Σημείωση διαχείρισης: Τα άρθρα που θα ακολουθήσουν αφορούν στον ένδοξο βασιλέα του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ’ τον Ευπάτορα. Ο συγγραφέας κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να υπάρξει πλήρης και εμπεριστατωμένη καταγραφή των γεγονότων που αναφέρονται στην περίοδο του βίου του, καθώς και των πολέμων που διεξήγαγε, όπως αρμόζει στο κλέος του Ποντιακού Ελληνισμού.
γράφει ο Περικλής Δημ. Λιβάς
«Δεν υπάρχει πιο ονομαστός πόλεμος από αυτόν του Μιθριδάτη» J.Racine, 1673
Εισαγωγή
Όταν έπεσε η νύχτα στην πολιορκημένη πόλη κάθε άλλο παρά ηρεμία επικρατούσε. Ο Έκτωρ είχε πείσει τον Δόλωνα, μοναχογιό του κήρυκαΕυμήδη, να παρεισφρήσει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να μάθει τι σχεδίαζαν, με αντάλλαγμα το άρμα και τ’ αθάνατα άλογα του Αχχιλέα όταν θα τελείωνε ο πολυετής, εξαντλητικός πόλεμος. Το παράστημά του δεν παρέπεμπε σε στόφα πολεμιστή, αλλά ήταν ταχύτατος στο τρέξιμο……..ποδώκης. Τυλίχτηκε σε κάπα από τομάρι λύκου και χάθηκε στο σκοτάδι. Οιπολιορκητές, ανήσυχοι κι αυτοί καθώς μάταια τόσα χρόνια προπαθούσαν να περάσουν τα τείχη, είχαν καταστρώσει ένα κατασκοπευτικό σχέδιο για να μάθουν συνθήματα και μυστικά των Τρώων. Για τον λόγο αυτό, Οδυσσέας και ∆ιομήδης είχαν εγκαταλείψει το στρατόπεδό τους και κατευθύνονταν προς την πόλη όταν τυχαία συναντήθηκαν με τον ∆όλωνα τον οποίο αιχμαλώτισαν και βασάνισαν μέχρι να του αποσπάσουν πληροφορίες. Εκ των υστέρων τον σκότωσαν και συνέχισαν μέχρι το στρατόπεδο του Ρήσου, βασιλέα των Θρακών και γιού τουΗιονέα, συμμάχου της Τρωάδος.
Οι πληροφορίες του ∆όλωνα καθοδήγησαν τον αιφνιδιασμό και η θεά Αθηνά το σθένος τους, ώστε να σκοτώσουν αρκετούς στρατιώτες και τον ίδιο τον Ρήσο. Άρπαξαν τα περίφημα λευκά άλογά του (τα οποία σύμφωνα με χρησμό, αν έτρωγαν Τρωικό χόρτο κι έπιναν νερό από τον Ξάνθο, θα έσωζαν την Τροία) και ετράπησαν σε φυγή, ενώ οι εναπομείναντες Θράκες διέφυγαν προς βορράν αφού διέπλευσαν το στενότερο πέρασμα του σημερινού Βοσπόρου.
Ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι καθώς δεν βρήκαν καράβια, έμειναν εκεί και έθεσαν υπό την κατοχή τους την περιοχή που ονομαζόταν Βεβρυκία, ενώ άλλες θέλουν τους Θράκες να διασχίζουν το Βυζάντιο φθάνοντας στην Θρακική Βιθυνία και να εγκαθίστανται κατά μήκος του ποταμού Βιθύα. Η πείνα όμως τους ανάγκασε να επιστρέψουν στην Βεβρυκία την οποία και ονόμασαν Βιθυνία σε ανάμνηση του ποταμού όπου είχαν διαμείνει. Ωστόσο την αλλαγή του ονόματος μπορεί να επέφερε και η παράφραση των ούτως ή άλλως «πλησιέστερων» σε προφορά ονομασιών με το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχουν και πηγές που αποδίδουν την ονομασία των δύο χωρών στον πρώτο κυβερνήτη της τον Βιθύ, γιό του ∆ία και της Θράκης.
Οδυσσέας και ∆ιομήδης κλέβουν τα άλογα του βασιλιά των Θρακών, Ρήσου τον οποίο μόλις έχουν σκοτώσει. Ερυθρόμορφο αγγείο, περί το 360 π.Χ
Ήταν εκεί στην Βεβρικύα που προσάραξε η Αργώ ταξιδεύοντας προς την Κολχίδα. Ο Άμυκος βασιλέας των Βεβρυκοίων και γιός του Ποσειδώνα, ο οποίος υποχρέωνε τους περαστικούς να παλέψουν μαζί του, τους νικούσε λόγω της υπερφυσικής του δύναμης και μετά συνήθιζε να τους θυσιάζει, προκάλεσε τους Αργοναύτες να επιλέξουν τον καλύτερο ...μαχητή τους για να παλέψει μαζί του. Ο Πολυδεύκης προσφέρθηκε να τον αντιμετωπίσει και μετά από μεγάλη μάχη νικά και τον σκοτώνει.
Πλεγμένη με το νήμα της ιστορίας η Ελληνική μυθολογία αναφέρεται συχνά στην περιοχή του «Άξενου Πόντου» την ταραγμένη θάλασσα με τις αφιλόξενες φυλές που ζούσαν στα παράλιά της όπως οι Σκύθες, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο. Λέγεται ότι μαζί με τους Σκύθες ζούσαν οι Βυθιαίες, γυναίκες οι οποίες στην ίριδα κάθε ματιού τους είχαν δύο κόρους (κόρες). Οι φοβερές και τρομερές Συμπληγάδες, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στην χώρα των Κιμμερίων, η εξορία του Προμηθέα στον Καύκασο, ο Φρίξος με την Έλλη και το ταξίδι του Ηρακλή στη χώρα των Αμαζόνων είναι μερικά παραδείγματα του ενδιαφέροντος των αρχαίων Ελλήνων για την περιοχή.
Η ανάδυση του βασιλείου του Πόντου
Οι Ελληνικές αποικίες στον Πόντο και την ευρύτερη περιοχή της Μαύρης θάλασσας, που ακολούθησαν την αναμφισβήτητη κυριαρχία των Ελλήνων στο Αιγαίο, ήταν συγκροτημένες κατά μητροπολιτικό πρότυπο, δηλαδή ως πόλεις – κράτη, με αυτόνομη διοίκηση.
Οι πρώτες στην ιστορία, χρονολογούνται από το 800 π.Χ. – όταν μετά την κάθοδο των ∆ωριέων στην Ελλάδα, Αχαιοί και Ίωνες μετανάστευσαν στις γειτονικές περιοχές. ∆ιακόσια χρόνια αργότερα, την τότε κυριαρχία τωνΟυραρτιανών στην περιοχή της σημερινής Αρμενίας, διαδέχθηκαν δύο Γεωργιανά βασίλεια, τα οποία δημιουργήθηκαν από λαούς του Καυκάσου: Το βασίλειο τηςΚολχίδας – ανατολικά της Τραπεζούντας στην περιοχή του ποταμού Άκαμψις (Çouh) και βόρεια του ποταμού Φάσις (ioni) και το βασίλειο της Ιβηρίας (Katli) – το οποίο εκτείνονταν δυτικά από την περιοχή Μτσκέτα (Mzcheta) και μέχρι τις πόλεις Μπαϊμπούρτ(Baybut) καιΙσπίρ (Ispi). Η κοιλάδα του ποταμού Αράξη (Aas) αποτελούσε στρατηγικής σημασίας εμπορική διαδρομή μέσω της οποίας επικοινωνούσε η Τραπεζούντα με τα εν λόγω βασίλεια και την Περσία.
Κύρος ο Πρεσβύτερος (Μέγας)
Μετά την κατάρρευση της Ασσυριακής αυτοκρατορίας το 612 π.Χ. όλη η επικράτειά τους, καθώς και η περιοχή του Πόντου, πέρασαν στην κυριαρχία των Μήδων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 549 π.Χ, ο Κύρος ο Πρεσβύτερος, δολοφονεί τον θείο του και βασιλέα των Μήδων, με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος βασιλέας της Περσίας και συνάμα ιδρυτής της Περσικής αυτοκρατορίας. Η εξουσία των Μήδων πέρασε στους Πέρσες, γεγονός που συμπαρέσυρε τον Πόντο, τις Eλληνικές πόλεις και άλλες ορεσίβιες πολεμικές φυλές. Ωστόσο παρά το καθεστώς υποτέλειας, οι Ελληνικές πόλεις διατήρησαν το δημοκρατικό τους πολίτευμα. Ο εκπερσισμός της Μικράς Ασίας, δεν φθάνει στα παράλια του Πόντου, όπου ο Ελληνισμός διατηρείται και επεκτείνει την επιρροή του. Οι παλιές αποικίες δημιουργούν νέες πόλεις, εμμένοντας σταθερά στον εξελληνισμό των γειτόνων τους, ενώ ήταν οχυρωμένες σαν φρούρια, για να αντέχουν τις επιθέσεις των βαρβάρων. Καθώς αποτελούσαν βασικά εμπορικά κέντρα της περιοχής, ανέπτυξαν μια εντυπωσιακή αγροτική οικονομία, συνεπεία της οποίας μίσθωναν ή αγόραζαν καλλιεργήσιμη γη στην ενδοχώρα του Πόντου, κάτι το οποίο έμμεσα ευνοούσε την προώθησή τους αλλά και την δημιουργία νέων πόλεων. Αν στην διατήρηση και διάδοση του Ελληνικού ιδεώδους συνυπολογισθούν, η γεωργία, η πλούσια αλιεία και το εμπόριο τότε μπορούμε να αντιληφθούμε τον δυναμισμό που εξέπεμπαν.
Τον καιρό της εξέγερσης των Ιωνικών πόλεων στο Αιγαίο, οι Πέρσες διόριζαν σατράπες στην διοίκηση των πόλεων του Πόντου, οι οποίες κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος, ενίσχυσαν την δύναμη του Περσικού στρατού, με εκατό πλοία. Όταν αυτός ηττήθηκε, οι Ποντιακές πόλεις ζήτησαν την βοήθεια της Αθήνας για να αποτινάξουν τον Περσικό ζυγό, όταν η αυξημένη ανάγκη για προμήθειες – στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από τον Πόντο – που οφειλόταν στην Αθηναϊκή συμμαχία του 478 π.Χ. Επιπλέον η σκέψη της ενδεχόμενης επικράτησης στα στενά του Ελλήσποντου, η οποία πέραν της στρατηγικής σημασίας, θα εξασφάλιζε τις εμπορικές συναλλαγές των Ελλήνων, ώθησαν τον Περικλή, το 437 π.Χ., να στείλει δύναμη τριάντα πλοίων προς διευθέτηση του θέματος.
Η προσωρινή υποτυπώδης επιτυχία του εγχειρήματος με την εγκατάσταση Αθηναίων κληρούχων στην περιοχή, ανετράπη όταν με τους Πελοποννησιακούς πολέμους οι Ελληνικές πόλεις στην Μικρά Ασία και τον Πόντο, εγκαταλείφθηκαν στο έλεος των Περσών. Οι Έλληνες του Πόντου υπέμειναν τον Περσικό ζυγό, χωρίς όμως να διασπαστεί η ενότητά τους. Έγινε φανερό, ακόμη και στους δυνάστες, ότι το αίσθημα της ιδιαίτερης ταυτοτητάς τους, ήταν αξιοθαύμαστα ανεπτυγμένο, ενώ παράλληλα, γνώριζαν πολύ καλά την αξία του εμπορικού περάσματος προς την Μεσόγειο.
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, δεν επισκέφθηκε τον Πόντο, γεγονός που προκάλεσε δυσαρέσκεια στον Ελληνισμό της περιοχής, την οποία βέβαια λίγο αργότερα, διαδέχθηκε η ικανοποίηση από την ανατροπή της Περσικής κυριαρχίας στον Πόντο, επακόλουθο της συντριβής του∆αρείου στα Άρβυλα το 333 π.Χ.
Χάρτης με τις παράκτιες χώρες της Μαύρης θάλασσας
Στα τέλη της εποχής των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τοβασίλειο του Πόντου κάνει την εμφάνισή του στην σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας με την φήμη του να προηγείται σε ότι αφορά στην μετάδοση της ουσίας του Ελληνισμού.
Ο εμπνευστής του βασιλείου, κατάγεται από την οικογένεια των Μιθριδατών, οι οποίοι έμελλε να διαδέχονται αλλήλους στον θρόνο. Αρχικά εντοπίζονται στην Κίο [1] της Προποντίδας όπου με την εξέγερση των Ιωνικών πόλεων, την σατραπεία διοικεί οΑριοβαρζάνης [2] ενώ ο γιός του,Μιθριδάτης ο Κίος γίνεται σατράπης του Πόντου το 402 π.Χ. Ο Μιθριδάτης, είναι στενός φίλος του Κύρου του Νεότερου, αδελφού τουΑρταξέρξη του Μνήμονα. Στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του αδελφού του, μαζί με τους Μύριους, τον στήριξε και ο Μιθριδάτης.
Μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου του Νεότερου στα Κούναξα το 401 π.Χ., ο Μιθριδάτης περνάει στο στρατόπεδο του Αρταξέρξη, ο οποίος προσπαθεί τώρα να εξοντώσει τους Μύριους. Οι Μύριοι, με αρχηγό τον ιστορικό Ξενοφώντα, κατόρθωσαν να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο, στις Ελληνικές πόλεις και από εκεί να περάσουν στο Αιγαίο. Το 388 π.Χ., ο Μιθριδάτης εκδιώχθηκε από τον ίδιο του τον πατέρα, τον Αριοβαρζάνη της Φρυγίας, από τη σατραπεία του Πόντου και η εξουσία περνά για είκοσι έξι χρόνια στον Αριοβαρζάνη. Άγνωστο που πήγε ο Μιθριδάτης, ο οποίος μετά από χρόνια, καταγγέλλει τον πατέρα του για συνομωσία κατά του Αρταξέρξη. Όταν καταπνίγηκε το κίνημα αποστασίας των παραθαλάσσιων σατραπειών στο οποίο είχε λάβει μέρος και ο Αριοβαρζάνης, ο Μιθριδάτης ο Κίος συνέλαβε και παρέδωσε τον πατέρα του έναντι μεγάλης αμοιβής στον Αρταξέρξη και ο Αριοβαρζάνης καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο το 362 π.Χ. Μετά τον Μιθριδάτη η σατραπεία του Πόντου περνά στα χέρια του γιου του, Αριοβαρζάνη Β’, ο οποίος την κράτησε ως το 337 π.Χ.
Αυτόν θα τον διαδεχτεί ο γιος του, Μιθριδάτης ο Κτίστης, ο εμπνευστής του Βασίλειου του Πόντου, που μετά την κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μέγα Αλέξανδρο θα ανακηρυχθεί, σε βασιλέα του Πόντου. Σημειωτέον ότι αυτός, ο πατέρας του και ο παππούς του είχαν εξελληνισθεί απόλυτα. Όταν ο Αλέξανδρος θα προχωρήσει βαθύτερα στη Μ. Ασία, παρακάμπτοντας όλες τις βορειο – ανατολικές περιοχές, κύριος όλης της σατραπείας της Καππαδοκίας γίνεται ο Αριαράθης, αδελφός τουΟροφέρνη, ο οποίος διακρίθηκε στην εκστρατεία της Αιγύπτου. Με έδρα το λεκανοπέδιο του ποταμού Ίρι και την Ποντιακή Καππαδοκία, οχυρωμένος στο αρχαίο φρούριο των Γαζιούρων, κοντά στην πόλη Ζήλα, υπέταξε όλο τον πεδινό και παραθαλάσσιο Πόντο από την Σινώπη έως και την Τραπεζούντα, περιοχή την οποία ο Στράβωναναφέρει ως παλαιό Βασίλειο.
Η εξουσία του στηριζόταν στην δύναμη 15.000 ιππέων και 30.000 πεζών, ντόπιων και μισθοφόρων. Εκπλήσσει ιδιαίτερα, ο μεγάλος αριθμός των ιππικών του δυνάμεων, πράγμα ασυνήθιστο για τις στρατιωτικές ανάγκες του αρχαίου κόσμου. Αυτό το βασίλειο επέζησε σχεδόν δώδεκα χρόνια, δηλαδή λίγο μετά από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτό επειδή μόνο τότε οι Μακεδόνες βρήκαν χρόνο να επιστρέψουν σε αυτές τις ξεχασμένες περιοχές στρεφόμενοι εναντίον του Αριαράθη. Επικεφαλής των Μακεδόνων ήταν ο Περδίκκας.
Ο Αριαράθης, ογδόντα δύο χρόνων τότε, παρά τις μεγάλες του δυνάμεις, ηττήθηκε σε μια φονικότατη μάχη, πιάστηκε αιχμάλωτος και θανατώθηκε με σταύρωση μαζί με την οικογένειά του. Ο υιοθετημένος γιος του, δραπέτευσε και ίδρυσε το Βασίλειο της Αρμενίας το 301 π.Χ. Το Βασίλειο του Αριαράθη παραδόθηκε στον Ευμένη το 322 π.Χ., όπως είχε αποφασισθεί κατά τη διανομή των σατραπειών. Αυτό το βασίλειο θα γίνει η κατοπινή κληρονομιά του Μιθριδάτη του Κίου, του εμπνευστή της ιδέας της δημιουργίας του Βασιλείου του Πόντου.
ΟΜιθριδάτης ΣΤ’, με τα προσωνύμια Ευπάτωρ και ∆ιόνυσος, γεννήθηκε το 132 π.Χ. στην πρωτεύουσα του Πόντου, Σινώπη. Ο θείος του, Φαρνάκης[3], το 162 π.Χ., είχε μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα από την Αμάσεια, την πρώτη πρωτεύουσα του Πόντου.
Ο πατέρας του, Μιθριδάτης Ε’ ο Ευεργέτης, ήταν ο σημαντικότερος ως τότε βασιλέας της δυναστείας των Μιθριδατών. Η μητέρα του, πριγκίπισσαΛαοδίκη, ήταν κόρη του βασιλέα της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών,Αντίοχου ∆’ του Επιφανούς.
Όταν ήταν ακόμη μωρό, λέγεται πως είχε πέσει κεραυνός στην κούνια του, όπως είχε γίνει και με τον ∆ιόνυσο, που του έκαψε τα σπάργανα και του άφησε μια πληγή στο κεφάλι, την οποία αργότερα έκρυβε με την πλούσια κόμη του. Αυτός ήταν και ο λόγος που πήρε το προσωνύμιο ∆ιόνυσος.
Αν και Πέρσης στην καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του, μεγάλωσε σ’ ένα πλήρως εξελληνισμένο περιβάλλον. Η γενέτειρά του Σινώπη, ήταν μία καθαρά Ελληνική πόλη. Μεγάλωσε και μορφώθηκε έχοντας φίλους και συντρόφους Έλληνες, γόνους ισχυρών οικογενειών του Πόντου. Η εκπαίδευσή του έγινε σύμφωνα με τα Ελληνιστικά πρότυπα. Έτσι, η ενασχόληση του με τα γράμματα και τις τέχνες άρχισε από πολύ νωρίς. Έλαβε μαθήματα φιλοσοφίας, μουσικής και ποίησης. Εκπαιδεύτηκε πάνω στη ρητορική τέχνη και την ιατρική. Έγινε δεινός ρήτορας, προσόν το οποίο του φάνηκε πολύ χρήσιμο στη μετέπειτα πορεία του, και απέκτησε σημαντικές ιατρικές γνώσεις.
Η εκπαίδευση του επίσης, περιελάμβανε ασκήσεις πολεμικών τεχνών. Γυμναζόταν σκληρά, ιδιαίτερα στο κυνήγι, την ιππική τέχνη, την τοξοβολία και τον ακοντισμό. Τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχαν μαγέψει από νωρίς την φαντασία του. Το 120 π.Χ., και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, βιώνει την δολοφονία του πατέρα του, Μιθριδάτη Ε’, κατόπιν συνομωσίας της συζύγου και μητέρας του νεαρού Μιθριδάτη, Λαοδίκης η οποία αναλαμβάνει την αντιβασιλεία και του ορίζει κηδεμόνες. Ο Μιθριδάτης αναζητά τρόπο να αποδράσει από το παλάτι και με πρόσχημα το κυνήγι διαφεύγει στα πυκνά δάση του όρους Παρυάδρη.
Εκεί αρχίζει ο αγώνας επιβίωσης για τον Μιθριδάτη. Ζει από το κυνήγι και κοιμάται στην ύπαιθρο, ενώ η μητέρα του Λαοδίκη ανακηρύσσεται βασίλισσα. Η ζωή στο βουνό δυνάμωσε το σώμα του και σκλήρυνε την ψυχή του. Απέκτησε τρομερή αντοχή και ακατάβλητη θέληση. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα που απέκτησε κατά τη διάρκεια της διαβίωσης του στο βουνό είναι η δυσπιστία του προς τους πάντες, κάτι που θα τον ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή.
Μέσα σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες συνθήκες ανδρώθηκε ο Μιθριδάτης. Με απαράμιλλο σθένος, κατάφερε όχι μόνο να τις υπερνικήσει και να επιζήσει αλλά και να διαμορφώσει μία ισχυρή προσωπικότητα που θα τον βοηθούσε αργότερα να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο βασίλειο. Το 112 π.Χ. και σε ηλικία 20 χρόνων ανεβαίνει στον θρόνο.
Βασιλέας Προυσίας Β’ της Βιθυνίας [4]
Σαράντα εννέα βασιλείς κάθισαν διαδοχικά στον θρόνο της Βιθυνίας. Ανάμεσά τους ο Προυσίας Β᾽ ο Κυνηγός [5] ο οποίος το 190 π.Χ. δέχθηκε φιλόξενα τον εξόριστο Αννίβα αλλά εκ των υστέρων τον πρόδωσε στους Ρωμαίους. Με αυτόν, ο Μακεδόνας βασιλέας Περσέας, μνήστευσε την αδελφή του. Λίγο αργότερα όταν Περσέας και Ρωμαίοι βρέθηκαν αντίπαλοι σε πολεμική σύρραξη, ο Προυσίας τήρησε ουδέτερη στάση. [έτος 168] Όταν ο Περσεύς φυλακίστηκε, ο Προυσίας πήγε να συναντήσει τους Ρωμαίους στρατηγούς εμφανιζόμενος μπροστά τους με τήβεννο ριχτή στους ώμους, ποδεμένος ιταλικής φινέτσας σανδάλια, ξυρισμένο κεφάλι και ένα είδος καπέλλου σαν καπάκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού, το οποίο σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά έθιμα φορούσαν οι δούλοι που κέρδιζαν την ελευθερία με την διαθήκη των κυρίων τους.
Προτομή της Άττιδος με Φρυγικό πίλο (καπέλο)_αγαλματίδιο από Παριανό μάρμαρο 2ος αιώνας π.Χ
Αφού υποκλίθηκε μπροστά τους, μιλώντας στην γλώσσα τους είπε ότι είναιο απελεύθερος των Ρωμαίων δηλαδή χειραφετημένος. Η τυπική και αδιάφορη εμφάνιση του καθώς και τα λεγόμενά του προκάλεσαν τον χλευασμό του από τους στρατηγούς οι οποίοι δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν τα γέλια τους και τον παρέπεμψαν στην Ρώμη όπου επίσης περιγελάστηκε αλλά η Σύγκλητος έκρινε ότι είχε το ακαταλόγιστο και δεν τιμωρήθηκε.
Ο Προυσίας επιτίθεται ανεπιτυχώς στον Άτταλο της Περγάμου
Λίγο αργότερα, το 154 π.Χ., εξαγριωμένος με τον Άτταλο B᾽τον Φιλάδελφο [6β], βασιλέα της ευρύτερης περιοχής της Ασίας πλησίον της Περγάμου, ο Προυσίας λεηλάτησε τις κτήσεις του. Όταν η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ενημερώθηκε για το συμβάν, του διεμήνυσε να σταματήσει τις επιθέσεις του διότι ο Άτταλος εθεωρείτο φίλος και σύμμαχός τους. Καθώς ο Προυσίας δεν συμμορφώθηκε αμέσως, ακολούθησε νέα, πιό αυστηρή εντολή από την Ρώμη, η οποία τον διέταζε να πάει στα σύνορα με ιππικό χιλίων αλόγων και να διαπραγματευθεί συμφωνία με τον Άτταλο ο οποίος θα περίμενε εκεί με αντίστοιχη δύναμη.
Ο Προυσίας καταφρονώντας την δύναμη αυτή και αφελώς σκεπτόμενος, έκρινε ότι του δινόταν η ευκαιρία να παγιδεύσει τον αντίπαλο του και ακολούθως διαβεβαίωσε τους απεσταλμένους της Ρώμης ότι θα συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις τους ενώ κινητοποίησε όλο το στράτευμά του εναντίον του Άτταλου. Όταν αυτός πληροφορήθηκε το τι είχε συμβεί, εγκατέλειψε ατάκτως την θέση του, αφήνοντας τα υποζύγια που του είχαν παραχωρήσει οι Ρωμαίοι, έρμαια στις διαθέσεις του Προυσία ο οποίος αφού τα άρπαξε, συνέχισε την επινίκεια πορεία του προς την Πέργαμο. Λίγο πριν τα τείχη της πόλης, επισκέφθηκε το Νικηφόριο άλσος, τίμησε τους θεούς προσφέροντας θυσίες, προσευχήθηκε στο άγαλμα του θεού της Ιατρικής, Ασκληπιού ζητώντας το έλεός του και αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του για να επιστρέψει την επόμενη ημέρα και να συλήσει τον ιερό χώρο.
Άγαλμα Ασκληπιού_μουσείο Περγάμου_Βερολίνο_πηγή wikimedia commons
Αποκόλλησε από την μαρμάρινη βάση του και άρπαξε για τον εαυτό του τοάγαλμα του Ασκληπιού, θαυμαστό έργο τουΠυρόμαχου όπως και άλλα τιμαλφή, κειμήλια και παρακαταθήκες του άλσους, κατέστρεψε αναθήματα, εικόνες των θεών και αφού λεηλάτησε και έκαψε τον ιερό ναό και την βιβλιοθήκη, συνέχισε την πορεία του προς την Πέργαμο την οποία σκόπευε να πολιορκήσει με σκοπό να του παραδοθεί ο Άτταλος ο οποίος είχε καταφύγει εκεί. ∆εν κατάφερε όμως τίποτε περισσότερο εκτός από το να λεηλατήσει τα περίχωρα και τους ιερούς τόπους που συναντούσε. Ήταν φανερό ότι ένας άνανδρος και άφρων είχε κηρύξει τον πόλεμο σε θεούς και ανθρώπους.
Όμως, αυτός ο διαταραγμένος νούς, ο οποίος σύμφωνα με τονΠολύβιο, την μια μέρα γονηπετής εκλιπαρούσε να του δοθεί θεία χάρη και την επομένη βεβήλωνε τον τόπο της προσευχής του, έμελλε να γνωρίσει την θεία τιμωρία. Οι στρατιώτες του προσβλήθηκαν από δυσεντερία και πολλοί από αυτούς πέθαναν αβοήθητοι. Παρόμοια καταστροφή συνέβη και στο στόλο του καθώς μια ξαφνική καταιγίδα στην Προποντίδα βύθισε πολλά πλοία, ενώ άλλα παρασύρθηκαν ακυβέρνητα στις βραχώδεις ακτές και διαλύθηκαν. Ανάλογη υπήρξε και η μοίρα των ναυτικών.
Όταν έγιναν γνωστά αυτά, οι Ρωμαίοι τον διέταξαν να αποζημιώσει τον Άτταλο για τις ζημιές που του είχε προκαλέσει, παραδίδοντάς του άμεσα είκοσι πλοία με κατάστρωμα, χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων ασημένιων ταλάντων πληρωτέο σε διάστημα είκοσι ετών και επιστροφή της κυριότητας των κατακτήσεών που ανήκαν στον Άτταλο πριν αρχίσει ο μεταξύ τους πόλεμος.
Χάρτης που απεικονίζει την πολιτική κατάσταση στην Μικρά Ασία μετά την συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ). Με μπλέ χρώμα απεικονίζεται η αρχική επικράτεια της Περγάμου και με γαλάζιο τα νέα της εδάφη_πηγή wikipedia
Ο Προυσίας εξέλαβε ως απειλή την προειδοποίηση και απέσυρε τα στρατεύματά του. Ωστόσο αρνήθηκε να παραδώσει τα πλοία, αποδεχόμενος μόνο να διαπραγματευθεί την χρηματική ποινή. Αποτέλεσμα ήταν η Ρώμη να αποκηρύξει την συμμαχία με την Βιθυνία και να στραφεί οριστικά υπέρ του Άτταλου, συμβουλεύοντάς τον να μην προκαλέσει οποιαδήποτε εχθροπραξία και να θωρακίσει τα σύνορα και τις πόλεις του με στρατό. Απέστειλαν δε, αντιπροσωπείες στους κοντινούς συμμάχους αξιώνοντας την διακοπή των σχέσεών τους με την Βιθυνία υπέρ της Περγάμου.
Συνωμοσία κατά του Προυσία
Με ιδιάζουσα σκληρότητα να περιβάλλει την άναδρη συμπεριφορά του, είχε καταφέρει να γίνει μισητός στους υπηκόους του, με αποτέλεσμα ο γιός του Νικομήδης Β’ ο Επιφανής [7] να κερδίσει τον σεβασμό τους. Όμως ο πατέρας του δεν έβλεπε με καλό μάτι την τροπή αυτή και τον έστειλε να ζήσει στην Ρώμη όπου επίσης έγινε γρήγορα αγαπητός. Ο Προυσίας θέλησε να το εκμεταλλευτεί αυτό και του ανέθεσε να ζητήσει από την Γερουσία να τον απαλλάξει από την καταβολή των χρημάτων στον Άτταλο. Έστειλε τονΜένα με εντολή να επιβλέψει τις κινήσεις του γιού του και να τον δολοφονούσε αν δεν πετύχαινε την συμφωνία, με απώτερο στόχο να προωθήσει τους γιούς που είχε αποκτήσει με άλλη σύζυγο. Σε υποστήριξη του Μένα, έστειλε μαζί του συνοδεία δύο χιλιάδες στρατιώτες.
Ο Προυσίας Β’ της Βιθυνίας_εκλιπαρών
Η Σύγκλητος συνεκτιμώντας ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον Προυσία δεν είχε ακόμη καταβληθεί, την αναφορά του εκπροσώπου του Άτταλου στην Βιθυνία, Ανδρόνικου, σύμφωνα με την οποία είχε εκτιμηθεί και αποδειχθεί ενώπιόν τους, ότι το ποσό της αποζημίωσης ήταν ελάχιστο σε σχέση με τις καταστροφές που είχαν προκληθεί αλλά και την συμπαθέστατη προσωπικότητα του Νικομήδη, απεφάνθει κατά του Προυσία. Η απόφαση έφερε τον Μένα σε αδιέξοδο καθώς απ’ ότι φαίνεται δεν ήταν διατεθιμένος να προχωρήσει στην δολοφονία του Νικομήδη. Σε συνάντηση τους μαζί με τον Ανδρόνικο όπου έγινε γνωστό το σχέδιο του Προυσία, αποφάσισαν να συνομωτήσουν εναντίον του με την βοήθεια του στρατού που είχαν στην διάθεσή τους αλλά και του Άτταλου, τον οποίο θα προσπαθούσε να επηρεάσει ο Ανδρόνικος ώστε να βοηθήσει την επιστροφή του Νικομήδη στην Βιθυνία. Συναντήθηκαν στην μικρή πόλη Βερενίκη στην χερσόνησο της Ηπείρου (σημερινή Πρέβεζα) όπου διανυκτέρευσαν εν πλώ για την ασφάλεια της συζήτησής τους και χωρίστηκαν πριν ξημερώσει.
Ο Νικομήδης Β’ βασιλέας της Βιθυνίας
Το πρωί o Νικομήδης βγήκε από το πλοίο ενδεδυμένος βασιλική πορφύρα και διάδημα στο κεφάλι του. Ο Ανδρόνικος του απηύθυνε βασιλικό χαιρετισμό όταν τον συνάντησε και συγκέντρωσε σωματοφυλακή γι’ αυτόν με 500 στρατιώτες που είχε μαζί του. Ο Μένας, προσποιούμενος ότι δεν γνώριζε την παρουσία του Νικομήδη έσπευσε τρομαγμένος να ανακοινώσει στους άνδρες του: «∆εδομένου ότι έχουμε δύο βασιλείς, έναν στην πατρίδα κι έναν να κατευθύνεται προς τα εκεί, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα δικά μας συμφέροντα και να πάρουμε μια προσεκτική απόφαση για το μέλλον διότι η ασφάλειά μας έγκειται στο να προβλέψουμε ορθά ποιός από αυτούς θα είναι ο επικρατέστερος. Ο ένας είναι γέρος, ο άλλος νέος. Οι Βιθυνοί αποστρέφονται τον Προυσία ενώ συμπαθούν τον Νικομήδη και η στάση αυτή είναι ταυτίζεται με των Ρωμαίων ηγετών».
«Ο Ανδρόνικος έχει σχηματίσει φρουρά που σημαίνει ότι ο Νικομήδης έχει συμμαχήσει με τον Άτταλο ο οποίος κυριαρχεί σε μια μεγάλη περιοχή παράλληλα με τους Βιθυνούς και είναι άσπονδος εχθρός του Προυσία». Στην συνέχεια αναφέρθηκε εκτεταμμένα στην σκληρή και εξωφρενική συμπεριφορά του βασιλέα καθώς και στην αντιπάθεια των Βιθυνών στο πρόσωπό του. Αφού παρατήρησε ότι άπαντες οι στρατιώτες συμφωνούσαν, τους οδήγησε μπροστά στον Νικομήδη όπου τον προσφώνησαν ως βασιλέα και σχημάτισαν φρουρά όμοια με αυτή του Ανδρόνικου.
Πόλεμος μεταξύ Νικομήδη και Προυσία
Ο βασιλέας Άτταλος Β’ ο Φιλάδελφος, της Περγάμου, υποδέχθηκε με θέρμη τον βασιλέα Νικομήδη Β’ τον Επιφανή, της Βιθυνίας και συνέστησε στον βασιλέα της Βιθυνίας Προυσία Β’ τον Κυνηγό, να εκχωρήσει ορισμένες πόλεις αλλά και καλλιεργήσιμες εκτάσεις στην δικαιοδοσία του γιού του.
Νικομήδης ΙΙ της Βιθυνίας
Αυτός απάντησε ότι προόριζε για τον γιό του, όλο το βασίλειο του Αττάλου το οποίο θα περιερχόταν στην κυριαρχία του μετά τον πόλεμο και στην συνέχεια κατήγγειλε τα τεκταινόμενα, στην Σύγκλητο, σχηματίζοντας κατηγορητήριο κατά του Νικομήδη και του Άτταλου ώστε να προκαλέσει την δίκη τους. Ο Άτταλος μετά την απάντηση του Προυσία αποφάσισε να εισβάλλει στην Βιθυνία όπου δεν συνάντησε καμία δυσκολία αφού οι κάτοικοι τον αντιμετώπισαν ως σωτήρα τους και σε καμία περίπτωση δεν υπερασπίστηκαν τον βασιλέα τους ο οποίος με μόνη του ελπίδα την παρέμβαση της Ρώμης και φρουρά πεντακοσίων Θρακών στρατιωτών που του εξασφάλισε ο γαμπρός του ∆ιήγυλις ο Θράκιος, κατέφυγε στην ακρόπολη της Νίκαιας. Ο πραίτορας της Ρώμης προκειμένου να ευνοηθεί ο Άτταλος, είχε καθυστερήσει να παρουσιάσει την πρεσβεία του Προυσία στην Σύγκλητο και όταν το έπραξε, έλαβε την εντολή να διορίσει ο ίδιος τρείς άνδρες οι οποίοι θα μετέβαιναν στην Βιθυνία για να διευθετήσουν το πρόβλημα. Έτσι κι έγινε, αλλά η αντιπροσωπεία που επιλέχθηκε, απαρτιζόταν από έναν βαρειά τραυματισμένο στο κεφάλι, έναν ανάπηρο κι έναν κατά κοινή ομολογία ανόητο, κάτι που σχολιάστηκε περιφρονητικά από τον Κάτωνα ο οποίος την περιέγραψε ως ανόητη, κουτσή και ακέφαλη.
Ο θάνατος του Προυσία
Οι Λεγάτοι (υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Ρωμαϊκού στρατού)έφθασαν στην Βιθυνία και ζήτησαν την παύση του πολέμου. Άτταλος και Νικομήδης προσποιήθηκαν ότι υπάκουσαν αλλά είχαν ήδη προετοιμάσει αντιπροσωπεία πολιτών η οποία ενημέρωσε τους Ρωμαίους ότι σύμφωνα με την ανοιχτή καταγγελία που είχαν κάνει δεν ήταν πλέον δυνατόν να αντέξουν την σκληρότητα και παραφροσύνη του Προυσία. Με το πρόσχημα ότι η γερουσία δεν είχε ενημερωθεί περί καταγγελίας νωρίτερα, οι αξιωματικοί αποχώρησαν αφήνοντας το έργο τους στην μέση και τον Προυσία απελπισμένο με την βοήθεια που δεν του δόθηκε ποτέ και απροετοίμαστο καθώς βασιζόταν σε αυτήν.
Ακολούθως αποσύρθηκε στην Νικομήδεια, σκοπεύοντας να αναλάβει την εξουσία και να αντισταθεί στους εισβολείς, αλλά οι κάτοικοι τον πρόδωσαν και άνοιξαν τις πύλες. Ο Νικομήδης εισέβαλλε με τον στρατό του, ενώ ο Προυσίας διέφυγε στον ναό του ∆ία όπου και μαχαιρώθηκε από έναν ακόλουθο του Νικομήδη, ο οποίος με τον τρόπο αυτό διαδέχθηκε τον Προυσία στην βασιλεία των Βιθυνών. Μετά τον θάνατό του, ο γιος του, Νικομήδης με το προσωνύμιο Φιλοπάτωρ τον διαδέχθηκε με την Γερουσία να επικυρώνει το δικαίωμά του, με βάση την καταγωγή του.
Η συνέχεια των εναλλαγών στην εξουσία, έμελλε να οδηγήσει σε έναν άλλο Νικομήδη, εγγονό του Φιλοπάτορα, ο οποίος κληροδότησε το βασίλειό του στους Ρωμαίους.
Πρότερη ιστορία της Καππαδοκίας
Ο Αππιανός δεν μας πληροφορεί σχετικά με τους άρχοντες της Καππαδοκίας πριν από τους Μακεδόνες, αν είχε αυτόνομη κυβέρνηση ή βρισκόταν υπό την κυριαρχία του βασιλέα των Περσών, ∆αρείου Α᾽ του Μέγα. Θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος ο Μέγας άφησε πίσω του τους διοικητές των κατακτημένων εθνών, να λάβουν τα εύσημα, ενώ έσπευσε κατά του∆αρείου Γ’ του Κοδομανού. Φαίνεται όμως ότι αποκατέστησε την δημοκρατική διακυβέρνηση στην Αμισό, πόλη του Πόντου, Αττικής προέλευσης.Pστόσο, ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι δεν άγγιξε αυτά τα έθνη, αλλά κινήθηκε εναντίον του ∆αρείου από τα παράλια της Παμφυλίας και της Κιλικίας.
Περδίκκας
Ο Περδίκκας, βασιλέας των Μακεδόνων μετά τον Αλέξανδρο, συνέλαβε και απαγχόνισε τον Αριαράθη, κυβερνήτη της Καππαδοκίας, είτε γιατί στασίασε είτε για να κυριαρχήσει επί της πόλης και τοποθέτησε τον Ευμένη τον Καρδιανό ως διοικητή. Ο Ευμένης αργότερα λογίσθηκε ως εχθρός της Μακεδονίας και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Αντίπατρος ο οποίος υπερίσχυσε του Περδίκκα και επιστάτευε την επικυριαρχία του Αλέξανδρου διόρισε τον Νικάνορα, σατράπη της Καππαδοκίας.
Μιθριδάτης Α’ ο Κτίστης
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ξέσπασε διχόνοια ανάμεσα στους Μακεδόνες. Ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος εκδίωξε τονΛαομέδοντα από την Συρία και ανέλαβε την διακυβέρνηση μόνος του. Είχε μαζί του κάποιον Μιθριδάτη, βασιλικό γόνο της περσικής αυλής. Ο Αντίγονος είδε κάποτε ένα όραμα ότι είχε σπείρει χωράφι με χρυσό τον οποίο ο Μιθριδάτης θέρισε και μετέφερε στον Πόντο. Ακολούθως τον συνέλαβε με σκοπό να τον θανατώσει, αλλά ο Μιθριδάτης Α´ο Κτίστης, διέφυγε με έξι ιππείς, οι οποίοι τον φυγάδευσαν σε ένα ισχυρό φρούριο στην περιοχή της Καππαδοκίας, όπου πολλοί τον ακολούθησαν συνεπεία της φθοράς της Μακεδονικής ενότητας και τον ανακήρυξαν επιστάτη όλης της περιοχής, αλλά και των γειτονικών χωρών κατά μήκος του Εύξεινου Πόντου. (266 – 265 π.Χ) Αυτή η μεγάλη δύναμη που σχηματίστηκε, αφέθηκε στους κληρονόμους του οι οποίοι διαδέχονταν τον θρόνο, έως τον έκτο στην σειρά Μιθριδάτη, πολέμιο των Ρωμαίων. Καθώς είχαν μεγάλη περιοχή υπό την εποπτεία τους, θα έπρεπε να είχαν μοιραστεί την διακυβέρνηση, εκτιμά ο Αππιανός.
Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ και η Καππαδοκία
O βασιλέας του Πόντου Μιθριδάτης Ε᾽ ο Ευεργέτης ο οποίος περιγράφεται ως φίλος των Ρωμαίων, είχε στείλει θαλάσσιες και χερσαίες πρός βοήθειά τους εναντίον των Καρχηδονίων και είναι αυτός που εισέβαλλε στην Καππαδοκία. Τον διαδέχθηκε ο γιός του, Μιθριδάτης ΣΤ᾽με τα προσωνύμια ∆ιόνυσος και Ευπάτωρ. Οι Ρωμαίοι τον διέταξαν να επαναφέρει την κυριαρχία τουΑριοβαρζάνη Α´του Φιλορωμαίου στην Καππαδοκία, ο ο οποίος είχε συνταχθεί με το μέρος τους και έδειχνε να έχει καλύτερη διαχειριστική ικανότητα από τον Μιθριδάτη. Ίσως να συνέβαλλε στην εν λόγω απόφαση, σκεπτόμενος ότι ήταν προτιμότερο να έχουν υπό τον έλεγχό τους πολλές μικρές επαρχίες αντί μιάς ανερχόμενης μεγάλης μοναρχίας.
Νόμισμα Μιθριδάτου ΣΤ’ Ευπάτορος
Ο Μιθριδάτης υπάκουσε στην εντολή, αλλά σχημάτισε στρατό υπό την εξουσία του Σωκράτη που επονομαζόταν Χρηστός και ήταν αδελφός τουΝικομήδη Γ᾽ του Ευεργέτη, βασιλέα της Βιθυνίας, ο οποίος είχε σφετεριστεί την διακυβέρνηση ανατρέποντας τον τελευταίο. (Αυτός ο Νικομήδης ήταν γιός του Νικομήδη Β᾽ του Επιφανούς γιού του Προυσία Β᾽ του Κυνηγού ο οποίος είχε αναλάβει το βασίλειο της Βιθυνίας ως γονική παροχή υπό την εξουσία των Ρωμαίων). Ταυτόχρονα, οι Μιθράος καιΒαγώαςέδιωξαν τον Αριοβαρζάνη τον οποίο οι Ρωμαίοι είχαν διορίσει ως βασιλέα της Καππαδοκίας και τοποθέτησαν αντ᾽ αυτού τονΑριαράθη.
Ο Μάνιος Ακίλιος προκαλεί πόλεμο
Οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να ανακαλέσουν τους Νικομήδη Ε’ Φιλοπάτορατης Βιθυνίας και Αριοβαρζάνη Α’ Φιλορωμαίο της Καππαδοκίας στην εξουσία των βασιλείων τους. Προς τούτο απέστειλαν αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Μάνιο Ακίλιο (Manius Acilius Glabrio) ο οποίος διέταξε τον Λούκιο Κάσσιο, υπεύθυνο για τις Ασιατικές περιοχές γύρω από την Πέργαμο, να συνδράμει την αποστολή του, με την μικρή στρατιωτική δύναμη που είχε υπό τις διαταγές του. Παρόμοιες εντολές εστάλησαν αυτοπροσώπως στον Μιθριδάτη ΣΤ´ του Πόντου, αλλά αυτός ήταν δυσαρεστημένος από την εμπλοκή τους στην Καππαδοκία, καθώς και με τον διωγμό του από την Φρυγία [8], με αποτέλεσμα να μην συνεργαστεί. Παρ᾽όλα αυτά οι Κάσσιος και Μάνιος, με τον στρατό μιας πρώην μεγάλης δύναμης που απαρτιζόταν από Γαλάτες και Φρύγες, αποκατέστησαν τον Νικομήδη στην Βιθυνία και τον Αριοβαρζάνη στην Καππαδοκία.
Ταυτόχρονα τους προέτρεψαν, εφόσον ήταν γείτονες του Μιθριδάτη, να κάνουν επιδρομές στο έδαφός του και να προκαλέσουν πόλεμο, στον οποίο θα είχαν την βοήθεια της Ρώμης. Και οι δύο δίστασαν να ξεκινήσουν έναν τόσο σημαντικό πόλεμο κοντά στα σύνορά τους, καθώς φοβόντουσαν την στρατιωτική δύναμη του Μιθριδάτη. Με την επιμονή των απεσταλμένων η αντίσταση του Νικομήδη κάμφθηκε καθώς του υπενθύμισαν ότι είχε προηγουμένως συμφωνήσει με τους Ρωμαίους στρατηγούς και πρεσβευτές να τους εκχωρήσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την βοήθειά τους στην ανάληψη της εξουσίας και το οποίο όφειλε ακόμη, μαζί με άλλα ποσά που είχε δανειστεί έντοκα από Ρωμαίους που κατοικούσαν στην χώρα του. Έκανε μια υποτυπώδη επίθεση στα εδάφη του Μιθριδάτη, λεηλατώντας συμβολικά την πόληΆμαστρη χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Παρόλο που ο Μιθριδάτης είχε σε ετοιμότητα τον στρατό του, υποχώρησε επειδή ήθελε να έχει σοβαρή και ικανή αιτία για πόλεμο.
Η ομιλία του Πελοπίδα
Ο Νικομήδης επέστρεψε με μεγάλη λεία και ο Μιθριδάτης έστειλε τονΠελοπίδα στους Ρωμαίους στρατηγούς και πρεσβευτές. ∆εν του ήταν άγνωστο ότι ήθελαν να τον προκαλέσουν σε πόλεμο και ότι υποκίνησαν την επίθεση αυτή, αλλά υποκρίθηκε, προκειμένου να υπάρξουν περισσότερες και σαφέστερες αιτίες για τον επερχόμενο πόλεμο και για τον λόγο αυτό τους υπενθύμισε την φιλία και υποστήριξη που είχαν από τον ίδιο και τον πατέρα του ενώ ως αντάλλαγμα έλαβαν τα λόγια του Πελοπίδα με τα οποία του έκαναν γνωστό ότι Φρυγία και Καππαδοκία [9] είχαν πλέον αποσπαστεί από αυτόν ενώ η Καππαδοκία, πάντα ανήκε στους προγόνους του, έχοντας περιέλθει σε αυτόν από τον ίδιο τον πατέρα του.
«Η Φρυγία δόθηκε σε αυτόν από τους στρατηγούς σας ως ανταμοιβή για τη νίκη του επί του Αριστόνικου. Pστόσο προς τούτο πλήρωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον ίδιο τον στρατηγό. Όμως, τώρα επιτρέπετε στον Νικομήδη να έρθει ακόμη πιο κοντά στο στόμιο του Εύξεινου, να εισβάλλει στην χώρα μέχρι την Άμαστρη και να μεταφέρει μακριά τα πολύτιμα λάφυρά του, ατιμώρητος. Ο βασιλέας μου δεν ήταν ούτε αδύναμος μήτε ανέτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά περίμενε ώστε να γίνετε αυτόπτες μάρτυρες των όσων συμβαίνουν. ∆εδομένου ότι έχετε δει όλα αυτά, ο Μιθριδάτης, ο οποίος είναι φίλος και σύμμαχός σας, σας καλεί ως φίλους και συμμάχους, να μας υπερασπιστείτε ενάντια στην αδικία του Νικομήδη ή να εμποδίσετε τις πράξεις του».
Ο λόγος της αποστολής του Νικομήδη
Όταν ο Πελοπίδας τελείωσε την ομιλία του, οι πρεσβευτές του Νικομήδη, οι οποίοι ήσαν εκεί είπαν: «Ο Μιθριδάτης επιβουλευόμενος τον Νικομήδη πολύ καιρό τώρα, έθεσε τον Σωκράτη στο θρόνο δια ροπάλου και ενώ αυτός ήταν πράος χαρακτήρας, θεωρώντας ορθή την πράξη αυτή ως δικαίωμα που είχε ο μεγαλύτερος αδελφός του στη βασιλεία. Αυτή ήταν η πράξη του Μιθριδάτη, ενάντια στον Νικομήδη, που εσείς Ρωμαίοι, διορίσατε στον θρόνο της Βιθυνίας, είναι ένα χτύπημα που προφανώς στόχευε τόσο σε εσάς όσο σε εμάς με ανάλογο τρόπο, αφού ενώ είχατε διατάξει τους Ασιάτες βασιλείς να μην παρενοχλούν την Ευρώπη, εκείνος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Χερσονήσου. Ας είναι αυτές οι πράξεις του πρός εσάς, παραδείγματα της αλαζονείας, της εχθρότητας και της ανυπακοής που επέδειξε. Κοιτάξτε τις μεγάλες προετοιμασίες του. Βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα, όπως για έναν μεγάλο και προκαθορισμένο πόλεμο, όχι μόνο με το δικό του στρατό, αλλά με μεγάλη συμμαχική δύναμη από Θράκες, Σκύθες [10] και πολλούς άλλους γειτονικούς λαούς. Έχει διαμορφώσει μια ισχυρή συμμαχία με τον βασιλέα Τιγράνη της Αρμενίας [11] και έχει στείλει εκπροσώπους του στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων και την Συρία των Σελευκιδών για να συνάψει φιλικές σχέσεις με τους βασιλέαδες τους. Έχει 300 πολεμικά πλοία και συνεχώς κατασκευάζει. Έχει στείλει ανθρώπους στη Φοινίκη και την Αίγυπτο σε αναζήτηση αξιωματικών του ναυτικού και πηδαλιούχων. Αυτό το έμψυχο και άψυχο υλικό το οποίο ο Μιθριδάτης συλλέγει σε τεράστιες ποσότητες, δεν προορίζεται αποκλειστικά για τον Νικομήδη αλλά και για εσάς, Ρωμαίοι. Είναι θυμωμένος μαζί σας, διότι, όταν είχε αγοράσει την Φρυγία, μετά από διεφθαρμένο παζάρι με έναν από τους στρατηγούς σας, τον διατάξατε να παραδώσει τα παράνομα κέρδη του. Είναι θυμωμένος λόγω της Καππαδοκίας, η οποία δόθηκε από εσάς στον Αριοβαρζάνη. Φοβάται την αύξηση της δύναμής σας. Κάνει προετοιμασίες με τον ισχυρισμό ότι προορίζονται για εμάς, αλλά σκοπεύει να επιτεθεί σε ᾽σας αν μπορέσει. Θα ήταν σοφό από μέρους σας, να μην περιμένετε μέχρι να κηρύξει πόλεμο εναντίον σας, αλλά να κρίνετε από τις πράξεις του και όχι από τα λόγια του και να μην παραιτηθείτε από αληθινούς και δοκιμασμένους φίλους, για έναν υποκριτή που σας προσφέρει την φανταστική φιλία του, ούτε να επιτρέψετε η απόφασή σας σχετικά με το βασίλειό μας, να ακυρωθεί από κάποιον που είναι εξίσου πολέμιος και των δυό μας».
Βασίλειο Πόντου
Η υποκρισία των Ρωμαίων Λεγάτων
Μετά τους πρεσβευτές του Νικομήδη, ο Πελοπίδας απευθύνθηκε εκ νέου στην Ρωμαϊκή αποστολή, λέγοντας ότι αν ο Νικομήδης παραπονιόταν για τα περασμένα, θα αποδεχόταν την απόφαση των Ρωμαίων, αλλά καθώς το παρόν είναι αυτό που μετράει, αποκαλύπτεται ότι κρυφά από τα μάτια τους ερημώνει τα εδάφη του Μιθριδάτη, κλείνει το θαλάσσιο πέρασμα και λεηλατεί με τέτοιο τρόπο που δεν επιδέχεται συζήτηση ή δικαστική απόφαση.
«Καλούμε εσάς, τους Ρωμαίους και πάλι είτε να ενεργήσετε πρός αποφυγήν ανάλογων εχθροπραξιών ή να βοηθήσετε τον Μιθριδάτη ο οποίος είναι θύμα τους, ή εν πάση περιπτώσει να μην αναμιχθείτε, επιτρέποντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να μην βοηθήσετε τους αντιπάλους».
Ενώ ο Πελοπίδας επαναλάμβανε τα αιτήματα, παρά το ότι εκ των προτέρων ξεκαθαρισμένο εκ μέρους των Ρωμαίων ότι θα βοηθούσαν τον Νικομήδη, έκαναν παραχώρηση για να ακουστούν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς. Ωστόσο τα λόγια του Πελοπίδα και η συμμαχία του Μιθριδάτη, που ήταν ακόμη σε ισχύ, τους ντρόπιασαν και δεν ήταν σε θέση να ανακοινώσουν την απόφασή τους η οποία έμεινε μετέωρη για λίγο. Μετά από αρκετή σκέψη έδωσαν την παρακάτω περίτεχνη απάντηση: «∆εν επιθυμούμε ο Μιθριδάτης να υποφέρει από τα χέρια του Νικομήδη, ούτε μπορούμε να επιτρέψουμε πόλεμο εναντίον του Νικομήδη καθώς δεν πιστεύουμε ότι θα επωφελείτο σε κάτι η Ρώμη από την αποδυνάμωσή του».
Αφού δόθηκε αυτή την απάντηση, απομάκρυναν τον Πελοπίδα από το μέρος που γινόταν η συζήτηση, παρόλο που προσπαθούσε να διαμαρτυρηθεί για την ανεπάρκειά της.
Ο Μιθριδάτης καταλαμβάνει την Καππαδοκία – Η ομιλία του Πελοπίδα(88 π.Χ)
Ο Μιθριδάτης, εφόσον στερήθηκε την απονομή της δικαιοσύνης από τους Ρωμαίους, δημόσια, έστειλε το γιο του Αριαράθη τον Ευσεβή συνοδεία μεγάλης δύναμης, να καταλάβει το βασίλειο της Καππαδοκίας. Ο Αριαράθης γρήγορα εξουδετέρωσε κάθε αντίσταση και έδιωξε τον Αριοβαρζάνη. Στη συνέχεια, ο Πελοπίδας επέστρεψε στους Ρωμαίους στρατηγούς λέγοντας: «Πόσο υπομονετικά ο βασιλέας Μιθριδάτης υπέμεινε το πλήγμα όταν στερήθηκε από εσάς την Φρυγία και την Καππαδοκία πριν λίγο καιρό, σας έχουν πει, ω Ρωμαίοι; Τι πληγές του έχει προκαλέσει ο Νικομήδης και τις οποίες ενώ έχετε δει, δεν αντιδράσατε; Και όταν έγινε η προσφυγή στη φιλία και συμμαχία σας απαντήσατε σαν να μην ήταν αυτός ο κατήγορος, αλλά ο κατηγορούμενος, λέγοντας ότι δεν θα θέλατε να βλάψει κάποιος τον Νικομήδη, λες και ήταν αυτός το θύμα Είστε τώρα υπόλογοι στη Ρωμαϊκή δημοκρατία για ότι έχει γίνει στην Καππαδοκία. Οι πράξεις του Μιθριδάτη άρμοζαν στην περιφρόνηση και τον χλευασμό που περιείχαν οι απαντήσεις σας. Προτίθεται να στείλει μια αντιπροσωπεία στην Γερουσία για να διαμαρτυρηθεί εναντίον σας. Σας καλεί να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας εκεί, ενώπιος ενωπίω με τους αρμοδίους, ώστε να μην μπορέσετε να κάνετε τίποτε βιαστικά ούτε να προκαλέσετε έναν πόλεμο τέτοιου μεγέθους, χωρίς την σύμφωνη απόφαση της ίδιας της Ρώμης. Θα πρέπει να έχετε κατά νου ότι ο Μιθριδάτης κυβερνά την προγονική του περιοχή, η οποία είναι μήκους 350 χιλιομέτρων και ότι έχει συνάψει φίλιες σχέσεις με πολλούς γειτονικούς λαούς όπως είναι οι πολεμοχαρείς Κόλχες, οι Έλληνες που συνορεύουν με τον Εύξεινο Πόντο και οι βαρβαρικές φυλές πέρα από αυτούς. Έχει επίσης συμμάχους, έτοιμους να υπακούσουν σε κάθε του εντολή, όπως είναι οι Σκύθες, οι Ταυρινοί, οι Βαστάρνες, οι Θράκες, οι Σαρμάτες [12] και όλοι εκείνοι που κατοικούν στην περιοχή του Ντον ( Τάναη ) και του ∆ούναβη (Ίστρου) καθώς και την περιοχή της Αζοφικής θάλασσας. Ο Τιγράνης της Αρμενίας είναι γαμπρός του και ο Αρσάκης ο βασιλέας της Παρθίας είναι σύμμαχός του. Αυτός έχει ένα μεγάλο αριθμό πλοίων, μερικά σε ετοιμότητα και άλλα υπό κατασκευή καθώς και πολεμικές μηχανές όλων των ειδών σε αφθονία».
Ο λόγος του Πελοπίδα (88 π.Χ)
«Οι Βιθυνοί δεν έκαναν λάθος σε ότι σας έχουν πει τελευταία για τους Πτολεμαίους βασιλείς της Αιγύπτου και τους Σελευκίδες βασιλείς της Συρίας. Όχι μόνον είναι πιθανό να μας βοηθήσουν αυτοί, αν ξεσπάσει πόλεμος αλλά και οι προσφιλείς σας επαρχίες στην Ασία, Ελλάδα, Αφρική αλλα και σε μέρη της ίδιας της Ιταλίας, είναι έτοιμες για έναν αδυσώπητο πόλεμο εναντίον σας μη αντέχοντας την πλεονεξία σας. Προτού ακόμη οργανώσετε έναν τέτοιο αλληλοσπαραγμό, επιτίθεστε στον Μιθριδάτη και βάζετε τους Νικομήδη και Αριοβαρζάνη να πράξουν το ίδιο εκ περιτροπής και λέτε ότι είστε ειλικρινείς φίλοι και σύμμαχοι. Προσποιείστε όμως και ενεργείτε ως εχθροί. Ελάτε τώρα, αν οι πρόσφατες συνέπειες των πράξεών σας βελτίωσαν τον τρόπο σκέψης σας, είτε συγκρατείστε τον Νικομήδη από το να κάνει κακό στους φίλους και συμμάχους σας είτε βγάλτε την μάσκα της φιλίας προς εμάς, ή τουλάχιστον αφήστε μας να πάμε στην Ρώμη, να διευθετήσουμε την διαφωνία μας». Αυτά είπε ο Πελοπίδας. Οι Ρωμαίοι θεώρησαν τον λόγο του θρασύ και διέταξαν τον Μιθριδάτη να αφήσει τον Νικομήδη και την Καππαδοκία ήσυχους (διότι είχαν ήδη αποκαταστήσει εκεί την εξουσία του Αριοβαρζάνη). ∆ιέταξαν επίσης τον Πελοπίδα να εγκαταλείψει το στρατόπεδο αμέσως και να μην επιστρέψει παρά μόνο αν ο βασιλέας του, υπακούσει στις εντολές τους. Απαντώντας με τέτοιο τρόπο τον έδιωξαν φρουρούμενο, μήπως και προσπαθούσε να εξαπατήσει κανέναν στον δρόμο.
Το ξέσπασμα του πολέμου
Μετά το πέρας των συνομιλιών χωρίς να ακούσουν την γνώμη της Συγκλήτου και του λαού της Ρώμης για έναν τόσο μεγάλο πόλεμο, άρχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις προερχόμενες από την Βιθυνία, Καππαδοκία, Παφλαγονία και τους Γαλάτες της Ασίας. Όταν ο Λούκιος Κάσσιος, ο ανθύπατος της Ασίας ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες του δικού του στρατού, όλες οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν πλέον συγκεντρωθεί. Χωρίστηκαν σε τμήματα και στρατοπέδευσαν, ο Κάσσιος στα σύνορα Βιθυνίας και Γαλατίας, ο Μάνιος στο διάβα του Μιθριδάτη προς Βιθυνία και ο Όπιος, ο τρίτος στρατηγός, στα βουνά της Καππαδοκίας. Ο καθένας τους είχε σαράντα χιλιάδες άνδρες, ιππείς και πεζούς συνολικά. Είχαν επίσης στόλο, υπό την διοίκηση των Μινούκιου Ρούφου και Γάϊου Ποπίλιου, στο Βυζάντιο, να εποπτεύουν την είσοδο του Εύξεινου Πόντου. Ο Νικομήδης ήταν εκεί με πενήντα χιλιάδες πεζικάριους και έξι χιλιάδες ιππείς στις διαταγές του. Αυτές ήταν οι συνολικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν.
Ο Μιθριδάτης είχε στην διάθεσή του διακόσιες πενήντα χιλιάδες στρατιώτες, σαράντα χιλιάδες έφιππους, τριακόσια πλοία με καταστρώματα, εκατό διήρεις καθώς και ανάλογο πολεμικό εξοπλισμό. Στρατηγοί του ήταν οι αδελφοί Νεοπτόλεμος καιΑρχέλαος. Ο βασιλέας ανέλαβε προσωπικά τον μεγαλύτερο αριθμό οπλιτών. Στις συμμαχικές δυνάμεις ο Αρκαθίας, γιός του Μιθριδάτη, ηγείτο δέκα χιλιάδων εφίππων από την Μικρή Αρμενία και ο ∆ορύλαος διοικούσε την φάλαγγα με τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες, τους Οπλίτες. Ο Κρατερός ήταν υπεύθυνος για εκατόν τριάντα άρματα μάχης. Οι προετοιμασίες από τους Ρωμαίους και τον Μιθριδάτη ήσαν εντατικές και με την λήξη τους, η πρώτη σύρραξη σημειώνεται περί την εκατοστή εβδομηκοστή τρίτη (173) Ολυμπιάδα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Κίος: Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Ήταν χτισμένη στον μυχό του κόλπου της Βιθυνίας, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η τουρκική πόλη Γκεμλέκ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρύθηκε από τον αργοναύτη Πολύφημο, ο οποίος έμεινε εκεί με εντολή του Ηρακλή, για να βρει τον φίλο του, Ύλα, τον οποίο είχαν απαγάγει οι νύμφες του ποταμού Κίου. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι χτίστηκε από τον αργοναύτη Κίο, κατά την επιστροφή του από την Κολχίδα. Οι πρώτοι κάτοικοι της ήταν οι Μυσοί. Στη συνέχεια κατοικήθηκε από Κάρες, τους οποίους αργότερα εξόρισαν Μιλήσιοι με αρχηγό τον Κίο. Ο τελευταίος έδωσε το όνομά του στην πόλη και στον ποταμό, ο οποίος ονομαζόταν και Ασκάνιος, διότι πήγαζε από την Ασκανία λίμνη. Ο βασιλέα ς των Περσών Δαρείος κυρίευσε την Κίο το 499 π.Χ. και η πόλη παρέμεινε επί σαράντα χρόνια υπό Περσική κυριαρχία. Το 459 π.Χ. την απελευθέρωσε ο Κίμων και η Κίος προσχώρησε στην Αθηναϊκή συμμαχία της Δήλου, όπου συνεισέφερε με το ποσό των χιλίων δραχμών, γεγονός το οποίο δείχνει ότι εκείνη την εποχή ήταν μικρή πόλη. Αργότερα, μαζί με τη γειτονική της Μύρλεια, έγιναν μέρος των Μακεδονικών κτήσεων και ανέπτυξαν μεγάλη εμπορική κίνηση, η οποία φαίνεται και από τα χρυσά νομίσματα που κόπηκαν στην περίοδο μεταξύ 330 και 300 π.Χ. Ο βασιλέας του Πόντου Μιθριδάτης Γ’ την κυρίευσε, γρήγορα όμως η πόλη απελευθερώθηκε. Ωστόσο, ο βασιλέας της Μακεδονίας Φίλιππος E’ οργίστηκε επειδή η Κίος και η Μύρλεια είχαν προσχωρήσει στην Αιτωλική συμπολιτεία και κήρυξε πόλεμο εναντίον τους. Με τη βοήθεια του γαμπρού του, Προυσία A’, βασιλέα της Βιθυνίας, πολιόρκησε και κατέλαβε τις δύο πόλεις, τις κατέστρεψε και πούλησε τους κατοίκους ως δούλους. Μετά την ήττα του Φίλιππου E’ στη μάχη των Κυνός Κεφαλών, ο Προυσίας, με εντολή των Ρωμαίων, έχτισε ξανά τις δύο πόλεις, μετονομάζοντας την Κίο σε Προυσιάδα και τη Μύρλεια σε Απάμεια, από το όνομα της γυναίκας του Απάμαδας. Έως τον θάνατο του βασιλέα της Βιθυνίας Νικομήδη Γ’, το 74 π.Χ., η Κίος ανήκε στο κράτος της Βιθυνίας. Έπειτα κυριεύθηκε από τον βασιλέα του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ’. Ο Ρωμαίος στρατηγός Γάιος Τριάριος ελευθέρωσε την πόλη από το βασίλειο του Πόντου, της έδωσε την παλιά της ονομασία και την ανεξαρτησία της και η Κίος γνώρισε έτσι νέα ακμή, μέχρι την εποχή που έγινε τμήμα του Βυζαντινού κράτους. Κατά τα Χριστιανικά χρόνια η Κίος ήταν επισκοπική έδρα. Το 1336 περιήλθε στην κυριαρχία των Τούρκων.[2] Αριοβαρζάνης Α’ ο Φιλορωμαίος (2ος αι. –1ος αι. π.Χ.) Βασιλέας της Καππαδοκίας, που εκθρονίστηκε από τον βασιλέα του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ’ και τον βασιλέα της Αρμενίας Τιγράνη δύο φορές και τελικά παραχώρησε τον θρόνο στον γιό του.
[3] Φαρνάκης. Όνομα δύο βασιλέων του Πόντου.
α. Φαρνάκης A’. Βασίλευσε περίπου από το 185 έως το 170 ή 169 π.Χ.Αφού απαλλάχθηκε από την κυριαρχία των Σελευκιδών, όρισε πρωτεύουσά του την Αμάσεια αρχικά και τη Σινώπη αργότερα και προσπάθησε να επεκταθεί σε βάρος της Βιθυνίας, της Καππαδοκίας και της Περγάμου, αλλά ηττήθηκε από τις συνασπισμένες δυνάμεις των τριών βασιλείων κι έχασε σχεδόν όλες τις κτήσεις του.
β. Φαρνάκης B’ (περίπου 97 – 47 π.Χ.). Γιος του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα, κατά του οποίου επαναστάτησε το 63 π.Χ., έλαβε από τους Ρωμαίους το μικρό βασίλειο του Κιμμερίου Βοσπόρου. Οι Ρωμαϊκοί εμφύλιοι πόλεμοι του επέτρεψαν να ανακτήσει τη Σινώπη, την Καππαδοκία και την Κολχίδα και αργότερα (νικώντας Ρωμαϊκές δυνάμεις το 48 π.Χ) τον Πόντο, την Παφλαγονία και τη Βιθυνία. Αλλά ηττήθηκε με τη σειρά του από τον Ιούλιο Καίσαρα κοντά στα Ζήλα (Καππαδοκία) – όταν ο Ρωμαίος στρατηγός πρόφερε την περίφημη φράση «ήρθα, είδα, ενίκησα» (veni, vidi, vici) – κατέφυγε στην Ταυρική Χερσόνησο, όπου πέθανε πολεμώντας εναντίον του στασιαστή διοικητή της Ασάνδρου.
[4] Βιθυνία: Ιστορική περιοχή της Μικράς Ασίας, που απετέλεσε Ρωμαϊκή επαρχία, ενώ αναφέρεται και στην Καινή Διαθήκη. Προσδιορίζονταν επί των Ασιατικών ακτών του Βοσπόρου, από την έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και μέχρι το μέσο των νοτίων ακτών της με αρκετό εύρος ηπειρωτικού εδάφους, συνορεύουσα ανατολικά με την Παφλαγονία, προς νότο με τη Γαλατία και Φρυγία και δυτικά με τη Μυσία περιλαμβάνοντας την μεταξύ των ποταμών Ρυνδάκου και Παρθενίου έκταση (χώρα) με την κλιμακωτή ενδοχώρα όπου φθάνουν οι διακλαδώσεις του Μύσιου Όλυμπου. Την έκταση αυτή έλαβε από τις κατακτήσεις των ντόπιων Βιθυνών ηγεμόνων μετά την περίοδο των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Πρώτοι κάτοικοι της περιοχής αυτής, που διαρρέεται από τον ποταμό Σαγγάριο, υπήρξαν οι Χετταίοι, εκτοπιζόμενοι από τους Φρύγες. Μετά οι Μυσοί και αργότερα οι άποικοι των Μεγάρων έκτισαν την Κίο, τη Χαλκηδόνα και τον Αστακό. Στους αρχαίους χρόνους κατελήφθη από τους Πέρσες και μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου επανέκτησε ανεξαρτησία μέχρι το 71 π.Χ. οπότε και απετέλεσε Ρωμαϊκή επαρχία.
Βασιλείς της Βιθυνίας υπήρξαν ο Νικομήδης Α’ (278 – 250 π.Χ). ο Ζιαήλας (250 – 228 π.Χ), γιος του Νικομήδη, ο Προυσίας Α’ (228 – 180 π.Χ) γιος του Ζιαήλα, ο Προυσίας Β’ (180 – 149 π.Χ) ο Νικομήδης Β’ Επιφανής (149 – 91 π.Χ) ο Νικομήδης Γ’ Φιλοπάτωρ (91 -74 π.Χ).
[5] Προυσίας: Όνομα δύο βασιλέων της Βιθυνίας.
α. Προυσίας A’ (236 – 180 π.Χ.) Σε νεαρή ηλικία διαδέχτηκε τον πατέρα του Ζήλα. Υπήρξε ηγεμόνας συνετός και ανδρείος και στις ημέρες του η Βιθυνία έφτασε σε μεγάλη ακμή. Νίκησε τον βασιλέα της Περγάμου Άτταλο A’ και αντιμετώπισε με επιτυχία τους Γαλάτες, που λεηλατούσαν τις χώρες του Ελλησπόντου. Συμμάχησε με τον Φίλιππο E’ και κατέλαβε το 202 π.Χ. τις πόλεις Χαλκηδόνα, Κίο και Μύρλεια. Τις δύο τελευταίες, οι οποίες καταστράφηκαν εντελώς στις επιχειρήσεις, τις ξαναέχτισε και τις μετονόμασε σε Προυσιάδα και Απάμεια. Παρείχε άσυλο στον Αννίβα, με τη συμβουλή του οποίου έχτισε την Προύσα, πιέστηκε όμως από τον Φίλιππο να τον παραδώσει στους Ρωμαίους, αλλά ο Αννίβας πρόλαβε και αυτοκτόνησε με δηλητήριο (183 π.Χ.). Ο Προυσίας πέθανε από τραύμα στην πολιορκία της Ηράκλειας.
β. Προυσίας B’ (180 – 148 π.Χ.) Γιος και διάδοχος του προηγούμενου. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, υπήρξε σκληρός ηγεμόνας, με ταπεινό χαρακτήρα και φιλήδονος. Αρχικά συμμάχησε με τον γιο του Φιλίππου, Περσέα, σε πόλεμο κατά των Ρωμαίων (171 π.Χ.) αργότερα όμως συμφιλιώθηκε με τους Ρωμαίους και έγινε σύμμαχός τους. Οι Ρωμαίοι τον βοήθησαν στον πόλεμο κατά του Aττάλου B’, τον οποίο και νίκησε. Ύστερα από τη νίκη του, πήγε στην Πέργαμο και αφού πρώτα θυσίασε στον ναό του Ασκληπιού, κατέστρεψε όλους τους βωμούς και τα αγάλματα της πόλης. Τελικά νικήθηκε από τον στρατηγό Σώσανδρο και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Στα τέλη της ζωής του εκθρονίστηκε από τον γιο του Νικόδημο και πέθανε στη Νικομήδεια.
[6] Άτταλος: Όνομα τριών βασιλέων της Περγάμου.
α. Άτταλος Α’ ο Σωτήρ (269-197 π.Χ.) Ο πρώτος βασιλέας του Ελληνιστικού κράτους (241-197 π.Χ). Η νίκη του εναντίον των Γαλατών υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα. Χάρη στη διπλωματία και στις στρατηγικές του ικανότητες, έκανε τη χώρα του υπολογίσιμη δύναμη στην ταραγμένη περίοδο της βασιλείας του. Η πολιτική του εναντίον του βασιλέα της Μακεδονίας Φιλίππου Ε’ τον ώθησε να κλείσει συμμαχίες, να συμμετάσχει σε συγκρούσεις εναντίον του και να ενισχύσει τους Ρωμαίους με στόλο. Ακολούθησε τη φιλοδυτική αυτή στάση από την ανάγκη να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Περγάμου, που την απειλούσαν οι φιλοδοξίες των βασιλέων της Μακεδονίας και της Συρίας. Ίδρυσε την περίφημη βιβλιοθήκη της Περγάμου και αφιέρωσε στην Ακρόπολη των Αθηνών μεγάλη γλυπτική σύνθεση με αναπαράσταση της Γιγαντομαχίας.
β. Άτταλος Β’ ο Φιλάδελφος (220-138 π.Χ.) Γιος του Αττάλου Α’ και διάδοχος του αδελφού του Ευμένους Β’. Βασίλευσε από το 159 έως το 138 π.Χ. Πιστός στην πολιτική του πατέρα του, ακολούθησε την ίδια τακτική εναντίον της Μακεδονίας και υπέρ των Ρωμαίων. Υποστήριξε, όπως και εκείνος, τα γράμματα και τις τέχνες στη χώρα του. Το επίθετο Φιλάδελφος του δόθηκε διότι υπήρξε πιστός συνεργάτης του αδελφού του, αν και μπορούσε να πάρει νωρίτερα τον θρόνο, όταν ο Ευμένης έχασε την εύνοια της Ρώμης. Ίδρυσε στην Αθήνα την ομώνυμη μεγάλη στοά στην ανατολική πλευρά της αρχαίας Αγοράς. Εκεί, μπροστά από το μεγάλο μνημείο, οι Αθηναίοι έστησαν προς τιμήν του χάλκινο ανδριάντα. Οι δύο πρώτοι Άτταλοι, όπως και άλλοι βασιλείς της Περγάμου, θαύμαζαν την Αθήνα και τη θεωρούσαν πνευματική τους μητέρα, πιστεύοντας ότι συνέχιζαν στον τόπο τους τη δική της παράδοση.
γ. Άτταλος Γ’ ο Φιλομήτωρ (171-133 π.Χ.) Ανέβηκε στον θρόνο το 138 και πέθανε το 133 π.Χ. Εκπληκτική υπήρξε η διαθήκη του, με την οποία κληροδοτούσε το κράτος της Περγάμου στους Ρωμαίους. Η ενέργειά του αυτή έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων, χωρίς να έχει ακόμα αποσαφηνιστεί η πραγματική αιτία.
[7] Νικομήδης Β’ ο Επιφανής: Βασίλευσε από το 149 έως το 107 π.Χ. Γιος του Προυσίου B’, ανέβηκε στον θρόνο με τη βοήθεια του Αττάλου B’ της Περγάμου, αφού σκότωσε τον πατέρα του, που ήθελε να τον αποκλείσει από τη διαδοχή. Ακολούθησε φιλορωμαϊκή πολιτική.
[8] Φρυγία: Ιστορική περιοχή στο δυτικό τμήμα του Μικρασιασιατικού υψιπεδίου. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ) στα ανατολικά έως το Αιγαίο στα δυτικά Αργότερα όμως ως Φρυγία θεωρήθηκε η έκταση που περικλειόταν μεταξύ Βιθυνίας προς βορρά και Πισιδίας στα νότια, Μυσίας, Λυδίας και Καρίας στα δυτικά και Λυκαονίας στα ανατολικά. Ορεινή στο μεγαλύτερο μέρος της, την διασχίζουν ορισμένοι ποταμοί που εκβάλλουν στο Αιγαίο, όπως ο Γκεντίζ και ο Μπουγιούκ Μεντερές (ο αρχαίος Μαίανδρος). Η οικονομία της βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην κτηνοτροφία προβάτων και βοοειδών και στη γεωργία, που ευδοκιμεί στις πλαγιές των βουνών που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στους υγρούς ανέμους της θάλασσας. Καλλιεργούνταν δημητριακά (σιτάρι και κριθάρι) καπνός, οπωρικά και ινδική κάνναβη. Η βιομηχανία δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη, υπήρχαν όμως αρκετές βιοτεχνίες (μάλλινα, υφαντά και χαλιά). Ιστορικά οι Φρύγες ήσαν αρχαίος λαός πιθανότατα Ευρωπαϊκής καταγωγής, που προερχόταν από τη Μακεδονία ή τη Θράκη, κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., πέρασαν στη Μικρά Ασία όπου εκτόπισαν τους Χετταίους και ίδρυσαν ανεξάρτητο βασίλειο το οποίο ονομάστηκε Φρυγία. Αν και το βασίλειό τους είχε αρχικά αξιοσημείωτη έκταση, φτάνοντας από τον ποταμό Άλυ έως το Αιγαίο, δεν έπαιξε ποτέ σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της ανατολικής Μεσογείου, παρότι διατηρούσε στενές σχέσεις με τις Ελληνικές πόλεις που ήκμαζαν και τα βασίλεια της Μεσοποταμίας. Πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν το Γόρδιο, στη δεξιά όχθη του Σαγγάριου και οι βασιλείς έπαιρναν κάθε φορά την ονομασία της πόλης και το όνομα του Μίδα. Με το πέρασμα των αιώνων η έκταση του βασιλείου περιορίστηκε βαθμιαία στο έδαφος που αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στη σημερινή Φρυγία, ώσπου έχασε κάθε επαφή με τη θάλασσα. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. η Φρυγία δέχτηκε εισβολή των Κιμμερίων και έχασε την ανεξαρτησία της. Αργότερα, μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα, κυριαρχήθηκε από τους Λυδούς και το 546 π.Χ. υποτάχτηκε στην Περσική αυτοκρατορία, ώσπου κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο (333 π.Χ). Οι Φρύγες, που αναφέρονται στα Ομηρικά ποιήματα για τη γεωργική τους δραστηριότητα και για την κτηνοτροφία τους, ήταν ιδιαίτερα ονομαστοί στην αρχαιότητα για τα άριστα μάλλινα υφαντά τους και για την εντατική εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων, γεγονός που πιθανότατα έδωσε αφορμή στον θρύλο του μυθικού πλούτου του βασιλέα τους Μίδα. Ελάχιστα όμως ξέρουμε, τουλάχιστον έως τον 6οαι. π.Χ., για τον πολιτισμό τους. Η Φρυγική τέχνη, της οποίας ελάχιστα δείγματα σώζονται σε μερικά επιτάφια μνημεία, φαίνεται τυπικά Χεττιτικής καταγωγής και κατόπιν ισχυρά επηρεασμένη από την Κρητική και τελικά την Ελληνική τέχνη. Η θρησκεία τους φαίνεται πως ήταν ουσιαστικά φυσιοκρατική: οι πιο σεβαστές θεότητες ήταν η Κυβέλη και η Άττις, των οποίων η οργιαστική λατρεία διαδόθηκε πολύ στην Ελλάδα και στη Ρώμη.
[9] Καππαδοκία: Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται σε υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1.300 μ. Η περιοχή περικλείεται βόρεια από τον Πόντο, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Άλυ (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ) νότια από την Κιλικία, ανατολικά από τον άνω ρου του ποταμού Ευφράτη και δυτικά από τη Λυκαονία και τη Γαλατία. Το ψηλότερο βουνό της Καππαδοκίας είναι ο Αργαίος (τουρκικά Ερτζιγιές Νταγί, 3.916 μ.) ένα σβησμένο ηφαίστειο. Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς αναφέρουν δύο Καππαδοκίες: την Μεγάλη με πρωτεύουσα την πόλη Μάζακα (την Ευσέβεια των Αλεξανδρινών χρόνων, που αργότερα μετονομάστηκε από τους Ρωμαίους σε Καισάρεια) και την Ποντική με πρωτεύουσα την Αμισό (Σαμψούντα). Ο πρώτος που μνημόνευσε τη χώρα αυτή με την ονομασία Καππαδοκία και τους κατοίκους της ως Καππαδόκες ήταν ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.). Η ετυμολογία της λέξης Καππαδοκία είναι άγνωστη, φαίνεται όμως ότι έχει Ασιατική προέλευση. Ορισμένοι αποδίδουν την ονομασία αυτή στους Πέρσες κατακτητές της (στα περσικά Καππαδοκία σημαίνει χώρα των ωραίων ίππων). Σύμφωνα με άλλους, η ονομασία προήλθε από τους Καππαδόκες, Ιαπετικό έθνος, που εγκαταστάθηκε στη χώρα περίπου το 1600 π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή πιθανότατα σχετίζεται με την παρακμή του κράτους των Χετταίων, που είχε πρωτεύουσα τη Χαττούσα (σήμερα Μπογάζκιοϊ). Το έθνος των Καππαδόκων, προερχόμενο από την Ασία, συγκρότησε φεουδαλικό κράτος που στηριζόταν στη στρατιωτική αριστοκρατία. Το σύστημα αυτό, βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των κατακτητών, συνεχίστηκε και μετά την υποταγή της χώρας στους Πέρσες, στους Μακεδόνες και στους Ρωμαίους. Η Καππαδοκία κατακτήθηκε διαδοχικά από τους Ασσύριους, τους Μήδους και τους Πέρσες. Το 315 π.Χ. κατελήφθη από τον Αντίγονο και αποτέλεσε τμήμα του κράτους των Σελευκιδών. Με την κυριαρχία των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άρχισε να εξελληνίζεται και να δέχεται τα στοιχεία του Ελληνικού πολιτισμού μέσω της διάδοσης της Ελληνικής γλώσσας. Έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα αυτονομήθηκε. Ακολούθησε η Ελληνοκαππαδοκική περίοδος, με δύο γηγενείς ηγεμόνες: ο Αριαράθης Γ’ βασίλευε στη Μεγάλη Καππαδοκία και ο Μιθριδάτης στην Ποντική Καππαδοκία. Τον 1ο αι. μ.Χ. η Καππαδοκία αποτέλεσε Ρωμαϊκή αποικία. Η γρήγορη διάδοση του χριστιανισμού σηματοδότησε έναν σταθμό στην ιστορία της Καππαδοκία. Η νέα θρησκεία, που διαδέχθηκε την ειδωλολατρία, εδραιώθηκε οριστικά τον 4ο αι. μ.Χ. και συνδέθηκε με νέα άνθηση της παιδείας. Η Καισάρεια αποτέλεσε έδρα φιλοσοφικής και ρητορικής σχολής. Ο Ιουλιανός o Παραβάτης, o Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός παρακολούθησαν ανώτερες σπουδές στις σχολές αυτές και η Καππαδοκία αναδείχθηκε σε κέντρο των σοφών της Ελλάδας. Στη χώρα αυτή αναπτύχθηκε ένας από τους συμπαγέστερους και ακμαιότερους Ελληνικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, παρέχοντας στο κράτος πολυάριθμα και μαχητικά στρατιωτικά στελέχη. Το 1072, επί αυτοκρατορίας Ρωμανού Δ’ του Διογένη, οι Σελτζούκοι εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και όρισαν το Ικόνιο ως πρωτεύουσά τους. Οι Καραμάνογλου διαδέχθηκαν τους πρώτους Τούρκους κατακτητές. Το 1399 ο Βαγιαζήτ Γιλντιρίμ εδραίωσε την οθωμανική κυριαρχία στο μεγαλύτερο τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σφαγές και βίαιοι εξισλαμισμοί αραίωσαν τον Ελληνικό πληθυσμό της Καππαδοκίας, μεταβάλλοντας τη φυλετική σύνθεσή της. Η Καππαδοκία πέρασε αιώνες αφάνειας υπό τον ζυγό της δουλείας, κατά τους οποίους την ήδη σκληρή ζωή των Ελλήνων δυσκόλευε ακόμα περισσότερο το άγονο έδαφος της περιοχής. Πολλοί Καππαδόκες βρήκαν διέξοδο στην ξενιτιά, στρεφόμενοι στα μεγάλα παράλια αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Μερσίνα), όπου δημιούργησαν παροικίες. Με την εργατικότητά τους εξελίχθηκαν σε μεγαλέμπορους, τραπεζίτες και κυβερνητικούς υπαλλήλους, που όμως δεν ξέχασαν τις πατρίδες τους. Ίδρυσαν φιλανθρωπικούς και φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, συγκέντρωσαν χρήματα και φρόντισαν για τη συντήρηση των σχολείων στις γενέτειρές τους. Στα μέσα του 19ουαι. παρουσιάστηκε η τελευταία ακμή των Ελληνικών γραμμάτων στις 80 Ελληνικές κοινότητες της Καππαδοκίας, η οποία τερματίστηκε οριστικά το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τα κυριότερα κατάλοιπα του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού στην Καππαδοκία είναι οι λαξευμένες σε κωνικούς μονόλιθους εκκλησίες, που φέρουν θαυμάσιες τοιχογραφίες, έργα ανώνυμων τεχνιτών του 11ου αι. Οι εκκλησίες αυτές ανακηρύχθηκαν το 1985 από την ΟΥΝΕΣΚΟ μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
[10] Σκύθες: Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4ο βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την Πολωνία και τη Γερμανία και από τη Σιβηρία ως την Κίνα. Σκυθία ονομάζεται από τον Ηρόδοτο η περιοχή μεταξύ του Δούναβη και του Τανάιδος (Δον)· κατόπιν το όνομα Σκύθες δηλώνει αόριστα όλους τους λαούς προς τα Β. της Μαύρης θάλασσας (Εύξεινου Πόντου). Ελάσσων Σκυθία ονομάζεται αργότερα η Δοβρουτσά, που επί Διοκλητιανού αποτέλεσε επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι Σκύθες ήταν αρχικά λαοί νομαδικοί της περιοχής μεταξύ Δνείστερου και Λίμνης Αράλης· κατόπιν όμως μιας μετανάστευσης λαών που ξεκίνησαν από τη Κίνα, μετακινήθηκαν κι αυτοί και συναντάμε τους Σκύθες συμμάχους των Ασσυρίων εναντίον των Κιμμέριων τον 7o αι. π.Χ. Ενώ οι Κιμμέριοι απωθήθηκαν στη Μ. Ασία, οι Σκύθες εγκαταστάθηκαν στις Ασιατικές ακτές του Εύξεινο Πόντου, απ’ όπου επιχειρούσαν μεγάλες επιδρομές. Όταν πέρασε η κυριαρχία της Ασίας από τους Ασσύριους στους Μήδους, οι Σκύθες απωθήθηκαν με τη σειρά τους στα Β και εγκαταστάθηκαν, σε δυο ομάδες, πάνω από τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία. Αυτοί οι τελευταίοι ονομάζονταν και ήταν, καθώς και οι άλλοι Σκύθες, Ιρανικής καταγωγής, όπως αποδείχτηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες. Σχετικά με τα έθιμά τους αναφέρει ο Ηρόδοτος ότι ζούσαν από την κτηνοτροφία και ότι τρέφονταν με άλογα και αλογίσιο γάλα, κατοικούσαν σε αμάξι που τα έσερναν βόδια και πολεμούσαν με τόξο και μικρά σπαθιά. Η χώρα ήταν χωρισμένη σε διαμερίσματα με κέντρο κοντά στο ιερό του θεού του πολέμου, που λατρευόταν με τη μορφή σπαθιού. Οι βασιλικοί τάφοι ήταν στην περιοχή του Γέρρου, επί του Δνείπερου· κοντά στο ταριχευμένο σώμα του νεκρού βασιλέα σκότωναν και έθαβαν μια παλλακίδα, δούλους και άλογα. Τα ευρήματα τάφων του 6ουκαι 5ου π.Χ., αι., στο Κουμπάν, επιβεβαιώνουν τη διήγηση του Ηρόδοτου: γύρω από μια κεντρική αίθουσα, όπου υπήρχαν τα πτώματα του αρχηγού και άλλων αντρών και γυναικών, ήταν τοποθετημένοι με τάξη πολυάριθμοι σκελετοί αλόγων. Τα πλούσια ευρήματα επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τις πολιτιστικές επιδράσεις: πάνω σ’ ένα Ιρανικό υπόβαθρο παρατηρούνται Ασσυριακές και Ελληνικές επιδράσεις: η Ελληνική πόλη που τους επηρέασε περισσότερο είναι η Ολβία, ενώ αρκετά μικρότερη υπήρξε η επίδραση του Παντικάπαιου. Μετά τον 7ο αι. π.Χ. οι Σ. απλώθηκαν προς τη Δύση και τον 4ο αι. εισχώρησαν στη Βουλγαρία· η εξάπλωση τους όμως αναχαιτίστηκε από τις μεταναστεύσεις των Κελτών και των Ιλλυριών και από τις εκστρατείες του Φίλιππου και του Μεγάλου Αλέξανδρου. Οι Σκύθες απωθήθηκαν σιγά – σιγά και το 2ο αι. π.Χ. ίδρυσαν ένα τελευταίο ισχυρό κράτος στην Κριμαία κάτω από την ηγεσία του Σκίλουρου και του γιου του Πάλακου, οι οποίοι λεηλάτησαν πολλές Ελληνικές πόλεις, μεταξύ των οποίων και την Ολβία – κατόπιν οι Σκύθες χωρίστηκαν σε διάφορους απομονωμένους πυρήνες ως την εποχή των μεγάλων μεταναστεύσεων των λαών.
[11] Τιγράνης B’ o Μέγας: Ανιψιός του βασιλέα της Αρμενίας Αρταβάζη, ή και γιος του σύμφωνα με άλλη παράδοση. Δόθηκε ως όμηρος στον Μιθριδάτη B’, βασιλέα των Πάρθων. Κατόρθωσε ωστόσο να ελευθερωθεί, αφού παραχώρησε στον Μιθριδάτη εβδομήντα κοιλάδες, κοντά στα σύνορα της Μηδίας. Ανέβηκε στον θρόνο το 95 ή 94 π.Χ.και άρχισε αμέσως επεκτατική πολιτική. Εκθρόνισε τον βασιλέα της Σοφηνής, Αρτάνη και συμμάχησε με τον Μιθριδάτη ΣΤ’ τον Ευπάτορα, βασιλέα του Πόντου, αφού πήρε την κόρη του Κλεοπάτρα. Το 93 π.Χ κατόρθωσε να εισβάλει στην Καππαδοκία, αλλά το 92 π.Χ τον απέκρουσε και πάλι ο Σύλλας. Έπειτα άρχισε πόλεμο εναντίον των Πάρθων, επανακτώντας τις κοιλάδες που είχε παραχωρήσει στον Μιθριδάτη B’ και λεηλάτησε ένα μεγάλο μέρος της Μηδίας. Το 83 π.Χ. κατόρθωσε να εισβάλει στη Συρία και κατέλαβε την Κιλικία. Μετά τον θάνατο του Σύλλα, το 78 π.Χ., κατέλαβε και πάλι την Καππαδοκία, κατέπνιξε την απόπειρα της Κλεοπάτρας να αποκαταστήσει την κυριαρχία των Σελευκιδών και πολεμώντας στην Κιλικία κατέστρεψε την Ελληνική πόλη των Σόλων. Έτσι ο Τιγράνης κατόρθωσε να γίνει ο ισχυρότερος από τους ηγεμόνες της Ασίας. H δύναμή του όμως αυτή ανησύχησε τους Ρωμαίους και το 69 π.Χ. επιτέθηκε στην Αρμενία ο Λούκουλλος, επικεφαλής Ρωμαϊκών στρατευμάτων. Ο Τιγράνης νικήθηκε και ταυτόχρονα ο γιος που απέκτησε από την Κλεοπάτρα, επίσης, επαναστάτησε εναντίον του. Όταν ο Πομπήιος μπήκε στην Αρμενία, ενώθηκε με τον νεαρό Tιγράνη και έτσι ο γέρος πλέον Tιγράνης, που είχε σκοτώσει δυο γιους του, αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ωστόσο, ο Πομπήιος του φέρθηκε πολύ φιλικά, ενώ τον γιο του τον πήρε αιχμάλωτο στη Ρώμη, όπου και σκοτώθηκε σε μια απόπειρά του να δραπετεύσει. Ο Τιγράνης βασίλεψε περίπου δέκα χρόνια ακόμη μετά την ήττα του, ως υποτελής στους Ρωμαίους και πέθανε το 56 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρτάβαζος.
[12] Σαρμάτες: Αρχαίος νομαδικός λαός της Ασίας. Με το λαό αυτό συνδέεται η παρακάτω αφήγηση της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας. Όταν οι Έλληνες πολέμησαν με τις Αμαζόνες και τις νίκησαν, έφυγαν με τρία πλοία, παίρνοντας μαζί τους όσες από τις Αμαζόνες μπόρεσαν να πιάσουν ζωντανές. Όταν όμως έφτασαν στο ανοιχτό πέλαγος, οι Αμαζόνες επιτέθηκαν εναντίον τους και τους σκότωσαν. Έτσι έφτασαν στους Κρημνούς της Μαιώτιδας λίμνης, που ανήκε στη χώρα των Σκυθών. Αφού αποβιβάστηκαν από τα πλοία, άρχισαν να λεηλατούν τις περιουσίες των Σκυθών. Οι Σκύθες είδαν με θαυμασμό αυτές τις δυναμικές γυναίκες και αποφάσισαν να μην τις σκοτώσουν, αλλά έστειλαν τους πιο νέους για να αποχτήσουν παιδιά μαζί τους. Έτσι και έγινε. Έπειτα ένωσαν τα στρατόπεδα τους και κατοίκησαν μαζί. Και οι μεν άνδρες δεν μπορούσαν να μάθουν τη γλώσσα των γυναικών, οι γυναίκες όμως έμαθαν την γλώσσα των αντρών. Όταν λοιπόν άρχισαν να συνεννοούνται, οι άνδρες είπαν στις Αμαζόνες να πάνε όλοι μαζί να ζήσουν στα χτήματα τους μαζί με τους γονείς τους και τους υποσχέθηκαν πως δεν θα έχουν άλλες γυναίκες εκτός απ’ αυτές. Αλλά οι Αμαζόνες αρνήθηκαν, διότι φοβήθηκαν πως δε θα μπορούσαν να συγκατοικήσουν με άλλες γυναίκες, γιατί δεν είχαν τα ίδια έθιμα μ’ εκείνες και δεν γνώριζαν κάποια γυναικεία ασχολία. Τους πρότειναν λοιπόν να πάνε στους γονείς τους, να πάρουν το μερίδιο της περιουσίας τους και να κατοικήσουν μαζί τους σε ξεχωριστό μέρος. Οι νέοι πήραν το μερίδιο τους και γύρισαν πίσω, οπότε οι Αμαζόνες αποφάσισαν να πάνε να κατοικήσουν πέρα από τον Τάναϊ ποταμό. Έπειτα από τριών ημερών πορεία διάλεξαν τον τόπο όπου εγκαταστάθηκαν. Οι γυναίκες των Σαρματών ζούσαν τη ζωή των προγόνων τους………..πήγαιναν στον πόλεμο και φορούσαν ανδρική ενδυμασία. Όσο για το γάμο τους, είχαν ένα παράξενο έθιμο…………ουδεμία παντρευόταν πριν σκοτώσει έναν εχθρό και μερικές πέθαιναν παρθένες, διότι δεν το κατόρθωναν.
Πηγές – βιβλιογραφία
Ο βασικός κορμός της εργασίας βασίζεται στον Αππιανό και το έργο τουHistory of Rome: The Mithridatic Wars.
Ελήφθησαν υπόψη τα βιβλία: «Αππιανός Άπαντα πέντε Ρωμαϊκά – βιβλίο Μ» και «Πλούταρχος Βίοι Παράλληλοι τόμος 12 Κίμων, Λεύκολλος», των εκδόσεων Κάκτος, σειρά «Οι Έλληνες»
- Ομήρου Ιλιάδα
- The Argonauts at Bebrycia: Presevation of Identity in the Latin Argonautica James E. Shelton-The Classical Journal Vol. 80, No. 1 (Oct. – Nov. 1984), pp. 18-23
- Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο (1900-1914) Επιτροπή Ποντιακών μελετών
- Ἀργοναυτικά, 100β – Απολλώνιος ο Ρόδιος
- The death and burial of Mithidates VI Jakob Munk Hojte
- Αφιέρωμα μνήμης στην ιστορία του Πόντου και την ΓενοκτονίαΑρχιμ. Κύριλλου Κεφαλλόπουλου
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος – Πολιτική – Πολιτισμός Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
- Μιθριδάτης ΣΤ’ Ο Ευπάτορας και Διόνυσος Γιώργος Κλοκίδης Αρχαιολόγος – Ιστορικός
- The Mithridatic Wars, Appian of Alexandria (c.95-c.165)
- Latin Lexicon
- Appian, Mithridatic Wars, Horace White, Ed. Perseus Library Tufts University
- Ελληνική Μυθολογία Ιωάννου Ρίσπεν, εκδ. ΔΑΡΕΜΑ, 1971
- Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας κεφ. 11
- Δοκίμιο Mithridates VI Eupator and Iran, Marek Jan Olbycht
- Encyclopaedia Iranica MITHRIDATES VI Eupator Dionysos(r. 120-63 BCE), last king of Pontus, the Hellenistic kingdom that emerged in northern Asia Minor in the early years of the 3rd century BCE.
http://lithosfotos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου