Η Μάχη του Κλειδίου (βουλ. Беласишка битка, γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράςΜπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρόνης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών των Μπέλλων και του Ογκραζντέν, στο σημερινό βουλγάρικο χωριό Κλείδιο. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά τα αποτελέσματα της μάχης, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Για αυτό, το 1018, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία καταστράφηκε από τον Βασίλειο Β'.
Οι συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντά στον Δούναβη, μια επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά πολέμων με το Βυζάντιο.
Το 986, η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση από τον βορρά από τον Πρίγκιπα του Κιέβου,Σφιατοσλάφ. Εν τω μεταξύ, λόγω των επιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία έχασε πολλή δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, οι επιδρομείς από το Κίεβο νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν σε πόλεμο με τους Βούλγαρους, μια συνεχόμενη σύγκρουση μετά την πτώση της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, το 971. Αυτό είχε το αποτέλεσμα της παραίτησης του Μπορίς Β' από τους αυτοκρατορικούς του τίτλους, και την παραχώρηση της ανατολικής Βουλγαρίας στους Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την ανατολική Βουλγαρία, αλλά τα ανεξάρτητα εδάφη της δυτικής Βουλγαρίας παρέμειναν αυτόνομα και υπό την ηγεσία των Κομητόπουλων - Νταβίντ, Μωυσή, Αρόν και Σαμουήλ - αντιστάθηκαν εναντίον του Βυζαντίου.
Το 976, στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Βασίλειος Β', και πρώτος στόχος του ήταν η κατάληψη της Βουλγαρίας. Αντίπαλοι του ήταν οι Δυτικοί Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Σαμουήλ. Η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου ήταν καταστροφική, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας παραλίγο να πεθάνει όταν οι Βούλγαροι εκμηδένισαν τον βυζαντινό στρατό στις Πύλες του Τραϊανού, το 986.
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις εναντίον του και τις επιθέσεις των Φατιμίντ στην Ανατολία, ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τα περισσότερα από τα πρώην βουλγαρικά εδάφη και μετέφερε τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα, χάρη στην οποία έφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε με μεγάλη ήττα των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχείου το 996. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε το 1000, όταν ο Βασίλειος ξεκίνησε μια σειρά από επιθέσεις στη Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, και το 1003, τα σώματα του κατέλαβαν το Βίντιν. Τον επόμενο χρόνο, ο Βασίλειος κατατρόπωσε τον Σαμούηλ στη μάχη στα Σκόπια. Το 1005, ο Βασίλειος επανέκτησε τον έλεγχο στη Θεσσαλία και σε μέρη της νότιας Μακεδονίας. Σε αυτά και τα επόμενα χρόνια, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν αρκετές φορές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Παρά τις μερικές επιτυχίες, οι Βυζαντινοί δεν καταφέρει να νικήσουν αποφασιστικά. Η βουλγαρική αντεπίθεση, το 1009, στη μάχη της Κρέτας, παρόλο αυτά, η νίκη των Βυζαντινών δεν ήταν αποφασιστική, αλλά οι Βούλγαροι είχαν χάσει πολλές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό, Ιωάννης Σκυλίτζης: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β' συνέχιζε τις επιθέσεις στη Βουλγαρία, καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο του. Ο Σαμουήλ ήταν ανίκανος να τον σταματήσει σε ανοιχτή μάχη, και έτσι, έχανε τη δύναμη του». Το αποκορύφωμα του πολέμου ήρθε το 1014, όταν ο Σαμουήλ, ως ηγέτης του στρατού, προσπάθησε να σταματήσει τον βυζαντινό στρατό πριν αυτός εισέλθει στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Ο Σαμουήλ ήξερε πώς οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν στη χώρα του από τις ορεινές περιοχές. Οι Βούλγαροι έχτισαν τάφρους κατά μήκος των συνόρων τους, ειδικά στο πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθώς αυτό οδηγούσε στην καρδιά της Βουλγαρίας. Ο Σαμουήλ οχύρωσε περισσότερο την οροσειρά Μπέλλες και το Κάστρο στον Στρυμόνα. Ο ποταμός του Στρυμόνα ήταν ιδανικό μέρος για επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Σαμουήλ επέλεξε τον Στρυμόνα για αμυντική τακτική - βρισκόταν στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Θράκη, στα ανατολικά, και μέχρι την Οχρίδα, στα δυτικά. Τα σύνορα αυτά φρουρούνταν από μεγάλες βουλγαρικές δυνάμεις.
Ο Σαμουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο Β' και τον στρατό του στο Κλείδιο, όχι μόνο λόγω των ηττών στα πεδία της μάχης, αλλά και λόγω των ανησυχιών σχετικά με την εποπτεία του μεταξύ της αριστοκρατίας, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τις εκστρατείες του Βασιλείου. Το 1005, ο διοικητής του Δυρραχίου, λιμανιού τηςΑδριατικής, παρέδωσε την πόλη στον Βασίλειο Β'. Για να αντιμετωπίσει τη βυζαντινή απειλή, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β' επίσης συγκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, και όρισε διοικητή τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος είχε καταλάβει τις παλαιές βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβ, το 1001.
Ο βυζαντινός στρατός έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από τηνΚομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες έφθασε στο χωριό του Κλειδίου στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, βρήκε ένα χοντρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Ο Σαμουήλ, για να απομακρύνει τον Βασίλειο από το πεδίο της μάχης, έστειλε μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι της Νεστορίτσας έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά δέχθηκαν μεγάλη ήττα από τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη και από τον γιο του, Μιχαήλ. Ο Θεοφύλακτος αιχμαλώτισε πολλούς Βούλγαρους και βάδισε στα βόρεια για να συναντήσει τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου για να συντρίψει τους υπερασπιστές του περάσματος ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο αριθμός των αμυνόμενων ανέρχονταν στους 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τις δυσκολίες, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αρνήθηκε να σταματήσει την επίθεση. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να μεταφέρει τα σώματα του στο Βελάσιο, για να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, όσο ο υπόλοιπος βυζαντινός στρατός θα πολιορκούσε το τείχος. Ο Ξιφίας οδήγησε τα σώματα του σε ένα μονοπάτι, πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας επιτέθηκε στους Βούλγαρους, αφού τους περικύκλωσε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό και κατευθύνθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να καταστρέψει το τείχος.
Εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, πολλά βουλγαρικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φύγουν στη Δύση. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβίλ (Γαβριήλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στα ανατολικά από το οχυρό τους στη Στρώμνιτσα, αλλά καταστράφηκαν στις μάχες στοΜοκριέβο (νυν Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Αυτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στην ανδρεία του γιου του, και με ασφάλεια έφθασαν στοΠρίλεπ. Από το Πρίλεπ, ο Σαμουήλ έφθασε στην Πρέσπα ενώ ο γιος του κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα για να συνεχίσει τη μάχη.
Μετά τη νίκη στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος Β' κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα, οχυρό-κλειδί στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Στον δρόμο τους για την πόλη, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το οχυρό τουΜατσούκιον. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έστειλε ένα στρατό, υπό την ηγεσία του Βοτανειάτη, για να περικυκλώσει τη Στρώμνιτσα και να καταστρέψει τα τείχη της πόλης, καθώς επίσης και να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Με τα υπόλοιπα σώματα του, ο Βασίλειος έμεινε για να καταστρέψει τελείως την πόλη. Στην αρχή οι Βούλγαροι άφησαν τον Βοτενειάτη να καταστρέψει τις οχυρώσεις τους, αλλά περικύκλωσαν αυτόν και τον στρατό του και τον έσφαξαν. Στη μάχη, ο Γκαβρίλ Ραντομίρ σκότωσε τον Βοτανειάτη με το δόρυ του. Ως αποτέλεσμα, ο Βασίλειος Β' αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Στρώμνιτσας και υποχώρησε. Στην επιστροφή, ο Βασίλειος έπεισε τον κουβικουλάριο Σέργιο να παραδώσει το οχυρό τουΜελένικου, το οποίο αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο προς τη Σόφια, από τα νότια.
Ο Σκυλίτζης θεωρεί πώς ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 στρατιώτες (14.000 σύμφωνα με τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Βασίλ Ζλατάρσκι, ισχυρίζονται πώς αυτοί οι αριθμοί είναι απίθανοι και υπερβολικοί. Τον 14ο αιώνα, το έργο τουΚωνσταντίνου Μαννάση, Χρονικόν, μεταφράστηκε στα βουλγάρικα. Ο Μαννάσης καταγράφει πώς στη μάχη αιχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος χώρισε τους αιχμάλωτους σε ομάδες των 100 ανδρών, τυφλώνοντας τους 99 αιχμαλώτους σε κάθε ομάδα και αφήνοντας τον τελευταίο με ένα μάτι, για να οδηγεί τους υπόλοιπους στην πατρίδα τους - αυτό το έκανε για να εκδικηθεί τον θάνατο του Βοτανειάτη, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του στρατηγός. Άλλη αιτία για αυτή την πράξη, ήταν ότι στα μάτια των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι ήταν επαναστάτες κατά της εξουσίας τους, και πώς η τύφλωση ήταν η πιθανή τιμωρία για τους αντάρτες. Για αυτή την πράξη, ο Βασίλειος έλαβε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στις 6 Οκτωβρίου 1014, ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είδε τους τυφλούς του στρατιώτες.
Ο θάνατος του Βοτανειάτη και τα μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου έδειξαν πώς η βυζαντινή επιτυχία δεν ήταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πώς η ήττα των Βουλγάρων δεν ήταν πλήρης, όπως περιέγραψαν ο Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος. Άλλοι ιστορικοί δίνουν έμφαση στον θάνατο του Σαμουήλ και θεωρούν αυτό το γεγονός ως μεγάλο πλήγμα για τη Βουλγαρία. Ο Γκαβρίλ Ραντομίρ και ο Ιβάν Βλαντισλάφ στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς, και τελικά η Βουλγαρία καταλήφθηκε το 1018. Αυτό τον χρόνο, ο Τσάρος Ιβάν Βλαντισλάφ σκοτώθηκε στη μάχη στο Δυρράχιο, και η Βουλγαρία έγινε επαρχία του Βυζαντίου, μέχρι το 1185, όποτε διεξήχθη η επιτυχής εξέγερση των αδερφών Άσεν.
Στη μάχη του Κλειδίου, ο βουλγαρικός στρατός υπέστη βαριές απώλειες, και αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την τελική νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο. Οι περισσότεροι από τους διοικητές αποφάσισαν να παραδοθούν εθελοντικά στον Βασίλειο Β'.
Η μάχη είχε αντίκτυπο στους Σέρβους και στους Κροάτες, οι οποίο αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μετά το 1018. Τα σύνορα τηςΒυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαστάθηκαν στον Δούναβη, δίνοντας στο Βυζάντιο τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τον Δούναβη στην Πελοπόννησο και από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
el.wikipedia.org
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών των Μπέλλων και του Ογκραζντέν, στο σημερινό βουλγάρικο χωριό Κλείδιο. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά τα αποτελέσματα της μάχης, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Για αυτό, το 1018, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία καταστράφηκε από τον Βασίλειο Β'.
Οι συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντά στον Δούναβη, μια επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά πολέμων με το Βυζάντιο.
Το 986, η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση από τον βορρά από τον Πρίγκιπα του Κιέβου,Σφιατοσλάφ. Εν τω μεταξύ, λόγω των επιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία έχασε πολλή δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, οι επιδρομείς από το Κίεβο νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν σε πόλεμο με τους Βούλγαρους, μια συνεχόμενη σύγκρουση μετά την πτώση της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, το 971. Αυτό είχε το αποτέλεσμα της παραίτησης του Μπορίς Β' από τους αυτοκρατορικούς του τίτλους, και την παραχώρηση της ανατολικής Βουλγαρίας στους Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την ανατολική Βουλγαρία, αλλά τα ανεξάρτητα εδάφη της δυτικής Βουλγαρίας παρέμειναν αυτόνομα και υπό την ηγεσία των Κομητόπουλων - Νταβίντ, Μωυσή, Αρόν και Σαμουήλ - αντιστάθηκαν εναντίον του Βυζαντίου.
Το 976, στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Βασίλειος Β', και πρώτος στόχος του ήταν η κατάληψη της Βουλγαρίας. Αντίπαλοι του ήταν οι Δυτικοί Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Σαμουήλ. Η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου ήταν καταστροφική, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας παραλίγο να πεθάνει όταν οι Βούλγαροι εκμηδένισαν τον βυζαντινό στρατό στις Πύλες του Τραϊανού, το 986.
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις εναντίον του και τις επιθέσεις των Φατιμίντ στην Ανατολία, ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τα περισσότερα από τα πρώην βουλγαρικά εδάφη και μετέφερε τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα, χάρη στην οποία έφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε με μεγάλη ήττα των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχείου το 996. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε το 1000, όταν ο Βασίλειος ξεκίνησε μια σειρά από επιθέσεις στη Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, και το 1003, τα σώματα του κατέλαβαν το Βίντιν. Τον επόμενο χρόνο, ο Βασίλειος κατατρόπωσε τον Σαμούηλ στη μάχη στα Σκόπια. Το 1005, ο Βασίλειος επανέκτησε τον έλεγχο στη Θεσσαλία και σε μέρη της νότιας Μακεδονίας. Σε αυτά και τα επόμενα χρόνια, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν αρκετές φορές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Παρά τις μερικές επιτυχίες, οι Βυζαντινοί δεν καταφέρει να νικήσουν αποφασιστικά. Η βουλγαρική αντεπίθεση, το 1009, στη μάχη της Κρέτας, παρόλο αυτά, η νίκη των Βυζαντινών δεν ήταν αποφασιστική, αλλά οι Βούλγαροι είχαν χάσει πολλές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό, Ιωάννης Σκυλίτζης: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β' συνέχιζε τις επιθέσεις στη Βουλγαρία, καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο του. Ο Σαμουήλ ήταν ανίκανος να τον σταματήσει σε ανοιχτή μάχη, και έτσι, έχανε τη δύναμη του». Το αποκορύφωμα του πολέμου ήρθε το 1014, όταν ο Σαμουήλ, ως ηγέτης του στρατού, προσπάθησε να σταματήσει τον βυζαντινό στρατό πριν αυτός εισέλθει στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Ο Σαμουήλ ήξερε πώς οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν στη χώρα του από τις ορεινές περιοχές. Οι Βούλγαροι έχτισαν τάφρους κατά μήκος των συνόρων τους, ειδικά στο πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθώς αυτό οδηγούσε στην καρδιά της Βουλγαρίας. Ο Σαμουήλ οχύρωσε περισσότερο την οροσειρά Μπέλλες και το Κάστρο στον Στρυμόνα. Ο ποταμός του Στρυμόνα ήταν ιδανικό μέρος για επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Σαμουήλ επέλεξε τον Στρυμόνα για αμυντική τακτική - βρισκόταν στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Θράκη, στα ανατολικά, και μέχρι την Οχρίδα, στα δυτικά. Τα σύνορα αυτά φρουρούνταν από μεγάλες βουλγαρικές δυνάμεις.
Ο Σαμουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο Β' και τον στρατό του στο Κλείδιο, όχι μόνο λόγω των ηττών στα πεδία της μάχης, αλλά και λόγω των ανησυχιών σχετικά με την εποπτεία του μεταξύ της αριστοκρατίας, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τις εκστρατείες του Βασιλείου. Το 1005, ο διοικητής του Δυρραχίου, λιμανιού τηςΑδριατικής, παρέδωσε την πόλη στον Βασίλειο Β'. Για να αντιμετωπίσει τη βυζαντινή απειλή, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β' επίσης συγκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, και όρισε διοικητή τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος είχε καταλάβει τις παλαιές βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβ, το 1001.
Ο βυζαντινός στρατός έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από τηνΚομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες έφθασε στο χωριό του Κλειδίου στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, βρήκε ένα χοντρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Ο Σαμουήλ, για να απομακρύνει τον Βασίλειο από το πεδίο της μάχης, έστειλε μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι της Νεστορίτσας έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά δέχθηκαν μεγάλη ήττα από τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη και από τον γιο του, Μιχαήλ. Ο Θεοφύλακτος αιχμαλώτισε πολλούς Βούλγαρους και βάδισε στα βόρεια για να συναντήσει τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου για να συντρίψει τους υπερασπιστές του περάσματος ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο αριθμός των αμυνόμενων ανέρχονταν στους 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τις δυσκολίες, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αρνήθηκε να σταματήσει την επίθεση. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να μεταφέρει τα σώματα του στο Βελάσιο, για να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, όσο ο υπόλοιπος βυζαντινός στρατός θα πολιορκούσε το τείχος. Ο Ξιφίας οδήγησε τα σώματα του σε ένα μονοπάτι, πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας επιτέθηκε στους Βούλγαρους, αφού τους περικύκλωσε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό και κατευθύνθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να καταστρέψει το τείχος.
Εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, πολλά βουλγαρικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φύγουν στη Δύση. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβίλ (Γαβριήλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στα ανατολικά από το οχυρό τους στη Στρώμνιτσα, αλλά καταστράφηκαν στις μάχες στοΜοκριέβο (νυν Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Αυτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στην ανδρεία του γιου του, και με ασφάλεια έφθασαν στοΠρίλεπ. Από το Πρίλεπ, ο Σαμουήλ έφθασε στην Πρέσπα ενώ ο γιος του κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα για να συνεχίσει τη μάχη.
Μετά τη νίκη στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος Β' κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα, οχυρό-κλειδί στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Στον δρόμο τους για την πόλη, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το οχυρό τουΜατσούκιον. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έστειλε ένα στρατό, υπό την ηγεσία του Βοτανειάτη, για να περικυκλώσει τη Στρώμνιτσα και να καταστρέψει τα τείχη της πόλης, καθώς επίσης και να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Με τα υπόλοιπα σώματα του, ο Βασίλειος έμεινε για να καταστρέψει τελείως την πόλη. Στην αρχή οι Βούλγαροι άφησαν τον Βοτενειάτη να καταστρέψει τις οχυρώσεις τους, αλλά περικύκλωσαν αυτόν και τον στρατό του και τον έσφαξαν. Στη μάχη, ο Γκαβρίλ Ραντομίρ σκότωσε τον Βοτανειάτη με το δόρυ του. Ως αποτέλεσμα, ο Βασίλειος Β' αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Στρώμνιτσας και υποχώρησε. Στην επιστροφή, ο Βασίλειος έπεισε τον κουβικουλάριο Σέργιο να παραδώσει το οχυρό τουΜελένικου, το οποίο αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο προς τη Σόφια, από τα νότια.
Ο Σκυλίτζης θεωρεί πώς ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 στρατιώτες (14.000 σύμφωνα με τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Βασίλ Ζλατάρσκι, ισχυρίζονται πώς αυτοί οι αριθμοί είναι απίθανοι και υπερβολικοί. Τον 14ο αιώνα, το έργο τουΚωνσταντίνου Μαννάση, Χρονικόν, μεταφράστηκε στα βουλγάρικα. Ο Μαννάσης καταγράφει πώς στη μάχη αιχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος χώρισε τους αιχμάλωτους σε ομάδες των 100 ανδρών, τυφλώνοντας τους 99 αιχμαλώτους σε κάθε ομάδα και αφήνοντας τον τελευταίο με ένα μάτι, για να οδηγεί τους υπόλοιπους στην πατρίδα τους - αυτό το έκανε για να εκδικηθεί τον θάνατο του Βοτανειάτη, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του στρατηγός. Άλλη αιτία για αυτή την πράξη, ήταν ότι στα μάτια των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι ήταν επαναστάτες κατά της εξουσίας τους, και πώς η τύφλωση ήταν η πιθανή τιμωρία για τους αντάρτες. Για αυτή την πράξη, ο Βασίλειος έλαβε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στις 6 Οκτωβρίου 1014, ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είδε τους τυφλούς του στρατιώτες.
Ο θάνατος του Βοτανειάτη και τα μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου έδειξαν πώς η βυζαντινή επιτυχία δεν ήταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πώς η ήττα των Βουλγάρων δεν ήταν πλήρης, όπως περιέγραψαν ο Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος. Άλλοι ιστορικοί δίνουν έμφαση στον θάνατο του Σαμουήλ και θεωρούν αυτό το γεγονός ως μεγάλο πλήγμα για τη Βουλγαρία. Ο Γκαβρίλ Ραντομίρ και ο Ιβάν Βλαντισλάφ στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς, και τελικά η Βουλγαρία καταλήφθηκε το 1018. Αυτό τον χρόνο, ο Τσάρος Ιβάν Βλαντισλάφ σκοτώθηκε στη μάχη στο Δυρράχιο, και η Βουλγαρία έγινε επαρχία του Βυζαντίου, μέχρι το 1185, όποτε διεξήχθη η επιτυχής εξέγερση των αδερφών Άσεν.
Στη μάχη του Κλειδίου, ο βουλγαρικός στρατός υπέστη βαριές απώλειες, και αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την τελική νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο. Οι περισσότεροι από τους διοικητές αποφάσισαν να παραδοθούν εθελοντικά στον Βασίλειο Β'.
Η μάχη είχε αντίκτυπο στους Σέρβους και στους Κροάτες, οι οποίο αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μετά το 1018. Τα σύνορα τηςΒυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαστάθηκαν στον Δούναβη, δίνοντας στο Βυζάντιο τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τον Δούναβη στην Πελοπόννησο και από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου