Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη κρατική οντότητα στον πλανήτη, συλλογικότητα με οργανωμένο δημόσιο βίο και διεθνή αναγνώριση, που να εξυπηρετεί ανάγκες πολιτών κλείνοντας «ραντεβού» με τους πολίτες υπαίθριο, σε σταυροδρόμι συνοικιακό μεγαλούπολης. Οχι σε γραφείο ή προαύλιο γραφείων, όχι σε πάρκο, γήπεδο, σχολείο. Οχι. Στη διασταύρωση των οδών Στρατηγού Μακρυγιάννη και Ομήρου, στο Μοσχάτο. Παρασκευή 5 Ιουλίου, τρεις το μεσημέρι και θερμοκρασία 39° υπό σκιάν.
Δεκαεπτά πολίτες, άνω των 74 ετών (κάποιοι σαφώς άνω των 80), έχουν κληθεί στο «ραντεβού» την ίδια ώρα, στη συγκεκριμένη διασταύρωση, προκειμένου το κράτος να τους ανανεώσει ή όχι την άδεια οδήγησης ιδιωτικού αυτοκινήτου. Οι κεκλημένοι δεν γνωρίζουν σε ποια από τις τέσσερις γωνίες της διασταύρωσης να περιμένουν τους εξεταστές και πώς να τους αναγνωρίσουν.
Μόνο τρεις από τους δεκαεπτά είχαν την πρόνοια να κουβαλάνε ένα μπουκάλι νερό. Οι υπόλοιποι μάλλον υπέθεταν ότι το ραντεβού ορίστηκε στο συγκεκριμένο σταυροδρόμι, επειδή εκεί υπάρχει έστω ένα καφενείο. Αλλά το κράτος προτίμησε μια διασταύρωση χωρίς καφενείο. Ισως για να μην «καλομαθαίνουν» οι υπήκοοι.
Η θερμοκρασία ντάλα (τούρκικη λέξη, που σημαίνει ακριβώς) στους 39° και απόλυτη άπνοια. Στις 3.20 κάποια ελάχιστη συνάθροιση δημιουργείται στη μία από τις τέσσερις γωνίες – κατέφθασε ο πρώτος εξεταστής. Σπεύδουν και οι υπόλοιποι υποψήφιοι (θερμοπληξίας ή) ελέγχου της ικανότητας για οδήγηση, προκειμένου να κορυφωθεί επιτέλους, «δράμα το ελεεινόν». Ας σημειωθεί ότι η ικανότητα αυτή έχει ελεγχθεί (προτού φτάσουν στην επίδειξή της) από πέντε γιατρούς: παθολόγο, οφθαλμίατρο, ΩΡΛ, ψυχίατρο, ορθοπεδικό. Και οι πέντε έχουν βεβαιώσει ότι ακόμα λειτουργούν στους ηλικιωμένους (ή και υπερήλικες) οι ικανότητες και τα αντανακλαστικά της ευθύνης για οδήγηση αυτοκινήτου.
Βέβαια, είναι γνωστό και λογαριάζεται αυτονόητο ότι η ιατρική «εξέταση» είναι περίπου εθιμοτυπική: Το κράτος έχει ορίσει την αμοιβή του γιατρού για κάθε εξέταση στα 10 ευρώ, εξευτελίζοντας αδίστακτα και τον γιατρό και το λειτούργημά του. Η άμυνα του γιατρού είναι ότι απλώς «κόβει με το μάτι» τον υποψήφιο, ίσως και να τον ρωτήσει αν παίρνει φάρμακα. Εισπράττει την αμοιβή του και υπογράφει τη βεβαίωση σε δευτερόλεπτα.
Οι δεκαεπτά υποψήφιοι, στη διασταύρωση Ομήρου και Μακρυγιάννη, στο Μοσχάτο, έχουν σπαταλήσει απίστευτο χρόνο κυνηγώντας επί μήνες στα τηλέφωνα τα ραντεβού με τους γιατρούς και τις υποχρεωτικές γνωματεύσεις τους. Εχουν ξεροσταλιάσει στις ουρές των «Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών» προκειμένου να πληροφορηθούν τις προϋποθέσεις «ανανέωσης της άδειας» που κάθε τόσο κάποια υπουργική απόφαση τις αλλάζει. Τα τελευταία δύο χρόνια περίπου, το υπουργείο Συγκοινωνιών δεν είχε αποφασίσει, αν οι ηλικιωμένοι θα περνούν ή όχι από εξετάσεις οδήγησης και ώσπου να αποφασίσει, χορηγούσε στους «ενδιαφερόμενους» προσωρινές (τρίμηνες) άδειες.
Η απόκτηση αυτής της τρίμηνης άδειας ήταν ένας άλλος εφιάλτης απερίγραπτος, γεύση κόλασης: Ενα ή και δύο, ίσως και τρία πρωινά στην «ουρά», για να φτάσεις στην ποθητή θυρίδα. «Ουρά», στις λεγόμενες Διευθύνσεις Μεταφορών και Επικοινωνιών, σημαίνει: όχι απλώς ανυπόφορη, εξοντωτική ορθοστασία, αλλά και αδιάκοπους διαπληκτισμούς, τσιρίδες, βωμολοχίες, εξόφθαλμη αδικία (οι αετονύχηδες των «Σχολών οδήγησης» καταλύουν αναιδέστατα κάθε αρχή προτεραιότητας, για να εξυπηρετήσουν χρυσοπληρωμένα πακέτα αιτήσεων).
Αυτό το φορτίο εμπειριών κουβαλούσαν οι δεκαεπτά, στις 5 Ιουλίου, στο Μοσχάτο, Μακρυγιάννη και Ομήρου, 3.30 το καταμεσήμερο, με θερμοκρασία 39°. Ο εξεταστής μπήκε στο αυτοκίνητο του πρώτου στη λίστα πολίτη. Ζήτησε αμέσως να ελέγξει «τα χαρτιά»: Αστυνομική ταυτότητα του οδηγού, άδεια κυκλοφορίας του οχήματος, δελτίο τεχνικού ελέγχου, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, απόδειξη πληρωμής τελών κυκλοφορίας. Ελειπε η κάρτα καυσαερίων. «Σας απορρίπτω», ετυμηγόρησε ο εξεταστής, «την έχω», σπάραζε απεγνωσμένος ο πολίτης ψάχνοντας το χαρτολάσι. «Να ξανάρθετε σε δεκαπέντε μέρες», απολάμβανε τον σαδισμό του ο εξεταστής. Στη λογική επένδυε ο δύσμοιρος υπερήλικας: «Μα, τη δική μου ικανότητα οδήγησης ελέγχετε ή τις εξατμίσεις του οχήματος;».
Παρεμβαίνει αλτρουιστικά ο συμπτωματικά διερχόμενος δεύτερος εξεταστής: «Τι τον βασανίζεις τον γέρο, ρε; Πατεράδες μας είναι όλοι αυτοί, μπορεί να τα τινάξει αν τον ξαναφέρεις για εξέταση, 45 λέει το θερμόμετρο. Πάρε τον Διευθυντή, ρε κιοτή!». Ο άλλος εκνευρισμένος βγάζει από την τσέπη το κινητό. Καλεί, παίρνει αμέσως έγκριση να παραβλέψει την κάρτα καυσαερίων. Είναι φανερά αμήχανος. Δίνει εντολή στο θύμα του να ξεκινήσει.
Μετά το πρώτο σταυροδρόμι τον σταματάει: «Σας κόβω. Στο σταυροδρόμι δεν κοντοστεκόμαστε απλώς, μετράμε: χίλια ένα, χίλια δύο, χίλια τρία, και ύστερα ξαναξεκινάμε». Ο εξεταζόμενος ήταν ήρεμος, εκπληκτικά ήρεμος. «Ακούστε, κύριε, είπε στον εξεταστή. Ημουνα σαράντα χρόνια δικαστικός, χιλιάδων ανθρώπων οι πράξεις κρίθηκαν από μένα, σωστά ή και λαθεμένα. Σας βεβαιώνω ότι ποτέ κανείς δεν με ταπείνωσε και δεν με εξευτέλισε, όπως εσείς σήμερα. Σας παρακαλώ κατεβείτε από το αμάξι μου».
Καταθέτω το περιστατικό σαν ρεαλιστικό καλωσόρισμα σε μια κυβέρνηση που για τη σχέση του κράτους με τον πολίτη νομίζει ότι είπε πολλά, αλλά δεν έχει πει ακόμα τίποτα.
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 21/7/19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου