Απόψεις όπως «εγώ είμαι φίλος με τα παιδιά μου» και τα παιδιά «έχουν πάντα δίκιο» δεν λειτούργησαν θετικά. Τα παιδιά, παρά τη διαδεδομένη φενάκη περί «έμφυτης επαναστατικότητας», είναι «συντηρητικά». Επιθυμούν, ακόμα κι όταν δηλώνουν το αντίθετο, οι γονείς τους και γενικότερα οι «σημαντικοί άλλοι» (π.χ. δάσκαλοι) να τα οριοθετούν
Νίκος Σαλτερής 11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024,
Αποτελεί συνήθη επωδό ειδήσεων που αναφέρονται σε επεισόδια νεανικής βίας και παραβατικότητας: «Μα καλά, αυτά τα παιδιά δεν έχουν γονείς;». Αυτονόητη απορία, είναι αλήθεια. Γιατί η ευθύνη της εποπτείας των νέων βαραίνει πρωταρχικά τους γονείς και αποτελεί πυρηνικό στοιχείο του ρόλου τους στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, αφού χωρίς εποπτεία δεν υφίσταται αγωγή…
Ομως η αυτονόητη ενοχοποίηση των «άλλων γονέων» για ανευθυνότητα καταρρέει όταν βρεθούμε στη θέση τους ή «σκάσει η βόμβα» στα χέρια φίλων που μέχρι τότε υποληπτόμαστε ως άξιους γονείς. Γιατί η αύξηση της νεανικής βίας συμβαδίζει με τη δυσάρεστη έκπληξη που δοκιμάζουν όλο και περισσότεροι γονείς, όταν τα παιδιά τους εμπλακούν ως θύτες ή θύματα σε περιστατικά νεανικής βίας ή bullying μεταξύ συνομηλίκων. Και στην εφηβεία εύκολα το σημερινό θύμα μετατρέπεται σε αυριανό θύτη, και τότε η ενοχοποίηση των «άλλων» μετατρέπεται σε ενοχή για τη δική μας «ανεπάρκεια».
Ακόμα και γονείς ιδιαίτερα παρόντες στη ζωή των παιδιών τους δεν αποκλείεται να βρεθούν σε παρόμοια, δύσκολη θέση. Σήμερα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο, αν όχι ανέφικτο, να εποπτεύουμε αποτελεσματικά και συνεχώς τα παιδιά μας. Μέχρι ποια ηλικία θα τα πηγαινοφέρνουμε στις απογευματινές τους δραστηριότητες και πόσοι εκπαιδευτικοί χρειάζονται για να ελέγχουν κάθε γωνιά των προαυλίων στα διαλείμματα; Εξάλλου, σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και διάδοσης της ατομικιστικής ιδεολογίας, πολλοί γονείς αφιερώνουν εκ των πραγμάτων όλο και λιγότερο χρόνο στα παιδιά τους, ενώ και η ανάλογη επιθυμία τους έχει καμφθεί. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούν εκπαιδευτικοί, κοινωνικοί λειτουργοί και ειδικοί ψυχικής υγείας.
Αν, μάλιστα, μετακινηθούμε από τους «πραγματικούς χώρους» στο άχρονο και άχωρο σύμπαν το διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), όπου «ζουν» όλο και περισσότερο οι νέοι μας, κανένας γονιός δεν είναι σε θέση να γνωρίζει «πού και με ποιους» συναναστρέφεται το παιδί του. Ούτε να το παρακολουθεί ψηφιακά. Τα παιδιά έχουν ασύγκριτα πιο αναπτυγμένες ψηφιακές δεξιότητες από τους γονείς και εύκολα «σπάνε» τα συνήθη λογισμικά παρακολούθησης. Αν υποθέσουμε, προς στιγμήν, ότι αποτελεί καθήκον και δικαίωμα των γονιών να παρακολουθούν την ψηφιακή δραστηριότητα των παιδιών τους. Και, όπως γνωρίζουμε, στα ΜΚΔ εύκολα ένα παιδί μπορεί να πέσει θύμα bullying ή να το ασκήσει στους συνομήλικούς του, ξεκινώντας έναν φαύλο κύκλο ψηφιακής βίας που ενίοτε μετατρέπεται σε πραγματική «εκεί έξω». Πολύ πιο εύκολο από ό,τι συνέβαινε παλαιότερα στους «πραγματικούς» χώρους, εκεί όπου πέρασαν την εφηβεία οι προηγούμενες γενιές. Επειδή, τα ΜΚΔ έχουν εξελιχθεί πλέον σε δυναμικό παράγοντα κοινωνικοποίησης των νέων από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Είναι ενδεικτικό ότι πρόσφατα νηπιαγωγοί ανακάλυψαν τετράχρονα (!!!) να πλοηγούνται στο διαδίκτυο, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν ανάγνωση. Χρησιμοποιούσαν, όπως δήλωσαν, φωνητική αναζήτηση και «ψώνιζαν» ό,τι επιθυμούσαν. Και στο διαδίκτυο «πωλούνται» πολλά και διάφορα…
Η συντριβή του παλιού μοντέλου διαπαιδαγώγησης
Επιπλέον, και ιδιαίτερα καθοριστικό για τις δυνατότητες των γονέων να ελέγξουν τα παιδιά τους: παλαιότερα η εποπτεία των νεών ασκούνταν, εκτός από τους γονείς, και από την ευρύτερη κοινότητα, ως «φυσική» της λειτουργία. Για παράδειγμα, αν ένας νέος δεν παραχωρούσε τη θέση του στο λεωφορείο, ασχημονούσε ή βωμολοχούσε στον δρόμο, δεχόταν αμέσως παρατήρηση από τους παρευρισκόμενους και αλίμονό του αν αντιμιλούσε. Σήμερα ποιος ενήλικας τολμά να κάνει κάτι παρόμοιο; Γνωρίζει ότι κινδυνεύει να ξυλοκοπηθεί από 15χρονους, που πολύ συχνά κυκλοφορούν και ως συμμορίες, και οι παριστάμενοι… να βιντεοσκοπούν το πάθημά του.
Για να το θέσουμε σχηματικά, μέσα σε μερικές δεκαετίες η φράση «πρόσεχε, θέλω να περπατάω με το κεφάλι ψηλά», που χαρακτήριζε την παραδοσιακή, αυταρχική αλλά κοινά αποδεκτή οριοθέτηση των νέων, αποσαθρώθηκε πλήρως από τον «φόβο του τραύματος». Αυτό που υποτίθεται ότι αποκτούν τα παιδιά αν οριοθετηθούν, αυστηρά έστω, καθώς και την ιδεολογία αντιμετώπισή τους ως πλάσματα που τα γνωρίζουν όλα. Ετσι, το παλιό συντηρητικό «συλλογικό» μοντέλο διαπαιδαγώγησης κατέρρευσε χωρίς να αντικατασταθεί από ένα δημοκρατικό, λειτουργικό και κοινά αποδεκτό αλλά «χωρίς χαστούκια».
Ακολούθησε η επίπλαστη ευμάρεια που εκτόξευσε τον ατομικισμό και με το ξέσπασμα της Κρίσης κατάρρευσε κάθε κοινά αποδεχτή άποψη για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και τον χαρακτήρα της εποπτείας τους, ως προϋπόθεση άσκησής της. Εξάλλου, είχαν προηγηθεί τα γνωστά επεισόδια το 2008, που προετοίμασαν το έδαφος. Συνεπώς, οι γονείς πλέον δεν στηρίζονται από τον διαπαιδαγωγητικό χαρακτήρα του κοινωνικού περίγυρου. Είναι «μόνοι».
Ετσι, μεγάλο ποσοστό τους δεν γνωρίζει «πώς να είσαι γονιός». Γιατί το κυρίαρχο σε κάθε εποχή μοντέλο διαπαιδαγώγησης δεν διδάσκεται. Απλά «μεταβιβάζεται» από γενιά σε γενιά – και αυτή η αλυσίδα έχει σπάσει. Ετσι, αυξάνεται το ποσοστό γονέων που βιώνουν σύγχυση, ανασφάλεια και ενοχές για το δέον γενέσθαι. Επίσης, όπως μαρτυρούν καθημερινά οι ειδήσεις και οι εκπαιδευτικοί που βιώνουν σημεία και τέρατα στα σχολεία, αυξάνεται γεωμετρικά κι ο αριθμός των γονιών που είτε αδιαφορούν πλήρως για το τι κάνουν και πού βρίσκονται τα παιδιά τους, είτε –ακόμα χειρότερα– λειτουργούν ως οργισμένοι έφηβοι. Τσαμπουκάδες που, διακηρύσσοντας ότι δήθεν προστατεύουν τα παιδιά τους, περιφέρουν τον άρρωστο ναρκισσισμό τους και απειλούν να ξυλοφορτώσουν όσους θεωρούν ότι θίγουν τα «μανάρια» τους.
Οι δυο ομάδες γονέων και η Πολιτεία
Σχηματικά, οι σημερινοί γονείς χωρίζονται σε δυο μεγάλες ομάδες. Η πρώτη και πολυπληθέστερη αποτελείται από όσους έχουν καλές προθέσεις. Είτε διαθέτουν υψηλές είτε ισχνές γονεϊκές δεξιότητες, δυσκολεύονται στον έναν ή στον άλλον βαθμό, και λόγω εποχής, να εποπτεύσουν αποτελεσματικά τα παιδιά τους. Αυτοί εύκολα δοκιμάζουν ενοχές και σύγχυση για τον ρόλο τους με το παραμικρό, ενώ αναρωτιούνται συνεχώς αν όσα κάνουν γι’ αυτά είναι επαρκή και σωστά. Από την άλλη, έχουμε όσους εντάσσονται στο φάσμα της αδιαφορίας («συνήθη» ως απόλυτη) και τους επικίνδυνους, νάρκισσους τραμπούκους, που πιστεύουν ότι αυτοί και τα παιδιά τους μπορούν να κάνουν «ό,τι τους γουστάρει».
Το πρόβλημα, λοιπόν, τίθεται ως εξής: Τι μπορεί να κάνει η Πολιτεία εκτός από την απολύτως αναγκαία αύξηση των αστυνομικών μέτρων επιτήρησης, ώστε να στηριχτεί η πρώτη ομάδα και να συνετιστεί η δεύτερη; Αν, βέβαια, κάτι τέτοιο είναι πολιτικά επιθυμητό… Επειδή, όπως παρατηρούν εκπαιδευτικοί από όλη τη χώρα, οι τραμπούκοι, που τα παιδιά τους σχεδόν πάντα είναι οι θύτες επεισοδίων νεανικής βίας, έχουν το αίσθημα της ατιμωρησίας, που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνεται από τα πράγματα και συχνά πυκνά ανήκουν στους τοπικούς «παράγοντες».
Πριν από όλα στη χώρα μας πρέπει να αρχίσει μια μεγάλη συζήτηση για τους νέους και τη διαπαιδαγώγησή τους. Τη χρωστάμε στον εαυτό μας. Απόψεις όπως «εγώ είμαι φίλος με τα παιδιά μου» και τα παιδιά «έχουν πάντα δίκιο» φαίνεται πως δεν λειτούργησαν θετικά. Ο γονεϊκός ρόλος δεν αποτελεί ιδιότητα à la carte. Τον ενδύεσαι στο σύνολό του ή τον αφήνεις κατά μέρος. Τα παιδιά, παρά τη διαδεδομένη φενάκη περί «έμφυτης επαναστατικότητας», είναι «συντηρητικά». Επιθυμούν, ακόμα και όταν δηλώνουν το αντίθετο, οι γονείς τους και γενικότερα οι «σημαντικοί άλλοι» (π.χ. δάσκαλοι) να τα οριοθετούν, να τα εποπτεύουν και να τα καθοδηγούν. Τότε μόνο αισθάνονται πραγματικά ασφαλή. Οχι βέβαια ως δεσμοφύλακες, αλλά ως πρόσωπα συγκροτημένα που θέτουν καθαρούς κανόνες. Εκχωρώντας τους σταδιακά ελευθερίες, μόνο όταν έχουν πειστεί πως είναι σε θέση να τις διαχειριστούν, όπως μας διδάσκει ο Ερικ Ερικσον (Erik Erikson). Εξάλλου, αυτός είναι ο δρόμος προς την πραγματική και όχι τυπική ενηλικίωση.
Οι γονείς (και οι εκπαιδευτικοί) διδάσκουν μόνο με το έμπρακτο παράδειγμα και όχι με τα λόγια. Αν βάζεις το παιδί σου πίσω στο μηχανάκι χωρίς κράνος και καβαλάς το πεζοδρόμιο κόντρα στο ρεύμα κυκλοφορίας, αυτό όχι μόνο δεν θα αποκτήσει όρια και σεβασμό κανόνων, αλλά θα σε πληρώσει με το ίδιο νόμισμα μεγαλώνοντας. Γιατί του έχεις ενσταλάξει ήδη το μήνυμα της μη οριοθέτησης, και η οριοθέτηση αποτελεί τη μέγιστη γονεϊκή δεξιότητα, την οποία αποκτάς όταν οριοθετείς πρώτα εσύ τον εαυτό σου. Οπως και η Πολιτεία οφείλει να οριοθετεί τους πολίτες της. Κάτι που στη χώρα μας δεν συμβαίνει και η κοινωνία μας γίνεται όλο και πιο αυθαίρετη και βίαια. Οπότε δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αύξηση της νεανικής βίας…
Η διαπαιδαγώγηση είναι ακριβό και χρονοβόρο σπορ. Τα παιδιά μας, δυστυχώς ή ευτυχώς, απαιτούν όχι μόνο «ποιοτικό» χρόνο, αλλά χρόνο. Μη περιμένεις να έρθουν να σου εξομολογηθούν ότι έχουν πέσει θύματα bullying αν σε βλέπουν μια στις τόσες και για δέκα λεπτά. Σκληρό αλλά πραγματικό.
Με βάση όσα αναφέρθηκαν, μοιάζει αυτονόητο ότι απουσιάζει από τη δημοσιότητα ένα μεγάλο κύμα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των γονέων και, παράλληλα, δεν υφίσταται ένα μόνιμο δίκτυο παροχής στήριξης και συμβουλευτικής σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο στους γονείς. Γιατί κάθε γονιός επιθυμεί να μάθει τι μπορεί να κάνει αυτός και όχι γενικότητες περί του ρόλου του. Τα Δημοτικά Κέντρα Οικογένειας με σοβαρή στελέχωση, τεχνογνωσία και επαρκή κονδύλια μετριούνται στα δάκτυλα σε όλη τη χώρα και τα υπάρχοντα συχνά διαλύονται μετά την αλλαγή των δημοτικών αρχών. Ομως η συστηματική και αποτελεσματική συμβουλευτική γονέων – νέων προϋποθέτει καλή γνώση των τοπικών συνθηκών διαβίωσης και διαπαιδαγώγησης. Συνεπώς, μπορεί να υπάρξει μόνο σε επίπεδο δήμων και γειτονιάς. Το κεντρικό κράτος και οι ΜΚΟ μπορούν να προσφέρουν μόνο επικουρική στήριξη (π.χ. ειδικές τηλεφωνικές γραμμές, ενίσχυση εισαγγελέων ανηλίκων).
Επιπλέον, είναι ανάγκη να αναπτυχθεί προβληματισμός σχετικά με τους όρους χρήσης ή και την ολική απαγόρευση της χρήσης ΜΚΔ από παιδιά κάτω των 16 ετών. Ηδη η σχετική προβληματική έχει αναπτυχθεί στο εξωτερικό, μετά από ευρήματα σοβαρών επιστημονικών ερευνών. Βέβαια, για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτούνται διευρυμένες συνεργασίας κοινωνικών επιστημόνων ειδικών στις ψηφιακές τεχνολογίες και εταιρειών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δημοσιοποίηση σκηνών ξυλοδαρμού ανηλίκων από ανηλίκους ως τρόπαιο στο διαδίκτυο πρέπει να ελεγχθεί – απαγορευτεί… χθες. Εξάλλου, η νέα μορφή νεανικής βίας και η εξάπλωσή της συνδέεται ακριβώς με αυτό: την ψηφιακή καταγραφή της βίαιας πράξης και την αναμετάδοσή της στο διαδίκτυο.
Για όλα τα παραπάνω απαιτούνται σοβαρές πολιτικές αποφάσεις κι όχι κουκούλωμα του προβλήματος με δήθεν αστυνομικά, κατασταλτικά μέτρα. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να δηλωθεί η αλλαγή στάσης της Πολιτείας, από παθητικό θεατή σε ενεργό παραγωγό πολιτικών αντιμετώπισης της νεανικής βίας, σε υψηλό επίπεδο συμβολισμού. To παράδειγμα έδωσε πρόσφατα ο Μακρόν, μετά το διευρυμένα επεισόδια στη Γαλλία που στοίχησαν τη ζωή ενός ανήλικου. Χρειαζόμαστε ένα νέο αιματηρό 2008, ο μη γένοιτο, για να ταρακουνηθούμε; Η νεανική οπαδική βία που καταλήγει σε φόνους δεν αρκεί;
Ολα όσα αναφέρθηκαν δεν μειώνουν στο ελάχιστο την ατομική γονεϊκή ευθύνη. Οι γονείς, ό,τι και να συμβεί ή ειπωθεί, είναι υπεύθυνοι για τα παιδιά τους. Οπως και οι δάσκαλοι για τους μαθητές τους. Αλλά αυτό είναι θέμα άλλου κειμένου.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου