Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Ἡ τζερομική οὐτοπία ὡς ζοφερή προφητεία γι’ αὐτό πού μπορεῖ νά συμβεῖ σέ μιά ὑπερασφαλῆ κοινωνία

 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης


Have you got a religion?
Oh, jes!
And you worship a God?
Oh, jes!
What do you call him?
THE MAJORITY
(Jerome K. Jerome, The New Utopia, 1891)

Ἄν ὁ στόχος τῆς ἀπόλυτης ἀσφάλειας ἦταν ὑλοποιήσιμος, τότε ἡ κοινωνία στήν ὁποία θά ζοῦσαν οἱ βρεφοποιημένοι πολῖτες θά θύμιζε δυστοπία κάποιου λογοτεχνικοῦ ἔργου ἤ κινηματογραφικῆς ταινίας, χαρακτηριστικό τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ὁμοιομορφία, ἡ καθολική γαλήνη, ἡ προβλεψιμότητα. Ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἄγγλος πεζογράφος καί θεατρικός συγγραφέας Τζερόμ Κλάπκα Τζερόμ (1859-1927), πού τό 1891 δημοσίευσε τήν σατιρική, δυστοπική νουβέλα «Ἡ Νέα Οὐτοπία», ἡ ὁποία τό 1893 μεταφράσθηκε στήν Ἑλληνική γλῶσσα ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καί δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Τό Νέον Πνεῦμα» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη.

Ἡ νουβέλα ξεκινᾶ μέ τόν ἀφηγητή νά βρίσκεται ἀνάμεσα σέ συνδαιτημόνες τῆς «Ἐθνικῆς Σοσιαλιστικῆς Λέσχης» καί νά ἀπολαμβάνει ἕνα θεσπέσιο δεῖπνο, συζητῶντας γιά τήν ἐπερχόμενη ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐθνικοποίηση τοῦ κεφαλαίου. Στόχος τῶν συζητητῶν ἦταν νά βάλουν τάξη σέ ἕναν κόσμο πού «ἐπήγαινε στραβά», ἐπιτυγχάνοντας τήν πλήρη ἰσότητα «εἰς ὅλα τά πράγματα». Τό σύνθημά τους ἦταν:

«ἰσότης εἰς τήν ἰδιοκτησίαν καί ἰσότης εἰς τήν [κοινωνικήν] θέσιν καί ἐπιρροήν, ἰσότης εἰς τάς ὑποχρεώσεις καί ἰσότης εἰς τήν εὐτυχίαν καί τήν αὐτάρκειαν. Ὁ κόσμος ἀνήκει εἰς ὅλους ὀμαδόν καί πρέπει νά μοιρασθῇ ἐξ ἴσου. Ἡ ἐργασία ἑκάστου ἀνθρώπου εἶναι κτῆμα, ὄχι τοῦ ἰδίου, ἀλλά τῆς πολιτείας ἥτις τόν τρέφει καί τόν ἐνδύει, καί πρέπει νά ἐφαρμοσθῇ ὄχι πρός ἰδίαν του ἀνάπτυξιν, ἀλλά πρός πλουτισμόν τῆς φυλῆς».

Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ συζήτηση, οἱ συνδαιτημόνες ἔκαναν πρόποση στήν «ἱερή ἰσότητα» καί λίγο ἀργότερα ὁ ἀφηγητής ἐπέστρεψε στό σπίτι του, ὅπου βρισκόταν σέ ὑπερένταση, ἀναλογιζόμενος τό ὅραμα τοῦ νέου κόσμου τόν ὁποῖο τοῦ εἶχαν παρουσιάσει τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς σοσιαλιστικῆς παρέας. Ἡ σκέψη πού ἐνθουσίασε τόν ἀφηγητή ἦταν ὅτι:

Xάρη στήν καθολική ἰσότητα, τό κράτος θά «ἐλάμβανε φροντίδα δι’ ἡμᾶς ἀπό τῆς ὥρας καθ’ ἥν ἐγεννώμεθα μέχρι τοῦ θανάτου μας, καί θά ἐπρόβλεπε δι’ ὅλας τάς ἀνάγκας μας ἀπό τῆς κοιτίδος μέχρι τοῦ φερέτρου, ἀμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων, καί ἡμεῖς οὔτε ἀνάγκην θά εἴχομεν νά φροντίσωμεν διά τό πρᾶγμα». Ἔτσι, «δέν θά ὑπῆρχε πλέον βαρεῖα ἐργασία»: «τρίωρος ἐργασία καθ’ ἑκάστην θά ἦτο κατά τούς ὑπολογισμούς μας ὁ ὅρος τόν ὁποῖον θ’ ἀπήτει ἡ Πολιτεία ἀπό κάθε νέον πολίτην, καί εἰς κανέναν δέν θά ἐπετρέπετο νά ἐργασθῇ περισσότερον».

Ξαφνικά, οἱ λογισμοί τοῦ ἀφηγητῆ «ἀπέπτησαν εἰς τό χάος» καί ἀποκοιμήθηκε. Κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου του ὀνειρεύτηκε ὅτι ξύπνησε στόν 29ο αἰῶνα, ἀφοῦ εἶχε κοιμηθεῖ γιά 1.000 χρόνια! Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος εἶχε ἀναλάβει νά τόν ξεναγήσει στόν νέο κόσμο, ὁ ὁποῖος προέκυψε ἀπό τό κομμάτιασμα τοῦ παλαιοῦ καί τήν σωστή συναρμολόγησή του (πρβλ. τό σύνθημα «build back better»).

Τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἐντόπισε ὁ ξεναγούμενος ἀφηγητής, ἦταν ἡ ἴδια ὄψη πού εἶχαν ὅλοι οἱ δρόμοι ἀλλά καί ἡ μεγάλη ὁμοιομορφία ὅλων τῶν ἀνθρώπων:

«Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅσους συνηντῶμεν εἶχον ἤρεμον, σοβαράν ἔκφρασιν, καί ἦσαν τόσον ὅμοιοι ὁ εἰς μέ τόν ἄλλον, ὥστε νά ἐμπνεύσωσι τήν ἰδέαν ὅτι ἦσαν μέλη τῆς αὐτῆς οἰκογενείας. Ἕκαστος ἐφόρει [...] στακτεράν περισκελίδα καί στακτερόν χιτῶνα, κομβωμένον σφικτά περί τόν λαιμόν καί συστελλόμενον διά τελαμῶνος περί τήν μέσην», ἐνῶ ἅπαντες εἶχαν μαλλιά μαύρου χρώματος «κομμένα εἰς τό αὐτό μῆκος», οἱ δέ ἄνδρες ἦταν «ὁλοξούριστοι», μέ ἀποτέλεσμα στά μάτια τοῦ ξεναγούμενου νά φαντάζουν ὡς δίδυμοι!

Οἱ εἰσαγωγικές αὐτές ἀναφορές δημιουργοῦν ἤδη ἕναν προϊδεασμό γιά τόν κοινό παρονομαστή, πού συνδέει τήν τζερομική οὐτοπία, μέ τήν διαμορφωθεῖσα μετά τόν Μάρτιο 2020 κορωνοϊκή δυστοπία. Αὐτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν δεσπόζοντα ρόλο τοῦ πατερναλιστικοῦ Λεβιάθαν, ὁ ὁποῖος χάριν ἀναχαιτίσεως τοῦ κορωνοϊοῦ, περιόρισε ἀσφυκτικά τίς ἀνθρώπινες ἐλευθερίες καί τά θεμελιώδη δικαιώματα, διεσδύοντας στήν ἰδιωτική σφαῖρα τοῦ πολίτη.

Οἱ ἐπί μέρους νεωτερισμοί πού διαπιστώνονται ἀπό τόν ἀφηγητή καί ἐξηγοῦνται ἀπό τόν γηραιό ξεναγό του δέν μποροῦν νά περάσουν ἀπαρατήρητοι ἀπό τόν πολίτη πού εἰσῆλθε στήν τρίτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰῶνα καί σχεδόν ἐν μιᾷ νυκτί βίωσε τήν ριζική μεταμόρφωση τῆς πάλαι ποτέ κανονικῆς κοινωνίας του. Παρατίθενται κάποιοι τρανταχτοί παραλληλισμοί:

Στήν τζερομική πόλη οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν ὀνόματα, διότι αὐτά προκαλοῦν τρομερή ἀνισότητα: Οἱ ἄνδρες ἀπό τίς γυναῖκες ξεχωρίζουν ἀπό τούς «μεταλλίνους ἀριθμούς τούς ὁποίους ὁ καθείς φέρει εἰς τό περιλαίμιόν του [the metal numbers that everybody wears on their collar] [...] οἱ ἄρτιοι ἀριθμοί εἶναι γυναῖκες· οἱ περιττοί εἶναι ἄνδρες».

Στήν σημερινή μετακορωνοϊκή ἐποχή, ἡ ἀριθμοποίηση τοῦ πολίτη πού εἶχε ξεκινήσει ἀπό τήν προκορωνοϊκή (βλ. ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.λπ.) ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν ἔκδοση τοῦ ὑποχρεωτικοῦ προσωπικοῦ ἀριθμοῦ πού συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν ἠλεκτρονική ταυτότητα (γνωστή καί ὡς «κάρτα τοῦ πολίτη»), τό νέο τεχνολογικό προϊόν, πού ἀποτελεῖ τό μῆλον τῆς ἔριδος μεταξύ τῆς συμπαγοῦς πλειοψηφίας καί τῆς λοιδορούμενης ὡς «ψεκασμένης» μειοψηφίας.

Στήν τζερομική πόλη οἱ πολῖτες στεγάζονταν ἀνά χίλιοι σέ οἰκοδομικά τετράγωνα:

«Ἕκαστον κτίριον [...] περιέχει χιλίας κλίνας, ἑκατόν εἰς ἕκαστον θάλαμον, καθώς καί λουτρώνας, καί καλλωπιστήρια ἀναλόγως, καί μίαν τραπεζαρίαν καί μαγειρεῖα».

Στήν Ἑλλάδα τοῦ 2023, μετά τήν ψήφιση τοῦ Ν. 5090/2024 γιά τίς παρεμβάσεις στόν νέο Ποινικό Κώδικα, πού ἔχει θεοποιήσει τήν (δῆθεν) σωφρονιστική δύναμη τῆς φυλακῆς, οἱ πολῖτες θά ἀρχίσουν νά στοιβάζονται σέ φυλακές πού θά φιλοξενοῦν δράστες πλημμελημάτων!

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅταν ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἡ κορωνοϊκή δυστοπία, προκηρύχθηκε ἕνας ἀρχιτεκτονικός διαγωνισμός στόν ὁποῖο προσκλήθηκαν νά συμμετάσχουν ἀρχιτέκτονες ἀπό ὅλο τόν κόσμο, προκειμένου νά καταθέσουν τήν πρότασή τους γιά τόν σχεδιασμό τῆς μετα-κορωνοϊκῆς πόλης.

Ὅπως περιγράφεται σέ σχετικό δημοσίευμα γιά τόν ἐν λόγῳ διαγωνισμό:

«Ὅταν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἀπομονώνονται μέσα στήν κατοικία τους καί ὁ ὑλικός χῶρος συρρικνώνεται, εἶναι σαφές ὅτι πρέπει νά δημιουργηθεῖ ἕνα νέο περιβάλλον πού νά χωράει τήν (τηλε)εργασία, τήν ἐκπαίδευση, τή διασκέδαση, τήν ἰδιωτικότητα. Ἀντίστοιχα, πρέπει νά μεταβληθεῖ καί ὁ δημόσιος χῶρος, νά βρεθεῖ ἕνας τρόπος ὥστε νά ἐμποδίζει τήν ἐξάπλωση τῆς πανδημίας, νά γίνει πιό ἀσφαλής. Μέ δυό λόγια, καθώς ὁ κόσμος ἀντιμετωπίζει σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο ἀπειλές γιά τήν ὑγεία, ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νά σχεδιαστεῖ τό σπίτι/ἡ πόλη τοῦ αὔριο γιά τίς ἀνάγκες μίας νέας πραγματικότητας»1 .

Στήν τζερομική οὐτοπία οἱ πολῖτες πού συζοῦν «ὁμοῦ ἐν ἀδελφότητι καί ἰσότητι» στά κτίρια τῶν χιλίων ἀτόμων ἀκολουθοῦν καθημερινά τό ἴδιο πρόγραμμα μέ στρατιωτική πειθαρχία:

«Εἰς τάς ἑπτά κάθε πρωΐ σημαίνει ὁ κώδων, καί ἕκαστος σηκώνεται καί συγυρίζει τό κρεββάτι του. Εἰς τάς ἑπτάμισυ πηγαίνουν εἰς τά καλλωπιστήρια καί νίπτονται καί ξυραφίζονται καί κτενίζονται. Εἰς τά ὀκτώ παρατίθεται τό πρόγευμα εἰς τήν κοινήν τράπεζαν. Τό πρόγευμα συνίσταται εἰς χορταρικά καί γάλα, εἰς ἴσην δόσιν δι’ ἕκαστον πολίτην. Εἴμεθα ὅλοι αὐστηρῶς φυτοφάγοι τώρα. Αἱ ψῆφοι τῶν φυτοφάγων ηὐξήθησαν καταπληκτικῶς κατά τήν παρελθοῦσαν ἑκατονταετηρίδα, καί ἐπειδή ὁ ὀργανισμός των ἦτο πολύ τέλειος, ἠδυνήθησαν νά ἐπιβάλωσι τήν θέλησίν των ἐν πάσῃ ἐκλογῇ ἀπό πεντηκονταετίας».

Στήν κορωνοϊκή δυστοπία ἦταν προφανής ἡ διάθεση τῶν κυβερνώντων νά ἐπιβάλουν μέσα ἀπό τήν καθημερινή προπαγάνδα τῶν ΜΜΕ μιά σκληρή πειθαρχία. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε ἀπό τό «lockdown I» τό σύνθημα «μένουμε σπίτι, μένουμε πειθαρχημένοι» ἀλλά καί ἀπό τό «lockdown II» τήν δήλωση τοῦ Στ. Πέτσα, ὁ ὁποῖος στήν ἀνακοίνωσή του γιά τήν αἰφνιδιαστική σκλήρυνση τοῦ τότε ὑφιστάμενου πλαισίου ἐγκλεισμοῦ δήλωσε:

«Εἶναι στό χέρι μας νά πετύχουμε. Καί θά τό κάνουμε μέ ἑνότητα, ὑπευθυνότητα καί πειθαρχία. Ὅλοι μαζί. Καλή Χρονιά!».

Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ προφητική ἀναφορά τοῦ Τζερόμ στήν χορτοφαγία, ἀφοῦ τό ρεῦμα τῶν χορτοφάγων ἀποκτᾶ τά τελευταῖα χρόνια ὁλοένα καί περισσότερους ὀπαδούς. Διαπιστώθηκε, μάλιστα, ὅτι κατά τήν διάρκεια τοῦ «lockdown I» αὐξήθηκε πολύ ἡ κατανάλωση φρούτων καί λαχανικῶν, ἐνῶ ἀντιστοίχως μειώθηκε ἡ κατανάλωση κρέατος.

Στήν τζερομική οὐτοπία οἱ πολῖτες δέν ἐπιτρεπόταν νά πλένονται ὅποτε τό ἐπιθυμοῦσαν ἐκεῖνοι. Ἐπειδή κάποιοι πλένονταν 3-4 φορές τήν ἡμέρα, ἐνῶ ἄλλοι παρέμεναν ἄπλυτοι ὅλη τήν χρονιά, «συνέβη νά ὑπάρχωσι δύο διακεκριμέναι τάξεις, οἱ νιμμένοι καί οἱ ἄνιπτοι. Ὅλαι οἱ πάλαι προλήψεις περί κοινωνικῶν τάξεων ἤρχισαν τότε ν’ ἀναζωπυρῶνται. Οἱ νιμμένοι περιεφρόνουν τούς ἀνίπτους, καί οἱ ἄνιπτοι ἐμίσουν τούς νιμμένους. Ὅθεν διά νά παύση πᾶσα διχόνοια, ἡ πολιτεία ἀπεφάσισε νά ἐκτελῇ αὐτή τό νίψιμον, καί πᾶς πολίτης ἐνίπτετο τώρα δίς τῆς ἡμέρας δι’ ὑπαλλήλων τῆς κυβερνήσεως· τό δέ ἰδιωτικόν νίψιμον ἦτο ἀπηγορευμένον».

Στήν κορωνοϊκή δυστοπία διχόνοια προκλήθηκε ἀνάμεσα στούς μασκολάτρες καί στούς μασκομάχους, καθώς καί ἀνάμεσα σέ ἐμβολιασμένους καί ἀνεμβολίαστους. Τό γεγονός, μάλιστα, ὅτι στήν τζερομική οὐτοπία τό κράτος ἦταν ἐκεῖνο πού διενεργοῦσε τό πλύσιμο τῶν πολιτῶν σημαίνει ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς νουβέλας εἶδε πολύ μακριά, ἀφοῦ προέβλεψε πρίν ἀπό 130 χρόνια μιά μορφή ἀκραία παρεμβατικοῦ κράτους στό πεδίο τῆς ὑγείας!

Σημειωτέον ὅτι τέτοιες πρακτικές υἱοθετοῦνται ἀπέναντι στά ἄτομα μέ ψυχικές παθήσεις καί εἶναι, ταυτοχρόνως, προστατευτικές/εὐεργετικές (protective/benevolent) καί φοβικές/ἀποφευκτικές (fearful/distancing). Ἡ πρώτη κατηγορία καλύπτεται ἀπό τήν ἔννοια τοῦ parens patriae, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει ὅτι τό κράτος ἔχει πατερναλιστικό καθῆκον καί ἐξουσία νά βοηθάει ὅσους δέν εἶναι σέ θέση (λόγῳ ἀσθένειας, παραλογισμοῦ, ἀνωριμότητας κ.λπ.) νά φροντίσουν τόν ἑαυτό τους. Ἡ δεύτερη κατηγορία ἀποτυπώνεται στήν ἀστυνοµική ἐξουσία τοῦ κράτους νά λαµβάνει µέτρα γιά τήν προστασία τῶν πολιτῶν ἀπό βλάβες πού τούς προκαλοῦν οἱ ἄλλοι. Κοινός παρονομαστής τῶν δύο κατηγοριῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ συμπεριφορά τῶν ἀτόμων πού ἔχουν μειωμένη ἱκανότητα ὀρθολογικῆς σκέψης εἶναι ἀπρόβλεπτη καί, κατά τοῦτο, πρόκειται γιά ἄτομα ἐπικίνδυνα2 .

Στήν τζερομική οὐτοπία ἔχει καταργηθεῖ ὁ γάμος:

«ὁ ἔγγαμος βίος δέν ἐταίριαζε καθόλου μέ τό σύστημα» τοῦ σοσιαλισμοῦ, διότι «οἱ ἄνθρωποι ἐφρόντιζον περισσότερον διά τάς γυναίκας καί τά τέκνα των παρά διά τήν πολιτείαν. Ἤθελαν νά ἐργάζωνται διά τόν μικρόν κύκλον τῶν προσφιλῶν των μᾶλλον παρά διά τό καλόν τῆς κοινωνίας».

Ἐπίσης εἶχε διαπιστωθεῖ ὅτι:

«ὁ ἔρως ἐξήγειρε τό ἐλάττωμα τῆς φιλοδοξίας εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Διά νά ἐφελκύσωσι τά μειδιάματα τῶν γυναικῶν, ἠρῶντο· διά νά ἀφήσωσιν ὄνομα ὄπισθέν των, τό ὁποῖο τά τέκνα των θά ὑπερηφανεύοντο νά φέρωσιν, οἱ ἄνδρες ἐζήτουν νά ὑψωθῶσιν ὑπεράνω τοῦ κοινοῦ, νά κατορθώσωσι πρᾶξιν τινα ἡ ὁποία θά ἔκαμνε τόν κόσμον ν’ ἀποβλέπη πρός αὐτούς καί νά τιμᾶ αὐτούς ὑπέρ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά ἀποτυπώσωσι βαθύτερα τά ἴχνη τῶν ποδῶν των ἐπί τῆς κονιορτώδους ὁδοῦ τῆς ἐποχῆς. Αἱ θεμελιώδεις ἀρχαί τοῦ σοσιαλισμοῦ παρεμποδίζοντο καθημερινῶς καί κατεπατοῦντο. Ἑκάστη οἰκία ἦτο ἐπαναστατικόν κέντρον πρός διάδοσιν τοῦ ἀτομισμοῦ καί τῆς προσωπικότητος. Ἀπό τό θάλπος ἑκάστης οἰκιακῆς ἑστίας ἐξεῖρπον αἱ ἔχιδναι Συντροφία καί Ἀνεξαρτησία, δάκνουσαι τήν πολιτείαν καί δηλητηριάζουσαι τά πνεύματα τῶν ἀνθρώπων». Ἐν τέλει, «ὁ ἔρως [...] ἦτο ὁ ἐχθρός μας εἰς πᾶσαν καμπήν τῆς ὁδοῦ. Οὗτος κατέστησεν ἀδύνατον τήν ἰσότητα. Ἔφερε χαράν καί λύπην, καί ἡσυχίαν καί βάσανα εἰς τόν δρόμον του. Διετάραττε τάς πεποιθήσεις τῶν ἀνθρώπων, καί διεκύβευε τήν τύχην τῆς ἀνθρωπότητος· ὅθεν κατηργήσαμεν αὐτόν καί πάντα τά ἔργα αὐτοῦ».

Στήν κορωνοϊκή δυστοπία μπορεῖ νά μήν ἔχει καταργηθεῖ ἀκόμη ὁ ἔγγαμος βίος ἀλλά εἶναι σίγουρο ὅτι ἔχει κλονισθεῖ ἰσχυρῶς. Ἐπίσης, ἡ ἐφαρμογή τῶν ὑγειονομικῶν μέτρων καί ἰδίως τῶν δρακόντειων καί ἀπάνθρωπων λοκντάουν εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τούς συνανθρώπους του, ἐνῶ ὑπονομεύθηκαν τόσο ἡ ἐκδήλωση συναισθημάτων μεταξύ γονέων καί τέκνων (ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τήν ὑπόδειξη τοῦ ἰατροῦ Ν. Σύψα νά μήν ἀγκαλιάζουν οἱ γονεῖς τά παιδιά τους ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπό τό σχολεῖο) ὅσο καί ἡ σύναψη ἤ ἡ διατήρηση ἐρωτικῶν σχέσεων, ἀφοῦ (ἐν ἀντιθέσει πρός ὅ,τι ἴσχυσε σέ ἄλλες χῶρες) στούς περιοριστικά ἀναφερόμενους λόγους μετακίνησης μέ ἀποστολή SMS ἤ μέ τήν συμπλήρωση αὐτοβεβαίωσης δέν προβλέφθηκε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ἐρωτικοῦ συντρόφου.

Ὁ κρατικός ὁλοκληρωτισμός τῆς τζερομικῆς οὐτοπίας δέν θά μποροῦσε νά μήν ἐκδηλώνεται καί στό πεδίο τῆς οἰκογενειακῆς πολιτικῆς:

«Ὅταν τά παιδία γεννηθῶσιν, ἀποσπῶνται ἀπό τά μητέρας των, μήπως συνηθίσουν νά τ’ ἀγαπῶσι, καί ἀνατρέφονται εἰς τά δημόσια τροφεῖα καί σχολεῖα, μέχρι τοῦ 14ου ἔτους. Τότε ἐξετάζονται ἀπό τούς δημοσίους ἐπόπτας, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν διά ποῖον ἔργον εἶναι κατάλληλα, καί εἰς τό ἔργον τοῦτο μαθητεύονται ἀκολούθως. Εἰς τό εἰκοστόν ἔτος ἀναλαμβάνουσι τήν τάξιν των ὡς πολῖται, καί ἀποκτῶσι τό δικαίωμα τῆς ψήφου. Οὐδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Τά δύο φῦλα χαίρουσιν ἴσα προνόμια».

Ὁ ξεναγούμενος ἀφηγητής παρατηρεῖ ἐπίσης ἔκπληκτος ὅτι στήν τζερομική οὐτοπία δέν ὑπῆρχαν μαγαζιά. Ὁ γηραιός ξεναγός του δίνει μιά ἀπάντηση πού συνδέεται μέ τό ματερναλιστικό-στοργικό μοντέλο κρατικῆς διακυβέρνησης πού, στήν τρίτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰῶνα, κερδίζει ὁλοένα καί περισσότερο ἔδαφος:

«τί μᾶς χρειάζονται τά μαγαζειά; Ἡ πολιτεία μᾶς τρέφει, μᾶς ἐνδύει, μᾶς σπιτώνει, μᾶς νοσηλεύει, μᾶς νίπτει, μᾶς καλλωπίζει, μᾶς βάπτει τά μαλλιά καί μᾶς θάπτει. Τί θά μᾶς ἔκαμναν τά μαγαζειά»; Μάλιστα, ἀκόμη καί τό πιοτό ἦταν συνήθεια ἄγνωστη στούς πολῖτες τῆς τζερομικῆς οὐτοπίας. Ἐπιτρεπόταν μόνο μισό ποτήρι κακάο στό γεῦμα τους!

Ὁ δυστοπικός ἐξισωτισμός τῆς τζερομικῆς οὐτοπίας ἔφθανε μέχρι τοῦ σημείου νά ἐπιβάλλεται ὁ ἀκρωτηριασμός τοῦ ἑνός βραχίονα τῶν μεγαλόσωμων ἀνδρῶν. Τό σκεπτικό τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ ἀποκαλύπτεται ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ ξεναγοῦ στήν παρατήρηση τοῦ ξεναγούμενου ἀφηγητῆ:

«Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἐξέχει πολύ ἀπό τό μέσον ἀνάστημα καί τήν εὐρωστίαν, τοῦ κόπτομεν τό ἐν σκέλος ἤ τόν ἕνα βραχίονα, ὥστε νά ἐπιφέρωμεν τήν ἰσότητα· τόν κατεβάζομεν ὀλίγον παρακάτω τρόπον τινά. Ἡ φύσις, βλέπετε, ὑστερεῖ ὀπίσω ὡς πρός τόν αἰῶνα μας· ἀλλά κάμνομεν ὅ,τι εἰμποροῦμεν διά νά τήν διορθώσωμεν. Κι ἄν «ἀναφανῆ ἔξοχός τις ἄνθρωπος, πού διακρίνεται ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, ὁ γηραιός ξεναγός ἀποκαλύπτει: ἐκτελοῦμεν χειρουργικήν ἐγχείρησιν ἐπί τῆς κεφαλῆς, καί τοῦτο καταπραΰνει τόν ἐγκέφαλόν του καί τόν κατεβάζει ὀλίγον παρακάτω».

Στό σημεῖο αὐτό, ξεκινᾶ ἕνας διάλογος ἀνάμεσα στόν ξεναγούμενο ἀφηγητή καί τόν γηραιό ξεναγό, στόν ὁποῖο ἀντανακλᾶται εὔγλωττα ἡ ὁλοκληρωτική λογική τῆς πλειοψηφίας, πού, ὅμως, κατά τήν ρήση τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν στό θεατρικό ἔργο του «Ἕνας ἐχθρός τοῦ λαοῦ»3, ἔχει τήν ἰσχύ, ἀλλά ὄχι καί τό δίκιο:

«– Νομίζετε ὀρθόν τό ν’ ἀκρωτηριάζετε τούς ἀνθρώπους τούτους καί νά τούς ἐξευτελίζητε κατ’ αὐτόν τόν τρόπον;

– Βέβαια, εἶναι ὀρθόν.

– Φαίνεσθε πάρα πολύ βέβαιος περί τοῦ πράγματος [...]· διατί εἶναι “βέβαια” ὀρθόν;

– Διότι τό κάμνει ἡ πλειονοψηφία.

– Πῶς τοῦτο τό καθιστᾶ ὀρθόν;

– Μία πλειονοψηφία δέν δύναται νά πράξη κακόν.

– Ὦ! αὐτό νομίζουν καί οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀκρωτηριαζόμενοι;

– […] Ἐκεῖνοι εἶναι ἐν τῇ μειοψηφίᾳ. Ναί· ἀλλά καί μία μειονοψηφία ἔχει δικαίωμα εἰς τούς βραχίονάς της, καί τά σκέλη της καί τάς κεφαλάς της ἤ ὄχι;

– Μία μειονοψηφία δέν ἔχει κανένα δικαίωμα».

Ἡ δυστοπική ὁμοιομορφία τῆς τζερομικῆς οὐτοπίας, ἡ ὁποία προκάλεσε ἀνία στόν ξεναγούμενο ἀφηγητή, ἐκτείνεται καί στό πεδίο τῆς Φύσης. Ἐνῶ πρίν τήν ἐγκαθίδρυση τῆς οὐτοπίας, ὑπῆρχαν «ὑπῆρχον μεγάλα θαλερά δένδρα, καί πολλή πρασινάδα, καί ἐκτεταμένα λιβάδια, καί μικροί ἐξοχικοί οἰκίσκοι περιτριγυρισμένοι ἀπό χόλην», τό ὁλοκληρωτικό καθεστώς τά μετέβαλε ὅλα:

«τώρα εἶναι ἕνας ἀπέραντος κῆπος ἐν εἴδει ἀγορᾶς, διηρημένος εἰς δρομίσκους καί διώρυγας κατ’ εὐθείας γωνίας τεμνομένας. Δέν ὑπάρχει τώρα καλλονή εἰς τήν ἐξοχήν οἱαδήποτε. Κατηργήσαμεν τήν καλλονήν· κατέστρεφε τήν ἰσότητά μας. Δέν ἦτο ὀρθόν μερικοί ἄνθρωποι νά ζῶσιν ἐν μέσῳ ὡραίας σκηνογραφίας, καί ἄλλοι ἐπάνω εἰς γυμνούς βάλτους. Τούτου ἕνεκα κατεστήσαμεν ὅλους τούς τόπους ὁμοίους πρός ἀλλήλους τώρα, καί οὐδεμία τοποθεσία ὑπερέχει τῆς ἄλλης».

Ὁ σημερινός πολίτης τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνα δέν χρειάζεται νά καταβάλει ἰδιαίτερο πνευματικό κόπο γιά νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἀνελέητη προπαγάνδα, πού ἀσκεῖται ἰδίως μετά τό ξέσπασμα τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ γιά πράσινη ἀνάπτυξη/μετάβαση καί γιά τήν δημιουργία «ἔξυπνων», «βιώσιμων» καί «ἀνθεκτικῶν» πόλεων, μέ ἀνεμογεννήτριες καί φωτοβολταϊκά στήν θέση τῶν δασικῶν ἐκτάσεων, μέ μηδενικό ἀποτύπωμα ἄνθρακα καί μηδενική ἐγκληματικότητα, δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν φυσική μεταβολή πού ἐπῆλθε στήν τζερομική οὐτοπία τοῦ 29ου αἰῶνα.

Μιά ἐκδοχή τοῦ τζερομικοῦ ὁράματος, προσαρμοσμένου στίς προδιαγραφές πού προωθεῖ ἡ ἀτζέντα τοῦ Παγκόσμιου Οἰκονομικοῦ Φόρουμ, ὅπως ἔχει ἀποτυπωθεῖ στό ἐγχειρίδιο τοῦ Κλάους Σβάμπ («Ἡ μεγάλη ἐπανεκκίνηση»4) γιά τήν μεταβολή τῆς Φύσης καί τήν ἀλλαγή τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀνθρώπων, βρίσκεται καταγεγραμμένη σέ ἕνα κείμενο πού, κατά τόν συγγραφέα του5, «φιλοδοξεῖ, στό πλαίσιο τῶν στρατηγικῶν τοῦ European Green Deal γιά τήν ἀποτροπή τῆς κλιματικῆς κρίσης, νά προσδιορίσει τήν Ἑλληνική συμβολή, μέ βασικά Ἐπιχειρησιακά Σχέδια μεταρρυθμίσεων καί ἐπενδύσεων.

Στήν εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἀναφέρονται τά ἀκόλουθα πομπώδη, μέ τήν γνωστή πλέον (καί πληκτικά ἐπαναλαμβανόμενη) ὁρολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού ἀνέτειλε πλήρως μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ κορωνοϊοῦ:6

«Οἱ ἔξυπνες, ὄμορφες, βιώσιμες πόλεις εἶναι τό αὔριο τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀστικοῦ περιβάλλοντος, πού μέ τήν ἀξιοποίηση τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας καί τή δρομολόγηση μιᾶς νέας “Ἐπιχείρησης Πολεοδομικῆς Ἀνασυγκρότησης τοῦ 21ου Αἰῶνα – ΕΠΑ21”, θά διαμορφώσουν τήν Ἑλλάδα τῶν ἔξυπνων καί ἀνθεκτικῶν (resilient) πόλεων, μέ λύσεις γιά καλύτερη διοίκηση καί ἀποτελεσματικότερη τοπική δημοκρατία, φιλικότερη καθημερινότητα σέ κυκλοφορία καί ἐνημέρωση, περιβαλλοντική καί ἐνεργειακή ἀναβάθμιση καί ἀποτελεσματικότερη πολιτική προστασία. Ἡ ἔξυπνη πόλη, εἶναι ἡ πόλη πού αἰσθάνεται· ἡ αἰσθητική καί δημοκρατική λειτουργία της δέν εἶναι πιά οὐτοπία τῆς τέχνης καί τῆς πολιτικῆς. Τά Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, ἡ ψηφιοποίηση τῶν θεσμικῶν γραμμῶν δόμησης καί ἀξιοποίησης, τά Σχέδια Ὁλοκληρωμένων Ἀστικῶν Παρεμβάσεων στά κέντρα τῶν πόλεων, ἡ ἀξιοποίηση καί αἰσθητική ἀναβάθμιση τῶν πολλῶν διατηρητέων ἐγκαταλελειμμένων κτηρίων ἀποτελοῦν ἄξονες προτεραιοτήτων γιά τήν ἐφαρμογή μιᾶς συνολικῆς ἐθνικῆς στρατηγικῆς “γιά πόλεις πού γεννήθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, γερνοῦν μέ τούς ἀνθρώπους καί ἀναγεννοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους”, γιά Ἑλληνικές πόλεις στίς ὁποῖες παράγεται σχεδόν τό 60% τοῦ ΑΕΠ»!

Ἀκολούθως, ὁ ξεναγούμενος ἀφηγητής πληροφορήθηκε ὅτι εἶχαν καταργηθεῖ τά θέατρα καί εἶχαν ἀπαγορευθεῖ ὅλες οἱ διασκεδάσεις, ὡστόσο ἐπιτρεπόταν ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων, ἄν καί δέν γράφονταν πλέον πολλά. Ἡ αἰτία τῆς δραματικῆς συρρίκνωσης τῆς βιβλιογραφικῆς παραγωγῆς θά ἔπρεπε νά σημάνει ἕναν συναγερμό γιά τό ποῦ θά ὁδηγήσει τελικῶς τήν δική μας ἀνθρωπότητα τό ἐμμονικό κυνήγι τῆς ἀπόλυτης ἀσφάλειας:

«Ἐπειδή ὅλοι ζῶμεν τοιαύτην ζωήν, καί δέν ὑπάρχει ἀδικία, οὔτε λύπη, οὔτε χαρά, οὔτε ἐλπίς, οὔτε ἔρως, οὔτε παράπονον εἰς τόν κόσμον, καί ἐπειδή ὅλα εἶναι τόσον κανονικά καί εὔτακτα, δέν ὑπάρχουν πολλά πράγματα διά νά γράψη τις· ἐκτός, ἐννοεῖται, περί τῆς μοίρας καί τοῦ προορισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητος».

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά παλιά κλασικά βιβλία, ὅπως ἐκεῖνα τῶν Σαίξπηρ, Οὐόλτερ Σκώτ καί Οὐίλιαμ Θάκερεϋ, συνέβη ὅ,τι καί σέ ἄλλα δυστοπικά λογοτεχνικά ἔργα, ὅπως στό Φάρεναϊτ 451 τοῦ Ρέϊ Μπράντμπερι:

«τά ἐκαύσαμεν ὅλα τά παλαιά [...]. Ἦσαν γεμᾶτα ἀπό τά τελευταίας σκουριασμένας ἰδέας τοῦ παλαιοῦ κακοῦ καιροῦ, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ἁπλῶς σκλάβοι καί φορτηγά κτήνη».

Ὅποιος εἶναι ἐξοικειωμένος μέ τήν θεωρία τοῦ Θαυμαστοῦ Ἀνάποδου Κόσμου, εὔκολα θά ἀντιληφθεῖ ὅτι στά ἔργα αὐτά δέν περιέχονταν σκουριασμένες ἀλλά ἀφυπνιστικές ἰδέες γιά τούς ἀναγνῶστες τους. Μπορεῖ στήν σημερινή ἐποχή τά παλιά, κλασικά βιβλία νά μήν ἔχουν (τοὐλάχιστον ἀκόμη) ἀπαγορευθεῖ, ἀλλά συμβαίνει ἕνα ἄλλο φαινόμενο, πού εἶναι ἐξίσου ἀπαράδεκτο:

Στό ὄνομα τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας», ὅπως αὐτή ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπό τά «ἱερατεῖα» τῆς Νέας Ἐποχῆς, γίνονται ἐπεμβάσεις στό περιεχόμενό τους, καί δή ἐρήμην τῶν πνευματικῶν δημιουργῶν τους, ὥστε π.χ. νά μήν αἰσθάνονται ἐνοχλημένες κάποιες μειοψηφίες ἤ νά μήν ἀδικεῖται τό γυναικεῖο φῦλο στήν ὁρολογική ἐκπροσώπησή του σέ σχέση μέ τό ἀνδρικό.

Ἔτσι, «τά μυθιστορήματα τῆς Ἀγκάθα Κρίστι “διορθώνονται”, γιά νά ἀφαιρεθοῦν “ρατσιστικές ἀναφορές καί ἄλλες προσβλητικές ἐκφράσεις”. Ἡ λέξη native (ἰθαγενής) μετατρέπεται σέ local (ντόπιος), ἡ λέξη “nigger” (νέγρος) ἀφαιρεῖται ἐντελῶς, μιά “τσιγγάνα” γίνεται “νεαρή γυναῖκα”, ἐνῶ ἀπαλείφονται ἀναφορές σέ ἐθνότητες καί φυλές»7.

Περαιτέρω, «πᾶσα νέα τέχνη καί φιλολογία εἶχεν ἀπαγορευθῇ, καθ’ ὅσον τά τοιαῦτα ἔτεινον νά ὑπονομεύσωσι τάς ἀρχάς τῆς ἰσότητος. Ἔκαμνον τούς ἀνθρώπους νά σκέπτωνται, καί οἱ σκεπτόμενοι ἄνθρωποι ἀνεπτύσσοντο καί ἐγίνοντο ἱκανώτεροι ἀπό ἐκείνους οἵτινες δέν ἐπεθύμουν νά σκέπτωνται· καί ἐκεῖνοι οἵτινες δέν ἐπεθύμουν νά σκέπτωνται φυσικῷ τῷ λόγῳ ἐναντιοῦντο εἰς τοῦτο, καί ἐπειδή ἦσαν ἐν τῇ πλειονοψηφίᾳ, ὑπερίσχυσαν. Διά τούς αὐτούς λόγους, εἶπε, δέν ἐπετρέποντο οἱ ἀγῶνες, αἱ ἱπποδρομίαι καί τά παιγνίδια. Οἱ ἀγῶνες καί τά παιγνίδια ἐπέφερον συναγωνισμόν καί ὁ συναγωνισμός ἐπέφερεν ἀνισότητα».

Σέ ἀντίθεση μέ ὅ,τι συμβαίνει στήν τζερομική οὐτοπία τοῦ 29ου αἰῶνα, στήν δική μας δυστοπία τοῦ 21ου αἰῶνα, τό παγκόσμιο ὁλοκληρωτικό καθεστώς κρατᾶ ἀπασχολημένους τούς πολῖτες μέ «ἀγῶνες» καί «παιγνίδια» (ἐπιπλέον, τούς ταΐζει καθημερινά μέ ἀμέτρητες τηλε-σκυλοτροφές), ἀποπροσανατολίζοντάς τους ἀπό τήν ὀλέθρια ἀπειλή πού ὑποκρύπτεται στόν ματερναλιστικό-στοργικό τρόπο διακυβέρνησής τους.

Δύο πολύ κρίσιμα ζητήματα θίγονται ἀπό τόν Τζερόμ πρός τό τέλος τῆς νουβέλας του. Στό πρῶτο ἐρώτημα τοῦ ἀφηγητῆ ἄν ὑπάρχει θρησκεία, ὁ γηραιός ξεναγός ἀπαντᾶ ὅτι καί θρησκεία ὑπάρχει καί λατρεία Θεοῦ, μόνο πού Θεός εἶναι ἡ «πλειονοψηφία»! Στό δεύτερο ἐρώτημά του ἄν τελοῦνται αὐτοκτονίες, ἡ ἀπάντηση πού λαμβάνει ὁ ἀφηγητής εἶναι κατηγορηματικά ἀρνητική («τό τοιοῦτον ποτέ δέν συμβαίνει»), ὁπότε κάνει τό ἑξῆς σχόλιο:

«Προσέβλεψα τά πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν ὅσοι διέβαινον. Ὅλοι καί ὅλαι εἶχον ὑπομονητικήν, σχεδόν παθητικήν ἔκφρασιν ἐπί τοῦ προσώπου. Δέν ἠδυνάμην νά ἐνθυμηθῶ ποῦ εἶχον ἴδη ἄλλοτε τοιαύτην τινά ὄψιν. Μοί ἐφαίνετο οἰκεῖα. Πάραυτα ἐνθυμήθην. Ἦτο ἀκριβῶς ἡ ἤρεμος, θολωμένη, θαυμαστική ἔκφρασις τήν ὁποίαν ἔβλεπα πάντοτε εἰς τάς ὄψεις τῶν ἵππων καί τῶν βοῶν, τούς ὁποίους ἐτρέφομεν καί διετηροῦμεν ἐν τῷ παλαιῷ κόσμῳ».

Δυστυχῶς, αὐτό τό ἀποχαυνωτικό ἀποτέλεσμα χαρακτηρίζει καί τήν συμπαγῆ πλειοψηφία τῶν βρεφοποιημένων πολιτῶν τοῦ 21ου αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νά συμμετέχουν ἐνεργά στά πολιτικά δρώμενα καί προτιμοῦν νά εἶναι καθηλωμένοι μπροστά σέ μία ὀθόνη, ἀντλῶντας τήν «ἰσχύ» τῆς ταυτότητάς τους ἀπό τήν ἔνταξή τους στό κοπάδι τοῦ «κυρίαρχου ρεύματος». Συνεπῶς, λατρεύουν μαζικά καί ἄκριτα τόν «Θεό τῆς πλειοψηφίας», ἑρμηνεύοντας πλανεμένα ὡς διάβολο ὅποιον τολμᾶ νά ἀποκλίνει ἀπό τήν γραμμή της/του. Ὑπό μίαν ἔννοια, λοιπόν, ναί μέν οἱ βρεφοποιημένοι πολῖτες δέν αὐτοκτονοῦν ἀπό τήν ἀνία πού τούς προκαλεῖ ὁ ὑπερασφαλής βίος τους, ἀλλά ἐγκεφαλικά καί ψυχικά εἶναι ἤδη «νεκροί».

Ὅτι ἡ ζωή σέ μιά ὑπερασφαλῆ κοινωνία δέν εἶναι βιώσιμη, ὅπως παραπλανητικά προπαγανδίζουν οἱ παγκόσμιοι διαχειριστές τοῦ πλανήτη, ἀλλά ἐφιαλτική καί ἐν τέλει ἀβίωτη (ἄρα τό ὅραμα τῆς ἀτζέντας 2030 εἶναι μολυσμένο ἀπό τήν λογική, δηλ. τόν παραλογισμό, τοῦ Θαυμαστοῦ Ἀνάποδου Κόσμου!) προκύπτει μέ ἐνάργεια ἀπό τόν καταληκτικό μονόλογο τοῦ ἀφηγητῆ, τήν στιγμή πού ἔχει ξυπνήσει καί συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ ξενάγησή του στόν 29ο αἰῶνα ἦταν ἀποκύημα τοῦ ἐγκεφάλου του ὅση ὥρα κοιμόταν. Εὐτυχισμένος πού «εὑρίσκεται πάλιν εἰς τήν ιθ΄ ἑκατονταετηρίδα», λέγει:

«Διά τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου ἀκούω τόν θόρυβον καί τόν ρόχθον τῆς καθημερινῆς πάλης τοῦ βίου. Οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται, μοχθοῦσιν, ἐργάζονται, διακυβεύουσι τήν ζωήν των, μέ τά ὅπλα τῆς ρώμης καί τῆς βουλήσεως. Οἱ ἄνθρωποι γελῶσι, θλίβονται, ἐρῶνται, ἐγκληματοῦσιν, ἀνδραγαθοῦσι· πίπτουσι, μάχονται, βοηθοῦσιν ἀλλήλους· ζῶσι!» [Men are fighting, striving, working, carving out each man his own life with the sword of strength and will. Men are laughing, grieving, loving, doing wrong deeds, doing great deeds, –falling, struggling, helping one another– living!].

Ἄς εἶναι αὐτά τά λόγια ἡ πυξίδα κάθε πολιτικοῦ καί κάθε νομοθέτη, πού, βαίνοντας ἐνάντια στόν φυσικό τρόπο λειτουργίας τῶν πραγμάτων, ὁραματίζεται μηδενικά κρούσματα, μέ τήν κυριολεκτική ἤ τήν μεταφορική σημασία τῆς λέξης, δηλ. ἀπό μηδενικά κρούσματα κορωνοϊοῦ ἤ γρίπης μέχρι μηδενικά ἀτυχήματα στήν ἄσφαλτο ἀλλά καί μηδενικές ἐκπομπές ρύπων ἤ μηδενικό ἀποτύπωμα ἄνθρακα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πευκακίων Αθηνών. Η νουβέλα του Τζερόμ Κ. Τζερόμ (έχει μεταφρασθεί και από τον Γιώργο Λαμπράκο, εκδ. Ars Nocturna/Nightread, 2018) παρουσιάσθηκε στην εκπομπή του μακαριστού π. Βασιλείου Βολουδάκη που πραγματοποιήθηκε στην μνήμη του με τίτλο «Η ανθρώπινη μοναδικότητα και οι κοινωνίες της ομοιομορφίας».

2

Ἐπ’ αὐτῶν βλ. Hiday/Wales, Mental illness and the law. Handbook of the sociology of mental health, 2013, σέλ. 564.

3

Γιὰ τὴν ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ ἔργου βλ. Βαθιώτη, Ἀπὸ τὴν τρομοκρατία στὴν πανδημία. Ὑποχρεωτικὲς ἰατρικὲς πράξεις στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ ἀόρατου ἐχθροῦ, Τρίτη ἐπικαιροποιημένη ἔκδοση, Ἀλφειός, Ἀθήνα 2023, σελ. 527 ἐπ.

4

Schwab/Malleret, Ἡ Μεγάλη Ἐπανεκκίνηση, μτφ.: Ἀρ. Ἀλαβάνου, ἐκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2021, passim.

5

Βλ. Γ. Μανιάτη, Ἀναπλ. Καθηγητῆ Πανεπιστημίου Πειραιᾶ, πρ. ὑπουργὸ Περιβάλλοντος, Ἐνέργειας καὶ Κλιματικῆς Ἀλλαγῆς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: