηλότερο και το έκτο το υψηλότερο. Στον τελευταίο διαγωνισμό, τα αποτελέσματα των Ελληνόπουλων ήταν τα εξής:
• Στην κατανόηση κειμένου, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 52,6%, ενώ στα δύο υψηλότερα μόλις το 4,1%. Οι αντίστοιχοι μέσοι όροι του ΟΟΣΑ είναι 43,3% και 8,3%.
• Στις φυσικές επιστήμες, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 64,1% (46% ο μ.ό. του ΟΟΣΑ) των Ελληνόπουλων και στα δύο υψηλότερα το 2,1% (7,8% του ΟΟΣΑ).
• Στα μαθηματικά, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 61,8% (45,9% του ΟΟΣΑ) των Ελλήνων μαθητών, ενώ στα δύο υψηλότερα το 3,9% (10,7% του ΟΟΣΑ).
Βέβαια, όπως παρατηρεί στην «Κ» η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου (επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, εθνική συντονίστρια του PISA, και συντονίστρια της πολυσέλιδης μελέτης της διαΝΕΟσις) σημαντικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το εύρος των ανισοτήτων –με βάση τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες– που αναπαράγονται μέσω του σχολείου είναι να σκιαγραφηθεί το προφίλ του Ελληνα μαθητή που πετυχαίνει εξαιρετικά καλές επιδόσεις. Σύμφωνα με την κ. Σοφιανοπούλου, «είναι μαθητής από αστική περιοχή, με μορφωμένους γονείς και υψηλό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Πήγε σε προνήπιο και παιδικό σταθμό. Είναι πολύ ευαίσθητος για τα περιβαλλοντικά θέματα, αλλά δεν είναι αισιόδοξος και ανησυχεί πολύ για το μέλλον του πλανήτη. Πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο, που έχει καλό εξοπλισμό και δασκάλους που προσαρμόζονται ευκολότερα ανάλογα με τις ανάγκες της διδασκαλίας. Δεν παρακολουθεί μαθήματα σε φροντιστήριο!».
Η στόχευση
Η έρευνα PISA διεξάγεται ανά τριετία στις 35 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και χώρες-εταίρους, με σκοπό να αξιολογήσει αν και κατά πόσον μαθητές που πλησιάζουν στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες για να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις σύγχρονες κοινωνίες και να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της εποχής. Στην έρευνα του 2015 συμμετείχαν συνολικά περίπου 540.000 μαθητές από 72 χώρες. Από την Ελλάδα συμμετείχαν 5.532 μαθητές ηλικίας 15-16 ετών, από 212 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία.
«Το ότι έχουν πια περάσει τέσσερα χρόνια από το 2015 και το ότι τα παιδιά που έλαβαν μέρος τότε είχαν το δικαίωμα να ψηφίσουν στις φετινές εκλογές δεν έχει, βεβαίως, μεγάλη σημασία. Τα δεδομένα τέτοιων μεγάλων εκπαιδευτικών ερευνών δεν χρησιμεύουν για την καταγραφή στιγμιαίων επιδόσεων, αλλά για την αξιολόγηση βασικών, διαχρονικών χαρακτηριστικών ενός εκπαιδευτικού συστήματος, και αυτά στη χώρα μας εδώ και αρκετά χρόνια παραμένουν λίγο-πολύ αναλλοίωτα», λέει ο Editorial Director της διαΝΕΟσις κ. Θοδωρής Γεωργακόπουλος.
«Η έρευνα της διαΝΕΟσις δεν εξαντλεί τα ευρήματα που μπορούν να εξαχθούν από τα δεδομένα του PISA, αλλά φιλοδοξεί για πρώτη φορά να φέρει στη δημόσια συζήτηση μερικά από τα σημαντικά θέματα που αναδεικνύονται από αυτές τις έρευνες, θέματα που αφορούν τα σχολεία μας, τους μαθητές μας και όλες τις ελληνικές οικογένειες. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που μεταφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτυπώνονται στις γνώσεις και στις ικανότητες των μαθητών μας, είναι ένα τέτοιο θέμα. Αυτό, μάλιστα, το αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, πολλές σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλά είναι υπαρκτό και στη δική μας», τονίζει ο ίδιος.
Χαμηλά οι «μη προνομιούχοι», σημαντική η προσχολική αγωγή
Τα θέματα στα οποία καλούνται να αξιολογηθούν είναι γενικότερης φύσεως, με στόχο να αποτυπώσουν όχι τόσο το τι γνωρίζουν οι μαθητές, αλλά το αν και κατά πόσον μπορούν να σκεφτούν αναλυτικά και συνδυαστικά, προκειμένου να ανταποκριθούν σε καθημερινά προβλήματα. Για παράδειγμα, στην εξέταση των φυσικών επιστημών το 2006 ένα θέμα έδειχνε στους μαθητές μια φωτογραφία των Καρυάτιδων, εξηγώντας πως τη δεκαετία του ’80 είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό του Μουσείου της Ακρόπολης για να αποφύγουν τη φθορά από την όξινη βροχή. Ακολουθούσαν ερωτήσεις στις οποίες το θέμα ζητούσε από τους μαθητές να εξηγήσουν από πού προέρχονται τα οξείδια του αζώτου και του θείου στην ατμόσφαιρα, και να αξιολογήσουν/μαντέψουν τα αποτελέσματα ενός πειράματος κατά το οποίο κομμάτια μαρμάρου τοποθετούνται σε ξίδι. Σε ένα άλλο θέμα, οι μαθητές καλούνταν να εξηγήσουν γιατί τα αστέρια φαίνονται λαμπρότερα στην ύπαιθρο αντί για τις πόλεις, και γιατί ένα τηλεσκόπιο μεγαλύτερης διαμέτρου δείχνει καλύτερα αστέρια χαμηλής φωτεινότητας.
Αν και από τους ερευνητές του PISA το επίπεδο 2, από τα έξι στα οποία κατατάσσονται οι επιδόσεις των μαθητών, θεωρείται επαρκές, είναι ανησυχητικό το ποσοστό, περί το 20%, όσων βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο. Ενας στους πέντε Ελληνες μαθητές είναι στην κατώτατη κατηγορία από τις έξι του PISA και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Λιγότερο από 1% των Ελλήνων μαθητών είναι στην ανώτερη κατηγορία και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Αναλύοντας τα αποτελέσματα του PISA στις έρευνες που έγιναν στους μαθητές και στους διευθυντές των σχολείων, η μελέτη εντοπίζει τους παράγοντες που σχετίζονται με την επίδοση των μαθητών. Σταχυολογώντας ενδεικτικά:
• Μαθητές που είχαν λάβει προσχολική αγωγή για πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν το σχολείο, πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τον μέσον όρο, ή από αυτούς που είχαν λιγότερα χρόνια προσχολικής αγωγής.
• Οι μισοί «μη προνομιούχοι» ως προς το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμό τους υπόβαθρο μαθητές πετυχαίνουν πολύ κακή επίδοση και κατατάσσονται στην κατώτερη κατηγορία κατάταξης.
• Μόνο το 18% των Ελλήνων «μη προνομιούχων» μαθητών κατατάσσεται στο ανώτατο 25% των επιδόσεων του PISA.
• Οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων έχουν σημαντικά καλύτερη επίδοση από τους μαθητές δημόσιων σχολείων. Το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνει εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες. Μόνο το 1,8% των μαθητών των δημοσίων πετυχαίνει αντίστοιχες επιδόσεις.
• Η παρακολούθηση εξωσχολικών μαθημάτων φαίνεται ότι δεν σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών στον PISA. Ισα ίσα, μαθητές που κάνουν φροντιστήριο σε ομάδες άνω των οκτώ ατόμων τα πηγαίνουν χειρότερα στις φυσικές επιστήμες και από τον μέσον όρο και από τα παιδιά που δεν πηγαίνουν καθόλου φροντιστήριο.
• Οι μαθητές που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ελάχιστα ή καθόλου το Ιντερνετ εκτός σχολείου τα πηγαίνουν χειρότερα από ό,τι ο μέσος όρος. Αντίθετα, τα παιδιά που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν το Ιντερνετ από μισή ώς τέσσερις ώρες την ημέρα εκτός σχολείου, τα πηγαίνουν καλύτερα από τον μέσον όρο.
• Τα ελληνικά σχολεία υπολείπονται κατά πολύ στον αριθμό διαθέσιμων ηλεκτρονικών υπολογιστών ανά μαθητή στο σχολείο. Στη χώρα μας αντιστοιχεί ένας υπολογιστής για κάθε τέσσερις μαθητές, την ώρα που στην Πορτογαλία είναι σχεδόν ένας υπολογιστής για κάθε δύο μαθητές και σε χώρες όπως η Εσθονία ή η Γαλλία σχεδόν ένας υπολογιστής για κάθε μαθητή.
• Τo 16,7% των Ελλήνων μαθητών δήλωσε πως έχει υποστεί κάποιας μορφής bullying κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα πριν από την έρευνα (ποσοστό λίγο μικρότερο από τον μέσον όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, που είναι στο 18,7%), ενώ το 4,3% δηλώνει πως έχουν δεχθεί σωματική βία τον τελευταίο μήνα στο σχολείο (ακριβώς ίδιο ποσοστό με τον μέσον όρο του ΟΟΣΑ).
https://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου